Ἅγιος Δωρόθεος.
Ὅταν ὅ Θεὸς δὴµιούργησε τὸν ἀνθρωπο, «ἔβαλε µἔσα του ἕνα θεῖο σπὲρµα, σὰν ἐνα εἶδος λογισµοῦ πιὸ θὲρµού καὶ φωτεινοῦ, νὰ ἐχει τὴ θέσῃ τῆς σπίθας, γιὰ νὰ φωτίζει τὸ νοῦ καὶ νὰ τοῦ δείχνει νὰ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό». Αὐτὸ ὀνοµάζεται συνείδηση, καὶ εἶναι οἱ φυσικοί νόµοι; (‘Ιωαv. Χρύσ. Ρ. G. 49, 131-133). Αυτὸ εἶναι τὰ πηγάδια πού ἄνοιγε ὁ Ἰακώβ, ὅπως ἀκριβὼς εἶπαν οἱ Πατέρες, καὶ τὰ παράχωναν οἱ Φιλισταῖοι (Γέν. 26, 15). Μ’ αὐτὸ τὸ νὸµο, δηλαδή µέ τὴ συνεὶδηση, συµµορφώθηκαν οἱ Πατριάρχες καὶ ὁλοι οἱ ἅγιοι πού ἐζησαν πρὶν ἀπὸ τὸ γραπτὸ νὸµο καὶ εὐαρέστησαν στὸ Θεό.
Τώρα λοιπόν, εἶναι στὸ χέρι µας ἥ νὰ Τὴν παραχώσουµε πάλι ἡ νὰ τὴν ἀφήσουμε νὰ λὰµπει καὶ νά µάς φωτίζει, ἂν σύµµορφωνόµαστε µέ τίς ὑποδείξεις της. Γιατί ὅταν ἡ συνείδησή µας µᾶς ὑπαγορεύει νὰ κάνουµε αὐτὸ καὶ ἄδιαφοροῦµε, καὶ πάλι µᾶς λέει νὰ κάνουµε ἐκεῖνο καὶ δὲν τὸ κάνουµε, ἀλλὰ σταθερὰ καὶ ἀδιάκοπα τὴν καταπατοῦµε, ἔτσι τὴ θάβουνε καὶ δέν µπορεὶ πιὰ νὰ φωνάξει δυνατά µέσα µας, ἀπὸ τὸ βάρος πού τὴ σκεπάζει. Ὅπως ἀκριβῶς το λυχνάρι πού δίνει θὰµπό φῶς, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἀρχίζει νά µᾶς δείχνει ὅλο πιὸ θολά, ὅλο πιὸ σκοτεινὰ τὰ πρὰγµατα, ὅπως σὺµβαίνει καί µέ τὸ θολωµένο ἀπὸ τὰ πολλὰ χὼµατα νερό, πού δέν µπορεὶ νὰ δεῖ κανεὶς διεστραμμένη διάθεση-καὶ ἀρχίζει νὰ καταφρονεῖ καὶ τὰ μεγάλα καὶ βαρύτερα, καὶ νὰ καταπατεῖ τήν ἴδια τὴ συνείδησή του. Καί ἔτσι προχωρῶντας σιγᾷ-σιγᾷ κινδυνεύει νὰ πέσει καὶ σὲ τέλεια ἀναισθησία.
