Μαντζαρίδης Γεώργιος, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ἡ Παρθένος Μαρία Μητέρα τῆς καινῆς κτίσεως.

Δημιουργὸς τῆς καινῆς κτίσεως εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ Παναγία, ὡς μητέρα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καὶ μητέρα τῆς καινῆς κτίσεως. Ἀπὸ αὐτὴν γεννιέται ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, ὁ νέος Ἀδάμ. Καὶ στὸ πρόσωπό της μυσταγωγεῖται ἡ ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως: «Ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος». Ἡ φύση ποὺ ὑποτάχθηκε στὴn φθορὰ κερδίζει τὴν ἐλευθερία. Καὶ ὁ χρόνος, ποὺ ἔγινε μετρητής ἀλλοτριώσεως καὶ καταστροφῆς, μεταμορφώνεται σὲ παράγοντα σωτηρίας καὶ τελειώσεως. Ἔτσι οἰκοδομεῖται ἡ καινὴ κτίση, ποὺ κυοφορεῖται στὸν παρόντα αἰῶνα, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ καὶ νὰ φανερωθεῖ στὸν μέλλοντα.

Ἡ καινὴ κτίση δὲν παρουσιάζεται μόνο ὡς δωρεὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὡς καρπὸς τῆς συνεργασίας τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου εἶναι ἀδύνατη. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀτελέσφορη. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ στὰ πλαίσια τῆς προσωπικῆς βιογραφίας καὶ στὰ πλαίσια τῆς εὐρύτερης ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐνισχύει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀνίσχυρος ὁ Θεός, γιὰ νὰ χρειάζεται τὴν ἀνθρώπινη βοήθεια. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἐπιβάλλει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά του στὸν ἄνθρωπο, γιατί σέβεται τὴν ἐλευθερία του. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου, ὡς ἀποκατάσταση τῆς δημιουργίας ποὺ διέστρεψε ἡ ἁμαρτία, χρειάζεται τὴν ἀνθρώπινη συνεργασία. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἄνθρωπος καὶ παιδὶ τοῦ οὐρανίου Πατέρα.

Ἡ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται οὐσιαστικὰ στὴν συγκατάθεσή του. Εἶναι ἔργο παθητικό. Ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι καὶ ἔργο ἄκρως ἐνεργητικό. Ἀπαιτεῖ τὴν ἀπόλυτη δραστηριοποίησή του γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν ἐμποδίων ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν νὰ φανερωθεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν ὕπαρξή του.

Τὰ ἐμπόδια αὐτὰ δημιουργήθηκαν μὲ τὴν πτώση. Καὶ ἡ πτώση πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἀπέσπασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὴν θεία Χάρη.

Ἡ παρακοὴ ἐμφανίζεται ὡς πράξη ἐλευθερίας. Στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι καρπὸς δουλείας. Εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ὑποδουλώσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ θέλημα τοῦ διαβόλου. Ἡ Εὔα, ποὺ ἄκουσε τὴν συμβουλὴ τοῦ διαβόλου καὶ συμμορφώθηκε μὲ αὐτήν, ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τὸν Ἀδὰμ στὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Μαζί τους, ὁλόκληρη ἡ κτίση ὑποτάχθηκε στὴ ματαιότητα. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἐκδηλώθηκε ὡς αὐτεξούσια ἀποδοχὴ τῆς συμβουλῆς τοῦ διαβόλου. Ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ συνέπεια τῆς ἑκούσιας ὑποταγῆς στὸν διάβολο.

Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθερος, ἐφόσον δὲν εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ ἐλευθερία του εἶναι σχετική. Περιορίζεται στὴν αὐτεξούσια ἐπιλογὴ ἀναφορᾶς. Ἡ φυσικὴ ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ὡς δημιουργήματος «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς συμβουλῆς τοῦ διαβόλου μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν Θεό ἀλλὰ εἶναι μιὰ παρὰ φύση ἀναφορά. Εἶναι δουλεία στὴν ἁμαρτία. Στὴν κατάσταση αὐτὴ τὸ κακὸ φαίνεται φυσικὸ καὶ ἡ ἀλλοτρίωση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο ἀντιμετωπίζεται ὡς φυσικὴ ἀπόληξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.

