Ἰωὴλ Φραγκᾶκος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας.
Κατ’ ἀρχὴν, θὰ ἤθελα νὰ φανερώσω στὸ παρὸν φιλάγιο καὶ φιλοπατερικὸ συνέδριο, ποὺ διοργανώνει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου γιὰ τὸν μεγάλο Γέροντα ἡσυχαστὴ Ἰωσήφ, πὼς ἡ πρώτη μου γνωριμία μαζί του ἦταν στὴν ἐρημικὴ Προβάτα τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ μάλιστα στὸ κελλὶ τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, ποὺ τότε μόναζε ἡσυχαστικὰ ἡ συνοδεία τοῦ Παπᾶ Ἐφραίμ, τοῦ κατοπινοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Φιλοθέου στὸν Ἄθωνα. Νὰ γίνω πιὸ σαφής. Ἐκεῖ πρωτοάκουσα ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἐφραίμ, ὄντας νεαρὸς φοιτητὴς τῆς θεολογίας, γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν πνευματική του ἐργασία. Ἐκεῖ μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, νὰ προσκυνήσω καὶ τὴν κάρα τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ἡσυχαστῆ, τυλιγμένη, ἂν δὲν κάνω λάθος, μέσα σ’ ἕνα κεντημένο ὡραῖο σάκκο. Ὄντως ἡ ἁγία κάρα του ἀπέπνεε τὸ ἄρωμα τῆς ἁγιότητας, ποὺ πρόδιδε τὴν ἔνθεη ἐπίγεια ζωή του καὶ τὴ ζωντανὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μετὰ θάνατο στὰ ἁγιασμένα ὀστέα καὶ λείψανά του.
Τὸ θέμα πού μοῦ δόθηκε νὰ ἀναπτύξω εἶναι ἡ παρουσία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὴ ζωὴ τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἀνδρὸς Ἰωσὴφ στὸ πολύφημο περιβόλι της, στὸν Ἄθω. Πάντοτε ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦταν βοηθὸς καὶ σκεπαστῆς στὴ ζωή του καὶ στὴ ζωὴ αὐτῶν ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ εἶχαν ἐμπιστευθεῖ τὴν πρόοδό τους στὴ σοφὴ καθοδήγησή του. Εἶχε φλογερὴ ἀγάπη πρὸς τὴν Κυρία μας Θεοτόκο. Μόνο ποὺ ἄκουγε τὸ ὄνομά Της δάκρυζε ἀπὸ τὸν θεῖο πόθο καὶ τὸν πάναγνο ἔρωτα, γράφει ὁ Βατοπαδινὸς ἡγούμενος π. Ἐφραίμ.1 Ὁ εὐγνώμων ὑποτακτικός του, Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινὸς, διηγεῖται πὼς στὶς πρῶτες δυσκολίες στὴν ἐπίπονη πνευματική του ἐργασία βρῆκε συμπαραστάτιδα τὴν τροφὸ καὶ βοηθὸ τῶν μοναστῶν τοῦ Ἄθωνος, τὴν Γερόντισσα Θεοτόκο. Ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ, πὼς στὶς ἀψυχολόγητες ἀντιδράσεις τοῦ Γέροντα τῶν ἡσυχαστηρίων τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ποὺ φθονοῦσε τὴν πρόοδο τοῦ νεαροῦ Ἰωσήφ, τὴν προσευχὴ ποὺ ἔκανε στὴν Παναγία· «Ἀπευθυνόμουνα καὶ στὴν Δέσποινά μας καὶ Τὴν ἱκέτευα. Ὅπως ἤμουν ἐκεῖ καὶ κοίταζα πρὸς τὸν Ἄθωνα, ὅπου φαινόταν καλὰ καὶ τὸ μέρος μὲ τὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας μας, σὰν νὰ αἰσθάνθηκα μέσα μου ἕνα σκίρτημα χαρᾶς. Ἀμέσως βλέπω μία φωτεινὴ ἀκτίνα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας καὶ σὰν οὐράνιο τόξο ἦρθε καὶ ἀκούμπησε ἐπάνω μου. Ἀμέσως ἀλλοιώθηκα ὅλος καὶ ξέχασα τὸν ἑαυτό μου. Γέμισα φῶς μέσα στὴν καρδία μου, ἔξω καὶ παντοῦ, καὶ δὲν αἰσθανόμουνα ἂν ἔχω σῶμα. Τότε ἄρχισε νὰ λέγεται ἡ εὐχὴ μέσα μου τόσο ρυθμικά, ποὺ ἀποροῦσα, γιατί ἐγὼ δὲν προσπαθοῦσα· μόνο ἔβλεπα καὶ ἄκουγα ταυτοχρόνως, καὶ θαύμαζα»2. Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἡσυχαστικῆς του ζωῆς, σύχναζε πυκνὰ στὸ ναΐδριο τῆς Κυρίας Θεοτόκου στὶς παρυφὲς τῆς κορυφῆς «ἀπ’ ὅπου τοῦ συνέβηκε τὸ μεγάλο γεγονὸς καὶ καλλιεργοῦσε μὲ μεγάλη ἀκρίβεια τὴν εὐχή»3.
Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, πὼς στὰ μεγάλα χαρίσματα ποὺ δίνει ὁ Θεὸς ἀντιστοιχοῦν καὶ μεγάλοι πειρασμοί. Ὁ ἅγιος διέρχεται τὴν κάμινο τῶν πειρασμῶν καὶ καθαρίζεται ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ. Βέβαια, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πειρασμικῶν ἐνοχλήσεων ἀποκαλύπτεται ἡ δύναμη καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν πειρασμῶν, ἐπειδὴ εἶναι ἐλεύθερος πλέον τῶν παθῶν, φανερὰ καὶ ἀποκαλυπτικὰ φαίνεται νὰ ἐπανθεῖ ἐπάνω του αὐτὴ ἡ χάρη καὶ νὰ μεταδίδεται καὶ στοὺς ἄλλους. Ἀπὸ τὸν αἰώνιο αὐτὸ κανόνα δὲν μποροῦσε νὰ ἑξαιρεθεῖ ὁ Γέροντας Ἰωσήφ. Δέχθηκε τὶς ἐπιθέσεις τῶν κακοβούλων δαιμόνων μὲ τὴ μορφὴ διαφόρων πειρασμῶν. Ἀλλὰ ἡ χειρότερη ὄχληση ἦταν ὁ πόλεμος τῆς πορνείας, δηλαδὴ τῶν πορνικῶν λογισμῶν καὶ πυρώσεων. «Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ἀντιμετώπιζε γενναία αὐτὸν τὸν πόλεμο μὲ τὴ θερμότητα τοῦ ζήλου, μὲ τὴν ὁρμὴ τῆς ἀθλητικῆς προθέσεως, μὲ τὴν πεῖρα τῆς θείας ἀντιλήψεως καὶ τὴν ἱερώτατη μορφὴ τοῦ περιβάλλοντος, μὲ τὸ ὁποῖο «ἀποκλειστικὰ ὁ Ἁγιώνυμος Ἄθωνας περιβάλλει τοὺς φοιτητὲς του»4. Προκειμένου νὰ βγεῖ νικηφόρος ἀπὸ τὸν ἀγῶνα αὐτό, χρησιμοποίησε διάφορα πρακτικὰ μέσα, ὅπως π.χ. τὸ «ἀλεξιτήριο ξύλο»5, τὴν κατάργηση τοῦ στρώματος κ.ἅ. Ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ πὼς, ἐπειδὴ ὁ πόλεμος δὲν ὑποχωροῦσε, «ἔκλαια, στέναζα, παρακαλοῦσα τὴν Δέσποινά μας Θεοτόκο, ποὺ πολλὲς φορὲς μὲ παρηγόρησε ἀλλὰ καμία λύση δὲν φαινόταν νὰ δίνεται»6. Εἶναι ἐπίσης γνωστὸ, πὼς ὁ σαρκικὸς πόλεμος δὲν ὑποχωρεῖ μὲ μόνο τὶς ἀσκητικὲς σωματικὲς πράξεις ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ προπαντὸς τὴν θεία βοήθεια. Αὐτὴν ἐπεκαλεῖτο ὁ μακαριστὸς Γέροντας. Ἰδιαιτέρως ζητοῦσε τὴ βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιὰ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὸν εἰδεχθῆ αὐτὸν πειρασμό. Ὁ ἐπιφανὴς ὁμώνυμός του ὑποτακτικὸς γράφει, πὼς σχεδὸν κάθε βράδυ τοῦ ἐμφανιζόντουσαν τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ τοῦ ἔκαναν βίαια ἐπίθεση. «Ὁ Γέροντας, ὅμως, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Παναγίας μας, ἀμυνόταν»7. Ἀκοῦστε, πῶς ἐπικαλεῖται τὴν Παναγία μας: «Δέσποινά μας, Δέσποινα, φώναζα μὲ πόνο, γνωρίζεις ἐσὺ ἡ κουροτρόφος τῶν παρθένων, ὅτι ποτὲ δὲν συμπάθησα τὴν σαρκικὴ ἁμαρτία καὶ μετὰ τὴν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ σου ἔταξα ὄρο γιὰ τὴν πλήρη κατ’ ἄνθρωπο ἁγνότητα. Γιατί τόση βία καὶ ἐπιμονή; Θὰ νικήσει τὴν προαίρεσή μου;»8. Στὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τῆς Παναγίας ὁ ἡσυχαστὴς Ἰωσὴφ ἀποδίδει τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας 9.
