Cleopa Ilie, Archimandrite and Abbot of the Sihastria Monastery.
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τιμοῦμε τὴν Παναγία Παρθένο Μαρία πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ, διότι αὐτὴ καταξιώθηκε νὰ γεννήσει τὸν Χριστό, τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, διὰ τῆς ἐπισκιάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ τιμὴ, τὴν ὁποία ἀποδίδουμε στὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι ἐξαιρετική, τιμιωτέρα ἢ εὐλαβεστέρα, ἐπειδὴ αὐτὴ δὲν εἶναι μιὰ μόνο «φίλη Του», ὅμοια μὲ τοὺς ἄλλους ἁγίους, ἀλλὰ εἶναι ὑπέρ-ἁγία (Παναγία) ἀπ’ ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους.
Γι’ αὐτό, τόσο οἱ ἄγγελοι ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι τὴν προσκυνοῦν καὶ τὴν τιμοῦν μὲ προσευχές, ἄσματα, ἀκολουθίες καὶ ἐγκώμια. Τοιουτοτρόπως χαιρέτησε αὐτὴν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὸν Εὐαγγελισμὸ (Λούκ. 1,28-29) καὶ ἡ Ἁγία Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ (Λούκ. 1, 40-43).
Ἡ ἴδια ἡ Παναγία Παρθένος Μαρία προφητεύει διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ἰδού γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί· ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατὸς καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Λούκ. 1, 48-49). Ἀπ’ αὐτὰ τὰ λόγια καταλαβαίνουμε, ὅτι ἡ ἐξαιρετικὴ τιμὴ τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου εἶναι ἠθελημένη καὶ ὁρισθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἴδιον τὸν Θεό. Αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ, τὴν ὁποία προσδίδει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στὴν Παρθένο Μαρία, συγκροτεῖ τὴν λατρεία τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου.
Στὰ πλαίσια τῆς λατρείας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀναφέρουμε κατὰ πρῶτον τὶς μεγάλες Θεομητορικὲς ἑορτὲς, οἱ ὁποῖες εἶναι: Τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὰ Εἰσόδια, ὁ Εὐαγγελισμός, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Κατόπιν οἱ Ἀκολουθίες, οἱ ὁποῖες γίνονται στὶς Ἐκκλησίες καὶ τὰ Μοναστήρια πρὸς τιμήν της, οἱ Χαιρετισμοί, οἱ παρακλητικοὶ Κανόνες, οἱ ἁγιογραφημένες εἰκόνες καὶ στολισμένες τόσο ὄμορφα, πρὸ πάντων οἱ θαυμαστὲς καὶ πολλὲς ἄλλες προσευχὲς διὰ τῶν ὁποίων ζητοῦμε τὴν βοήθεια τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας.
Τιμοῦμε τὴν Θεομήτορα, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα, ἡ ὁποία ἐγέννησε τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ πρώτη, ἡ ὁποία πρεσβεύει ὑπὲρ τοῦ κόσμου ἐμπρὸς στὴν Παναγία Τριάδα. Αὐτή μᾶς βοηθᾶ πιὸ πολὺ στὴν κατάκτηση τῆς σωτηρίας διὰ τῶν ἁγίων της προσευχῶν.
Ὅμως, κατὰ τὴν μακραίωνα ἱστορία ἐμφανίσθηκαν καὶ μερικοὶ βλάσφημοι, τόσον ἐναντίον τοῦ Σωτῆρος καὶ τοῦ Εὐαγγελίου Του, ὅσον καὶ ἐναντίον τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους ὀνομάζουμε αἱρετικοὺς ἢ ὀπαδοὺς ἄλλων ὁμολογιῶν (νεοπροτεστάντες).
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του δείχνει, ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες θὰ ἐμφανισθοῦν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἀνέχονται τὴν διδασκαλία τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἀλλὰ θὰ θέσουν διδασκάλους κατὰ τὰ ἔργα των, παρεκκλίνοντας πρὸς τὰ παραμύθια. Δηλαδή, ἔχοντας τὴν ὄψη τῆς ἀληθινῆς πίστεως, θὰ ἀρνοῦνται τὴν δύναμή της, συνεχῶς διδάσκοντες καὶ μὴ μπορῶντας νὰ φθάσουν στὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, «ὃν τρόπον δὲ ᾿Ιαννῆς καὶ ᾿Ιαμβρῆς ἀντέστησαν Μωϋσεῖ, οὕτω καὶ ὁὗτοι ἀνθίστανται τῇ ἀληθείᾳ, ἄνθρωποι κατεφθαρμένοι τὸν νοῦν, ἀδόκιμοι περὶ τὴν πίστιν. Πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι.». (Β’ Τίμ. 3,8 καὶ 13).
Ἐμεῖς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς πλάσεως αὐτοῦ τοῦ ἔθνους, ἔτσι γνωριζόμαστε, ρουμάνοι καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Ἔτσι γεννηθήκαμε καὶ ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ διατηρήσουμε ἁγνὸ καὶ πλῆρες ὅ,τι κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς προγόνους, ὡς ἀπὸ τὸν Ἴδιον τὸν Θεό. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β’ Θές. 2, 15)
Οἱ Προτεστάντες (Διαμαρτυρόμενοι) καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς οἱ αἱρετικοὶ νεοπροτεστάντες –ὀπαδοὶ τῶν ἄλλων σύγχρονων ὁμολογιῶν– τῶν ἡμερῶν μας, ὀνομαζόμενοι καὶ «μεταμελημένοι», μεταξὺ τῶν πολλῶν τους συσκοτίσεων τοῦ νοῦ τους καὶ τῶν ψευδῶν διδασκαλιῶν τους, βλασφημοῦν πιὸ πολὺ τὴν Παναγία Θεοτόκο καὶ Ἀειπάρθενο Μαρία. Λένε αὐτοὶ οἱ βλάσφημοι τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου, ὅτι δὲν πρέπει νὰ τῆς ἀποδίδουμε μεγάλη τιμὴ, διότι οὔτε ὁ Ἴδιος ὁ Υἱός της Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν τὴν ἐτίμησε. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρος: «εἶπε δέ τίς αὐτῷ· ἰδού ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ λέγοντι αὐτῷ· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου; καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔφη· ἰδοὺ ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου· ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν.» (Μάτθ. 12, 47-50).
Τὸ γεγονός, λοιπόν, ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία Τοῦ ἦταν μητέρα δὲν ἔχει καμία σημασία ἔμπροσθέν Του, οἱ ἐξ αἵματος σχέσεις Του ἢ ἡ σαρκικὴ συγγένεια δὲν ἔχουν καμία ἀξία οὔτε προτίμηση ἐμπρὸς στὶς πνευματικὲς Του σχέσεις μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι αὐτοί.
