Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov, Ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας.

Τί μπορεῖ νά εἶναι πιό ὑπέροχο καί πιό εὐχάριστο ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον;

Τό νά ἀγαπᾶ κανεὶς εἶναι μακαριότητα, τό νά μισεῖ εἶναι βασανιστήριο.

Ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες συνοψίζονται στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον(1).

Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι τό μονοπάτι πού ὁδηγεῖ στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, γιατί ὁ Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός (2), εὐδόκησε νά ντυθεῖ μυστικά τόν κάθε πλησίον μας.

Μή νομίζεις, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, πώς ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας εἶναι μέσα ἤ ἔστω κοντά στήν πεσμένη καρδιά μας. Γιατί ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης εἶναι ἐντολή πνευματική, ἐνῶ ἡ καρδιά μας εἶναι σαρκική. Ἡ ἐντολή εἶναι νέα, ἐνῶ ἡ καρδιά μας εἶναι παλαιά.

Μέ τήν πτώση τῶν προπατόρων μας στήν παρακοή καί τήν ἁμαρτία, ἡ φυσική μας ἀγάπη ἀλλοιώθηκε ἀνεπανόρθωτα. Πρέπει, λοιπόν, νά τή νεκρώσουμε –ἔτσι μᾶς προστάζει ὀ Χριστός– καί νά ἀντλήσουμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο τή θεία ἀγάπη πρός τόν πλησίον, τήν ἀγάπη «ἐν Χριστῷ».

Ὅλα τά χαρακτηριστικά τοῦ νέου ἀνθρώπου, τοῦ ἀναγεννημένου ἀπό τόν Χριστό, πρέπει νά εἶναι νέα, καινούρια. Κανένα ἀπό τά παλαιά χαρακτηριστικά του δέν τοῦ ταιριάζει πιά.

Μπροστά στό Εὐαγγέλιο δέν ἔχει καμιάν ἀξία ἡ ἀγάπη ἡ ἀνθρώπινη, ἡ ἐμπαθής, ἡ ἐγωιστική, ἡ αἰσθησιακή, ἡ σαρκική. Καί ποιάν ἀξία μπορεῖ νά ἔχει, ὅταν, πάνω σέ μιάν ἔξαρση ρηχοῦ ζήλου, ὑπόσχεται νά θυσιαστεῖ γιά τόν Κύριο, καί ἔπειτα ἀπό μερικές μόνο ὧρες, ὅταν ὁ φόβος νικᾶ τόν ζῆλο, ὁρκίζεται ὄτι δέν Τόν γνωρίζει (3);

Τό Εὐαγγέλιο ἀπορρίπτει τήν ἀγάπη τοῦ αἵματος καί τῆς σαρκικῆς καρδιᾶς. Μᾶς λέει: «Μή νομίσετε πώς ἦρθα γιά νά ἐπιβάλω ἀναγκαστική ὁμόνοια μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἦλθα νά φέρω τέτοιαν ὁμόνοια ἀλλά διαίρεση. Πράγματι, ὁ ἐρχομός μου ἔφερε τόν διχασμό τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν πατέρα του, τῆς θυγατέρας μέ τή μητέρα της, τῆς νύφης μέ τήν πεθερά της. Κι ἔτσι ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ δικοί του» (4).

Ἡ πτώση ὑποδούλωσε τήν καρδιά στή σάρκα, στό αἷμα, στόν κοσμοκράτορα. Τό Εὐαγγέλιο ἐλευθερώνει τήν καρδιά ἀπ᾿ αὐτή τή δουλεία καί τή φέρνει κάτω ἀπό τή χειραγωγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας.

Ἡ ἀγάπη πού τρέφεται καί συντηρεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι φωτιά. Μ᾿ αὐτή τή φωτιά καταστέλλεται ἡ φωτιά τῆς φυσικῆς καί σαρκικῆς ἀγάπης. «Ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ σβήνει τόν πόθο τῶν γονέων», γράφει ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης. «Κι αὐτός πού ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει καί τούς δύο πόθους, ἀπατᾶ τόν ἑαυτό του» (5).

Σέ τί κατάπτωση βρίσκεται ἡ φύση μας! Ἐκεῖνος πού εἶναι κατά φύση ἱκανός νά ἀγαπᾶ ὁλόθερμα τόν πλησίον, πρέπει νά ἀσκήσει βία στόν ἑαυτό του, γιά νά τόν ἀγαπήσει ὅπως θέλει τό Εὐαγγέλιο.

