Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος.
(Μάτθ. ἰδ’ 22-34)
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Νικητής. Ὅλες οἱ καλὲς νῖκες, μόνιμες ἢ πρόσκαιρες, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ χρόνου ὡς τὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ἀνήκουν σ’ Ἐκεῖνον. Εἶναι νικητὴς ὅταν ἀποκαθιστᾷ τὴν τάξη, μέσα στὴν ἀταξία ποὺ προκαλοῦν ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι.
Ὅταν οἱ χειρότεροι τῶν ἀνθρώπων ἀνέρχονται στὴν πρώτη θέση καὶ οἱ καλλίτεροι πέφτουν στὴν τελευταῖα, Ἐκεῖνος ἀναποδογυρίζει τὴν ἀταξία καὶ βάζει τὸν τελευταῖο πρῶτο καὶ τὸν πρῶτο τελευταῖο.
Νικᾶ τὴν κακία καὶ τὰ τεχνάσματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων ποὺ μαίνονται ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ διαλύει, ὅπως σκορπίζει ὁ ἰσχυρὸς ἄνεμος μιὰ ἄσχημη δυσοσμία. Εἶναι νικητὴς σὲ κάθε ἔλλειψη: ὅπου ὑπάρχει λίγο, τὸ αὐξάνει· ὅπου δὲν ὑπάρχει τίποτα, δίνει μὲ ἀφθονία.
Εἶναι νικητὴς στὴν ἀρρώστια καὶ στὰ βάσανα. Λέει ἕνα μόνο λόγο κι ἡ ἀρρώστια μαζὶ μὲ τὰ βάσανα ἐξαφανίζονται. Οἱ τυφλοὶ βλέπουν, οἱ κουφοὶ ἀκοῦνε, οἱ ἄλαλοι μιλᾶνε, οἱ παράλυτοι σηκώνονται καὶ περπατᾶνε, οἱ λεπροὶ καθαρίζονται.
Εἶναι νικητὴς τοῦ θανάτου: διατάζει κι ὁ θάνατος ἐλευθερώνει τὸ θῦμα ἀπὸ τὰ σαγόνια του. Βασιλεύει στὸ βασίλειο τῶν οὐρανίων δυνάμεων – τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων – ποὺ δὲν ἔχει τέλος.
Ἕνα βασίλειο ποὺ ἂν συγκριθοῦν μαζί του τὰ βασίλεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι τόσο σκοτεινὰ καὶ περιορισμένα, ὅσο ἕνας τάφος. Διατάζει τὰ στοιχεῖα καὶ τὰ ὄντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στὶς ἐντολές Του, χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ διαλυθεῖ καὶ ν’ ἀποσυντεθεῖ.
Ἡ μιὰ μέρα διαδέχεται τὴν ἄλλη. Ἡ μιὰ νίκη ἀκολουθεί τὴν ἄλλη. Ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι μιὰ σειρὰ ἀπὸ νῖκες τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀκαταμάχητης θεϊκῆς δύναμης.
Ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινὸς σὰν ἀρνί. Μπροστά Του ὅμως τρέμουν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ. Ὅταν ὁ ἴδιος τὸ ἐπιτρέπει νὰ ταπεινώνεται, τότε ἀποκαλύπτεται περισσότερο δυναμικὰ καὶ ἐμφατικὰ ἡ μεγαλοσύνη Του.
Ὅταν ἐπιτρέπει νὰ τὸν φτύνουν, τότε φανερώνει τὴ χυδαιότητα καὶ τὴν ἰταμότητα τῶν ἄλλων. Ὅταν παραδίδεται στὴ σφαγή, τότε ἡ ζωή Του ἀκτινοβολεῖ.
Ὁ Θεὸς φανέρωσε το φῶς Του μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἀμυδρὴ σκιὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Του.
Φανέρωσε τὴ δύναμή Του μέσα ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα πύρινα σώματα στὸ σύμπαν, τὴ σοφία Του μὲ τὴν εὐταξία τῆς δημιουργίας καὶ τὴ δημιουργία τῶν ὄντων ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ σύμπαντος ὡς τὴν ἄλλη, τὸ κάλλος Του ἀπὸ τὸ κάλλος τῆς φύσης, τὸ ἔλεός Του ἀπὸ τὴν ἐπιμελῆ συντήρηση ὅλων ὅσα ἔφτιαξε, τὴ ζωὴ Του μὲ τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ὄντων. Ὅλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ χλωμὴ κι ἐφήμερη εἰκόνα ποὺ παραπέμπει σ’ Ἐκεῖνον. Εἶναι ἁπλὰ λέξεις πύρινες, χαραγμένες μὲ πυκνὸ καπνό.
Ὅλ’ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφτηκαν μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ λαμπρότητα ποὺ ἄντεχε ὁ ἄνθρωπος. Κι ἀποκαλύφτηκαν μέσα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο.
Ὄχι μὲ τὸν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὄχι μὲ τὸ συνηθισμένο, τὸν πλασμένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ τὸν ἄκτιστο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα ἔγιναν μ’ Ἐκεῖνον. Μαζὶ Του ἔλαμψε στὴ σάρκα τὸ φῶς καὶ ἡ δύναμη, ἡ σοφία καὶ τὸ κάλλος, ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ ζωή.
Τί σημαίνει ζωή, ἂν ὄχι νίκη στὸ σκοτάδι; Τί σημαὶνει δύναμη, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀδυναμία;
Τί ἄλλο εἶναι ἡ σοφία, παρὰ νίκη στὴν ἀφροσύνη καὶ τὴν παράνοια; Τί εἶναι τὸ κάλλος, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀσχήμια καὶ τὴν κτηνωδία; Δὲν εἶναι νίκη κατὰ τῆς κακίας, τῆς πονηριᾶς καὶ τοῦ φθόνου τὸ ἔλεος; Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ θεία νίκη κατὰ τοῦ θανάτου;
Τί νομίζετε ἐσεῖς ποὺ ἀκολουθεῖτε τὸ Χριστό, πού βαφτιστήκατε στὸ ὄνομά Του; Δὲ φανέρωσε ὁ Χριστός ὅλες τὶς νῖκες αὐτές, ποὺ κανένας ἄλλος στὸν κόσμο δὲν εἶχε κατορθώσει νὰ κάνει;
Δὲν αἰσθάνεστε καθημερινὰ πὼς ἀκολουθεῖτε τὸ μέγιστο Νικητὴ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ χρόνου καὶ τοῦ κόσμου; Δὲ νιώθετε πὼς εἶστε βαφτισμένοι στὸ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ γνωρίζει καὶ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, ποὺ στολίζει μὲ τὸ κάλλος Του ὅλα τὰ πλάσματα, ποὺ τὰ θωπεύει μὲ τὸ ἔλεός Του καὶ τὰ ζωογονεῖ μὲ τὴ ζωή Του;
Ἂν δὲν τὰ νιώθετε καὶ δὲν τὰ ζεῖτε ὃλ’ αὐτά, τότε τὸ ὅτι τὸν ἀκολουθεῖτε καὶ καλεῖστε μὲ τ’ ὄνομά Του, πολὺ λίγο θὰ σᾶς βοηθήσει. Μόνο μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ θὰ μπορέσετε, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία ἢ τὸν ἐλάχιστο δισταγμό, νὰ πιστέψετε στὴ νικηφόρα δύναμη τοῦ Θεοῦ πάνω σὲ κάθε πλάσμα, σὲ κάθε στοιχεῖο τῆς φύσης καὶ σὲ κάθε κακία τοῦ κόσμου.
Μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει τὸ θάρρος νὰ ζήσεις, τὸ θάρρος ν’ ἀντιμετωπίσεις τὸ θάνατο. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει ἐλπίδα σὲ μιὰ ζωὴ καλλίτερη ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη, ποὺ ὑπόκειται στὴ φθορά. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει μέσα σου τὴν ἀγάπη γιὰ κάθε καλό. Γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ σαρκωμένη νίκη κατὰ τοῦ κόσμου.
«Θαρσεῖτε· ἐγὼ νενίκηκα τὸν κὸσμον» (Ιωάν. ιστ 33), εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του καὶ μέσῳ τῶν μαθητῶν Του σ’ ὅλους ἐμᾶς. Δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε. Ὁ Κύριος καὶ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς νίκησε τὸν κόσμο.
Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ περιέχει τὴ νίκη Του, ἡ μαρτυρία τῆς παντοδυναμίας Του. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὡς τὶς μέρες μας κι ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, εἶναι ἕνα ἀκόμα βιβλίο μὲ λεπτομέρειες ἀπὸ τὶς νῖκες Του.
Ὅποιος τὸ ἀμφισβητεῖ αὐτό, θὰ στερηθεῖ τοὺς καρποὺς τῶν νικῶν Του. Ἂς προσεγγίσουμε τὴν ἑρμηνεία τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου λοιπὸν χωρὶς ἀμφιβολία, χωρὶς σκιές, γιατί περιγράφει μιὰ καταπληκτικὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς φύσης.
«Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἐως οὐ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους» (Μάτθ. ιδ’ 22).
Αὐτὸ ἔγινε ἀμέσως μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, τότε ποὺ ὁ Κύριος τάισε πέντε χιλιάδες ἄντρες, χώρια ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, μὲ πέντε ἄρτους καὶ δυὸ ψάρια, καὶ περίσσεψαν ἀκόμα δώδεκα κοφίνια ψωμί.
Ὁ Κύριος προγνώρισε τότε καὶ προετοίμασε ἕνα ἄλλο μεγάλο θαῦμα, ποὺ οὔτε κἄν το φαντάζονταν οἱ μαθητές Του.
Τὸ πρῶτο στάδιο τῆς προετοιμασίας ἦταν νὰ βάλει τοὺς μαθητές Του νὰ πάρουν ἕνα πλοῖο καὶ νὰ περάσουν στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Τὸ δεύτερο στάδιο ἦταν ν’ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους καὶ τὸ τρίτο, ἦταν ν’ ἀνεβεῖ ψηλότερα στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ κατὰ μόνας.
«Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὅρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ» (Μάτθ. ιδ’ 23).
Ἡ μόνωσή Του ἐπαναλαμβάνεται μὲ τὶς λέξεις «μόνος» καὶ «κατ’ ἰδίαν», γιὰ νὰ δώσει ἔμφαση στὸ ὅτι ὁ Κύριος ἐπιδίωκε τὴν ἐρημιά, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀφοῦ πρῶτα ἔδιωξε τοὺς ὄχλους.
Ὅρος, μόνωση, σκοτάδι. Σὲ τέτοιες συνθῆκες ὁ ἄνθρωπος νιώθει νὰ βρίσκεται πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ εἶναι γλυκύτατη. Ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἦταν γιὰ δική μας διδαχή, γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει μόνο μὲ τὰ λόγια Του, ἀλλὰ μὲ πράξεις, μὲ γεγονότα καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ κίνηση ποὺ ἔκανε. Ἀνέβηκε ψηλότερα στὸ βουνὸ ἐπειδὴ ἐκεῖ εἶχε περισσότερη ἡσυχία.
Ἔμεινε μόνος Του, ἐπειδὴ ἡ μόνωση ὑποδηλώνει χωρισμὸ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Προσευχήθηκε μέσα στὴ νύχτα, γιατί τὸ σκοτάδι εἶναι κάτι σὰν πέπλο στὰ μάτια. Καὶ τὰ μάτια εἶναι ποὺ ἐμποδίζουν τὸ νοῦ νὰ συγκεντρωθεῖ, καθὼς τρέχουν ἀπὸ τὸ ἕνα ἀντικείμενο στὸ ἄλλο.
Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸ ὅρος ἔχει κι ἕνα ἄλλο, βαθύτερο νόημα. «Ἀπόλυση» τῶν ὄχλων, ἄνοδος στὸ ὅρος, μόνωση, σκοτάδι.
Τί σημαίνουν ὃλ’ αὐτά; Ἡ ἀπόλυση τῶν ὄχλων σημαίνει ὅτι ἄφησε κατὰ μέρος ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρουσιάζει ὁ κόσμος, ὅλες τὶς μνῆμες ποὺ μᾶς δένουν μὲ τὸν κόσμο καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν. Ἔτσι, ἄδειοι κι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν κόσμο, μποροῦμε νὰ σταθοῦμε στὴν προσευχὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Τί σημαίνει ἡ ἄνοδος στὸ ὅρος; Τὴν ἀνύψωση τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ στὰ ὕψη τοῦ Θεοῦ, στὴν παρουσία Του, στὴ συντροφιά Του.
Ἐκεῖνος ποὺ συμφύρεται μὲ τὸν κόσμο καὶ τὶς πολλές του μέριμνες, δὲν μπορεῖ ν’ ἀνεβεῖ ταυτόχρονα στὰ ὕψη ἐκεῖνα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος νιώθει μόνος μὲ τὸ Δημιουργό Του.