Ἐπίσης, προσθέτουν ἀκόμη αὐτοί, ὅτι αὐτό φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον τῆς ἀπευθύνεται ὁ Σωτῆρας καὶ μὲ ἄλλες εὐκαιρίες, τὴν ὀνομάζει «γύναι», τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἦταν νυμφευμένη, δηλαδὴ ὄχι παρθένος, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐπαληθεύεται ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: «᾿Ιησούς οὖν ἰδὼν τὴν μὴτέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἰδέ ὁ ὑιός σου. (Ἰωάν. 19,26). Ἐπίσης τὴν ὀνομάζει περιφρονητικὰ καὶ στὸν γάμο τῆς Κανά τῆς Γαλιλλαίας: «λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; (Ἰωαν. 2,4). Ἔτσι, λοιπόν, ἐμεῖς σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση δὲν μποροῦμε νὰ τὴν θεωρήσουμε ὑπερ-ἄνω (Ὑπεραγία) καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τῆς προσάγουμε μιὰ λατρεία διαφορετική.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἔτσι, ὅπως πιστεύουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ πλανεμένοι ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία ἑρμηνεύουν κατὰ τὸ δικό τους ἀρρωστημένο μυαλὸ καὶ γεμᾶτο ἐγωισμό, διότι κατὰ τὴν πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος γιὰ ἄλλο καὶ, εἰδικὰ, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σαρκικὴ συγγένεια, ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη συγγένεια μὲ τὸν Χριστό, πολὺ πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ σημαίνουσα, ἡ ψυχικὴ συγγένεια, ἡ ὁποία συνίσταται στὸ νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ συγγένεια, ὅμως, δὲν καταργεῖ καὶ δὲν μικραίνει τὴ σαρκική. Ἡ διαφορὰ συνίσταται στὸ γεγονὸς, ὅτι τὴν ψυχικὴ συγγένεια μπορεῖ νὰ τὴν κερδίσει ὁ ὁποιοσδήποτε, ἐκτελῶντας τὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Συγγένεια σημαίνει ὄχι μόνο μία σχέση σαρκικῆς συγγένειας, ἀλλὰ καὶ μιὰ σχέση ἀγάπης καὶ ψυχικῆς ἑνότητας. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος γίνεται ψυχικὰ συγγενὴς μὲ τὸν Θεό. Τοιουτοτρόπως, διὰ τῶν λεγομένων πιὸ πάνω λόγων, ὁ Σωτῆρας ὄχι μόνο δὲν παραμέρισε τὴν σαρκικὴ Του συγγένεια μὲ τὴ Μητέρα Του, οὔτε ἐμίκραινε τὴν τιμὴ ἡ ὁποία ἥρμοζε σὲ μιὰ μητέρα ἀπὸ τὸν υἱό της, ἀλλὰ μόνο προσπάθησε νὰ τονίσει, ὅτι ἡ ἄλλη συγγένεια μὲ Αὐτόν, ἡ ψυχική, ἂν καὶ εἶναι μεγάλης ἀξίας, μπορεῖ ὡστόσο νὰ τὴν ἐπιτύχει ὁ ὁποιοσδήποτε πιστός.
Συνεπῶς, ἦταν ἕνας λόγος προτρεπτικὸς καὶ ἐνθαρρυντικὸς πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ πλήθους καὶ ὄχι ἕνας περιφρονητικὸς πρὸς τὴ Μητέρα Του. Ὁ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅσο βρισκόταν μὲ τὴ Μητέρα Του στὴ γῆ, συνεχῶς τὴν ἄκουγε καὶ τὴν ἀγαποῦσε καὶ ἦταν ὑποταγμένος πρὸς αὐτὴ (Λούκ. 2,51) καὶ, ὅταν τοῦ ζητοῦσε κάτι, δὲν ἔδειχνε ἀνυπάκουος πρὸς αὐτή. Ἔτσι, στὸν Γάμο τῆς Κανὰ τῆς Γαλιλαίας, στὴ ζήτηση τῆς Μητέρας Του, Ἐκεῖνος ἔκανε τὸ πρῶτο θαῦμα, μετατρέποντας τὸ νερὸ σὲ κρασὶ (Ἰωάν. 2,3-10). Κατόπιν εἶχε μεγάλη φροντίδα γιὰ τὴν Μητέρα Του καὶ ἀκόμη, ὅταν ἦταν κρεμάμενος στὸ σταυρό, τῆς συμπεριφερόταν μὲ φροντίδα καὶ δίδοντας νὰ τὴν φροντίζει ὁ πιὸ ἀγαπημένος μεταξὺ τῶν μαθητῶν Του -ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής– κατὰ τὶς γραφές: «᾿Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μὴτέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἰδέ ὁ ὑιός σου. εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.» (Ἰωάν. 19, 26-27).
Βλέπεις ὅτι ὁ Σωτὴρ ἐδῶ, τὸν καιρὸ τῶν πιὸ μεγάλων δοκιμασιῶν Του ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, δὲν ἀμέλησε νὰ δείξει φροντίδα πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Μητέρας Του, ἡ ὁποία τὸν γέννησε καὶ τὸν ἀνέθρεψε; Καὶ πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ περιφρονήσει τὴν Μητέρα Του, ὅταν ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τιμοῦμε τοὺς γονεῖς, καθὼς εἶναι γραμμένο: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου…» (Δεύτ. 5, 16).
Κατὰ δεύτερον, δὲν ὑπάρχει λόγος περιφρονήσεως ἀλλά, τουναντίον, φαίνεται πὼς τὴν ἐφρόντησε ἐμπιστεύοντάς την στὴν φροντίδα τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννη –ξέροντας ὅτι Ἐκεῖνος δὲν θὰ βρίσκεται πλέον στὴ γῆ γιὰ νὰ τὴν φροντίζει στὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της, καθὼς δείξαμε καὶ πιὸ πάνω. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς δὲν εἶναι μία ἀνεντιμότητα ἀλλὰ, ἀληθινά, μιὰ μεγάλη τιμὴ καὶ σεβασμὸς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Μητέρας Του, γιὰ τὴν ὁποία οὔτε στὰ βάσανα ἐπὶ τοῦ σταυροῦ δὲν ξεχνᾶ νὰ τὴν φροντίζει, ἐπακόλουθο τῆς πιὸ μεγάλης ἀγάπης, τὴν ὁποία εἶχε πρὸς τὸ πρόσωπό της, ὡς μητέρα. Ἐὰν ὅμως τὴν ὀνομάζει «γύναι», σὲ καμιὰ περίπτωση μὲ τὴν ἔννοια τῆς παντρεμένης γυναίκας ἢ μὲ τὸν σκοπὸ τῆς περιφρονήσεως, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἔννοια τοῦ γένους, τοῦ φύλου. Διότι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀπευθύνθηκαν καὶ οἱ δύο ἄγγελοι στὸν τάφο στὴ Μαρία την Μαγδαλινή: «Γύναι, τί κλαίεις;» (Ἰωάν. 20, 12-13). Ἐνῷ οἱ δύο ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι παρέστησαν στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στοὺς οὐρανούς, εἶπαν πρὸς τοὺς Ἀποστόλους: «ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν;» (Πράξ. 1,11). Οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ δύο ἄνδρες δὲν ἀπηύθυναν τὰ λόγια «γύναι» ἢ «ἄνδρες» περιφρονητικά, ἀλλὰ τουναντίον κατὰ τρόπο θωπευτικό.
