Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης(+)
«Ὅποιος λυπᾶται τὸ ραβδί του, μισεῖ τὸν γιὸ του· μὰ ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἀγαπάει, τὸν παιδαγωγεῖ μὲ ἐπιμέλεια». Τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μᾶς θυμίζουν ὅτι ἡ σωστὴ ἀγάπη τῶν γονέων πρὸς τὰ παιδιὰ δὲν ταυτίζεται πάντοτε μὲ τὴν ἐπιείκεια, ἀλλὰ ἐνίοτε ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἀνάλογη αὐστηρότητα. Κλασικὸ παράδειγμα ἀπαράδεκτης ἐπιείκειας πατέρα πρὸς τὰ παιδιὰ του εἶναι ὁ ἀρχιερέας Ἠλὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Α\’ Βασ. 2,12-4,18), ὁ ὁποῖος πλήρωσε ἀκριβὰ τὴ θεομίσητη ἀνεκτικότητά του πρὸς τoὺς ἀσεβεῖς καὶ ἱερόσυλους γιούς του.
Ἡ ψευδὴς θρησκευτικότητα
Δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν ὁ βαθὺς γνώστης τῶν Γραφῶν ἀπόστολος Παῦλος νὰ ξεχνάει αὐτὸ τὸ δίδαγμα· γι’ αὐτὸ ὡς γνήσιος πνευματικὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος δὲν «ἐφείδετο τῆς βακτηρίας αὐτοῦ», ὅποτε χρειαζόταν. Αὐτὸ φαίνεται ἰδιαίτερα στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του, ἡ ὁποία -ὄχι ἄδικα- χαρακτηρίζεται «πυρακτωμένη». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐνισχύει τὸν χαρακτηρισμὸ λέγοντας ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολὴ «γέμει θυμοῦ καὶ μεγάλου φρονήματος»· καὶ ἐπαναλαμβάνοντας μὲ ἄλλα λόγια τὸ ρητὸ ἀπὸ τὶς Παροιμίες καταλήγει: «Τὸ νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς μὲ ἐπιείκεια στοὺς μαθητές του, ὅταν ἔχουν ἀνάγκη αὐστηρότητας, αὐτὸ δὲν εἶναι γνώρισμα διδασκάλου, ἀλλὰ καταστροφέα καὶ ἐχθροῦ».
Ὁ παιδαγωγικὸς θυμὸς τοῦ Ἀποστόλου εἶναι ἐμφανὴς καὶ στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ ἀποτελεῖ ἐπίλογο καὶ οὐσιαστικὰ ἀνακεφαλαίωση τῆς ἐπιστολῆς. Τὴν ἔνταση τῶν λόγων του θέλει νὰ αὐξήσει καὶ ἡ δήλωσή του ὅτι τὴν ἔγραψε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι. Κλείνοντας λοιπόν, τὴν ἐπιστολὴ του ξεσκεπάζει πάλι τὴν ὑποκρισία καὶ τὰ ταπεινὰ ἐλατήρια ἐκείνων τῶν ψευδαδέλφων ποὺ ἀνάγκαζαν τοὺς ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὺς νὰ περιτέμνονται. Σκοπὸς τους ἦταν ἀφενὸς ἡ ἐπίδειξη ἑνὸς θρησκευτικοῦ «καθωσπρεπισμοῦ», ἀφετέρου ἡ καύχηση ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε ἡ ἄγρα ὀπαδῶν. Ἡ νοσηρὴ προσκόλλησή τους σὲ ἐξωτερικὲς νομικὲς διατάξεις -καὶ ἰδιαίτερα στὴν περιτομὴ- τοὺς προκαλοῦσε αὐτὴ τὴν κενόδοξη ἀγωνία γιὰ δῆθεν εὐπρόσωπη θρησκευτικότητα. Φυσικὰ ἐπρόκειτο γιὰ ὑποκριτικὴ καὶ ψευδὴ θρησκευτικότητα, ποὺ οὐσιαστικὰ ἀκύρωνε τὸ ὑγιὲς πνεῦμα τοῦ Νόμου· «σκοτώνονταν» νὰ ἀρέσουν στοὺς ἰoυδαΐζoντες, ἐπειδὴ κατὰ βάθος φοβοῦνταν μήπως διωχθοῦν ἐξαιτίας τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ καύχημα τοῦ Σταυροῦ