Ἡ φλογερή φυσική ἀγάπη εὔκολα μεταβάλλεται σέ ἀπέχθεια, σέ ἀδιάλλακτο μίσος (6).

Πόσο πληγωμένη εἶναι ἡ φυσική μας ἀγάπη! Πόσο βαριά εἶναι ἡ πληγή τῆς ἐμπάθειας πού ἔχει πάνω της! Ἡ καρδιά, ὅταν κυριευθεῖ ἀπό τήν ἐμπάθεια, εἶναι ἱκανή γιά κάθε ἀδικία, γιά κάθε ἀνομία, φτάνει νά ἱκανοποιήσει τήν ἀρρωστημένη ἀγάπη της.

«Τίς ζυγαριές πού κλέβουν τίς μισεῖ ὁ Κύριος, ἐνῶ τό ζύγι τό σωστό Τοῦ εἶναι εὐπρόσδεκτο»(7).

Ἡ φυσική, ἡ σαρκική ἀγάπη δίνει στό ἀγαπημένο της πρόσωπο καθετί τό γήινο, γιά ὁτιδήποτε οὐράνιο οὔτε πού σκέφτεται. Ἀπεναντίας, μάλιστα, ἐναντιώνεται στόν οὐρανό καί στό Πνεῦμα τό Ἅγιο, γιατί Αὐτό ζητάει σταύρωση τῆς σάρκας· ἐναντιώνεται στόν οὐρανό καί στό Πνεῦμα τό Ἅγιο, γιατί κατευθύνεται ἀπό τό πνεῦμα τό πονηρό, τό πνεῦμα τό ἀκάθαρτο καί ὀλέθριο.

Ἄς πιάσουμε τό Εὐαγγέλιο, ἀδελφέ μου, καί ἄς κοιταχθοῦμε σ᾿ αὐτό σάν σέ καθρέφτη. Ἄς κοιταχθοῦμε καί ἄς πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά παλιά ἐνδύματα, μέ τά ὁποῖα ντυθήκαμε λόγω τῆς πτώσεώς μας. Ἄς στολιστοῦμε μέ τό καινούριο ἔνδυμα πού μᾶς ἑτοιμάστηκε ἀπό τόν Θεό. Ὁ Χριστός εἶναι τό καινούριο ἔνδυμά μας. Γιατί, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος, «ὅσοι βαπτιστήκατε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τόν Χριστό» (8). Ἀλλά καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὁ Παράκλητος, εἶναι τό καινούριο ἔνδυμά μας. «Θά ντυθεῖτε μέ δύναμη πού θά σᾶς ἔρθει ἀπό τόν οὐρανό (μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)», εἶπε ὁ Κύριος (9).

Οἱ χριστιανοί ντύνονται τίς ἰδιότητες τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κάθε χριστιανός μπορεῖ νά φορέσει αὐτό τό ἔνδυμα. «Ντυθεῖτε τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό καί μήν ἀφήνετε τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό σας νά σᾶς παρασύρει στήν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν σας», λέει ὁ ἀπόστολος (10).

Πρῶτα-πρῶτα, μέ τή χειραγώγηση τοῦ Εὐαγγελίου, πέταξε ἀπό πάνω σου τήν ἔχθρα, τή μνησικακία, τήν ὀργή, τήν κατάκριση καί ὅλα, γενικά, ὅσα ἔρχονται σέ εὐθεία ἀντίθεση μέ τήν ἀγάπη. Τό Εὐαγγέλιο μᾶς προτρέπει νά προσευχόμαστε γιά τούς ἐχθρούς μας, νά δίνουμε εὐχές σ᾿ αὐτούς πού μᾶς μισοῦν, νά συγχωροῦμε αὐτούς πού μᾶς ἀδικοῦν (11). Ἐσύ, πού θέλεις ν᾿ ἀκολουθήσεις τόν Χριστό, ἀγωνίσου νά ἐφαρμόζεις ὅλες αὐτές τίς ἐντολές. Δέν φτάνει, βλέπεις, νά θαυμάζεις τή σοφία καί ἀνωτερότητα τῶν ἐντολῶν του. Δυστυχῶς, ὅμως, πολλοί ἀρκοῦνται σ᾿ αὐτό.