Ἀκόμη μᾶς ἐρωτοῦν ἐκεῖνοι, ποῦ ὑπάρχει στὴν Ἁγία Γραφὴ, ὅτι ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἦταν Παρθένος καὶ Ἀειπάρθενος, ἔτσι ὅπως τὴν ὀνομάζουμε ἐμεῖς. Ὅτι γέννησε ὄντως παρθένος, ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς τὸ δείχνει κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο: Ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἀπεστάλη στὴ Ναζαρὲτ καὶ τῆς ἀνήγγειλε, ὅτι θὰ γεννήσει τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ (Λούκ. 1,35), εἰσερχόμενος σ’ αὐτὴν τὴν ὀνόμασε «κεχαριτωμένη» καὶ «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶν» (Λούκ. 1,28). Φαίνεται πὼς ὁ Ἀρχάγγελος προσκύνησε (τίμησε) τὴν Παρθένον Μαρία, ὀνομάζοντάς την «κεχαριτωμένη» καὶ «εὐλογημένη ἐν γυναιξὶν» καὶ ὅτι βρῆκε μεγάλη χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς δύναμη ὑψίστου τὴν εἶχε ἐπισκιάσει, καὶ ὅτι συνέλαβε καὶ γέννησε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἦταν Παρθένος, μὴ γνωρίζοντας ἄνδρα, ὁ ἄγγελος Κυρίου δὲν τῆς εἶπε «εὐλογημένη εἶσαι σὺ μεταξὺ τῶν παρθένων», ἀλλὰ «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν», μὲ αὐτὸ δὲν δείχνει τὴν περιφρόνηση πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία εἶναι «κεχαριτωμένη» ἀλλὰ ἀποκαλύπτει ἕνα παλαιὸ μυστήριο: «τὴν συντριβὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ διὰ τῆς γυναικὸς» (Γέν. 3,15) καὶ ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μυστικὴ καὶ πνευματικὴ Εὔα, ἡ ὁποία θὰ γεννήσει τὸν νέον Ἀδάμ, Χριστό, ὁ Ὁποῖος θὰ φέρει τὴν ζωὴ στὸν κόσμο.
Οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λέγουν, ὅτι ὁ Χριστὸς ὀνομάστηκε τὸ σπέρμα τῆς γυναικὸς (Γέν. 3,15), καθότι Αὐτὸς δὲν γεννήθηκε ἐκ σπέρματος ἀνδρός ἀλλὰ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἀπὸ τὰ ἀμόλυντα αἵματα τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου καὶ ἔλαβε Σῶμα.
Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μεγάλης κρίσεως (Δευτέρας Παρουσίας), αὐτὴ ἡ Βασίλισσα καὶ Παρθένος Μαρία, θὰ κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ της, μὲ μεγάλη καὶ ἀπερίγραπτη δόξα, καθὼς μᾶς φανερώνει ὁ ψαλμωδός, λέγοντας: «Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψάλμ. 44,10 – 12,18)
Ἐπειδὴ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τὴν ὀνόμασε καὶ αὐτὴ γυναῖκα, ὅταν εἶπε: «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν», κατόπιν αὐτοῦ, σημαίνει, ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν γυναῖκα νυμφευμένη;
Γιατί ἄραγε εἶπε αὐτὴ στὸν χαιρετισμὸ τοῦ ἀγγέλου, ὅτι «ἄνδρα οὐ γινώσκω» (δηλαδὴ εἶμαι παρθένος); Ἢ ὅταν ὁ Θεὸς ἔπλασε τὴν Εὔα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ (Γέν. 2,21 – 22) καὶ τὴν ἔφερε πρὸς αὐτόν, ἐνῷ ἐκεῖνος τὴν ὀνόμασε «γυνή», μήπως καὶ τότε ἡ Εὔα ἦταν γυναῖκα νυμφευμένη, διότι ὁ Ἀδὰμ τὴν ὀνόμασε γυναῖκα; Ἄραγε δὲν ἦταν τότε ἡ Εὔα παρθένος πλασμένη ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ ἁγνοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε γνωρίσει γυναῖκα;
Συνεπῶς, ἂν ἡ Εὔα ἦταν πλασμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ παρθένος καὶ ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἀδάμ αὐτὴ τὴν παρθένο τὴν ὀνομάζουν «γυνή», κατόπιν τὴν ὀνομάζει αὐτὴ γυναῖκα μὲ τὴν ἔννοια τῆς νυμφευμένης γυναίκας, –πῶς λανθασμένα καταλαβαίνουν ὅλοι οἱ νεοπροτεστάντες καὶ οἱ αἱρετικοί; Διότι καθὼς ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, τότε ὅταν τὴν εἶπε γυνή, ἔτσι, καὶ ἡ μυστικὴ καὶ πνευματικὴ Εὔα, ἡ Ἄχραντος Παρθένος Μαρία, ἡ ὁποία γέννησε τὸν Νέο Ἀδάμ, Χριστό, Παρθένος εἶναι στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἂν καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴν ὀνομάζει γυνή, δεικνύοντας μὲ αὐτὸ μόνο τὸ φῦλο ἤ τὸ γυναικεῖο γένος.
Τότε ὁ Ἀδάμ, διὰ τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, γέννησε ἀπὸ τὸ παρθένο του σῶμα, γυναῖκα, χωρὶς γυναῖκα (δηλ. χωρὶς νὰ γνωριστεῖ μὲ γυναῖκα), ἐνῷ στὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἡ γυναικεία φύση, διὰ τῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γέννησε ἄνδρα χωρὶς τὸν ἄνδρα, στὴν παρθενία γεννῶντας ἡ Παρθένος καὶ μένοντας παρθένος καθὼς καὶ στὴν ἀρχὴ γέννησε ὁ Ἀδὰμ μέσα στὴν παρθενία. Ἔτσι εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός, ὅπως διὰ τῆς Παρθένου Μαρίας, νὰ δανείσει τὴ φύση τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ διὰ τοῦ Νέου Ἀδάμ, γεννήθηκε ἐκ Παρθένου, καὶ ὁ ὁποῖος ἦλθε στὸν κόσμο καὶ ντύθηκε τὴ φύση μας ἀπὸ τὸ ἀπερίγραπτό Του ἔλεος καὶ τὴν ἀγαθωσύνη, γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ μὲ ὅλο τὸ γένος του ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ τὸν θάνατο. «Διότι καθὼς διὰ τοῦ Ἀδὰμ ὅλοι πεθαίνουν, ἔτσι, διὰ τοῦ Χριστοῦ ὅλοι ἀνασταίνονται» (Ρώμ. 6,5 – Ἰωάν. 3,16 5,24 ἑξῆς).