Τί σημαίνει ἡ μόνωση; Τὴ γύμνωση τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν κόσμο, νιώθει μιὰ ἀπέραντη καὶ φοβερὴ μοναξιά.
Ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ἀπογοήτευση γιὰ τὸν κόσμο τούς φέρνει σ’ αὐτὴν τὴν τρομερὴ ἐρημία, ἂν δὲν κατορθώσουν νὰ φτάσουν στὰ ὕψη, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος συναντᾷ τὸ Θεό, τότε αὐτοκτονοῦν.
Τί σημαίνει σκοτάδι; Τὴν ὁλικὴ ἀπουσία του φωτός σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Στὸν προσευχόμενο ἐρημίτη ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι καλυμμένος μὲ πυκνὸ σκοτάδι, ὅπου τὸ οὐράνιο φῶς ἀνατέλλει σταδιακὰ καὶ φωτίζει ἕνα νέο κόσμο, ἀέναα λαμπερὸ καὶ καλλίτερο.
Αὐτὰ εἶναι τα τέσσερα στάδια τῆς προσευχῆς καὶ τὸ βαθύτερο νόημά τους. Στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ τα τέσσερα αὐτὰ στάδια ἀπεικονίστηκαν μὲ τὴν ἀπόλυση τῶν ὄχλων, τὴν ἄνοδο στὸ ὅρος, τὴ μόνωση καὶ τὸ σκοτάδι.
Ἡ προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου εἶναι διδακτικὴ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὴ συνάφειά της: μὲ ὅ,τι ἔγινε πρὶν ἀπ’ αὐτὴν καὶ μὲ τὸ ὅ,τι θὰ γινόταν στὴ συνέχεια.
Προτοῦ ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, ὁ Κύριος εἶχε κάνει τὸ ἀνήκουστο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων. Μετὰ περπάτησε στὴ μέση τῆς λίμνης, ὅπως περπατάει κανεὶς στὴ στεριά.
Μ’ ὅλο ποὺ καὶ τὰ δύο αὐτὰ θαύματα τὰ ἔκανε μὲ τὴ θεϊκὴ δύναμη ποὺ εἶχε προαιώνια καὶ ποὺ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε οὔτε κατὰ τὴν ἔνσαρκη διαδρομή Του στὴ γῆ, προσευχόταν μὲ τὸ λαὸ στὴ συναγωγή, ἀλλὰ καὶ μόνος Του στὴν ἔρημο.
Σέ μᾶς εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴ μυστική, προσωπικὴ καὶ ἐνστικτώδη κίνηση γιὰ προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Μὲ τὶς προσευχὲς αὐτὲς ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ προαιώνιου Θεοῦ σίγουρα συνέχιζε καὶ μαρτυροῦσε ἐδῶ στὴ γῆ την ἀδιάρρηκτη ἑνότητά Του μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς κατὰ μόνας στὸ ὅρος μᾶς παρέχει κι ἄλλη καθαρὴ διδαχή. Τὰ καλὰ ἔργα πρέπει νὰ προηγοῦνται τῆς προσευχῆς. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ βοηθᾶ τὰ καλὰ ἔργα.
Πρέπει πρῶτα νὰ δοκιμάζουμε τὴν πίστη μας μὲ καλὰ ἔργα κι ἔπειτα νὰ τὴν ὁμολογήσουμε μὲ λόγια. Ἡ προσευχὴ ὅμως ἀξίζει μόνο ὅταν προσευχόμαστε στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἱκετεύουμε νὰ μᾶς βοηθήσει, προκειμένου νὰ κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο.
Νὰ κάνουμε προσευχὴ στὸ Θεὸ γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κάνουμε ἕνα πονηρὸ ἔργο δὲν εἶναι μόνο ἀνόητο, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι βλασφημία. Τὸ νὰ κάνεις τὸ κακὸ μὲ προσευχή, εἶναι σὰ νὰ σπέρνεις καλαμπόκι καὶ νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ φυτρώσει σιτάρι.
Μετὰ ἀπὸ κάθε καλὴ πράξη πρέπει νὰ καταφύγουμε στὴν προσευχὴ καὶ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ καλὸ ἔργο ὅμως πρέπει νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ζητᾶμε τη χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴ βοήθεια καὶ τὴ συγκατάθεσή Του, ὥστε τὸ καλὸ ἔργο ποὺ βρίσκεται μπροστά μας νὰ γίνει μὲ θεάρεστο τρόπο, τέλειο.
Κοντολογίς, κάθε καλὸ ποὺ ἔχουμε ἢ κάνουμε, ποὺ ἀκοῦμε ἢ διαβάζουμε – ἀκόμα καὶ τὸ παραμικρό, χωρὶς ἐξαίρεση – πρέπει ν’ ἀποδίδεται στὸ Θεό, ὄχι σὲ μᾶς. Τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δύναμή μας, ἡ εὐφυΐα μας, ἡ δικαιοσύνη μας.
Μπροστὰ στὸν Κύριο ἐμεῖς εἴμαστε τίποτα. Ὅταν μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλα θαύματα ὁ Κύριος Ἰησοῦς δείχνει στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ταπείνωση, τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπακοή Του, ἐνῷ εἶναι ἴσος μαζὶ Τους στὴν οὐσία καὶ στὴν αἰωνιότητα, τότε πῶς ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ δείχνουμε ταπείνωση, πραότητα καὶ ὑπακοὴ στὸ Δημιουργό μας, ποὺ μᾶς ἔπλασε «ἐκ τοῦ μηδενός», ποὺ χωρὶς τὴ βοήθειά Του ὄχι μόνο δὲ θὰ κάναμε καλὰ ἔργα, μὰ δὲ θὰ ὑπήρχαμε οὔτε γιὰ μία στιγμή;
«Τὸ δὲ πλοῖο μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζὸμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐνάντιος ὁ ἄνεμος· τετάρτη δὲ φυλακὴ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης» (Μάτθ. ιδ’ 24, 25).
Ὅταν οἱ μαθητὲς ξεκίνησαν μὲ τὸ πλοῖο τὸ βράδυ, ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη. Ὅταν ἄλλαξε ἡ φορὰ τῶν ἀνέμων ὅμως, τὰ κύματα ἔγιναν τεράστια, ὅπως συνήθως γίνεται στὴ λίμνη αὐτή, τὸ πλοῖο ἄρχισε νὰ κλυδωνίζεται κι οἱ μαθητὲς φοβήθηκαν. Ὁ Κύριος τὰ προγνώριζε ὃλ’ αὐτά.