Ὅταν ἀρχίσεις νά ἐφαρμόζεις τίς εὐαγγελικές ἐντολές, πεισματικά θά ἐναντιωθοῦν στήν προσπάθειά σου τά ἀφεντικά τῆς καρδιᾶς σου. Καί αὐτά εἶναι, πρῶτον, ἡ σαρκική σου κατάσταση, κατάσταση στήν ὁποία εἶσαι ὑποταγμένος, καί δεύτερον, τά πονηρά πνεύματα, οἱ δαίμονες, πού κυριαρχοῦν στή σαρκική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ σοφία σου ἡ ἀνθρώπινη, τό δικαίωμά σου τό ἐγωιστικό καί τά δικαιώματα πού τά πονηρά πνεύματα ἔχουν ἀποκτήσει ἐπάνω σου, θά ἀπαιτήσουν ἀπό σένα νά μήν ἐπιτρέψεις τή μείωση τῆς «τιμῆς» σου καί τῶν ἄλλων σαρκικῶν προτερημάτων σου, ἀλλά νά τά ὑπερασπιστεῖς. Ἐσύ, ὅμως, ὑπόμεινε μέ ἀνδρεία τόν ἀόρατο πόλεμό τους, χωρίς νά ὑποχωρεῖς, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Εὐαγγελίου, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν θυσίασέ τα ὅλα. Χωρίς θυσία, δέν θά μπορέσεις νά τίς τηρήσεις. Ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές Του: «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του» (12).

Ὄταν εἶναι μαζί σου ὁ Κύριος, νά πιστεύεις στή νίκη. Δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι Αὐτός ὁ νικητής. Ζήτα Του τή νίκη, ζήτα την ἀκατάπαυστα μέ προσευχή καί δάκρυα. Ἔτσι, κάποια στιγμή, ἀναπάντεχα θά ἐνεργήσει ἡ χάρη στήν καρδιά σου. Ξάφνου θά νιώσεις τή γλυκύτητα καί τήν τέρψη τῆς πνευματικῆς ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς.

Ἔχεις πολύν ἀγώνα ἀκόμα! Πρέπει νά καλλιεργήσεις μέσα σου γενναῖο φρόνημα. Ρίξε μιά ματιά στά ἀντικείμενα τῆς ἀγάπης σου. Σοῦ ἀρέσουν πολύ; Εἶσαι πολύ δεμένος μαζί τους; Ἀπαρνήσου τα!

Αὐτή τήν ἀπάρνηση ζητάει ἀπό σένα ὁ Κύριος, ὁ νομοθέτης τῆς ἀγάπης, ὄχι γιά νά σοῦ στερήσει τήν ἀγάπη καί τά πρόσωπα πού ἀγαπᾶς, ἀλλά γιά ν᾿ ἀρνηθεῖς τή σαρκική ἀγάπη, πού ἔχει μολυνθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, καί νά γίνεις ἱκανός νά δεχθεῖς τήν πνευματική ἀγάπη, τήν καθαρή καί ἁγία, πού ἀποτελεῖ τήν ὑπέρτατη μακαριότητα. Ὅποιος ἀποκτᾶ τήν πνευματική ἀγάπη, μέ ἀπέχθεια ἀντικρίζει πιά τή σαρκική σάν μιά καρικατούρα ἀγάπης.

Πῶς θ᾿ ἀρνηθεῖς, ὅμως, τά ἀντικείμενα τῆς ἀγάπης σου, πού ἔχουν ριζώσει στήν καρδιά σου; Πές γι᾿ αὐτά στόν Θεό: “Δικά Σου εἶναι, Κύριε. Κι ἐγώ τί εἶμαι; Ἕνα ἀδύναμο πλάσμα ὁλότελα ἀσήμαντο. Σήμερα πατῶ ἀκόμα πάνω στή γῆ καί εἶμαι ἴσως λίγο χρήσιμος στά ἀγαπημένα μου πρόσωπα. Αὔριο, ὅμως, μπορεῖ νά φύγω ἀπό τή γῆ, καί τότε δέν θά εἶμαι πιά τίποτα γι᾿ αὐτούς. Εἴτε τό θέλω εἴτε ὄχι, ἔρχεται ὁ θάνατος, ἔρχονται διάφορες βιοτικές περιστάσεις καί ἀναγκαστικά μέ χωρίζουν ἀπ᾿ αὐτούς πού θεωροῦσα δικούς μου, μά ἤδη δέν εἶναι δικοί μου. Οὐσιαστικά ποτέ δέν ἦταν δικοί μου. Ὑπῆρχε μόνο κάποια σχέση ἀνάμεσά μας. Ἀπ᾿ αὐτή τή σχέση γελάστηκα καί τούς εἶχα σάν δικούς μου. Ἄν ἦταν πραγματικά δικοί μου, θά μοῦ ἀνῆκαν γιά πάντα. Ὅλα τά πλάσματα ἀνήκουν στόν Πλάστη, τόν Θεό καί Δεσπότη τους. Ὅ,τι λοιπόν, εἶναι δικό Σου, Κύριε, Σοῦ ἐπιστρέφω. Μάταια τό οἰκειοποιήθηκα. Ἔκανα λάθος”.