Λοιπὸν ἀναλογίσου, ἄνθρωπε πλανεμένε –σὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου- ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὀνομάζει τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου «γυνὴ» μὲ τὴν ἔννοια τῆς νυμφευμένης γυναίκας, ὅπως τὸ καταλαβαίνετε ἐσεῖς, ἀλλὰ διὰ τῆς λέξεως «γυνή», ἡ Ἁγία Γραφὴ δείχνει μόνο τὸ θηλυκὸ γένος τῆς Ἁγίας Παρθένου Μαρίας καὶ ταυτόχρονα δείχνει κατὰ τρόπο σκιερὸ καὶ μυστικὸ, ὅτι εἶναι ἡ γυναῖκα τῆς ὁποίας ὁ ἀπόγονος (Χριστὸς) θὰ συντρίψει τὸ κεφάλι τοῦ φιδιοῦ καὶ διὰ τοῦ Ὁποίου θὰ ἔλθει ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Τα τρία δεκάρια της Παναγίας – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Στὰ προαναφερθέντα πρέπει νὰ προσθέσουμε:
Ὄντως Μητέρα τοῦ Σωτῆρος, ἡ Παρθένος Μαρία δέχθηκε τὴν πιὸ μεγάλη τιμὴ, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνα πλάσμα.
Συλλαμβάνοντας ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τὸν Σωτῆρα, καθαρίστηκε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅσο κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος, ὅσο καὶ ἅγιος νὰ ἦταν.
Ἐπειδὴ εἶχε προλεχθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ἐξαιρετικὴ τιμή της –ὅπως καμιᾶς ἄλλης τιμῆς κάποιου ἀνθρώπου– ἡ Ἁγία Παρθένος Μαρία πρέπει νὰ λογαριάζεται ἡ πρώτη μεταξὺ τῶν ἁγίων, ἔτσι ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς εἶναι ὁ μεγαλύτερος μεταξὺ τῶν προφητῶν (Μαλαχ. 3. Ἠσαΐα 40,3).
Γιὰ ὅλα αὐτά, τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου Μαρίας τῆς ἀξίζει μιὰ τιμὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἁγίους (ἐξαιρετικὴ τιμή), ἐπειδὴ εἶναι ἡ βασίλισσα καὶ ἡ κορῶνα ὅλων τῶν ἁγίων. Ἐνῶ, πῶς καὶ μετὰ τὴν γέννηση ἔμεινε παρθένος, διάβασε καὶ βλέπε τα προφητευμένα γι’ αὐτὴν ἀπὸ τὸν προφήτη Ἰεζεκιὴλ (44, 1-3).
Προσθέτουν ἀκόμη αὐτοὶ οἱ πλανεμένοι, ὅτι δὲν πρέπει νὰ τῆς δίδουμε πάρα πολὺ τιμὴ τῆς Παρθένου Μαρίας καὶ οὔτε νὰ τὴν ὀνομάζουμε Ἀειπάρθενο, διότι εἶχε περισσότερα παιδιά, τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ «ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαὶ» τοῦ Ἰησοῦ, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζεται «πρωτότοκος» (Μάτθ. 1,25), ἀπ’ ὅπου συνεπάγεται ὅτι κατόπιν εἶχε καὶ ἄλλα παιδιά.
Ἀληθινά, ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς μιλᾶ γιὰ μερικοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου καὶ ἐπίσης γιὰ τὶς ἀδελφές Του, ὅταν ἀποδίδει τὰ λόγια τῶν Ἰουδαίων, ἐκπλησσόμενοι ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου: «οὐχ οὗτός ἐστίν ὁ τοῦ τέκτονος ὑιός; οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωσῆς καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσι;» (Μάτθ. 13,55-56. Μάρκ.6,3). Ἀλλὰ στὸ χωρίο αὐτὸ διὰ τῆς φράσεως «πρωτότοκος» δὲν σημαίνει πάραυτα, ὅτι πρέπει νὰ ὑποθέσουμε καὶ τὴν ὕπαρξη ἄλλων γεννηθέντων μεταγενέστερα (δεύτερος, τρίτος…). Αὐτὸς εἶναι ἕνας τρόπος ὁμιλίας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, «πρωτότοκος» ὀνομάζεται ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διανοίγει πρῶτος τὴν μήτραν, ἀνεξάρτητα ἂν θὰ ἔχει καὶ ἄλλους ἀδελφοὺς ἢ ὄχι (Ἔξοδ. 13,2) καὶ ὅπου πολλὲς φορὲς τὸ ἀπόλυτο ἀριθμητικὸ (1, 2, 3…) ἀντικαθίσταται ἢ χρησιμοποιεῖται ἀνακατεμένο μὲ τὸ τακτικὸ (πρῶτος, δεύτερος).
Αὐτὸς ὁ Ἐβραϊσμὸς εἰσῆλθε καὶ στὴν χρήση τοῦ λόγου τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐπὶ τοῦ παρόντος, «πρωτότοκος» σημαίνει «ὁ μονογενής», μὲ τὴν ἔννοια «ὁ μοναδικὸς γεννηθείς». Ἄλλη ἑρμηνεία ἀπορρίπτεται διότι, ἐὰν ἀληθινὰ ὁ Ἰησοῦς εἶχε καὶ ἄλλους κατὰ σάρκα ἀδελφοὺς (παιδιὰ τῆς Μαρίας), δὲν θὰ ἄφηνε τὴν Μητέρα Του στὴν φροντίδα κάποιου Ἀποστόλου ἀλλὰ στὴ φροντίδα κάποιου υἱοῦ της.