Ἄφησε σκόπιμα ὅμως τοὺς μαθητές Του νὰ ἐκτεθοῦν στὸν κίνδυνο, ὥστε νὰ νιώσουν πόσο ἀβοήθητοι κι ἀδύναμοι ἦταν χωρὶς Ἐκεῖνον καὶ νὰ στερεωθοῦν στὴν πίστη τους, νὰ θυμηθοῦν μιὰ προηγούμενη καταιγίδα στὴ θάλασσα, ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι ἐκεῖνοι τὸν ξύπνησαν ἔντρομοι, φωνάζοντας: «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα» (Μάτθ. η’ 25). Θὰ εὔχονταν καὶ τώρα νὰ ἦταν μαζί τους. Τό ‘κανε αὐτὸ γιὰ νὰ νιώσουν καὶ νὰ γνωρίσουν προκαταβολικὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ἁγίων Του λόγων, ποὺ τοὺς εἶπε λίγο προτοῦ χωριστεῖ ἀπ’ αὐτούς: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ἰε’ 5).
Τότε ποὺ εἶχε γίνει ἡ προηγούμενη καταιγίδα οἱ μαθητὲς εἶχαν ἐκτεθεῖ σὲ μικρότερο κίνδυνο, ἡ πίστη τους δοκιμάστηκε λιγότερο, γιατί τότε ὁ Χριστὸς ἦταν μαζί τους στὸ πλοῖο, ἂν καὶ κοιμόταν.
Τώρα, σ’ αὐτὴ τὴ δεύτερη καταιγίδα, ἡ κατάσταση ἦταν χειρότερη κι ἡ πίστη τους δοκιμάστηκε περισσότερο. Ὁ ἴδιος ἔλειπε μακριά τους πάνω στὸ βουνό, στὴν ἔρημο.
Πῶς νὰ τὸν φωνάξουν, νὰ τὸν ἐπικαλεστοῦν γιὰ νὰ τοὺς ἀκούσει; Πῶς μποροῦσαν νὰ τὸν πληροφορήσουν γιὰ τὴ συμφορά τους;
Πῶς μποροῦσαν νὰ τοῦ στείλουν ἕνα μήνυμα, νὰ τοῦ ποῦν, «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα»; Δὲν ὑπάρχει κανένας τρόπος.
Οἱ μαθητὲς τὸ βλέπουν πιά, πὼς τοὺς ἀπειλεῖ ναυάγιο. Λὲς κι ἦταν δυνατὸ νὰ καταστραφεῖ κάποιος ἄνθρωπος, ὅταν τηρεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ!
Ἀλήθεια, τί ὑπέροχη διδαχὴ εἶναι αὐτὴ γιὰ τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ μὴν ἀπελπίζονται ὅταν βαδίζουν στὸ δρόμο ὅπου τοὺς ἔταξε ὁ Θεὸς· νὰ πιστέψουν πὼς Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔστειλε στὸ δρόμο τους φροντίζει γι’ αὐτούς, γνωρίζει τοὺς κινδύνους ποὺ θὰ συναντήσουν.
Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπεύδει στὴ βοήθειά Του. Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου, ὅπως δοκιμάζεται κι ὁ χρυσὸς στὸ χωνευτήρι.
Ὅταν οἱ μαθητὲς ἔφτασαν στὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀπόγνωσης, ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μπροστά τους ὁ Χριστός, περπατῶντας πάνω στὰ νερά.
Αὐτὸ ἔγινε «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός». Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως κι οἱ κυβερνῆτες τους, οἱ Ρωμαῖοι, εἶχαν χωρίσει τὴ νύχτα σὲ τέσσερις φυλακές, ποὺ ἡ καθεμιὰ τοὺς διαρκοῦσε τρεῖς ὧρες.
Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε στοὺς μαθητές Του τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύχτας, δηλαδὴ λίγο προτοῦ χαράξει.
«Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν» (Μάτθ. ἰδ’ 26).
Θὰ πρέπει ἢ νά ‘χε ἀρχίσει νὰ ψιλοχαράζει ἢ νὰ εἶχε φεγγάρι ἢ ὁ Κύριος νὰ ἔλαμπε μὲ τὸ Θαβώρειο φῶς Του, δὲ γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ εἶναι γνωστὸ εἶναι πὼς οἱ μαθητές Του τὸν εἶδαν, ἦταν ὁρατός.
Ὅταν τὸν εἶδαν στὴ θάλασσα, ἔνιωσαν ἀπερίγραπτο φόβο. Κι ὁ νέος αὐτὸς φόβος ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ τὸ φόβο τῆς καταιγίδας καὶ τοῦ ναυαγίου ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Δὲν ἤξεραν πὼς ὁ Κύριός τους εἶχε τέτοια δύναμη, τέτοια ἐξουσία στὴ φύση. Ὡς τότε δὲν τὴν εἶχε φανερώσει.
Τὸν εἶχαν δεῖ μόνο νὰ διατάζει τὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἀνέμους. Δὲν ἤξεραν ὅμως πὼς μποροῦσε νὰ περπατάει πάνω στὸ νερό, ὅπως περπατᾶμε σὲ στέρεο ἔδαφος. Θὰ ἔπρεπε βέβαια νὰ τὸ εἶχαν συμπεράνει αὐτὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα θαύματά Του.
Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ διατάζει τὴ θάλασσα νὰ γαληνεύει καὶ τοὺς ἀνέμους νὰ ἠρεμοῦν, σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ περπατήσει καὶ πάνω στὸ νερό.
Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν εἶχαν φτάσει ἀκόμα σὲ τέτοια πνευματικὴ ὡριμότητα. Ἡ πίστη τους ἦταν ἀκόμα ἀδύναμη. Κι ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτὸ γιὰ νὰ τὴ δυναμώσει.
Φάντασμά ἐστι, κραύγασαν οἱ μαθητές Του καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Σκέφτηκαν πὼς θὰ ἦταν φάντασμα ἢ κι ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς στὴ μορφὴ τοῦ Διδασκάλου τους.
Ἤξεραν, εἶχαν δεῖ τὸ Δάσκαλό τους νὰ παλεύει μὲ τὸ σατανᾶ καὶ τὶς ὀρδές του στὸν κόσμο. Καὶ τώρα ὁ σατανᾶς εἶχε ἁρπάξει τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσει.
