Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους(+).

Ἑορτὴ παγκόσμιας χαρᾶς ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, τὴ Γέννηση τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Καὶ κάπου, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραῖα τροπάρια τῆς ἑορτῆς, τὴν ἀποκαλεῖ “ρίζα τοῦ γένους ἡμῶν” (β’ κανόνας ἑορτῆς, θ’ ὠδή). Καὶ ὄντως ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ νέα ρίζα, ἡ ὁποία μέσα σ’ ἕνα ἄγονο κόσμο, σ’ ἕνα στεῖρο κόσμο, σ’ ἕνα πνευματικὰ νεκρὸ κόσμο μπόρεσε νὰ μᾶς φέρει τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς, τὸν Σωτήρα Χριστό. Χωρὶς αὐτὴ τὴ νέα ρίζα ἡ ἀνθρωπότητα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τὸν γλυκύτατο καρπό, τὸν Σωτήρα Χριστό. Καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Γέννησή της, ὡς ἀρχὴ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους, εἶναι ὑπόθεση παγκόσμιας χαρᾶς.

Δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι, γιὰ νὰ ὑπάρξει αὐτὴ ἡ παγκόσμια χαρά, συνετέλεσαν δύο ἁπλὲς καὶ ταπεινὲς ψυχές. Ὁ ἅγιος Ἰωακεὶμ καὶ ἡ ἁγία Ἄννα. Λάτρευαν τὸν Θεὸ μυστικὰ στὴν καρδιά τους. Ἄφηναν τὸν πόνο τους γιὰ τὴν ἀτεκνία τους μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ προσευχὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, τὴν ἀνάθεση τῆς ζωῆς τους στὸν Θεό, τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους, τὴν ἁπλότητά τους καὶ τὴν ταπείνωσή τους, ἔγινε τὸ μέγα θαῦμα. Ἀπὸ τοὺς πρώην στείρους γονεῖς νὰ προέλθει ἡ λύση τῆς ἀνθρώπινης στειρότητας. «Ὅπου Θεὸς βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». Δὲν ἔλυσαν τὴ στειρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης οὔτε οἱ φιλόσοφοι οὔτε οἱ πολιτικοὶ οὔτε οἱ ἄλλοι διάσημοι ἡγέτες τῆς ἀνθρωπότητας. Τὴν ἔλυσαν δύο ἁπλὲς καὶ ταπεινὲς ψυχές, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα.

Καὶ σκέπτεται κανείς, τί μεγάλα πράγματα μποροῦν νὰ συμβοῦν ἀπὸ ἁπλοὺς καὶ ταπεινοὺς ἀνθρώπους. Ὁ κόσμος δὲν τοὺς ἐκτιμᾶ, διότι δὲν ἔχει κριτήρια νὰ ἐκτιμήσει τέτοιου εἴδους πνευματικὰ κατορθώματα. Τοὺς ἀγνοεῖ πολλὲς φορὲς ἢ καὶ τοὺς περιφρονεῖ. Ὅταν ὅμως οἱ ψυχὲς δίνονται στὸν Θεό, ὅταν ἁγιάζονται καὶ καθαρίζονται καὶ προσεύχονται καὶ ζοῦν γιὰ τὸν Θεό, τότε ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἁπλὲς καὶ ταπεινὲς ψυχὲς νὰ βγάλει κάτι πολὺ μεγάλο γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ὅπως συνέβη μὲ τὸν ἅγιο Ἰωακεὶμ καὶ τὴν ἁγία Ἄννα. Δὲν γνώριζαν ὁ ἅγιος Ἰωακεὶμ καὶ ἡ ἁγία Ἄννα, τί καρπὸ θὰ εἶχε ἡ ταπείνωσή τους, ἡ ἁγία συζυγία τους, ὁ σεμνὸς γάμος τους, ἡ ὑπακοή τους στὸν Θεό, ὁ πόθος τους καὶ ἡ πίστη τους πρὸς τὸν Θεό. Ἀλλ’ ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ Θεὸς βγάζει μεγάλα ἔργα, ὅπως εἶπα, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Μακαρίζουμε σήμερα τὸν ἅγιο Ἰωακεὶμ καὶ τὴν ἁγία Ἄννα καὶ τοὺς εὐγνωμονοῦμε, διότι ὁ σεμνός τους γάμος –ὁ ἐν προσευχῇ καὶ ἐν ἁγνότητι καὶ ἐν ἁγιασμῷ γάμος τους– ἔγινε αἰτία νὰ ἔλθει στὸν κόσμο τὸ ἄνθος τῆς παρθενίας, ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Λυτρωτῆ.