Γι᾿ αὐτούς πού ἀγαπᾶς, πιό ἀσφαλές εἶναι ν᾿ ἀνήκουν στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι αἰώνιος, παντοδύναμος, πανάγαθος, «πανταχοῦ παρών». Σ᾿ ὅποιον γίνεται δικός Του, εἶναι ὁ πιό πιστός βοηθός καί ὁ πιό βέβαιος προστάτης.

Ὁ Θεός δίνει στόν ἄνθρωπο τούς δικούς Του. Καί γίνονται στόν ἄνθρωπο οἱ ἄνθρωποι «δικοί του», πρόσκαιρα ὡς πρός τή σάρκα καί αἰώνια ὡς πρός τό πνεῦμα, ὅταν ὁ Θεός εὐδοκήσει νά τοῦ τούς δώσει ὡς δῶρο.

Ἡ ἀληθινή ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι θεμελιωμένη πάνω στήν πίστη στόν Θεό, εἶναι ἀγάπη «ἐν τῷ Θεῷ». Ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου παρακαλοῦσε τόν Πατέρα Του: «Νά εἶναι ὅλοι (οἱ πιστοί) ἕνα, ὅπως Ἐσύ, Πατέρα, εἶσαι ἑνωμένος μ᾿ ἐμένα κι ἐγώ μ᾿ Ἐσένα· νά εἶναι κι αὐτοί ἑνωμένοι μ᾿ ἐμᾶς» (13).

Ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ἀφοσίωση στόν Θεό θανατώνουν τή σαρκική ἀγάπη, ἡ ὁποία ζεῖ μέσω τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς ἀπιστίας.

Ὅ,τι ὠφέλιμο καί ὄ,τι ἐπιτρεπτό ἀπό τόν θείο νόμο μπορεῖς νά κάνεις στά ἀγαπημένα σου πρόσωπα, κάνε το, ἀλλά πάντα νά τά ἀναθέτεις στόν Θεό. Ἔτσι, σιγά-σιγά, ἡ τυφλή καί ἀλόγιστη σαρκική ἀγάπη σου θά μετατραπεῖ σέ πνευματική, διακριτική, ἁγία.

Ἄν ἡ ἀγάπη σου εἶναι ἐμπαθής καί ἀντίθετη στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀπόρριψέ την σάν σίχαμα. Δέν εἶναι ἀπελευθερωμένη ἡ καρδιά σου; Εἶσαι ἐμπαθής. Εἶναι αἰχμάλωτη ἡ καρδιά σου; Ἔχεις μέσα σου πάθος ἄλογο καί ἁμαρτωλό. Ἡ ἁγία ἀγάπη εἶναι ἐλεύθερη, καθαρή, ὅλη «ἐν τῷ Θεῷ». Εἶναι ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού ἐνεργεῖ στήν καρδιά ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά της.

Διῶξε μακριά σου τήν ἔχθρα, βγάλε ἀπό μέσα σου τήν ἐμπάθεια, ἀπαρνήσου τή σαρκική ἀγάπη, ἀπόκτησε τήν ἀγάπη τήν πνευματική. «Φύγε μακριά ἀπό τό κακό καί κάνε τό καλό» (14).

Νά τιμᾶς τόν πλησίον σου σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά τόν τιμᾶς μέσα στήν ψυχή σου, ἀόρατα στούς ἄλλους, φανερά μόνο στή συνείδησή σου. Ἡ ἀπόδοση τιμῆς ἄς εἶναι μυστική ἀλλά καί εἰλικρινής, ἄς ἀνταποκρίνεται δηλαδή στήν πραγματική ψυχική σου διάθεση.

Νά τιμᾶς τόν πλησίον σου ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἡλικία, τό φύλο ἤ τήν κοινωνική του θέση, καί σιγά-σιγά θ᾿ ἀρχίσει νά ἐμφανίζεται μέσα στήν καρδιά σου ἡ ἀγάπη. Αἰτία αὐτῆς τῆς ἀγάπης δέν εἶναι ἡ σάρκα καί τό αἷμα οὔτε ἡ κίνηση τῶν αἰσθημάτων, ἀλλά ὁ Θεός.