Στὸ δεύτερο χωρίο, γίνεται λόγος στ’ ἀλήθεια γιὰ τοὺς «ἀδελφοὺς» καὶ τὶς «ἀδελφὲς» τοῦ Κυρίου. Οἱ ἀδελφοὶ ἀναφέρονται ἀκόμη μὲ τὸ ὄνομα καὶ εἶναι τέσσερεις, ἐνῶ οἱ ἀδελφές πρέπει νὰ ἦταν τοὐλάχιστον δύο. Αὐτοὶ ὅμως σὲ καμία περίπτωση δὲν μποροῦσαν νὰ ἦταν φυσικοὶ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ υἱοὶ τῆς Μαρίας, τῆς Μητέρας τοῦ Ἰησοῦ, διότι: Κατὰ μιὰ παλαιὰ καὶ ὁμόφωνη παράδοση, ἡ Μαρία, ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἔμεινε μετὰ τὴν γέννηση παρθένος, ἔτσι καθὼς ἦταν προεικονισμένη στὸ ὅραμα τοῦ προφήτη Ἰεζεκιὴλ (44, 1-3). Ἡ μητέρα αὐτῶν τῶν ἔτσι λεγομένων ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα ἄλλο πρόσωπο ἀπὸ τὴν Παρθένον Μαρία, διότι ὀνομάζεται στὴ Ἁγία Γραφὴ «Μαρία» ἢ «ἡ ἄλλη Μαρία» ἢ «ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπά», ὄντως ἀναφερομένη ἀκόμη στὸ πλευρὸ τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου καὶ κοντά της (Μάτθ. 27, 55-56. 28,1. Μάρκ. 15,40-47 Ἰωαν. 19,25). Οἱ «ἀδελφοὶ» τοῦ Κυρίου οὔτε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι δὲν ὀνομάζονται ἀδελφοί ἀλλὰ «δοῦλοι» (Ἰακ. 1,1) καὶ «δοῦλοι – ὑπηρέτες» (Ἰουδ.1,1) τοῦ Κυρίου, οἱ συγγραφεῖς τῶν δύο καθολικῶν ἐπιστολῶν. Ἢ ἐκεῖ ἐκεῖνοι ὀνομάζονται «δοῦλοι» (Ἰακ. 1,1. Ἰουδ. 1,1) τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι ἀδελφοί.
Ἐὰν ἦταν φυσικοὶ ἀδελφοί Του, ὁ Χριστὸς θὰ τοὺς εἶχε κάνει ἀποστόλους. Ἂν καὶ μερικοὶ ὑποθέτουν, ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο ἀπὸ τοὺς «ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου», ὀνόματι Ἰάκωβος καὶ Ἰούδας, εἶναι ταυτόσημοι μὲ τοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι φέρνουν αὐτὸ τὸ ὄνομα (ὁ Ἰάκωβος ὄντως ταυτίζεται μὲ τὸν μικρότερο «ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου» -σ’ ὅλους τοὺς καταλόγους τῶν Ἀποστόλων– ἐνῶ ὁ Ἰούδας, «ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου», ἴσως εἶναι ὁ Ἰούδας ὁ Θαδδαῖος). Ὡστόσο, αὐτὸ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ὑπόθεση, μιὰ ἀρκετὰ θεμελιωμένη, προπάντων ὅτι οἱ ἴδιοι δὲν αὐτοαποκαλοῦνται ἀπόστολοι, ὅπως δὲν αὐτοαποκαλοῦνται «ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου». Γιὰ τὸν Ἰάκωβο –«τὸν ἀδελφόθεο»- γνωρίζουμε μόνο, ὅτι ἦταν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔχαιρε τῆς πιὸ μεγάλης ἐκτιμήσεως ἔμπροσθεν τῶν πιστῶν ὅσο καὶ τῶν ἀποστόλων (Πράξ. 12,17. 15,13), ἀφοῦ ὁ Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου εἶχε φονευθεῖ (Πράξ. 12,2). Ὁ Χριστὸς θὰ εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὴν φροντίδα του τὴν Παρθένο Μαρία καὶ ὄχι τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν πιὸ ξένος αὐτῆς παρὰ ἕνας υἱὸς ἤ θυγατέρα της.
Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ γεγονὸς, ὅτι σ’ ὅλη τὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ εἰδικὰ στὴν Ἰουδαία, ἡ ἔννοια «ἀδελφὸς» χρησιμοποιεῖται καὶ μὲ πιὸ εὐρεῖα ἔννοια, τοῦ ἐξαδέλφου ἢ γιὰ ἄλλους συγγενεῖς πιὸ κοντινοὺς ἢ πιὸ μακρυνούς, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴ Γένεση (13,8), ὅπου ὁ Ἀβραὰμ ὀνομάζει τὸν Λὼτ ἀδελφό, ἂν καὶ ἦταν ἀνεψιὸς ἀπὸ ἀδελφὸ (Γέν.11,27), πρέπει νὰ δεχθοῦμε, ὅτι «οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου» ἦταν ἐξαδέλφια τοῦ Ἰησοῦ. Ἀλλὰ ὄχι πρῶτα ἐξαδέλφια, διότι ἂν καὶ ἡ μητέρα των ὀνομάζεται ἀδελφὴ τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου (Ἰωάν. 19,257), αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἦταν ἀδελφή της, ἀπὸ τὸν ἴδιο πατέρα, διότι ἔφερε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ τὴν Μαρία, ἀλλὰ ἡ λέξη ἀδελφή πρέπει νὰ ἔχει ἐδῶ ἐπίσης τὴν ἔννοια τῆς κουνιάδας, διότι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι μοναχοπαίδι. Θὰ μποροῦσε νὰ σημαίνει κουνιάδα ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶχε κάποια ἀδελφὴ νυμφευμένη. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, τὰ ἀγόρια της, ὀνομαζόμενα οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου, θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι τὸ πολὺ δεύτερα ξαδέλφια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἂν καὶ δὲν ἔχουν τί νὰ συμπληρώσουν (νὰ ποῦν) γιὰ τὴν παρθενία τῆς Θεομήτορος καὶ μετὰ τὴν γέννηση, αὐτοὶ προσθέτουν καὶ αὐτὸ τὸ χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν ὑἱὸν αὐτῆς τὸν πρώτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν» (Μάτθ. 1,25), ἐννοῶντας αὐτοὶ ὅτι κατόπιν ἡ Παρθένος Μαρία θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει καὶ ἄλλα παιδιά.
Ἀλλὰ νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν καὶ νὰ καταλάβουμε, ὅτι στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ φράση «ἕως οὗ», σημαίνει αἰωνιότητα. Ἐπειδὴ εἶπεν ὁ Κύριος: «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μάτθ. 28.20). Ἄραγε αὐτὸ σημαίνει, ὅτι θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει μετὰ τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος; Μήπως δὲν λέγει ὁ Θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος: «Καὶ οὕτω (μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση) πάντοτε σὺν Κυρὶῳ ἐσόμεθα»; (Α΄ Θέσ. 4,17). Σὲ ἄλλο χωρίο τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἶναι γραμμένο: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σοῦ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σοῦ» (Ψάλμ. 109,1). Μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν θὰ καθίσει ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός Του, γιὰ νὰ κυβερνήσει μαζὶ Του εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα, καθότι ξέρουμε πολὺ καλὰ ὅτι «τῆς βασιλείας Αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος»; (Λούκ. 1,33).
