Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, Προηγούμενος Ἱ.M. Σίμωνος Πέτρας.
Ἐξεγειρόμενοι πρωὶ ἐπισκέπτεσθε τοὺς παρ’ ὑμῖν ἀσθενεῖς. (Κανόνας τοῦ Μ. Ἀντωνίου)
Γιατί αλλάζει όνομα κάποιος που γίνεται μοναχός – News.gr
Τὴν παλαιὰ ἐποχὴ οἱ ἀσκηταὶ συνήθιζαν νὰ σηκώνωνται περὶ τὸ μεσονύκτιο καὶ νὰ τελοῦν τὴν νυκτερινὴ ἀκολουθία. Ἐν συνεχείᾳ τὸ πρωί, ὅταν πιὰ εἶχε φέξει, τελοῦσαν τὴν θεία λειτουργία. Καὶ τώρα ἀκόμη σὲ πολλὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἡ πρωινὴ ἀκολουθία, ἰδιαίτερα ἡ λειτουργία, προϋποθέτει φῶς. Ἤδη στὴν τελευταία εὐχὴ τοῦ ὄρθρου ὁ ἱερεὺς εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸν γιὰ τὸ ὅτι μᾶς ἔφερε το φῶς τοῦ ἥλιου. Ἐμεῖς ἔχομε ἑνώσει τὴν νυκτερινὴ ἀκολουθία μὲ τὸν ὄρθρο καὶ τὴν θεία λειτουργία.
Μόλις σηκωθῆτε, λέγει ὁ ἅγιος, τὸ πρῶτο ποὺ ἔχετε νὰ κάνετε εἶναι νὰ ἐπισκεφθῆτε τοὺς ἀσθενεῖς. Ὁ ἀσθενής, ἐπειδὴ διέρχεται μία ἰδιάζουσα κατάστασι, πιὸ εὔκολα ρέπει πρὸς τὴν ἁμαρτία, πρὸς τὸν πειρασμό, πρὸς τὴν στενοχώρια, πρὸς τοὺς λογισμούς. Ἡ φύσις του εἶναι πιὸ ἀδύνατη, γι’ αὐτὸ ζητάει παρηγοριά, ἐνίσχυσι. Ὅταν τὸν ἐπισκεφθῇς τὸ πρωί, παίρνει θάρρος καὶ ἀλλιὼς ἀντιμετωπίζει την ἥμερα του. Λέγοντας ὅμως ὁ ἅγιος, ἐπισκέπτεστε τοὺς παρ’ ὑμῖν ἀσθενεῖς, δὲν ἐννοεῖ νὰ ψάχνετε ποῦ ὑπάρχουν ἄρρωστοι, ἀλλὰ ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὸ περιβάλλον σας. Δηλαδὴ δὲν βάζει βραχνᾶ, ἀλλὰ θέτει ἕναν περιορισμό,
Ὁ ἅγιος ἀπευθύνει αὐτὸν τὸν κανόνα στοὺς ὑγιεῖς καὶ ὄχι στοὺς ἀσθενεῖς, ὥστε νὰ περιμένουν νὰ τοὺς κάνουν πρωί-πρωὶ ἐπίσκεψι. Ὁ ἄρρωστος πρέπει νὰ θυμᾶται ὅτι ἡ ἀσθένεια ποὺ τοῦ χαρίζει ὁ Θεὸς εἶναι μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν τελείωσί του. Ἡ ἀσθένεια ἀντικαθιστᾶ τὴν προσευχή, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ κάνωμε, ἀντικαθιστᾶ τὴν λατρεία, στὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ συμμετάσχωμε, ἀντικαθιστᾶ τὰ κατορθώματα τῆς πίστεως, τῶν παλαισμάτων, τὴν νηστεία, ὅταν πρέπει νὰ φᾶμε. Ὅταν εἴμαστε ἄρρωστοι, μὲ ἐλάχιστο ἀντίδωρο ἐξοφλοῦμε ὅλες μας τὶς ὑποχρεώσεις ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ σατανᾶς ὅμως μᾶς τὰ παρουσιάζει ἀνάποδα καὶ μᾶς δημιουργεῖ ἀπογοήτευσι. Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Ἡ ἀσθένεια ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς εἶναι μὲ τὸ σταγονόμετρο ζυγισμένη γιά μᾶς, ποὺ θέλομε νὰ γίνωμε τέλειοι. Ἀποκλείεται νὰ γίνωμε τέλειοι χωρὶς τὴν ἀρρώστια, καὶ μάλιστα τὴν ἀπρόσμενη, τὴν ἀπρόοπτη, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως μᾶς ταπεινώνει ἐνώπιον τῶν ἄλλων μὲ τὸ νὰ τοὺς χρειαζόμαστε καὶ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ζήσωμε μόνοι μας.