Ὅσο αὐξάνει ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τόσο καὶ μεγαλώνουν οἱ πειρασμοί. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ὀπτασία ποὺ εἶδε μὲ τὸν οὐράνιο ἐκεῖνο ναό, ποὺ ψαλλόταν ὁ ὕμνος πρὸς τὴν Παναγία 10. Ἐκεῖ, στὸν οὐράνιο ναὸ, εἶδε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ τέμπλο ποὺ κρατοῦσε «στὰ γόνατά Της ὡς βρέφος τὸν προαιώνιο Κύριό μας» 11. Καλύτερα, ὅμως, εἶναι νὰ ἀφήσω τὴ διήγηση ποὺ κάνει ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινὸς νὰ ἀκουσθεῖ ὁλόκληρη. «Τότε μοῦ ἔκανε νεῦμα ὁ ὁδηγός μου νὰ πλησιάσω γιὰ νὰ προσκυνήσω καὶ μὲ γύρισε πρὸς τὴν Δέσποινά μας Θεοτόκο καὶ Παραμυθία ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Δὲν κατάλαβα ἂν καὶ πόσο κινήθηκα καί, ἐνῶ ἤμουν στραμμένος πρὸς Αὐτὴν καὶ προσπαθοῦσα νὰ θαυμάσω τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο της, ὁ ὁδηγός μου, ποὺ φαινόταν ὅτι εἶχε πολλὴ οἰκειότητα καὶ παρρησία, μὲ ἕνα ὕφος παρακλητικὸ καὶ μὲ φωνὴ πολὺ καθαρή, ποὺ τὴ θυμᾶμαι καὶ τώρα, εἶπε πρὸς τὴν Κυρία μας· “Δέσποινα τοῦ κόσμου, δεῖξε τὴν δόξα Σου στὸν δοῦλο Σου, νὰ μὴν κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν λύπη”! Τότε, τί νὰ πῶ ὁ εὐτελὴς καὶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ἀνάξιος; Ἔλαμψε ὅπως ὁ ἥλιος ἡ παναγία μορφή Της καὶ εἶδα καθαρὰ πλέον, ὄχι σὰν εἰκόνα ἀλλὰ ζωντανὴ καὶ ὁλόσωμη, κατὰ τὴ δύναμη τῆς θνητότητός μου, τὴν Κυρία τῶν ὅλων καὶ Βασίλισσα νὰ βαστάζει στὶς ἀγκάλες Της τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ, πλήρη Χάριτος καὶ μεγαλείου. Μόλις εἶδα μέχρι σὲ ἕνα σημεῖο τὴν θεοπρεπὴ ἐκείνη δόξα τῆς Κυρίας μας, δὲν μπόρεσα νὰ σταθῶ ἄλλο καὶ ἔπεσα κάτω στὸ δάπεδο καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω ψιθυρίζοντας: “Δέσποινά μου, Δέσποινά μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις”. Τότε ἄκουσα τὴν μακάρια, μελισταγὴ καὶ ἀνώτερη κάθε παρηγοριᾶς φωνή Της νὰ λέει στὸν ὁδηγό μου: “Πάρε τον τώρα στὸν τόπο του, νὰ ἀγωνίζεται καὶ νὰ ἔχει τὴν ἐλπίδα του σὲ μένα”. Αἰσθάνθηκα, ὅτι