Πάλι σὲ ἄλλο χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς λέγεται, ὅτι ὁ Νῶε ἀπέστειλε τὸν κόρακα καὶ ἐξελθὼν ὁ κόρακας δὲν ἐπέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς (Γέν. 8,7), αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπέστρεψε στὸ πλοῖο κάποτε;
Πάλι εἶναι γραμμένο στὴ Θεία Γραφὴ ὅτι ἡ Μελχόλ, ἡ θυγατέρα τοῦ Σαούλ, ἡ γυναῖκα τοῦ Δαυίδ, δὲν ἔκανε παιδὶ «ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτὴν» (Β’ Βασ. 6,23). Μήπως αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἐγέννησε παιδιὰ ἀφοῦ πέθανε, γιατί λέγει «ἕως τῆς…»;
Λοιπόν, ἂς ἀνοίξουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους ὅλοι αὐτοὶ οἱ βλάσφημοι τῆς ἀληθείας, ἔναντι αὐτῶν τῶν μαρτυριῶν, ποὺ ἔχουν ληφθεῖ οἱ περισσότερες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ, καὶ νὰ καταλάβουν, ὅτι ἡ φράση «ἕως οὗ» στὴν Ἁγία Γραφὴ σημαίνει αἰωνιότητα, καθὼς καὶ Σωτῆρας αἰώνια θὰ ὑπάρχει μὲ τοὺς ἀποστόλους Του καὶ μὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐκπληρώνουν τὶς ἐντολές Του, καθὼς ἐκεῖνος αἰώνια θὰ κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς βασιλεύοντας στὴν Βασιλεία Του, τῆς ὁποίας οὐκ ἔσται τέλος, καθὼς ὁ κόρακας στοὺς αἰῶνας δὲν ἐπέστρεψε στὸ πλοῖο τοῦ Νῶε καὶ καθὼς ἡ Μελχὸλ στοὺς αἰῶνας, ἡ θυγατέρα τοῦ Σαούλ, δὲν ἔκανε παιδιὰ μετὰ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ δίκαιος καὶ θεοφοβούμενος Ἰωσήφ, αἰωνίως (στὸν αἰῶνα) δὲν τὴν γνώρισε αὐτὴν ποὺ ἦταν παρθένος πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση, ἔμεινε παρθένος κατὰ τὴν γέννηση καὶ εἰς ἀεὶ Παναγία καὶ Ἄσπιλη Παρθένος Μαρία, Θεοτόκος καὶ Μητέρα τοῦ Φωτός, ἡ βασίλισσα τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, μετὰ τὴν γέννηση.
Μετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτά, οἱ ἐχθρικῶς κείμενοι πρὸς τὴν Θεομήτορα λέγουν, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπευθυνόμαστε στὶς προσευχές μας πρὸς αὐτὴ μὲ τὶς παρακλήσεις: «Μὴ ἔχοντας ἄλλη προστασία – Δὲν ἔχουμε ἄλλην βοηθὸν ἐκτὸς ἀπὸ σὲ» καὶ «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», ὄντως ἕνα μεγάλο λάθος, διότι θέτουμε τὴν Θεομήτορα ὅπως καὶ τὸν Σωτῆρα, μεσίτρια τῆς σωτηρίας μας, καθότι ἕνας εἶναι ὁ μεσίτης μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν παράκλησή μας πρὸς τὴν Θεομήτορα, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο: «μὴ ἔχοντας ἄλλη προστασία», δι’ αὐτοῦ ἐμεῖς δὲν ἀρνούμαστε τὴν μοναδικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς μεσίτη τῆς ἀντικειμενικῆς μας σωτηρίας ἀλλὰ δὲν παραμελοῦμε οὔτε τὴν ὠφέλεια κάθε βοήθειας σὲ σχέση μὲ τὴν ὑποκειμενική μας σωτηρία. Ἡ σημασία αὐτῆς τῆς παρακλήσεως εἶναι ἡ ἀκόλουθη: «Σὺ μπορεῖς νὰ μᾶς δώσεις τὴν μεγαλύτερη βοήθεια στὴν ὑποκειμενική μας σωτηρία, κάποια ἄλλη βοήθεια πιὸ μεγάλη δὲν βρίσκουμε σὲ κανέναν ἅγιο ἢ δὲν ἔχουμε κάποιον ἄλλον, ὁ ὁποῖος νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει τόσο πολὺ ὅσο μπορεῖς νὰ μᾶς βοηθήσεις ἐσύ, ὡς Μητέρα τοῦ Σωτῆρος μας». Ἐνῶ τὰ λόγια τῆς παρακλήσεως ποὺ τῆς ἀπευθύνουμε: «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», σημαίνουν : «Πρέσβευε τὸν Υἱόν σου νὰ μᾶς σώσει» ἢ «νὰ μᾶς λυτρώσει» . Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅπου ἦταν γραμμένα περίπου ὅλα τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως καὶ τὰ βιβλία τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας, τὸ ρῆμα «σώζω» σημαίνει καὶ λυτρώνω (ἀπαλλάσσω) ἐκ τοῦ κακοῦ, τοῦ πειρασμοῦ, τῶν ἁμαρτημάτων, τῆς στενοχωρίας, τῆς οἰκονομικῆς δυσχέρειας. Ἄρα «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», σημαίνει: «βοήθησέ μας μὲ τὶς ἱκεσίες σου νὰ λυτρωθοῦμε ἐκ τοῦ κακοῦ, τῆς στενοχωρίας, τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου, ἀπὸ τὰ πάθη μας».
Τοιουτοτρόπως, διὰ «τὸ σῶσον ἡμᾶς» δὲν ἐννοοῦμε «συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μας» ἀλλά «πρέσβευε εἰς τὸν Υἱόν σου γιὰ τὴν σωτηρία μας». Εἶναι ἀδύνατον, διότι διὰ τῆς εὐλαβείας (σ. μτφ. ὀφειλομένης τιμῆς) τῆς Θεομήτορος νὰ λυπήσουμε τὸν Υἱόν της, τοῦ Ὁποίου κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν ἐλαττώνουμε μὲ τίποτα τὴν πρὸς Αὐτὸν ὀφειλομένη λατρεία ἀλλά, τουναντίον, ὅλη ἡ ὑπερ–εὐλάβεια («ἐξαιρέτως») τῆς Θεομήτορος περνᾶ στὸν Υἱόν της, ὁ Ὁποῖος τὴν διάλεξε καὶ τὴν καθαγίασε γιὰ νὰ γίνει Μητέρα Του.