Οἱ φίλοι Του τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἶχαν ἐκτεθεῖ στὸν ἔσχατο κίνδυνο. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς συμβεῖ;
Σίγουρα ὅλα ὅσα συμβαίνουν καὶ σήμερα στοὺς λιπόψυχους ποὺ βρίσκονται σὲ κίνδυνο, ἐνῷ βαδίζουν τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶ. «Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὅν παραδέχεται» (Εβρ. ιβ’ 6).
Καὶ σὰν τελευταῖο ἀπὸ τὰ βάσανα, στέλνει τὸ μεγαλύτερο, ὅπως λέει ὁ σοφὸς ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ὁ Χριστὸς ὑπόφερε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του κι ὅταν ἔφτασε στὸ τέλος, στὴν ὥρα τῆς νίκης, ὑπόφερε τὸ μεγαλύτερο βάσανο.
Σταυρώθηκε κι ἐνταφιάστηκε στὴ γῆ. Τὸ μεγαλύτερο αὐτὸ μαρτύριο ὅμως σύντομα ξεπεράστηκε καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸ χάραξε ἡ καινούργια μέρα, ἡ μέρα τῆς νίκης μὲ τὴν Ἀνάστασή Του.
Τέτοια μαρτύρια πέρασαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μάρτυρες ἀργότερα γιὰ τὴν πίστη τους.
Στὴν ἀρχὴ τὰ μαρτύριά τους ἦταν μικρὰ μὰ σιγά-σιγά γίνονταν μεγαλύτερα, γιγάντωναν, ὥσπου μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸ θάνατο, ἀντιμετώπιζαν τὰ μεγαλύτερα μαρτύρια, τοὺς χειρότερους πειρασμούς.
Παραθέτουμε ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὰ χιλιάδες ποὺ ἔγιναν:
Οἱ εἰδωλολάτρες βασάνιζαν τὴν ἅγια Μαρίνα μὲ φοβεροὺς καὶ τρομεροὺς τρόπους, μὲ ὅλο καὶ σκληρότερα βασανιστήρια.
Στὸ τέλος τὴν ἔδεσαν γυμνὴ σ’ ἕνα δέντρο κι ἄρχισαν νὰ τὴν γδέρνουν. Οἱ πληγές της ἦταν φοβερές.
Τὸ αἷμα της ἔτρεχε κι ἄρχισαν νὰ φαίνονται τὰ κόκκαλά της. Δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ χειρότερο μαρτύριο;
Ὄχι, ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ κι ἄλλο, μεγαλύτερο, ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ. Τὸ βράδυ τὴν ἔρριξαν ἔτσι, πληγωμένη ὅπως ἦταν, στὴ φυλακή.
Στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας μέσα στὴ φυλακή την ἐπισκέφτηκε ἕνα φοβερὸ φάντασμα: ἕνα πονηρὸ πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς τεράστιου φιδιοῦ.
Στὴν ἀρχὴ τὸ φίδι ἄρχισε νὰ στριφογυρίζει γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία, μετὰ κουλουριάστηκε γύρω της καὶ ἅρπαξε τὸ κεφάλι της μέσα στὰ φοβερὰ σαγόνια του. Αὐτὸ ὅμως δὲν κράτησε πολύ.
Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει ποτὲ τοὺς πιστοὺς δούλους Του νὰ ὑποστοῦν πειρασμοὺς μεγαλύτερους ἀπ’ ὅσο μποροῦν ν’ ἀντέξουν.
Ἀμέσως μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἡ Μαρίνα φώναξε δυνατὰ στὸ Θεὸ μ’ ὅλη της τὴν καρδιὰ κι ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μέσα της.
Καὶ τότε τὸ φίδι ἐξαφανίστηκε καὶ μπροστά της ἄνοιξε ὁ οὐρανός.
Ἡ Μαρίνα εἶδε μέσα σ’ ἕνα ἐξαίσιο φῶς τὸ σταυρό, ποὺ στὴν κορυφή του ἔστεκε ἕνα λευκὸ περιστέρι, κι ἄκουσε τὰ λόγια: «Χαῖρε, Μαρίνα, λογικὸ περιστέρι τοῦ Χριστοῦ, γιατί νίκησες τὸν παγκάκιστο ἐχθρό».
Κάτι παρόμοιο ἔγινε μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ τὸ μεγάλο φόβο τῆς θαλάσσιας καταιγίδας, ἀντιμετώπισαν ἕνα μεγαλύτερο φόβο: μπροστά τους νόμισαν πὼς εἶδαν ἕνα φάντασμα.
Βέβαια δὲν ἦταν φάντασμα, ἀλλὰ μιὰ σωτήρια καὶ ὑπέροχη πραγματικότητα. Δὲν ἦταν ὄνειρο, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα. Δὲν ἦταν κάποιος ἄλλος μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
«Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. ιδ’ 27). Ὁ Κύριος ποτὲ δὲν ἀφήνει γιὰ πολὺ μόνους τοὺς δικούς Του στοὺς μεγάλους πειρασμούς.
Ἤξερε πὼς τοὺς διέτρεχε φόβος, πὼς ἦταν ἔντρομοι, ἐπειδὴ νόμιζαν πὼς ἔβλεπαν φάντασμα.
Ἔτσι ἔσπευσε νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὸ φόβο. Εὐθέως τοὺς εἶπε: θαρσεῖτε! Τοὺς ἔδωσε ἀμέσως θάρρος, κατὰ κάποιο τρόπο τούς ξανάδωσε τὴν ἀνάσα τῆς ζωῆς, ποὺ τοὺς εἶχε κόψει ὁ φόβος. Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.
Τί ὑπέροχη φωνή! Τί ζωηφόρα λόγια! Στὴ φωνὴ αὐτὴ οἱ δαίμονες φεύγουν, οἱ ἀρρώστιες ὑποχωροῦν, οἱ νεκροὶ ἐγείρονται.
Ἀπὸ τὴ φωνὴ αὐτὴ ἀπόκτησαν ὕπαρξη ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Ἡ φωνὴ αὐτὴ εἶναι πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ, ζωῆς, ὑγείας, σοφίας κι εὐφροσύνης.
Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι! Δὲν μπορεῖ ὁ καθένας ν’ ἀκούσει τὴ φωνὴ αὐτή. Τὴν ἀκοῦνε μόνο οἱ ὅσιοι κι οἱ δίκαιοι, ποὺ ὑπομένουν γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ὅποιος γενικὰ ὑποφέρει.
Πῶς νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀδικίες τους; Θὰ τὸν ἀκούσουν ἐκεῖνοι μόνο ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τὴν πίστη τους σ’ Αὐτὸν (βλ. Πέτρ. δ’ 13-16).