Ἡ Παναγία μὲ τὴν πλήρη ἀφοσίωσή της στὸν Θεὸ ἐγκαταλείπει τὸ κακὸ καὶ τὴν ἀλλοτρίωση καὶ ἐπανέρχεται στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ φύση κατάσταση. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ἐνῶ μετὰ τὴν πτώση κυριαρχοῦσε στὸ ἀνθρώπινο γένος ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸ παρουσιαζόταν ὡς φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο, ἡ Παναγία ἀντιστάθηκε σὲ κάθε κακὸ καὶ ἀπέδωσε στὸ Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ μᾶς χάρισε.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ, ὅτι ὅλα σχεδὸν τὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ προετοιμάζουν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, θεωροῦνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς προτυπώσεις τῆς Παναγίας: ἡ φλεγόμενη καὶ μὴ καιόμενη βάτος, ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ὁ πύρινος στῦλος ποὺ ὁδηγοῦσε τὸν Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ποὺ βλάστησε κ.ἄ. Στὰ γεγονότα αὐτά, ὅπως καὶ στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, νικιέται ἡ φυσικὴ τάξη. Ἔτσι ἡ Παναγία ἐνσαρκώνει τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς φύσεως. Στὸ πρόσωπό της συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ προηγούμενη ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ μυσταγωγεῖται ἡ ἔνταξή της στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ καταξίωσή της στὴν αἰωνιότητα. Ἡ Παναγία, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς, εἶναι «καὶ τῶν πρὸ αὐτῆς αἰτία καὶ τῶν μετ’ αὐτὴν προστάτις καὶ τῶν αἰωνίων πρόξενος». Ἡ παρουσία της χαροποιεῖ ὁλόκληρη τὴν κτίση: «Ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις».

Τὸ ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου

Ἡ Παναγία ἦταν ἄνθρωπος, γεννήθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ μετεῖχε σὲ ὅλα, ὅσα χαρακτηρίζουν τὸ ἀνθρώπινο γένος. Δὲν παρασύρθηκε ὅμως ἀπὸ τὴν κακία ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν ζωή. Νίκησε τὴν ἁμαρτία καὶ ἔδωσε τέλος στὴν πονηρία. Ἡ νίκη αὐτὴ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν τέλεια ταπείνωση καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀγάπη, ἐνῷ οἱ δύο μαζὶ ὁλοκληρώνουν τὴν ἀληθινὴ παρθενία.

Ἡ Παναγία δὲν εἶναι ἁπλῶς Παρθένος. Εἶναι ἡ Παρθένος. Ἡ Ἀειπάρθενος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης βλέπει στὸ πρόσωπο κάθε παρθένου τὸ τέλος τῆς κυριαρχίας τοῦ θανάτου. Καὶ πραγματικὰ, ὁ θάνατος ποὺ κληροδοτεῖται ἀπὸ τὸν γενάρχη στοὺς ἀπογόνους του σταματᾶ κάθε φορὰ στὸ σῶμα τοῦ ἢ τῆς παρθένου. Ἔτσι, τὸ παρθενικὸ σῶμα γίνεται τὸ τέλος τῆς διαδοχῆς τῶν θανάτων, ποὺ ἄρχισαν ἀπὸ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο καὶ ἔφθασαν ὡς αὐτόν. Ὁ Χριστός, ὡς Υἱὸς τῆς Παρθένου ποὺ δὲν ἔχει φυσικὸ ἀπόγονο, εἶναι ἡ καινὴ κτίση.

Ἡ παρθενία ὡς ἁπλὴ βιολογικὴ κατάσταση δὲν ἔχει καμιὰ θεολογικὴ ἢ σωτηριολογικὴ σπουδαιότητα. Ἡ παρθενία τῆς Παναγίας δὲν εἶναι ἁπλὴ βιολογική ἀλλὰ καθολικὴ ψυχοσωματικὴ κατάσταση. Εἶναι ἡ κατάσταση τῆς πλήρους καὶ καθολικῆς ἀναφορᾶς στὸν Θεό. Εἶναι τὸ ἦθος της. Ἡ Παρθένος δὲν κατέχει τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό της. Δὲν κατέχεται ἀπὸ τίποτα καὶ ἀπὸ κανέναν ἀλλὰ προσφέρει τὰ πάντα καὶ τὸν ἑαυτό της ἐξολοκλήρου στὸν Θεό: «Ἰδοῦ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου». Ἔτσι ὁλοκληρώνεται ἡ παρθενία. Διαφορετικὰ δὲν ἔχει καμιὰ ἰδιαίτερη ἄξια. Ἄλλωστε καὶ ἡ Εὔα ποὺ ὁδήγησε τὸν κόσμο στὴν πτώση ἦταν παρθένος. Ὡς παρθένος συνέλαβε τὴν συμβουλὴ τοῦ διαβόλου καὶ γέννησε τὴν παρακοὴ καὶ τὸν θάνατο. Ἡ Παναγία ὅμως, μὲ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπακοή της στὸν Θεὸ, γέννησε τὸν Χριστὸ ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο τὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀνακαίνιση.