κάποιος μὲ κτύπησε ἐλαφρὰ στὸν ὦμο καὶ καθὼς δοκίμαζα νὰ σηκωθῶ βρέθηκα στὸν τόπο μου, ὅπως κάθησα στὴν ἀρχὴ καὶ προσευχόμουν, μὲ τὸ πρόσωπό μου βρεγμένο ἀπὸ δάκρυα. Ἀπὸ τότε καὶ πέρα, τόση ἀγάπη καὶ εὐλάβεια αἰσθανόμουν πρὸς τὴν Κυρία μας, ὥστε μόνο τὸ ὄνομά Της μὲ γέμιζε χαρὰ πνευματική. Τὸ “ἃς ἔχει τὴν ἐλπίδα του σὲ μένα” ἦταν ἀπὸ τότε καὶ μπρὸς ἡ μόνιμη παρηγοριά μου» 12.
Σημαντικὴ, ἐπίσης, εἶναι ἡ πληροφορία, πὼς κατόπιν ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τῆς Παναγίας, βρέθηκε νερὸ στὸν τόπο τῶν ἀσκητικῶν του παλαισμάτων, προκειμένου νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν κόπο τῆς μεταφορᾶς τοῦ νεροῦ ἀπὸ μακρινὴ ἀπόσταση13. Ἡ Παναγία ἦταν μετὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ κυρία ἀπασχόληση τοῦ λογισμοῦ καὶ τοῦ ἐργοχείρου του. Ὡς ξυλογλύπτης ποὺ ἦταν, ἔφτιαχνε ἕναν σταυρὸ «ποὺ πάνω του ἦταν σκαλισμένος ὁ ἐσταυρωμένος Κύριός μας ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ Κυρία μας Θεοτόκος»14.
Ἐξαιρετικῆς σημασίας εἶναι ἡ πληροφορία τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Βατοπαιδινοῦ γιὰ τὸν ὅσιο Ἰωσὴφ τὸν ἡσυχαστὴ, πὼς τὸν βρῆκε μία φορᾶ κατὰ τὴ διάρκεια μίας σωματικῆς ταλαιπωρίας (εἶχε δύσπνοια), νὰ κρατάει τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ νὰ τῆς ἀπευθύνει λόγια ἱκετευτικά· «Δέσποινά μου, Δέσποινά μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις, ἐγὼ σὲ ἀσπάζομαι στὴν εἰκόνα Σου καὶ Σὺ μὲ χαΐδεψες ζωντανή!» 15. Στὴ συνέχεια, διηγεῖται ὁ Ὅσιος, πὼς στὸ παρελθὸν σὲ κάποια δυσκολία του τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Κυρία Θεοτόκος, κρατοῦσα τὸν Κύριο καὶ τοῦ ὑπενθύμισε: «Δὲν σοῦ εἶπα νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σὲ μένα; Γιατί ἀποθαρρύνεσαι; Νὰ, πάρε τὸν Χριστὸ ! Ἅπλωσε τὴν μακαρία ἀγκαλιὰ Της πρὸς ἐμένα καὶ τὸ πανάγιο Βρέφος μὲ πλησίασε, ὅσο ποὺ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ φτάσει! Ἐγὼ, ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἔκπληξή μου δὲν τολμοῦσα νὰ κάμω καμμιὰ κίνηση, ἅπλωσε ὁ πανάγαθος Ἰησοῦς τὸ χεράκι Του καὶ μὲ χαΐδεψε τρεῖς φορὲς στὸ μέτωπο καὶ στὸ κεφάλι! Γέμισε ἡ ψυχή μου ἀγάπη ἀμέτρητη καὶ φῶς, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ σταθῶ πλέον στὰ πόδια μου. Ἔπεσα κάτω καὶ μὲ πόθο καὶ δάκρυα φιλοῦσα τὸ μέρος, ὅπου στεκόταν ἡ Βασίλισσα τῶν ὅλων» 16.
