Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov, Ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας.
Ὅπως στεκόταν στὸν παράδεισο (Γέν. 3:24), ἔτσι στέκεται καὶ τώρα ἀπειλητικὸς ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο ὁ θανάσιμος ἐχθρός του, τὸ πεσμένο «Χερουβείμ», μὲ τὸ περιστρεφόμενο πύρινο ξίφος. Ἀδιάκοπα καὶ ἀδιάλλακτα πολεμάει τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, προσπαθώντας νὰ τὸ παρασύρει στὴν παράβαση τῶν ἐντολῶν Του καὶ σὲ ὄλεθρο μεγαλύτερο ἀπὸ ἐκεῖνον τῶν προπατόρων μας. Δυστυχῶς, μὲ κάθε ἐπιτυχία του ὁ ἐχθρὸς ἐνθαρρύνεται καὶ γίνεται πιὸ ἐπιθετικός.
Τὸ περιστρεφόμενο πύρινο ξίφος ποὺ ἔχει στὸ χέρι του ὁ ἄρχοντας τοῦ ἀέρα, εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὁσίου Μακαρίου του Μεγάλου, (1) ἡ δυνατότητα τῶν δαιμόνων νὰ περιστρέφουν τὴ διάνοια καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, σαλεύοντας καὶ φλογίζοντάς τες μὲ ποικίλα πάθη. Ὁ ἀπόστολος κάνει λόγο γιὰ «τὰ φλογισμένα βέλη τοῦ πονηροῦ» (Ἐφ. 6:16), ἐνῶ ὁ προφήτης παρομοιάζει τὴν ἐπενέργεια τοῦ διαβόλου στὴν ψυχὴ μὲ «τὴ φωτιὰ ποὺ καίει τ’ ἀγκάθια» (Ψαλμ. 117:12).
Ὁ ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος γράφει: «Ἀπὸ τότε ποὺ ἔκανε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐξοριστεῖ, ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς του, ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸν Θεό, ὁ διάβολος μὲ τοὺς δαίμονες ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ σαλεύει νοητὰ μέρα καὶ νύχτα τὸ λογιστικὸ κάθε ἀνθρώπου, ἄλλου λίγο, ἄλλου πολὺ καὶ ἄλλου πιὸ πολύ. Καὶ τὸ λογιστικὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὀχυρωθεῖ διαφορετικά, παρὰ μὲ τὴν ἀκατάπαυστη μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἄν, δηλαδή, μὲ τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ ἐντυπωθεῖ στὴν καρδιὰ ἡ θεία μνήμη, θὰ στερεώσει καὶ θὰ κάνει ἀκλόνητο τὸ λογιστικό. Σ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ὁδηγεῖ ὁ νοητὸς ἀγώνας, στὸν ὁποῖο κάθε χριστιανὸς ἀποδύθηκε νὰ ἀγωνιστεῖ μέσα στὸ στάδιο τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ• ἀλλιῶς θ’ ἀγωνιστεῖ μάταια». (2)
Ἡ ἐντολὴ ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφορᾶ ὄχι μόνο τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια, ἀλλὰ κυρίως τὴν πηγὴ καὶ τὴν αἰτία τους, τοὺς λογισμούς. Γι’ αὐτὸ ὁ ἐχθρὸς πολεμάει πρώτιστα τὸν νοῦ. Ἄν, λοιπόν, ὁ νοῦς, ποὺ ἡγεμονεύει στὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, δὲν συγκατατεθεῖ στὴν ἁμαρτία, δὲν μποροῦν νὰ γεννηθοῦν οὔτε λόγια οὔτε ἔργα ἁμαρτωλά.