Ἡ καινὴ κτίση, ποὺ εἰσάγεται στὸν κόσμο μὲ τὴν Παναγία, πραγματοποιεῖται μὲ σύμπτωση ἀντιθέσεων. Ὅ,τι προηγουμένως γινόταν ὡς ἔκτακτη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία, δηλαδὴ ὡς θαῦμα, παρουσιάζεται μὲ τὴν Παναγία ὡς καινὴ φύση καὶ ἱστορία. Ἡ παρθενία συμβαδίζει μὲ τὴ μητρότητα. Ἡ διακοπὴ τῆς διαδοχῆς τῶν θανάτων συμπίπτει μὲ τὴν ἀπαρχὴ τῆς φανερώσεως τῆς ζωῆς. «Ἡ γὰρ αὐτὴ καὶ παρθένος καὶ μήτηρ, καινοτομοῦσα τὴν φύσιν τῇ συνόδῳ τῶν ἀντικειμένων, εἶπερ τῶν ἀντικειμένων παρθενία καὶ γέννησις».

Στὴν σύμπτωση αὐτὴ τῶν ἀντιθέσεων κορυφώνεται ἡ ἀνθρώπινη συνεργασία στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἡ παρθενία ὡς καθολικὴ αὐτοπροσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, ὡς τέλειος κατὰ κόσμον θάνατος, συνάπτεται μὲ τὴν πλήρη αὐτοπροσφορὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν τέλεια ἐνανθρώπηση. Ἔτσι, ἡ Παναγία γίνεται ἡ ἀπαρχὴ τῆς καινῆς κτίσεως καὶ ὁ ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς τελειώσεως. «Αὕτη τε ἀπαρχὴ ἁγία καὶ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν φερούσης ἡγεμὼν ἀνθρώποις». Αὐτὴ δέχεται πρώτη τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κάνει μεθεκτὸ στὸν καθένα, κατὰ τὸ μέτρο τῆς καθαρότητός του. Θαυμάσια περιγραφὴ τοῦ προσώπου καὶ τῆς ζωῆς τῆς Παναγίας, ὡς προτύπου πνευματικῆς τελειώσεως, παρουσίασε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σὲ ὁμιλία εἰς τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.

Ἡ Παναγία τοποθετεῖται ψηλότερα ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Εἶναι «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξότερα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Τὸ μεγαλεῖο ποὺ γνωρίζει ἡ ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας ὑπερβάλλει τὸ μεγαλεῖο ὁλόκληρης τῆς κτίσεως. Ἔτσι κατανοεῖται καὶ ὁ χαιρετισμός της, ποὺ συναντοῦμε στὸ Θεοτοκάριο: «Χαίροις μετὰ Θεὸν ἡ Θεός, τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα». Στὸ μεγαλεῖο αὐτὸ τῆς Παναγίας μετέχει καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Παναγίας.

Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου θεμελιώνεται στὴν κατασκευὴ τοῦ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Τὸ μεγαλεῖο, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀμαύρωσε τὸ «κατ’ εἰκόνα» καὶ ἔχασε τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», κερδίζεται μὲ τὴν συναίσθηση καὶ ἀναγνώριση τῆς ἀχρειότητάς του. Ἡ ἀχρειότητα αὐτὴ δὲν ἔγκειται μόνο στὴν παράλειψη τῶν ὀφειλῶν του πρὸς τὸν Θεό. Ὑπάρχει καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκριθεῖ ἐξολοκλήρου στὸ θεῖο θέλημα: «Ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἔσμεν, ὅτι ὅ ὀφείλομεν ποιεῖν πεποιήκαμεν».

Ἡ Παναγία ὡς πρότυπο μητρότητας, πνευματικῆς γέννησης καὶ αὐτοεγκατάλειψης

Ἡ Παναγία δὲν τήρησε μόνο τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἔκανε καὶ τὸ θέλημά του δικό της θέλημα. Ἄφησε τὸν ἑαυτό της στὸν Θεό, καὶ ἔτσι δέχθηκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ κι ἔγινε μητέρα του: «Ἰδοῦ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου». Τὰ λόγια αὐτά, σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μετέτρεψαν τὴ γῆ σὲ οὐρανό. Ἄδειασαν τὸν ἅδη ἀπὸ τοὺς δεσμῶτες. Ἔκαναν τοὺς ἀνθρώπους κατοίκους τοῦ οὐρανοῦ. Συνένωσαν ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους.

Ὅταν κάποια γυναῖκα, ποὺ ἄκουε τὸν Χριστὸ, μακάρισε τὴν Παναγία ποὺ τὸν γέννησε καὶ τὸν γαλούχησε, ἐκεῖνος εἶπε: «Μενοῦν γὲ, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν». Ἐκτὸς δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Παναγία, ποὺ γέννησε ἐφάπαξ τὸν Θεὸ Λόγο, κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἀκούει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζει στὴν ζωή του μετέχει στὸν μακαρισμὸ αὐτό, γιατί παίρνει κατὰ κάποιον τρόπο τὴ θέση τῆς Παναγίας. «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου, αὐτοὶ εἰσὶν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν». Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἐφάπαξ κατὰ σάρκα, γεννιέται διαρκῶς κατὰ πνεῦμα ἀπὸ φιλανθρωπία σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν. Καὶ γίνεται βρέφος, σχηματίζοντας μέσα τους τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς ἀρετές. Καὶ φανερώνεται τόσο, ὅσο γνωρίζει, ὅτι εἶναι δεκτικὸς αὐτὸς ποὺ τὸν δέχεται».