Τώρα μέσα στὴ θάλασσα οἱ μαθητὲς ὑπόφεραν γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἢ μᾶλλον θὰ λέγαμε πὼς ὑπόφεραν γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ περισσότερο ἡ πίστη τους στὸ Χριστό.
«Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἰ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα» (Μάτθ. ἰδ’ 28).
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Πέτρου ἐκφράζουν τόσο χαρὰ ὅσο καὶ ἀμφιβολία. Κύριε, ἀναφωνεῖ ἡ χαρούμενη καρδιά του· εἰ σὺ εἰ, λέει τώρα ἡ ἀμφιβολία.
Ἀργότερα ποὺ ὁ Πέτρος εἶχε στερεωθεῖ πιὰ στὴν πίστη του, δὲ θὰ μιλοῦσε ἔτσι. Ὅταν ὁ ἀναστημένος Κύριος ἐμφανίστηκε στὴν ἀκτὴ τῆς ἴδιας λίμνης τῆς Γεννησαρὲτ κι ὁ Πέτρος ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰωάννη νὰ λέει πὼς ὁ Κύριός ἐστι, ὁ Πέτρος τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο… καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν (Ιωαν. κα’ 7).
Τότε δὲν ἀμφέβαλε καθόλου πὼς ἦταν ὁ Κύριος, οὔτε καὶ φοβήθηκε νὰ πέσει στὴ θάλασσα. Τώρα ὅμως ἦταν ἀκόμα πνευματικὰ δόκιμος, λιπόψυχος, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε: Κύριε, εἰ σὺ εἰ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα.
«Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν» (Μάτθ. ἰδ’ 29).
Ὅση ὥρα ἡ πίστη του ἦταν μέσα του, σταθερή, ὁ Πέτρος περπατοῦσε πάνω στὸ νερό. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ γλίστρησε μέσα του ἡ ἀμφιβολία, ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ βυθίζεται, γιατί ἡ ἀμφιβολία προκαλεῖ τὸ φόβο.
Τὸ ὅτι ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπάτησε πάνω στὰ κύματα πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἔχει ἕνα βαθύτερο νόημα.
Σημαίνει τὴν προφύλαξη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὶς σωματικὲς φροντίδες καὶ τὴ φιλαυτία στὸ ξεκίνημά της γιὰ τὸ δύσκολο δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Σωτῆρα.
Τέτοιες στιγμὲς προκύπτουν στοὺς συνηθισμένους πιστούς, ἐκείνους ποὺ εἶναι λιπόψυχοι καὶ ποὺ ἡ χαρά τους γιὰ τὸ Χριστὸ ἀνακατεύεται μὲ τὴν ἀμφιβολία.
Συχνὰ θέλουν νὰ νικήσουν τὴ σάρκα καὶ ν’ ἀκολουθήσουν τὸ Χριστό, τὸ βασιλιᾶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Σύντομα ὅμως νιώθουν νὰ πέφτουν, νὰ ξαναγυρίζουν στὶς σαρκικὲς μέριμνές τους, νὰ ξαναγίνονται σὰν τὸ πλοῖο ποὺ κλυδωνίζεται ἀπὸ τὰ κύματα.
Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ὑψηλὸ πνευματικὸ ἀνάστημα, οἱ μέγιστοι ἥρωες τῶν ἀνθρώπων, κατόρθωσαν μὲ μεγάλη ἄσκηση νὰ σταθεροποιηθοῦν στὴν πίστη καὶ νὰ πέσουν ἀπὸ τὸ σωματικὸ πλοῖο στὴν πνευματικὴ θάλασσα, γιὰ νὰ συναντήσουν τὸ βασιλιᾶ Χριστό.
Ἐκεῖνοι μόνο ἔχουν ζήσει τόσο τὸ φόβο τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ πλοίου ὅσο καὶ τοῦ τρόμου μπροστὰ στὴν καταιγίδα καὶ τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους.
Οἱ ἴδιοι ὅμως ἔνιωσαν καὶ τὴν ἀνέκφραστη χαρὰ τῆς συνάντησής τους μὲ τὸ Χριστό.
Τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ πλοῖο τοῦ σώματος εἶχε ζήσει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι μετὰ ἀπ’ αὐτόν.
Πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρὰ κι ἡ ἀγαλλίαση στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἐπικίνδυνου ταξιδιοῦ, φαίνεται ἀπὸ τὴ χαρούμενη κραυγή: «ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι» (Β’ Κόρ. ιβ’ 5).
Ἂς δοῦμε τώρα τί ἔγινε μὲ τὸν Πέτρο, ποὺ ἦταν ἀκόμα λιπόψυχος: «Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με» (Ματθ. ιδ’ 30).
Γιατί φοβήθηκε τὸν ἄνεμο καὶ ὄχι τὴ θάλασσα; Ὁ Πέτρος ἔκανε τὰ πρῶτα του βήματα σὰν μικρὸ παιδί: Κάνει λίγα βήματα, κάποιος ὅμως γελάει καὶ τὸ μωρὸ πέφτει στὸ ἔδαφος.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν πνευματικό μας ἐνθουσιασμό: Τὸ παραμικρὸ νὰ γίνει, μᾶς ἀναστατώνει καὶ μᾶς γυρίζει πίσω.
«Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε· εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. ιδ’ 22).
Δὲν πνιγόμαστε πολλὲς φορὲς στοὺς κινδύνους τῆς θάλασσας τοῦ βίου, ὡς ὅτου μᾶς ἁρπάξει κάποιο ἀόρατο χέρι καὶ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο;
Ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσει ἀρκετὰ τέτοια παραδείγματα; Ὅλοι μας τὸ γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ αὐτό.
Μιλᾶμε κάθε τόσο γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα κι ὁμολογοῦμε τὴν παρουσία τοῦ ἀόρατου χεριοῦ ποὺ μᾶς γλιτώνει ἀπὸ τὸν κίνδυνο.