Τὸ ὅπλο τοῦ ἐχθροῦ εἶναι ἡ σκέψη καὶ ἡ φαντασίωση τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ παλεύει ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἐναερίων πνευμάτων μέσα στὸν χῶρο τοῦ νοῦ. Ἐκεῖ θὰ νικήσει ἢ θὰ νικηθεῖ. Ἐκεῖ θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ τελώνια ἢ θὰ ὑποταχθεῖ σ’ αὐτά. Ἐκεῖ θὰ ἀποφασιστεῖ ἡ αἰώνια κατάστασή του. Ὁ ἴδιος θὰ διαλέξει ἐλεύθερα εἴτε τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ τοῦ χαρίστηκε πρῶτα ἀπὸ τὸν Πλάστη κι ἔπειτα ἀπὸ τὸν Λυτρωτή του, εἴτε τὸν αἰώνιο θάνατο, ποὺ προαναγγέλθηκε ἤδη στὸν παράδεισο ἀπὸ τὸν δίκαιο Θεὸ ὡς συνέπεια τῆς παραβάσεως τῆς εὐεργετικῆς ἐντολῆς Του.
Σ’ αὐτὴ τὴ μεγάλη καὶ πολὺ κρίσιμη πάλη μᾶς καλεῖ ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέει: «Ντυθεῖτε μὲ τὴν πανοπλία ποὺ δίνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ μπορέσετε ν’ ἀντιμετωπίσετε τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Γιατί δὲν ἔχουμε νὰ παλέψουμε μὲ ἀνθρώπους ἀλλὰ μὲ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, δηλαδὴ μὲ τοὺς κυρίαρχούς του σκοτεινοῦ τούτου κόσμου, τὰ πονηρὰ πνεύματα, ποὺ βρίσκονται ἀνάμεσα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανὸ» (Ἐφ. 6:11-12).
Ὁ ἴδιος ἀπόστολος ἀναφέρει καὶ τὸν χῶρο αὐτῆς τῆς φοβερῆς πάλης καὶ τὸ εἶδος τῶν ὅπλων ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιηθοῦν: «Τὰ ὅπλα μὲ τὰ ὁποῖα πολεμᾶμε ἐμεῖς δὲν εἶναι κοσμικά, ἀλλὰ ἔχουν τὴ δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γκρεμίζουν ὀχυρὰ (πνευματικά). Μ’ αὐτά, δηλαδή, ἀνατρέπουμε λογισμοὺς καὶ καθετὶ ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτὰ αἰχμαλωτίζουμε κάθε σκέψη καὶ τὴν κάνουμε νὰ ὑπακούει στὸν Χριστὸ» (Β’ Κορ. 10:4-5).
Ὅπως βλέπουμε, ὁ ἀπόστολος μᾶς προτρέπει νὰ αἰχμαλωτίζουμε ὄχι μόνο τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμούς, ποὺ φανερά τοὺς ἀποστρέφεται ὁ Κύριος, ἀλλὰ ὅλες τὶς σκέψεις, κάνοντάς τες νὰ ὑπακοῦνε σ’ Ἐκεῖνον. Γιατί ὁ πονηρὸς ἐχθρός μας, ἔμπειρος καθὼς εἶναι στὸν νοερὸ πόλεμο, δὲν ὑποβάλλει ἐξαρχῆς στὸν ἄνθρωπο λογισμοὺς ξεκάθαρα ἁμαρτωλούς. (3) Ἀντιπαραθέτει στὸν πνευματικὸ λογισμό, δηλαδὴ στὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία, τὸν μεταπτωτικὸ ἀνθρώπινο λογισμό, τὸν σαρκικὸ καὶ ψυχικό, ποὺ τὸν παρουσιάζει ὡς ὀρθὸ καὶ ὑγιῆ, ὡς σοφὸ καὶ ἐπιβεβλημένο. Μ’ αὐτὸν προσπαθεῖ νὰ ἀναιρέσει τὸν λογισμὸ τῆς ὑπακοῆς στὸν Χριστό.
Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος συνιστᾶ τὴν ἀποφασιστικὴ καὶ πλήρη αὐταπάρνηση, ὅταν μᾶς καλεῖ νὰ ντυθοῦμε μὲ τὴν πανοπλία ποὺ δίνει ὁ Θεός, καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ πάρουμε στὰ χέρια κάποιο ὅπλο. Δὲν ἀρκεῖ, δηλαδή, μόνο ἡ νηστεία, οὔτε μόνο ἡ προσευχή, οὔτε μόνο ἡ ἐλεημοσύνη, οὔτε μόνο ἡ ἁγνεία. Ἡ πανοπλία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖται ἀπ’ ὅλες τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Ὅποιος παραβεῖ ἔστω καὶ μία μόνο ἀπ’ αὐτές, θεωρεῖται παραβάτης ὅλου τοῦ θείου νόμου (Ἰακ. 2:10) καὶ «θὰ κηρυχθεῖ ἐλάχιστος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5:19), θὰ ριχθεῖ, δηλαδή, στὴ γέεννα, σύμφωνα μὲ ἑρμηνεία τοῦ μακαρίου Θεοφυλάκτου. (4) «Γι’ αὐτὸ τηροῦσα ὅλες τὶς ἐντολές Σου, μισώντας κάθε ἄδικη πράξη» (Ψαλμ. 118:128). «Γι’ αὐτὸ φορέστε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε ν’ ἀντισταθεῖτε τὴν ὥρα τῆς σατανικῆς ἐπιθέσεως. Λάβετε κάθε ἀπαραίτητο μέτρο γιὰ νὰ μείνετε ὥς τὸ τέλος σταθεροὶ στὶς θέσεις σας» (Ἐφ. 6:13). Μόνο ὅποιος φοράει τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ τὴν ὥρα τῆς σατανικῆς ἐπιθέσεως.
Μόνο ὅποιος τηρεῖ ὅλες ἀνεξαίρετα τὶς ἐντολὲς μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν ἐχθρό. Τὶς ὧρες τῶν σατανικῶν ἐπιθέσεων ἀναδεικνύονται καὶ ἀποδεικνύονται οἱ ἀνδρεῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, πού, νικώντας, μεταβαίνουν ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο στὴν ἀνάσταση καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς ψυχῆς.
Τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ τὴ φοροῦν οἱ ἅγιοί Του. Ὁ κανόνας τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ λόγος τους –ὁ λόγος καὶ τῶν χειλιῶν καὶ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς τους– εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μ’ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ μάχαιρα (Ἔφ. 6:17) συντρίβουν τὰ περιστρεφόμενα πύρινα ξίφη τῶν ἐχθρῶν –τους δαιμονικοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς δαιμονικὲς φαντασίες– κι ἔτσι αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ διαπεράσουν τὶς ψυχές τους.
Μὲ συνεχῆ ἐγρήγορση καὶ νήψη ἐπιτηροῦν τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τους ὅλοι οἱ ἀληθινοὶ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Φωτισμένοι ἀπὸ τὴ θεία χάρη, ἀντιλαμβάνονται ἤδη ἀπὸ μακριά τοὺς νοητοὺς κλέφτες καὶ φονιάδες, ὅταν αὐτοὶ τοὺς πλησιάζουν, καὶ βλέπουν μέσα τους σὰν σὲ καθρέφτη τὰ μαῦρα πρόσωπα τῶν νοητῶν αἰθιόπων. Διακόπτοντας ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ κάθε κοινωνία μὲ τοὺς δαίμονες, στεροῦν ἀπ’ αὐτοὺς κάθε δικαίωμα ἢ ἐξουσία πάνω στὶς ψυχές τους. Ἔτσι, ὅταν χωρίζονται ἀπὸ τὰ σώματά τους, περνοῦν ἀνεμπόδιστα τὶς ἐξουσίες τοῦ ἀέρα, τὶς νικημένες ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρετή τους.
__________________
(1) Ὁσίου Μακαρίου του Μεγάλου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί, ΛΖ’, 5.
(2) Ὁσίου Νικηφόρου του Μονάζοντος, Λόγος περὶ νήψεως καὶ φυλακῆς καρδίας – Συμεὼν τοῦ Θεολόγου.
(3) Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλίαι, Ε’, 62.
(4) Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, κεφ. Ε’, στ. 19.