Ὅταν λοιπὸν ἀσθενοῦμε, ἂς γνωρίζωμε πὼς αὐτὸ εἶναι τὸ ἄθλημά μας, τὸ μεταγωγικὸ μέσον μας γιὰ τὸν οὐρανό, καὶ ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ στομώνωμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὅσο μποροῦμε νὰ μὴν ἔχωμε ἀνάγκη τοὺς ἄλλους. Νὰ μοιάζωμε τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι οὔτε παρηγοριὲς ζητοῦσαν, οὔτε ἐλάφρυνσι τοῦ ζυγοῦ τῆς ἀσθενείας τους. Ἐπίσης, ἂς εἴμαστε πραγματικοὶ ἀθληταὶ στὴν νηστεία. Ἂς μὴ ζητᾶμε εὔκολα τὴν κατάλυσι καὶ τὰ πιὸ παράξενα φαγητὰ ἢ ἐκεῖνα ποὺ ποτὲ δὲν τὰ τρώγαμε. Χρειάζεται νὰ εἴμαστε πολὺ προσεκτικοί, μήπως, ἀντὶ νὰ ἁγιάσωμε, πέσωμε σὲ βάραθρο καὶ ἐξέλθουμε χωρὶς στέφανο.
Τοὺς παρ’ ὑμῖν ἀσθενεῖς. Ἐὰν διαβάσωμε τὴν ζωὴ τοῦ ἁγίου, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι μὲ τὴν λέξι ἀσθενεῖς ἐννοεῖ τους σωματικῶς, ἀλλὰ προπάντων τους ψυχικῶς καὶ πνευματικῶς ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν ἀγῶνα τους καὶ τὰ τρωτὰ τῆς ὑγείας τους. Πνευματικὴ ἀσθένεια εἶναι τὰ πάθη, τὰ ἁμαρτήματα, οἱ λογισμοί, οἱ φαντασιώσεις… Ἀλλὰ ὅποιος ἔχει λογισμούς, δὲν ἔχει ἰσορροπημένη ψυχή, ἔχει ψυχικὰ νοσήματα. Καὶ ὅποιος ἁμαρτάνει, δὲν εἶναι σωματικῶς ὑγιής. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀσθενεῖς εἶναι συνήθως τα πιὸ συμπαθῆ μέλη μιᾶς ἀδελφότητος, εἴτε ἔχουν μιὰ βαρειὰ ἀσθένεια, ἕναν καρκίνο, εἴτε ἔχουν ἕναν πονόδοντο. Ὁ ἀσθενὴς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ εἰδικὴ περιποίησι καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς αὐτόν, διότι ὁ Θεός μᾶς συγκληρωνει, μᾶς παρέχει τὴν ἴδια κληρονομιά.
Δὲν μπορεῖ νὰ στηριχθῇ ἡ ἀδελφότητα, ὅταν ὑπάρχη σκληρότητα, ἀδιαφορία πρὸς τὸν ἀσθενῆ. Διότι ἀσθενὴς δὲν εἶναι ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα· στὴν πραγματικότητα ὅλοι εἴμεθα ἀσθενεῖς. Μπορεῖ νὰ μὴ φαίνεται σήμερα ἡ ἀσθένεια μας, θὰ φανῆ ὅμως αὔριο ἢ μεθαύριο, ὅταν θὰ βρεθοῦμε σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή. Ὅλοι λοιπὸν εἴμεθα ἀσθενεῖς καὶ ἔχομε τὴν χρεία ἰατροῦ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Γι’ αὐτὸ μία παλαιότατη, ὡραιότατη μοναχικὴ παράδοση, τὴν ὁποία τιμοῦσαν καὶ οἱ μεγάλοι Πατέρες, εἶναι τὸ ἐξεγειρόμενοι πρωὶ ἐπισκέπτεσθε τοὺς παρ’ ὑμῖν ἀσθενεῖς.
Ἡ ἐπίσκεψις ὅμως τῶν ἀσθενῶν δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται χωρὶς τὴν γνῶσι καὶ τὴν εὐλογία τοῦ εἰδικοῦ προσώπου, τοῦ Γέροντος ἢ τοῦ νοσοκόμου. Διότι ὁ ἄρρωστος εἶναι δυνατὸν νὰ κουράζεται ἢ νὰ βλάπτεται ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐπισκέψεις μας. Ἡ ἑνότης τῆς ἀδελφότητας, ἡ διατήρησις τοῦ ἑνὸς σώματος εἶναι σημαντική. Ὁ ἕνας ἔχει τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τόσο ὅσο γιὰ νὰ συγκρατούμεθα καὶ ὄχι νὰ γινώμεθα χειρότεροι. Ὅταν συνηθίσωμε τὸν ἀδελφό μας νὰ νοιώθη ὡς ἀνάγκη τὶς ἐπισκέψεις μας, τὸν ρίχνομε στὸ βάραθρο καὶ δὲν τὸν βοηθοῦμε νὰ ἀναστηθῇ.