Ὅσον ἀφορᾶ τὰ λεχθέντα μέχρι ἐδῶ, δείξαμε μὲ μαρτυρίες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν τιμή, τὴν δόξα καὶ τὰ δῶρα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς τῆς Παναγίας Μητέρας Του, διότι:
Ὁ Θεός, ἀκόμη μιὰ φορὰ μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας, προανήγγελε γιὰ τὴν Θεομήτορα, ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἐκείνη ἡ γυναῖκα–παρθένος, ἡ ὁποία διὰ τοῦ Υἱοῦ της θὰ συντρίψει τὸ κεφάλι τοῦ φιδιοῦ (Γέν. 3,15). Κατόπιν προφήτευσαν γι’ αὐτὴ, ὅτι θὰ εἶναι ἐκείνη ἡ παρθένος, ἡ ὁποία θὰ γεννήσει τὸν Ἐμμανουήλ–Θεό (Ἠσαΐα 7,14), αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μεσίτρια τῆς εἰσόδου στὸν κόσμο τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ἰερεμ. 31, 2-23), σ’ αὐτὴν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἦλθε τιμῶντας καὶ τὴν ὀνόμασε «κεχαριτωμένη» καὶ «εὐλογημένη ἐν γυναιξὶ» (Λούκ. 1,28), αὐτὴν ἀσπάσθηκε ἡ Ἐλισάβετ ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὀνομάζοντάς την «εὐλογημένη ἐν γυναιξὶ» καὶ «Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου» (Λούκ. 1,40-45). Μακαρία ἡ κοιλία καὶ οἱ μαστοί της, διότι ἐβάσταξε καὶ ἐθήλαξε τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, Χριστὸ (Λούκ. 11, 27-28).
Ὁ Σωτῆρας, ὡς Υἱός της, τὴν ἄκουγε καὶ τῆς ἦταν ὑποτασσόμενος (Λούκ. 2,51). Τὸ πρῶτο θαῦμα τὸ ἔκανε ὁ Σωτῆρας στὸν γάμο τῆς Κανά τῆς Γαλιλαίας, κατὰ παράκλησή της (Ἰωάν. 2, 3-10). Ὁ Σωτῆρας φρόντισε γι’ Αὐτὴν ἀκόμη καὶ τότε, ὅταν ὑπέφερε τοὺς τρομακτικοὺς πόνους στὸν σταυρό, ἐμπιστεύοντάς την γιὰ παροχὴ φροντίδας στὸν πιὸ ἀγαπημένο Του ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους Του (Ἰωάν. 19,26-27). Ἡ Ἴδια διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προφήτευσε, ὅτι πᾶσαι αἱ γενεαὶ θὰ τὴν μακαρίζουν καὶ θὰ τὴν ὑμνοῦν γιὰ τὴν δόξα μὲ τὴν ὁποία τὴν ἀξίωσε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ταπείνωσή της (Λούκ. 1,48-49). Τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα τῆς Θεομήτορος στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα ἑρμηνεύεται «Κυρία, Δέσποινα».
Αὐτὴ ἡ Κυρία καὶ Παρθένος Βασίλισσα, θὰ καθίσει ἐκ δεξιῶν τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ της τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας (Ψάλμ. 44, 10). Αὐτὴ συνέλαβε καὶ ἐγέννησε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ (Λούκ. 1,35), καθότι ἐπισκιάστηκε διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου καὶ ἔμεινε παρθένος καὶ μετὰ τὴ γέννηση (Ἰεζεκιὴλ 44, 1-3). Αὐτὴ εἶναι τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, μὴ ἔχοντας καὶ ἄλλα παιδιὰ ἐκτὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου. Ἡ μητέρα τῶν λεγομένων «ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου» δὲν εἶναι ἡ Θεομήτωρ ἀλλὰ ἡ Μαρία του Κλωπὰ (Μάτθ. 27, 55-56. Μάρκ. 15, 40-47. Ἰωάν. 19,25), ἐνῷ «οἱ ἀδελφοὶ» τοῦ Κυρίου εἶναι μόνο συγγενεῖς μὲ Αὐτόν καὶ ὄχι φυσικοὶ ἀδελφοί Του, διότι τὰ παλαιὰ χρόνια στοὺς Ἰουδαίους, οἱ στενοὶ συγγενεῖς ὀνομάζοντο «ἀδελφοὶ» (Γέν. 13, 8). Ἡ μητέρα τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία ἡ τοῦ Κλωπά, ὀνομάζεται ἀδελφὴ μὲ τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου, κατ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια τῆς στενῆς συγγενείας (Ἰωάν. 19,25 ἐξ.).
Ἀφοῦ εἴδαμε τὶς μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς γι’ αὐτὲς τὶς ἀλήθειες ποὺ ἀναφέρονται στὴ μητέρα τοῦ Κυρίου, ἐὰν εἴχατε καθαρὸ νοῦ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν ἁμαρτημάτων, θὰ μπορούσατε νὰ κατανοήσετε πολὺ καθαρὰ (φωτεινά), γιὰ ποιά αἰτία ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὴν δεδοξασμένη ἀποδίδουμε ὑπερ – εὐλάβεια (ἐξαιρετικὴ τιμὴ) στὴν Παναγία Παρθένον Μαρία. Παρακαλῶντας την, τὴν θέτουμε μεσίτρια στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας, νὰ μᾶς βοηθήσει διὰ τῆς μεσιτείας τῶν πρεσβειῶν της, τὶς ὁποῖες ἀναπέμπει πάντοτε πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ εἰδικὰ γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς.
Γιατί ἐσεῖς δὲν τιμᾶτε τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὅταν ἡ ἴδια ἡ Θεία Γραφή σᾶς ἀποκαλύπτει, ὅτι ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τὴν τίμησε μὲ τὸν ἀσπασμό; (Λούκ. 1,29)…
Γιὰ ποιά αἰτία σεῖς δὲν τιμᾶτε τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία, κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, εἶναι «κεχαριτωμένη»; (Λούκ. 1,28-30); Γιὰ ποιά αἰτία εἴσαστε τόσο σκληρόκαρδοι καὶ τυφλοὶ στὴν κατανόηση καὶ δὲν τιμᾶτε τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ Ἐλισάβετ ὁμολόγησε, ὅτι εἶναι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ εὐλογημένη ἐν γυναιξὶ (Λούκ. 1,40- 43);
Ἂν ἐσεῖς λέτε, ὅτι πιστεύετε στὰ γραφόμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιατί λοιπὸν δὲν τιμᾶτε καὶ σέβεστε τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὅταν ἡ Γραφή σᾶς ἀποκαλύπτει, ὅτι αὐτὴν θὰ τὴν μακαρίζουν πᾶσαι αἱ γενεαί, γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τῆς ἔκανε ὁ Θεός;
Γιὰ ποιά αἰτία σεῖς φθάσατε σὲ τέτοιο σκοτάδι ἀγνωσίας, ὥστε ἀντὶ νὰ τιμᾶτε καὶ νὰ σέβεστε τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, σεῖς τὴν βλασφημεῖτε καὶ στὴν παραζάλη σας (τρέλα) τὴν θεωρεῖτε σὰν μιὰ κοινὴ γυναῖκα; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν φανέρωσε στοὺς ψαλμοὺς ὡς τὴν βασίλισσα τῶν ἀγγέλων καὶ ὅλης τῆς κτίσεως, καθήμενη ἐκ δεξιῶν τοῦ Υἱοῦ της «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψάλμ. 44,10) καὶ σεῖς τὴν ὀνομάζετε, ὅτι εἶναι μιὰ κοινὴ γυναῖκα, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες;
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκαλύπτει στὴν Ἁγία Γραφή, ὅτι θὰ μνημονεύεται ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ, καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ θὰ τὴν ἀνυμνοῦν ἀπαύστως εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος (Ψάλμ. 44,18), ἐνῶ σεῖς δὲν θέλετε νὰ τὴν ὑμνεῖτε καὶ νὰ τὴν εὐλαβεῖστε τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκαλύπτει, ὅτι «πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως (τῆς Θεομήτορος) ἔσωθεν, ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψάλμ. 44,14). Διὰ τῆς ἔσωθεν δόξης δείχνει, ὅτι εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄχραντος, ἐνῶ σεῖς τὴν βλασφημεῖτε τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ δὲν τὴν τιμᾶτε.
Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι ἐκείνη ἡ Παρθένος, ἡ ὁποία γέννησε τὸν Ἐμμανουήλ–Θεό (Ἠσαΐα 7,14) καὶ σεῖς λέτε, ὅτι εἶναι μιὰ ὁποιαδήποτε γυναῖκα, ὅπως ὅλες οἱ γυναῖκες. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διὰ τοῦ στόματος τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ προεικονίζει τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, σὰν «πύλη κεκλεισμένη», διὰ τῆς ὁποίας κανεὶς δὲν θὰ εἰσέλθει παρὰ μόνο ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ καὶ μετὰ τὴν διέλευση κεκλεισμένη θὰ μείνει (Ἰεζεκιὴλ 44, 1-3), δηλαδὴ παρθένος θὰ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση, κατὰ τὴ γέννηση καὶ ἀειπάρθενος θὰ μείνει μετὰ τὴ γέννηση. Καὶ σεῖς λέτε ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου εἶχε καὶ ἄλλα παιδιὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖον ἐγέννησε.
Καλύτερον εἶναι σὲ σᾶς νὰ κρεμάσετε ἀπὸ μιὰ πέτρα γύρω ἀπὸ τὸν τράχηλο καὶ νὰ πέσετε στὴ θάλασσα (Μάτθ. 18,6-7. Μάρκ. 9,42. Λούκ. 17, 1-2) ἀπὸ τὸ νὰ σκανδαλίσετε τὶς ψυχὲς τῶν ἀγαθῶν χριστιανῶν μὲ τὰ ψέματα καὶ τὶς σατανικὲς καὶ καταραμένες σας βλασφημίες. Πῶς θὰ μποροῦσε ὁ δίκαιος καὶ θεοφοβούμενος τὸν Θεὸ Ἰωσὴφ (Μάτθ. 1,19) νὰ τολμήσει νὰ ἀγγίξει τὴν Παναγία Παρθένον μετὰ τὴν γέννηση, πρὸ πάντων ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἀποκάλυψη – διὰ τοῦ ἀγγέλου Του – «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου» (Μάτθ. 1,20) καὶ ὅτι ὁ συλληφθεὶς διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ εἶναι ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς (Μάτθ. 1,21);
Ἄραγε ὁ δίκαιος καὶ θεοφοβούμενος Ἰωσήφ – στὸν ὁποῖον ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ, ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ μνηστή του, συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ κατενόησε ὅτι δι’ αὐτῆς ὁ Θεὸς θὰ ἐργαστεῖ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, διὰ τῆς συντριβῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ (Γέν. 3,15) καὶ ὅτι εἶναι ἡ Παρθένος ἡ προφητευθεῖσα διὰ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ Προφήτου Ἠσαΐα, ἡ ὁποία θὰ γεννήσει τὸν Ἐμμανουήλ, τὸν Θεὸ καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου (Ἠσαΐα 7,14) – νὰ μπορεῖ νὰ συλλογίζεται ἀνθρωπίνως ἐπ’ αὐτῆς; Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ὁ δίκαιος καὶ θεοφοβούμενος Ἰωσὴφ ἀποδείχθηκε τόσο ζηλωτὴς καὶ ὑπάκουος καὶ ὑπηρέτησε μὲ τόσο μόχθο τὸ θεῖο Βρέφος, ἀπὸ τὴν γέννηση, στὴν φυγὴ στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν ἐπιστροφὴ (Λούκ. 2,4-5. Μάτθ. 2,13-14. 20,21-23), καθὼς καὶ στὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του, μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν 30 ἐτῶν τοῦ Σωτῆρος, διότι καταλάβαινε τέλεια τὸ κάλεσμα ποὺ ἔχει νὰ ὑπηρετήσει τὴν Παναγία Παρθένον, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς ἦλθε στὸν κόσμο μὲ τὸ Σῶμα, νὰ λυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Λοιπόν, βουβὰ νὰ μείνουν τὰ στόματα ὅλων τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν νεοπροτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι βλασφημοῦν κατὰ τῆς Βασίλισσας τῶν ἀγγέλων καὶ Μητέρας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ δικαίου καὶ Θεοφοβούμενου Ἰωσὴφ, ὅσον ἀφορᾶ τοὺς κακοὺς καὶ τρελλοὺς συλλογισμοὺς, ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε καὶ ἄλλα παιδιὰ ἡ Παναγία καὶ Ἄχραντος Παρθένος Μαρία, ἡ Θεοτόκος, ἡ «Κεχαριτωμένη».
Ἀρνούμενοι ὅλες τὶς ἄλογες βλασφημίες τῶν αἱρετικῶν, ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νὰ ἔχουμε τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ παντοτινὴ ἰκέτρια καὶ μεσίτρια γιὰ τὴ σωτηρία ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὄνομά της νὰ τιμοῦμε ἀδιαλείπτως ὡς Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ παρθένες νὰ τὴν ὑμνοῦν ὡς μία Ἀειπάρθενο μητέρα. Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ μοναχοί, ὡς τὴν μητέρα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοί, μὲ μιὰ φωνὴ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους, νὰ ψέλνουμε καθημερινὰ τὸν Ἀκάθιστο καὶ τὸν Παρακλητικὸ κανόνα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, ἐπαναλαμβάνοντας ὅλοι τὸν ἱερὸν ὕμνο (ὑπακοή): «Χαῖρε, Νύμφη, Ἀνύμφευτε».