Τέλος, κατὰ τὴν τελευτή του στὸν ἐπίγειο κόσμο, τὴν Παναγία μας ἐπικαλέσθηκε ἐκτενῶς. Γράφει ὁ ὁμώνυμός του ὑποτακτικός· «Ὅταν τοῦ εὐχήθηκαν ἀνάρρωση, τοὺς εἶπε· «ὄχι, ὄχι· φεύγω σύντομα! Ὅταν θὰ ἀκούσετε μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες τὶς καμπάνες, νὰ ξέρετε ὅτι ἔφυγε ὁ φίλος σας· ὑπολογίζω τῆς Παναγίας μας» 17. Στὶς δεκαπέντε Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κοινώνησε γιὰ τελευταῖα φορᾶ. «Κοίταζε μὲ ἐπιμονὴ τὴν εἰκόνα τῆς Κυρίας μας, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε, σὰν νὰ Τῆς ζητοῦσε κάτι. Κάτι ποὺ τὸ γνώριζε ἀκριβῶς Ἐκείνη. Τὰ ἤρεμα δάκρυά του μαρτυροῦσαν τὴν ἐνδόμυχη αἴτηση τῆς ψυχῆς τοῦ πρὸς Αὐτήν· Αὐτήν, ποὺ τόσες φορὲς τὸν παρηγόρησε καὶ τοῦ συνέστησε νὰ τρέφει βέβαιη ἐλπίδα πρὸς τὴν εὐσπλαχνία της. Πράγματι, τὴν ἴδια μέρα παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἄφησε ἄριστο παράδειγμα σὲ ὅλο τὸ Ὅρος ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους μας μέχρι καὶ σήμερα».
Σύντομη ἀναφορὰ στὴ διδασκαλία τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Περιττὸ εἶναι νὰ πῶ, πὼς ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν Παναγία εἶναι «ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς» 18. Τὴν ὀνομάζει – «ἡ Πάναγνος Μητέρα μας, Βασίλισσα καὶ Κυρία τῶν ὅλων» 19. Μόνον ἡ ἀνάμνηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός της φέρνουν δάκρυα στὰ μάτια – «Μόλις εἰπῇς – Παναγιά μου! δὲν δύνασαι νὰ κρατήσης. Ὁπότε ἐξ αὐτῶν γεννᾶται μία γαλήνη εἰς ὄλον τὸ σῶμα καὶ τελεία εἰρήνη» 20. Γιὰ νὰ ἐπέλθει κατάνυξη, ἀπαραίτητη βέβαια προϋπόθεση γιὰ προσευχή, εἶναι ἡ ἀπαγγελία τῶν ὕμνων τῆς Θεοτόκου 21. Ἡ ἀνταμοιβὴ ὅσων ἀγωνίζονται εἶναι «νὰ εὐρισκώμεθα μὲ τὴν Παναγίαν μας, ὡς γνήσια τέκνα της», «νὰ συγχαίρωμεν διαρκῶς μὲ τὴν γλυκειάν μας Μαννούλα» 22. Στὴν τριακοστὴ τρίτη ἐπιστολὴ του, περιγράφει τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν καθαρότητα ὡς ἀρετὲς ποὺ ἀναπαύουν τὴν Παναγία: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω, πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνην καὶ καθαρότητα. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, δι’ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους μᾶς θέλει καὶ ἀγαπᾶ. Καὶ μόλις ἡμεῖς τὴν φωνάζομεν, σπεύδει εὐθὺς εἰς βοήθειαν. Δὲν προλαμβάνεις νὰ εἰπῇς, Παναγία Θεοτόκε, βοήθει μοί! Καὶ εὐθὺς, ὡς ἀστραπὴ, διαυγάζει τὸν νοῦν καὶ πληροῖ φωτισμοῦ τὴν καρδίαν. Καὶ ἑλκύει τὸν νοῦν εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν καρδίαν εἰς τὴν Ἀγάπην» 23. Ἐπίσης, σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ του λέγει, ὅτι ἡ Παναγία ἀγαπᾶ τὴν ἀγνείαν 24.