Ἡ μητρότητα δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα ἀλλὰ προσωπικὴ σχέση. Εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη σχέση, ποὺ συνδέει μὲ μοναδικὸ τρόπο τὴ μητέρα μὲ τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ μὲ τὴ μητέρα. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος, γιατί γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία. Καὶ ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἀληθινὴ Θεοτόκος, γιατί γέννησε τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Στὴν προσωπικὴ αὐτὴ σχέση, ποὺ ἐξεικονίζει ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν Βρεφοκρατοῦσα, τὴν Γαλακτοτροφοῦσα, τὴν Γλυκοφιλοῦσα, θεμελιώνεται ὁλόκληρο τὸ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καὶ ἀνακαινίσεως τοῦ κόσμου, ἡ καινὴ κτίση. Καὶ ἡ προσωπικὴ αὐτὴ σχέση φανερώνει τὸν χαρακτῆρα τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ στὴν καινὴ κτίση.

Πάντοτε, ἀλλὰ ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, τείνουμε στὴν γενίκευση καὶ τὴ μαζοποίηση. Βλέπουμε τὸν κόσμο ἀπρόσωπα καὶ ἀσχολούμαστε μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὸν πλησίον μας. Ἔτσι, παραθεωροῦμε τὸ πρόσωπο καὶ λησμονοῦμε τὴν ἐλευθερία του. Ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός μας, ὁ τεχνοκρατικὸς πολιτισμός, εἶναι μιὰ ἀποθέωση τῆς μαζοποιήσεως καὶ, γι’ αὐτὸ, τῆς ἀνελευθερίας. Οἱ προσωπικὲς σχέσεις γίνονται ἀπρόσωπες καὶ μηχανικές. Ἀκόμα περισσότερο, οἱ προσωπικὲς σχέσεις γίνονται χωρὶς πρόσωπα ἢ μὲ πρόσωπα μηχανές. Στενότεροι φίλοι τῶν παιδιῶν τῆς νέας γενιᾶς τείνουν νὰ γίνουν τὰ κομπιούτερς. Σ’ αὐτὰ ἐπενδύουν τὴν ζωή τους, παίρνοντας ὡς ἀντάλλαγμα τὴ μηχανοποίησή τους.

Ἡ πνευματικὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου δείχνει τὸ εἶδος τῆς σχέσεως ποὺ θέλει νὰ ἔχει μαζί του. Μόνο ὅποιος δέχεται τὸ Χριστὸ στὴν καρδιά του καὶ τὸν μορφοποιεῖ ὡς μητέρα μὲ τὴ ζωή του ἔχει ἀληθινή, δηλαδὴ ἐλεύθερη καὶ προσωπικὴ, σχέση μαζί του. Τὴν ὕψιστη μορφὴ τῆς σχέσεως αὐτῆς ἔχει ἡ Παναγία, ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς καινῆς κτίσεως. Ὁποιαδήποτε ἄλλη σχέση μὲ τὸν Χριστό, ποὺ κινεῖται σὲ ἀπρόσωπο ἢ ἰδεαλιστικὸ ἐπίπεδο, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς καινῆς κτίσεως. Εἶναι σχέση νομικὴ ἢ ἰδεαλιστική, ὄχι ὅμως σχέση χριστιανικὴ ἢ ἐκκλησιαστική.

Μὲ τὴν ἐλεύθερη ὑπακοὴ καὶ αὐτοεγκατάλειψη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μετέχει ὁ ἄνθρωπος ὡς μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρόσωπο στὴν καινὴ κτίση. Ζεῖ ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ κάποιο ἄλλο μυστικὸ σῶμα, γιὰ νὰ τὸ χαρακτηρίσει ὡς Ἐκκλησία. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο. Εἶναι τὸ σῶμα ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία, ποὺ σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Εἶναι τὸ σῶμα ποὺ κοινωνοῦν οἱ πιστοὶ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Αὐτὸ τὸ σῶμα δημιουργεῖ τὴν καινὴ κτίση. Αὐτὸ εἶναι ἡ χώρα τῶν ζώντων, ποὺ φανέρωσε στὸν κόσμο ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ μητέρα τῆς καινῆς κτίσεως.

«Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου»-Εἰς τιμἠν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Αειπαρθἐνου Μαρίας. Σέλ. 271-277