Δυστυχῶς ὅμως ὑπάρχουν καὶ λίγοι ἀνάμεσά μας, ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ συνείδησή μας, ποὺ ἀκοῦνε τὴν ἐπιτιμητικὴ φωνὴ ἀπὸ τ’ ἀόρατα χείλη: ὀλιγόπιστε· εἰς τί ἐδίστασας;
Γιατί ἀμφιβάλλετε, φίλοι μου, πὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι κοντά; Γιατί δὲν δοξολογεῖτε τὸ Θεὸ ἀκόμα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀντιμετωπίζετε τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο;
Ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία ὅταν ὁδηγοῦσε τὸ μονογενῆ του υἱὸ στὴ θυσία (βλ. Γέν. κβ’ 1-18) καὶ μετὰ τὸν ἔσωσε ὁ Θεός;
Ὁ Ἰωνᾶς δὲ δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους καὶ σώθηκε (βλ. Ιων. β’ 7);
Γιατί οἱ Τρεῖς Παῖδες δὲν ὀλιγοπίστησαν μέσα στὴν «κάμινο τοῦ πυρὸς» καὶ τελικὰ τοὺς ἔσωσε ἡ πίστη τοὺς (βλ. Δαν. γ’ 19-26);
Τὸ ἴδιο δὲν ἔκανε κι ὁ προφήτης Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων (στ 16-23), ἀλλὰ κι ὁ μακάριος Ἰὼβ ποὺ ἦταν πληγωμένος καὶ γεμᾶτος σπυριὰ (Ιὼβ β’ 7-10);
Ἀλλὰ καὶ χιλιάδες ἄλλοι ποὺ δέχτηκαν τὶς μεγαλύτερες δοκιμασίες γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό, πῶς γλίτωσαν ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία;
Ἐμεῖς γιατί ἀμφιβάλλουμε; Ὁ Θεός μᾶς σώζει ἀμέτρητες φορὲς μὲ τὸ ἀόρατο χέρι Του, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε καθόλου, καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἀμφιβάλλουμε πολλὲς φορὲς γιὰ τὴ βοήθειά Του.
Πρέπει λοιπὸν νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία καὶ τὴ λιποψυχία μας.
Πρέπει νὰ γίνουμε ὥριμοι στὴν πίστη μας. Ἔτσι, ὅσο μεγάλο κίνδυνο κι ἂν ἀντιμετωπίσουμε στὸ μέλλον, πρέπει νὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ ὄνομά Του.
Καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήσει, θὰ μᾶς σώσει. Ἂς δοξολογοῦμε τὸ Θεὸ ὅταν βρισκόμαστε στὸν κίνδυνο, ὄχι ὅταν αὐτὸς περάσει.
Ἀλλὰ κι ὅταν φανοῦμε λιπόψυχοι κι ὀλιγόπιστοι, ἂς μὴ μᾶς καταλάβει ἡ ἀπόγνωση. Ὁ Πέτρος λιποψύχισε, ὁ Κύριος ὅμως ἐνίσχυσε τὴν πίστη του.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγιότερους ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους, ἀρχικὰ εἶχαν λιποψυχίσει, ἀργότερα ὅμως ἔγιναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους στὸ Χριστό.
Προσέξτε τί λέει ὁ προφητάνακτας Δαβίδ: «Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοὶ ἄνθρωπος. ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί, ἂς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου, ὅτι ἐρρύσω τὴν ψυχή μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ ὀλισθήματος» (Ψαλμ. νε’ 12-14).
Ἔτσι μιλάει ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ἀληθινά, ποὺ ἔχει γνωρίσει ἐμπειρικὰ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μετρήσει κάθε τρίχα τοῦ κεφαλιοῦ μας, πὼς οὔτε ἕνα σπουργίτι (πολὺ περισσότερο ἄνθρωπος) δὲν μπορεῖ νὰ πέσει στὴ γῆ χωρὶς τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ.
«Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος» (Ματθ. ιδ’ 32). Μὀλις ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στὸ πλοῖο, ὁ ἄνεμος σταμάτησε.
Δὲ σταμάτησε ἀπὸ μόνος του νὰ φυσᾶ, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἂν καὶ δὲν ἀναφέρεται ἐδῶ, ὅπως στὴ προηγούμενη περίπτωση, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶχε ἐπιτιμήσει τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα, φαίνεται καθαρὰ πὼς τὸ ἔκανε καὶ τώρα.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος σκέφτεται σίγουρα πὼς ὁ ἄνεμος ἔπαυσε, ὑπακούοντας σὲ ἐσωτερικὴ καὶ ἀνέκφραστη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Χάρη στὴ δική Του δύναμη κι ἐπιθυμία κόπασε ὁ ἄνεμος.
Ὑπάρχει κι ἕνα βαθύτερο καὶ καθαρὸ νόημα στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἠρέμησε τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα.
Ὅταν ὁ Κύριος μπαίνει στὸ πλοῖο τοῦ σώματός μας, εἴτε μὲ τὴ θεία κοινωνία εἴτε μὲ τὴν προσευχὴ εἴτε μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον εὐλογημένο τρόπο, οἱ ἄνεμοι τῶν παθῶν ἠρεμοῦν μέσα μας καὶ τὸ πλοῖο ταξιδεύει μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀκτή.
«Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ» (Μάτθ. ἰδ’ 33).
Ὅταν ὁ Κύριος ἠρέμησε τὴν καταιγίδα τῆς θάλασσας καὶ σταμάτησε τοὺς ἀνέμους στὴν πρώτη περίπτωση, οἱ μαθητὲς ρώτησαν, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι συνηθισμένοι καὶ λιπόψυχοι ἄνθρωποι: «Ποταπὸς ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;» (Μάτθ. ἡ’ 27).
Ἀπὸ τότε ὅμως εἶχαν δεῖ τόσα σημεῖα καὶ θαύματα ἀπὸ τὸ Διδάσκαλό τους, εἶχαν ἀκούσει τόσες διδαχές.
Ἡ πίστη τους εἶχε πιὰ ἐνισχυθεῖ, εἶχε ἑδραιωθεῖ. Ἔτσι τώρα, ποὺ ἔβλεπαν τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα, δὲ ρώτησαν πιά, ποταπὸς ἐστιν οὗτος.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔκαναν τώρα, ἦταν νὰ γονατίσουν μπροστά Του καὶ νὰ ὁμολογήσουν: ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ!
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁμολόγησαν ὅλοι μαζὶ οἱ μαθητὲς πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσά τους ἦταν βέβαια κι ὁ Ἰούδας, ποὺ τὸν ὁμολόγησε κι αὐτός.
Ἀργότερα ὅμως ἡ φιλαργυρία τὸν ἔκανε ν’ ἀρνηθεῖ κυριολεκτικὰ τὸν Κύριο καὶ Διδάσκαλό Του. Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸν ἀρνήθηκε κι ὁ Πέτρος καὶ μάλιστα τρεῖς φορές.
Ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου ὅμως δὲν ἦταν προμελετημένη. Ἔγινε ξαφνικὰ ἀπὸ φόβο κι ἀμέσως μετὰ μετανόησε πικρὰ κι ἔκλαψε γιὰ τὴν ἄρνησή του.
Τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ ἔχουν τὰ λόγια οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ καὶ τὸν ὁμολόγησαν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολὺ διδακτικὸ σὲ κάθε χριστιανό.
Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἐνανθρώπησε κι ἦρθε νὰ ζήσει μαζί μας, πρέπει κι ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας νὰ τὸν προσκυνήσουμε καὶ νὰ ὁμολογήσουμε τὸ ὄνομά Του.
Μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας ἐννοοῦμε μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴ σκέψη μας, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ αἰσθήματά μας, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ὅλες τὶς ἐπιθυμίες μας.
Ἔτσι τὸ σῶμα μας ὁλόκληρο θὰ γεμίσει φῶς, σκότος δὲ θὰ ὑπάρχει μέσα του.
Ἀλίμονό μας ἂν δεχόμαστε τὸ Χριστὸ μέσα μας κι ἔπειτα τὸν ἐξορίζουμε μὲ τὴν ἁμαρτία μας ἢ τὸν ἀρνιόμαστε, ὅπως ὁ Ἰούδας.
Ἡ δεύτερη κατάσταση θὰ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀπέλυσε τὸν Ἰούδα, «εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς» (Ιωάν. ιγ’ 27).
Ἂς μὴν ξεχνᾶμε οὔτε στιγμὴ πὼς δὲν μποροῦμε νὰ παίζουμε μὲ τὸ Θεό, γιατί αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο. Ὁ Θεὸς εἶναι «πῦρ καταναλίσκον» (Ἐβρ. ιβ’ 29).
«Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρὲτ» (Μάτθ. ιδ’ 34). Ἔφτασαν κοντὰ στὴν Καπερναούμ, ποὺ ἦταν ὁ προορισμὸς τους (βλ. Ἰωάν. στ’ 17).
Ὅποιος ἔχει πάει στὴ Γαλιλαία, μπορεῖ νὰ καταλάβει πόσο μακριὰ ὁδήγησε ἡ καταιγίδα τοὺς ἀποστόλους.
Ἡ Βηθσαϊδᾶ κι ἡ Καπερναοὺμ βρίσκονται στὶς βόρειες ἀκτὲς τῆς λίμνης. Ὅταν οἱ μαθητὲς μπῆκαν στὸ πλοῖο κάτω ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδᾶ, ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνουν, ἦταν νὰ πλεύσουν κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς.
Ὁ εὐαγγελιστὴς ὅμως γράφει πὼς ἡ καταιγίδα τούς παρέσυρε μέσον τῆς θαλάσσης.
Ἐκεῖ, στὴ μέση τῆς λίμνης θεάθηκε ὁ Ἰησοῦς νὰ περπατάει πάνω στὰ κύματα. Ὅταν κόπασε ἡ καταιγίδα, τὸ πλοῖο ἔπρεπε νὰ ταξιδέψει πάλι πίσω, στὴν ἀκτὴ τῆς Καπερναούμ.
Σύμφωνα μὲ τὸ Ματθαῖο καὶ τὸ Λουκᾶ, φαίνεται πὼς αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ πλοῖο ἀκολούθησε τὸ συνηθισμένο δρόμο, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἀνέμου καὶ τὰ κουπιά.
Ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Ἰωάννη ὅμως μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε πὼς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔφερε τὸ πλοῖο στὴν ἀκτή, μὲ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή Του.
Γράφει ὁ Ἰωάννης: «καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἥν ὑπῆγον» (Ἰωάν. στ’ 17).
Δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀντίφαση στὶς διηγήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν ἐδῶ. Ἐκεῖνος ποὺ μποροῦσε νὰ περπατάει πάνω στὰ νερὰ καὶ νὰ γαληνέψει τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν καταιγίδα μὲ τὰ λόγια καὶ τὶς σκέψεις Του, μποροῦσε ἂν τὸ ἤθελε, μὲ τὴ σκέψη Του μόνο νὰ μεταφέρει σὲ μία στιγμὴ τὸ πλοῖο στὸ λιμάνι.
Τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ ἔχουν ἐδῶ τὰ λόγια τοῦ Ἰωάννη, εἶναι πὼς ὅταν ὁ Κύριος ἔρχεται νὰ κατοικήσει μέσα μας, ἐμεῖς νιώθουμε σὰ νὰ βρισκόμαστε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπως σὲ ἀσφαλὲς λιμάνι, ἐκεῖ ποὺ τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας δὲν κλυδωνίζεται οὔτε ἀπὸ καταιγίδες οὔτε ἀπὸ ἀνέμους.
Ἂν ἔπειτα πρέπει νὰ ἐξακολουθήσουμε νὰ περπατᾶμε στὴ γῆ δὲν τὸ νιώθουμε αὐτό, γιατί τώρα ἡ ψυχὴ κι ἡ καρδιὰ μας ζοῦν σ’ ἕναν ἄλλο καλλίτερο κόσμο, ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ὁ Βασιλιᾶς Χριστός. Στὴ δική Του νίκη βλέπουμε μὲ εὐφροσύνη τὴ δική μας νίκη.
Νικητὴς ἐνάντια σὲ κάθε κακὸ εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν ἐπιτρέπει ὁ ἴδιος νὰ τὸν νικήσει κάποιο κακό.
Ἐμεῖς λοιπὸν πρέπει νὰ καταφεύγουμε κάτω ἀπὸ τὶς σωστικὲς φτεροῦγες Του, ἐκεῖ ποὺ δὲ θὰ συναντήσουμε οὔτε καταιγίδες οὔτε ἀνέμους οὔτε φαντάσματα, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος».
Ἐκεῖ θὰ βροῦμε ὅλα τ’ ἀγαθὰ πλούσια, αἰώνια, ποὺ δὲν τὰ καταστρέφει οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά.
Ἐκεῖ θὰ δοξολογοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους τὰ νικηφόρα ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴ μεγαλοσύνη τους δὲν μπορούμε νὰ κατανοήσουμε στὴν περιορισμένη προοπτικὴ τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας.
Ἐκεῖ θὰ μᾶς ἀποκαλυφτοῦν ὅλα καὶ τότε θὰ εὐφρανθοῦμε. Κι ἡ χαρά μας αὐτὴ δὲ θὰ ἔχει τέλος.
Γι’ αὐτὸ πρέπει δόξα καὶ ὕμνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.