Γι’ αὐτό, προσέξτε, ἀδελφοί μου, νὰ μὴν ἀμελήσουμε τὰ μικρά, προσέξτε νὰ μὴν καταφρονήσουμε αὐτὰ σὰν ἀσήμαντα. Δὲν εἶναι μικρά, γιατί ἀπ’ αὐτὰ τρέφεται ἡ ψυχή, ἀπ’ αὐτὰ δημιουργεῖται κακὴ συνήθεια. Ἂς ἀγρυπνήσουμε, ἂς φροντὶσουμε τὰ ἐλαφρὰ, ὅσο εἶναι ἀκόμη ἐλαφρά, γιὰ νὰ μὴν γίνουν βαριά. Καὶ ἡ πρόοδός μας στὴν ἀρετὴ καὶ ἡ ἁμαρτία, ξεκινᾶνε ἀπὸ τὰ μικρὰ καὶ καταλήγουν σὲ μεγάλα εἴτε καλὰ εἴτε κακά. Γι’ αὐτό μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος νὰ φυλᾶμε τὴ συνείδησή μας, σὰν νὰ θέλει νὰ κάνει κάποιον ἰδιαίτερα προσεκτικό καὶ τοῦ λέει: «Πρὸσεξε τί κάνεις, ταλαίπωρε, ξύπνα, δὴμιούργησε καλὲς σχέσεις μὲ τὸν ἀντίπαλό σου, ὅσο ἀκόμα βρὶσκεσαι στὸ δρόμο μαζί του». Καὶ προσθέτει τὸ φόβο καὶ τὸν κίνδυνο πού ἔχει ἡ ὑπόθεση, λέγοντας: «Μήπως κάποτε σὲ παραδώσει στὸν κριτὴ καὶ ὁ κριτής στοὺς ὑπηρέτες καὶ σὲ βάλουν στὴ φυλακή». Καὶ τί ἄλλο; Ἀληθινὰ σοῦ λέω, δὲν θὰ βγεῖς ἀπὸ ἐκεῖ, μέχρις ὅτου ξεπληρὼσεις καὶ τὴν τελευταία δεκάρα τοῦ χρέους σου». Γιατί ἢ συνείδηση μᾶς ἐλέγχει, ὅπως εἶπα, γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὸ κακό, καὶ μᾶς ὑποδεικνύει τί νὰ κάνουμε καὶ τί ὅxι. Καὶ αὐτὴ πάλι θὰ μᾶς κατηγορήσει καὶ στὴ μέλλουσα ζωή. Γι’ αὐτὸ λέει: «Μήπως κάποτε σὲ παραδώσει στὸν κριτὴ κτλ».
Ἡ προσπάθειά μας γιὰ νὰ φυλάξουμε τὴ συνείδησή μας ἄγρυπνη καὶ νὰ συμμορφωνόμαστε μὲ τίς ὑποδείξεις της, παὶρνει πολλὲς καὶ ποικίλες μορφές, γιατί πρέπει νὰ ἐνεργεῖ κανεὶς «κατὰ συνείδηση» καὶ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὰ πράγματα. Πρὸς μὲν τὸ Θεό, γιὰ νὰ μὴν καταφρονεῖ τίς ἐντολὲς Του, καὶ ὅταν δὲν τὸν βλέπει ἄνθρωπος καὶ ὅταν κανεὶς δὲν ἀπαιτεῖ τίποτα ἀπ’ αὐτόν. Αὐτος ἐνεργεῖ «κατὰ συνεὶδηση» ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μυστικά. Νά, τί θέλω νὰ πῶ: Ἀμέλησε τὴν προσευχή, ἀνέβηκε στὴν καρδιὰ του «ἐμπαθὴς λογισμὸς» καὶ δὲν πρόσεξε καὶ δὲν πίεσε τὸν ἑαυτόν του ἀλλὰ συγκατατέθηκε. Εἶδε τὸν πλησίον του νὰ λέει ἤ νὰ κάνει κάτι καὶ κατὰ τὴ φαντασία του τὸν ὑποψιάστηκε καὶ τὸν κατάκρινε. Καὶ μὲ λίγα λόγια, σὲ ὅσα γίνονται ἐσωτερικά, μυστικά, πού κανένας δὲν ξέρει, παρὰ μόνον ὁ Θεὸς καὶ ἡ συνείδησή μας, σ’ αὐτὰ πρέπει νὰ συμμορφωνόμαστε μὲ τὴ φωνῇ τῆς συνειδήσεως. Αὐτὸ σημαὶνει τὸ νὰ τηροῦμε τὴ συνείδησή μας πρὸς τὸ Θεό.
Ἡ τήρηση τῆς συνειδήσεως πρὸς τὸν πλησίον εἶναι νὰ μὴν κάνει κανεὶς τίποτα ἀπολύτως πού καταλαβαίνει ὅταν θλὶβει ἤ πληγώνει τὸν πλησίον, εἴτε μὲ ἔργο, εἴτε μὲ λόγο, εἴτε μὲ κάποια κίνηση εἴτε μ’ ἕνα βλέμμα -γιατί μπορεῖ κανεὶς καὶ μὲ μιὰ κίνηση, ὅπως πολλὲς φορές λέω, νὰ πληγώσει τὸν πλησίον, μπορεῖ καὶ μ’ ἕνα βλέμμα. Καὶ μὲ λίγα λόγια, ὁ ἄνθρωπος μολύνει τὴ συνείδησή του μὲ ὅσα καταλαβαίνει ὅτι κάνει ἐπίτηδες γιὰ νὰ προκαλέσει λογισμὸ στὸν πλησίον, ἐπειδὴ ξέρῃ ὅτι τὸ κάνει ἐπίτηδες γιὰ νὰ τὸν βλάψει ἡ νὰ τὸν στενοχωρήσει. Τὸ νὰ φυλάξει λοιπὸν τὴ συνείδηση καὶ νὰ μὴν κάνει κάτι τέτοιο, εἶναι αὐτὸ πού λέμε, «νὰ ἐνεργεῖ κατὰ συνεὶδηση» πρὸς τὸν πλησίον.