Συμμετέχουμε καὶ ἐμεῖς μυστικά, καρδιακά, προσευχητικά, λατρευτικὰ σ’ αὐτὴ τὴν παγκόσμια χαρά. Προσκυνοῦμε, ὅπως λένε τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ σπάργανα μὲ τὰ ὁποῖα περιεβλήθη ἅμα τῇ γεννήσει της ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστοῦμε, διότι ἐκ κοιλίας μητρὸς δόθηκε στὸν Θεό. Καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν νηπιακῶν καὶ βρεφικῶν της ἐτῶν προσφέρθηκε ὁλόκληρη στὸν Θεό. Καὶ ἔτσι συνεχίζουσα τὴν ἁγιότητα τοῦ ἁγίου Ἰωακεὶμ καὶ τῆς ἁγίας Ἄννας, τῶν θεοπνεύστων καὶ θεοκηρύκων γονέων της, ἔγινε καὶ ἐκείνη ὁ «θεόβλαστος καρπὸς» τῆς παρθενίας, ἡ Μητέρα τοῦ Λυτρωτῆ.

Τὴν παρακαλοῦμε ἐν τῇ ἁγίᾳ Γεννήσει της, ὅπως ἐκείνη ἔλυσε τὴν ἀτεκνία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, νὰ βοηθᾶ καὶ μᾶς νὰ ὑπερβαίνουμε τὴν ἀτεκνία τῆς ἁμαρτίας. Διότι ὄντως τὸ ἀνθρώπινο γένος ἦταν ἄτεκνο. Ἔκαναν πολλὰ φυσικὰ παιδιά, ἀλλὰ τὸ μόνο παιδὶ ποὺ ἔπρεπε νὰ γεννήσουν οἱ ἄνθρωποι δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ γεννήσουν. Τὸν Θεὸ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν γεννήσουν. Καὶ γι’ αὐτό, ἂς εἶχε πολλὰ παιδιὰ ὁ κόσμος, ἦταν ἄτεκνος πνευματικά.

Ἡ Παναγία μας ἔλυσε τὴν ἀτεκνία τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ γέννησε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὅπως Ἐκείνη λοιπὸν γέννησε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ δική της πρεσβεία καὶ εὐλογία νὰ ἀξιώσει καί μᾶς, ποὺ ἀκολουθοῦμε ἐπὶ τὰ ἴχνη της καὶ ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ μονογενοῦς της Υἱοῦ, νὰ ὑπερβαίνουμε τὴν ἀτεκνία τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἄγονη ἐκτός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνθρώπινη φύση. Καὶ νὰ καθιστᾶ τὴ φύση μας, γονιμοποιουμένη ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἱκανὴ νὰ γεννᾶ τὶς ἅγιες ἀρετὲς καὶ νὰ εἶναι γόνιμη καὶ καρποφόρα καὶ πνευματική. Καὶ ἔτσι νὰ ἀξιοποιεῖται ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ὅπως ὁ Θεὸς τὴν ἔπλασε. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι νεκρὸς καὶ στεῖρος καὶ ἄγονος, ἀλλὰ τὸν ἔπλασε νὰ εἶναι ζωντανὸς καὶ γόνιμος καὶ δημιουργικός. Νὰ δημιουργεῖ τὴν ἁγιότητα καὶ νὰ γεννᾶ μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Κάθε ἄνθρωπος νὰ εἶναι Χριστοφόρος, ὅπως ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦταν ὁ πρῶτος Χριστοφόρος ἄνθρωπος ποὺ φάνηκε πάνω στὴ γῆ.

Μὲ τὶς πρεσβεῖες της λοιπὸν καὶ τὸν δικό μας ἀγώνα ἂς ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη της καὶ ἂς ἔχουμε τὴν ἐλπίδα ὅτι, ἂν ἔτσι καὶ ἐμεῖς ἀγωνισθοῦμε, δὲν θὰ μείνουμε στεῖροι καὶ ἄγονοι.