Ὅσοι στεροῦνται ἤ θά στερηθοῦν τή δόξα τ᾿ οὐρανοῦ, δέν εἶναι πάντως στερημένοι τῆς ἄλλης δόξας, ἐκείνης πού πῆρε ὁ ἄνθρωπος ὅταν πλάστηκε ἀπό τόν Δημιουργό. Ὅλοι εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν ἀκόμα, λοιπόν, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ριχθεῖ στίς φλόγες τοῦ φοβεροῦ ἅδη, ἐγώ ὀφείλω νά τήν τιμῶ. Τί μέ νοιάζουν οἱ φλόγες καί ὁ ἅδης;! Ἐκεῖ ρίχτηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μέ τή δικαιοκρισία Ἐκείνου. Τό δικό μου καθῆκον εἶναι νά διατηρήσω τόν σεβασμό μου πρός τή θεϊκή εἰκόνα καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νά γλιτώσω τόν ἑαυτό μου ἀπό τόν ἅδη.

Καί στόν τυφλό καί στόν λεπρό καί στόν βλαμμένο καί στόν ἐγκληματία καί στόν εἰδωλολάτρη καί στό βρέφος νά ἀποδίδεις τήν τιμή πού πρέπει σέ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Τί δουλειά ἔχεις μέ τίς ἀδυναμίες τους καί τά ἐλαττώματά τους; Νά παρακολουθεῖς ἄγρυπνα τόν ἐαυτό σου, γιά νά μή γίνει ἐλλειπτική ἡ ἀγάπη σου.

Τιμώντας τόν χριστιανό, τιμᾶς τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος, γιά νά μᾶς νουθετήσει, εἶπε αὐτό πού θά μᾶς πεῖ καί στήν τελική Κρίση: «Ἀφοῦ κάνατε τό καλό σ᾿ ἕναν ἀπό τούς ἄσημους τούτους ἀδελφούς μου, σ᾿ ἐμένα τό κάνατε» (15). Κράτησε στή μνήμη σου αὐτά τά εὐαγγελικά λόγια, καί θά γίνεις ζηλωτής τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Ὁ ζηλωτής τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον πλησιάζει μ᾿ αὐτή τήν ἀγάπη τόν Θεό.

Ἄν νομίζεις ὅτι ἀγαπᾶς τόν Θεό, καί μέσα στήν καρδιά σου ὑπάρχει κακή διάθεση γιά ἕναν ἔστω ἄνθρωπο, τότε βρίσκεσαι σέ μεγάλη πλάνη. «Ἄν κάποιος πεῖ», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, «“ἀγαπῶ τόν Θεό”, μισεῖ ὅμως τόν ἀδελφό του, εἶναι ψεύτης… Αὐτή τήν ἐντολή μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός: Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, πρέπει ν᾿ ἀγαπᾶ καί τόν ἀδελφό του» (16).

Ἡ πνευματική ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι γνώρισμα ψυχῆς ἀναγεννημένης ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Ἐμεῖς ξέρουμε», γράφει ὁ ἴδιος ἀπόστολος, «πώς ἀπό τόν θάνατο ἔχουμε περάσει στή ζωή· κι αὐτό τό ξέρουμε ἐπειδή ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας· αὐτός πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, παραμένει στόν θάνατο» (17).

Ἡ τελειότητα τοῦ χριστιανισμοῦ βρίσκεται στήν τελειότητα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Ἡ τέλεια ἀγάπη πρός τόν πλησίον βρίσκεται στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, στήν ὁποία δέν ὑπάρχει τελειότητα, δέν ὑπάρχει τέλος. Ἀτέλειωτη εἶναι ἡ πρόοδος στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, γιατί ἀγάπη εἶναι ὁ ἄναρχος Θεός.

Ζήτα, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, νά ἀνοιχθεῖ μέσα σου ἡ πνευματική ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Μπαίνοντας σ᾿ αὐτήν, θά μπεῖς στόν ἄπειρο χῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ· θά περάσεις τίς πύλες τῆς ἀναστάσεως, τίς πύλες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.

____________

1 Ματθ. 22:40. 2 Α΄ Ἰω. 5:20. 3 Βλ. Ματθ. 26:35, 72-74. 4 Ματθ. 10:34-36. 5 Ὅ.π. Γ΄, 21. 6 Βλ. Β΄ Βασ.13:15. 7 Παροιμ. 11:1. 8 Γαλ. 3:27. 9 Λουκ. 24:49. 10 Ρωμ. 13:14. 11 Βλ. Ματθ. 5:44. 12 Ματθ. 16:24. 13 Ἰω. 17:21. 14 Ψαλμ. 33:15. 15 Ματθ. 25:40. 16 Α΄ Ἰω. 4:20, 21. 17 Α΄ Ἰω. 3:14.