Νὰ ἐνεργεῖ κανεὶς «κατὰ συνείδηση» πρὸς τὰ ὑλικὰ πρὰγματα σημαίνει νὰ μὴν κάνει κατάχρηση κανενὸς πρᾶγματος, νὰ μὴν ἀφήνει κάτι νὰ καταστραφεῖ ἡ νὰ πεταχτεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δεῖ κάτι πεταμένο, νὰ μὴν τὸ ἀγνοήσει ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀσήμαντο, ἀλλὰ νὰ τὸ μαζέψει καὶ νὰ τὸ βάλει στὴ θέσῃ του. Νὰ μὴν χρησιμοποιεῖ ἀπρόσεκτα τὰ ροῦχα του. Γιατί, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι μπορεῖ νὰ φορέσει κανεὶς τὸ ροῦχο του ἄλλη μιὰ ἡ δύο ἑβδομάδες καὶ πηγαίνει καὶ τὸ βάζει καὶ τὸ πλένει, πρὶν τῆς ὥρας του, καὶ τὸ’φθειρε. Καὶ ἀντὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει ἄλλους πέντε μῆνες ἡ καὶ περισσότερο, μὲ τὸ πλῦνε-πλῦνε τὸ παλιώνει καὶ τὸ ἀχρηστεύει. Καὶ αὐτὸ γίνεται «παρὰ συνείδηση». Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ στρῶμα. Πολλὲς φορὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ βολευτεῖ μ’ ἕνα παπλωματάκι καὶ ζητάει παχὺ στρῶμα. Ἄλλοτε πάλιν ἔχει τρίχινο καὶ θέλει νὰ τὸ ἀλλάξει καὶ νὰ παρει ἄλλο καινούργιο καὶ ὄμορφο ἀπὸ ματαιοδοξία ἢ ἀπὸ ἀκηδία.
Μπορεῖ νὰ ἀρκεστεῖ μ’ ἕνα παλιόρουχο καὶ ζητάει μάλλινο καὶ δημιουργεῖ ζητήματα, ἂν δὲν τοῦ δώσουν. Ἂν δὲ καὶ ἀρχίσει καὶ προσέχει τὸν ἀδελφὸ του καὶ νὰ λέει «Γιατί αὐτὸς ἔχει αὐτὸ καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω;» Ε, αὐτὸς εἶναι μακάριος! Τότε πρόκοψε! (Ἐδῶ εἰρωνεύεται τὸν τοιοῦτον μοναχό). Άλλοτε πάλιν ἁπλώνει κανεὶς τὸ ροῦχο του ἢ τὸ σκέπασμά του στὸν ἥλιο καὶ ἀμελεῖ νὰ τὸ μαζέψει καὶ τὸ ἀφήνει καὶ καίγεται. Καὶ αὐτὸ εἶναι «παρὰ συνείδηση». Παρόμοια καὶ μὲ τὰ φαγητά. Μπορεῖ κανεὶς νὰ βολευτεῖ μὲ μικρὸ λάχανο ἡ λίγα ὄσπρια ἡ λίγες Ἐλιές, καὶ δὲν τὸ σηκώνει, ἀλλὰ ζητάει ἄλλο φαγητὸ πιὸ γευστικὸ καὶ πιὸ πολυτελές. ‘Ὅλα αὐτὰ εἶναι «παρὰ συνείδηση»”. Οἱ Πατέρες ὅμως λενε ὅτι δὲν πρέπει ὁ μοναχὸς ν’ ἁφὴσει ποτὲ τὴ συνείδησή του νὰ τὸν κατατυραννεῖ γιὰ ὁποιοδήποτε θέμα. Πρέπει λοιπόν, ἀδελφοί μου, ν’ ἀγρυπνοῦμε πάντοτε καὶ νὰ φυλαγόμαστε ἀπ’ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε σὲ κίνδυνο. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας τὸ προεῖπε, ὅπως τὸ ξανάπαμε. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει νὰ τ’ ἀκοῦμε καὶ νὰ τὰ τηροῦμε, γιὰ νὰ μὴν μᾶς κατακρίνουν οἱ λόγοι τῶν Πατέρων μας. ‘Ἀμήν.