Ἡ προτίμηση τῆς ἀκίνδυνης καὶ συχνά τῆς ἐπικερδοῦς θρησκευτικότητας συνηθίζεται καὶ στὶς μέρες μας. Ὁ χριστιανισμὸς τοῦ Σταυροῦ θεωρεῖται, ἂν ὄχι ἐπικίνδυνος, τουλάχιστον πολὺ ἀκριβός. Ἀντίθετα, ἡ τήρηση ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο κάποιων ἐξωτερικῶν τύπων δὲν κοστίζει καὶ πολύ· γι\’ αὐτὸ δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς βολεύει νὰ προσκολλῶνται ἄρρωστα σ\’ αὐτούς. Ἀπὸ τὸ νὰ συγχωρήσει, λόγου χάριν, κανεὶς αὐτὸν ποὺ τὸν ἀδίκησε εἶναι πιὸ βολικὸ τὸ νὰ πηγαίνει ἀπὸ τὸ ἕνα προσκύνημα στὸ ἄλλο· ἀπὸ τὸ νὰ πεῖ «καλημέρα» στὸν ἐχθρό του εἶναι πιὸ εὔκολο τὸ νὰ νηστεύει. Δὲν εἶναι λοιπὸν σπάνιο αὐτοὶ οἱ ὄντως χρήσιμοι καὶ χωρητικοὶ τῆς οὐσίας τύποι νὰ ἀπομονώνονται καί, ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία, νὰ ἀπολυτοποιοῦνται καὶ νὰ γίνονται «φθηνὲς» σημαῖες καὶ λάβαρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τέτοιες «σημαῖες» μπορεῖ νὰ γίνουν ἡ νηστεία, τὸ κομποσχοίνι, ὁ θρησκευτικὸς τουρισμός, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἐθvoφυλετισμὸς καὶ ἄλλα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ πρώην «ἄμεμπτος κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ», τώρα δὲν καυχιέται γιὰ τὸ ὅτι μετὰ τὴ μεταστροφὴ του ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ. Μοναδικό του καύχημα θεωρεῖ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ· καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὁμολογεῖ: «Γιὰ μένα ὁ Χριστὸς ἔπαθε ὅσα ἔπαθε· γιὰ μένα τὸν δοῦλο, τὸν ἐχθρό του, τὸν ἀχάριστο. Αὐτὸς δὲν ντράπηκε νὰ σταυρωθεῖ γιὰ μένα, καὶ ἐγὼ νὰ ντρέπομαι γιὰ τὸν Σταυρό του;». Καὶ ὄχι μόνο δὲν τὸν ντράπηκε, ἀλλὰ ὅλη του τὴ ζωὴ ζοῦσε τὸ «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ». Ἔτσι ἔγινε καὶ αὐτὸς νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο, καὶ ὁ κόσμος νεκρὸς γι’ αὐτόν.
Τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ
Πρόκειται βέβαια γιὰ μία ζωοποιὸ νέκρωση· διότι μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ὅλα ἔγιναν πλέον «καινούργια κτίση». Ὁ κόσμος τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ὁ κόσμος τῆς ἰουδαϊκῆς τυπολατρίας ἀνήκουν καὶ οἱ δύο στὸ παρελθόν. Ἡ δὲ καινούργια κτίση εἶναι ὁ ἀναστημένος τρόπος ζωῆς ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι συνεχὴς συσταύρωση μὲ τὸν Χριστὸ «σὺν τοῖς παθήμασιν καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ὅπως πάλι θὰ πεῖ στοὺς Γαλάτες ὁ Παῦλος. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ κλείσει αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ -ποὺ ἐπίσης δίκαια ὀνομάστηκε καὶ «ἐπιστολὴ τοῦ Σταυροῦ»- μὲ ἕνα ἀπολογητικὸ ξέσπασμα γεμάτο πόνο: «Στὸ ἑξῆς πάψτε νὰ μοῦ προκαλεῖτε κόπους καὶ ἐνοχλήσεις ζητώντας μου νὰ ἀπολογηθῶ γι’ αὐτὰ ποὺ κάνω· γιατί ἐγὼ βαστάζω στὸ σῶμα μου τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ποὺ ὑπέστην χάριν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ». Καὶ μὲ τὸ χρυσό του «ἠχεῖο», τὸν ἅγιο Ἰωάννη, θὰ ἀντηχήσει: «Τὰ στίγματά μου φωνάζουν δυνατότερα ἀπὸ σάλπιγγα σὲ ἐκείνους ποὺ μὲ ἀμφισβητοῦν. Ἂν κάποιος ἔβλεπε στρατιώτη πληγωμένο μὲ ἀμέτρητα τραύματα, θὰ ἀνεχόταν νὰ τὸν κατηγοροῦν σὰν δειλὸ καὶ προδότη;».