Σταθερὴ εἶναι ἡ διδασκαλία του, πὼς στοὺς πειρασμοὺς βοηθὸς ἀκαταίσχυντη εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος 25. Εἶναι ἡ παράκληση πάσης ψυχῆς χριστιανών 26. Σκέπη κραταιὰ τῶν πιστών 27. Ὁ φύλακας τῶν χριστιανῶν ἀπὸ κάθε κακό, «ἀπὸ παντοίων ἐχθρῶν ὁρατῶν, ἀοράτων» 28. Εἶναι ἡ γλυκυτάτη Ἄνασσα 29. Εἴμαστε «ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τέκνα τῆς Παναχράντου Μητρὸς Του» 30. Εἶναι μητέρα τοῦ ἐλέους καὶ πηγὴ ἀγαθότητος καὶ ἄμισθος βοηθὸς ἰατρὸς τῶν θλίψεῶν μας 31.
Προτρέπει στὶς θλίψεις μας νὰ ἀγκαλιάζουμε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας «ὡς νὰ εἶναι ζῶσα» 32 καὶ αὐτὴ θὰ γίνει μεσίτης γιὰ μᾶς στὸν Θεό 33.
Δίδει καὶ τὶς ἑξῆς πρακτικὲς ὁδηγίες: «Φώναζε τὴν Μαννούλα Του συνεχῶς, διάβαζε τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ Αὐτὴ θὰ σὲ προστατεύη· πάντα θὰ σὲ φυλάττη ἀπὸ κάθε κακόν… Νὰ ἔχεις πάντοτε μίαν εἰκονούλα τῆς Παναγίας στὸν κόρφον σου, νὰ τὴν προσκυνῇς, ὅπου κάθεσαι καὶ πλαγιάζεις νὰ κοιμηθῇς. Καὶ ὅσον τὴν ἀγαπᾶς, περισσότερον θὰ σὲ ἀγαπᾶ· καὶ εἰς κάθε περίστασιν ποὺ θὰ τὴν φωνάξης θὰ αἰσθανθῇς αἰσθητὴν τὴν βοήθειαν καὶ παρηγορὶαν Της. Αὐτὴ πάντοτε καὶ ἀδιαλείπτως μεσιτεύει δι’ ὅλα τὰ τέκνα της, ὅπου θερμῶς τὴν φωνάζουν» 34.
Τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας εἶναι γλυκύτατον καὶ ποθεινότατον 35.
Θὰ ἤθελα νὰ τελειώσω τὴν μικρὴ αὐτὴ εἰσήγησή μου μὲ στίχους τοῦ Ὁσίου ἀνδρὸς Ἰωσὴφ τοῦ σπηλαιώτου πρὸς τὴν Παναγία.
«Εἰ δὲ ζητεῖς καὶ ἄλληνε δευτέραν μαρτυρίαν,
ἄκουσε καί τὴν Ἄνασσαν Θεοτόκον Μαρίαν,
ὅπου σοῦ λέγει: “Ὅποιος σταθεῖ ἐδῶ γιὰ τ’ ὄνομά μου”,
μὴ ἀμελῶν τὰ χρέη του ποιῶν τὸ θέλημά μου,
Ἐγὼ θὰ ἐπιμεληθῶ νὰ τὸν τροφοδοτήσω,
κι εἰς κάθε θλίψιν κι’ ἀρρώστια θὰ τὸν ὑπερασπίσω!
Ἀλλὰ καὶ Πρέσβυς συμπαθής, ἄξιος καὶ μεγάλος,
θὰ τοῦ φανῶ στοὺς οὐρανούς, ὅσον ἐμὲ κανεὶς ἄλλος.
Διότι ἐγὼ ἐγέννησα, βάστασα, θήλασά Τον,
τὸν Κύριόν μου καὶ Θεὸν καὶ Σωτήρα πάντων!
Ὅπου τὸν παραστέκουνε Θρόνοι καὶ Ἐξουσίαι,
τὰ Χερουβείμ, τὰ Σεραφείμ, Ἀγγελικαὶ στρατειαί,
χοροὶ Μαρτύρων, Προφητῶν, Ἀποστόλων κι Ὁσίων,
ἔτι κι ἐγὼ, ἡ Βασίλισσα ὅλης τῆς γῆς
καὶ τῶν ἐπουρανίων!
Λοιπόν, ἂν θέλης, ἄκουσον καὶ βάσταζε τὰς θλίψεις,
καὶ τοῦ Υἱοῦ μου τὸν σταυρόν, ποτέ σοῦ μὴν ἀφήσης!
Καὶ μέλλεις εἰς τοὺς οὐρανούς, ν’ ἀγάλλεσ’ αἰωνίως,
εὐχαῖς πάντων Ἁγίων τὲ σὺν ταῖς ἐμαῖς πρεσβείαις!
Ἀμήν» 36.
1 .Διάλεξη γιὰ τὴ Μονὴ Μαχαιρά. Δημοτικὸ Θέατρο Λευκωσίας. 21 ’Οκτωβρίου 2001.
Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής. Βίος – Διδασκαλία – «Ἡ Δεκάφωνος Σάλπιγξ», Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2004. σ. 45.
Ό. π., σ. 4
Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, σ. 71.
Ό. π., σ. 71.
Ό. π., σ. 72.
Ό. π., σ. 85.
Ό. π., σ. 86.
Βλ. ὅ. π., σ. 87.
Βλ. ὅ. π., σ. 100.
Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, σ. 103.
Ό. π., σ. 103-104.
Ό. π., σ. 106
Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, σ. 110.
Ό. π., σ. 155.
Ό. π., σ. 157.
Ό. π., σ. 159.
Γέροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας, Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου, Ἅγιον Ὅρος 2003, σ. 22.
Ό. π. Ἐπιστολὴ 5. σ. 56.
Ό. π. Ἐπιστολὴ 5. σ. 57.
Βλ. ὅ. π. Ἐπιστολὴ 26. σ. 159.
Ό. π. Ἐπιστολὴ 32. σ. 190 καὶ Ἐπιστολὴ 57. σ. 316.
Ό. π. Ἐπιστολὴ 33. σ. 198.
Βλ. Ό. π. Ἐπιστολὴ 34. σ. 202-203.
Βλ. Γέροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας. Ἐπιστολὴ 40. σ. 246 κ. ἔ.
Βλ. ὅ. π. Ἐπιστολὴ 43. σ. 264. Πρβλ καὶ Ἐπιστολὴ 46. σ. 273.
Βλ. ὅ. π. Ἐπιστολὴ 44. σ. 268.
Βλ. ὅ. π. Ἐπιστολὴ 44. σ. 269.
Βλ. ὅ. π. Ἐπιστολὴ 55. σ. 303.
Ό. π. Ἐπιστολὴ 46. σ. 311.
Βλ. ὅ. π. Ἐπιστολὴ 66. σ. 346.
Ό. π. Ἐπιστολὴ 72. σ. 364.
Βλ. ὅ. π. Ἐπιστολὴ 72. σ. 364.
Ό. π. Ἐπιστολὴ 78. σ. 382-383.
Βλ. ὅ. π. Ἐπιστολὴ 81. σ. 391.