Καλλιακμάνης Βασίλειος, ομότιμος Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες καί οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι, ὅταν ὁμιλοῦν γιά τήν Παναγία, ἐκπλήσσονται μπροστά στή μεγαλοσύνη της καί τήν ἀτενίζουν μέ δέος ἱερό. Θαυμάζουν τόν ὑπερφυῆ τόκο της, ὑμνοῦν τό ὕψος τῶν πνευματικῶν της χαρισμάτων, δοξάζουν τόν Τριαδικό Θεό γιά τήν πρέσβειρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στόν οὐρανό. Γνωρίζουν ὅτι, τόν ἔμψυχο ναό τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦν νά ἀγγίξουν χέρια ἀμύητων. Ζητοῦν μέ ταπείνωση ἀπό τόν Δωρεοδότη Κύριο νά τούς χαρίζει γλῶσσα, προφορά καί λογισμό ἀκαταίσχυντο, λάμψη θεϊκή καί φωτισμένο νοῦ, γιά νά περιγράφουν τό «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν» μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρώπησης. Πάντοτε συνδέουν τό ἱερό πρόσωπό της μέ τό πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Ἡ Παναγία ἀγάπησε πολύ καί πόνεσε πολύ. Βίωσε καί γεύθηκε τόν πόνο, τήν προσφυγιά, τήν περιφρόνηση, τόν ὀνειδισμό καί τήν ἀνθρώπινη κακία σέ ἀπερίγραπτο βαθμό. Ἡ προφητεία τοῦ Συμεῶν εἶναι ἐνδεικτική: «καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφέα» (Λούκ. 2,35). Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει: «Ἡ Παναγία μας πόνεσε πιό πολύ ἀπ΄ ὅλες τίς γυναῖκες, πιό πολύ ἀπ΄ ὅλες τίς μανᾶδες τοῦ κόσμου, γιατί κανέναν δέν ἔβλαψε, σέ κανέναν δέν ἔκανε κακό, κι΄ ὅμως Τῆς ἔκαναν τό μεγαλύτερο κακό ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σταύρωσαν Τόν Υἱό Της. Καί ἀντικρύζοντάς Τον πάνω Στόν Σταυρό, πόνεσε τόσο ἡ καρδιά της… Γι΄ αὐτό μπορεῖ νά καταλάβει τήν κάθε πονεμένη ὕπαρξη καί συμπάσχει μέ τόν κάθε ἄνθρωπο πού πονᾶ, γιατί ἀκριβῶς ξέρει, τί πάει νά πεῖ πόνος».

Εἶναι κοινός τόπος στή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τίς θλίψεις, τίς δοκιμασίες, τόν πόνο, τίς ἀσθένειες, τούς πειρασμούς, τίς κακουχίες καί τήν ὀδύνη, ὑπερβαίνει τόν πεῖρασμό τῆς ἐγωκεντρικῆς αὐτάρκειας καί ὡριμάζει στήν πνευματική ζωή. Ὁ Μ. Βασίλειος σέ μιά Ὁμιλία του μέ τίτλο, Ἐν λιμῷ καί αὐχμώ, τονίζει σχετικά: «Τόν καπετάνιο τόν δοκιμάζει καί τόν καταρτίζει ἡ τρικυμία, τόν ἀθλητή τό στάδιο, τόν στρατηγό ἡ παράταξη σέ μάχῃ, τόν μεγαλόψυχο καί γενναῖο ἡ συμφορά, τόν δέ χριστιανό οἱ πειρασμοί καί οἱ δοκιμασίες. Οἱ λῦπες φανερώνουν τή γνήσια ψυχή, ὅπως ἡ φωτιά τό καθαρό χρυσᾶφι».

Ἡ Παναγία δέν εἶχε ἀνάγκη ὅλων αὐτῶν τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων, γιά νά φθάσει στό ὕψος τῆς πνευματικῆς τελείωσης. Ἐξάλλου, ἐκείνη δόξαζε δοξολογικά τόν Κύριο καί αἰσθανόταν ἄπειρη ἀγαλλίαση, ὅταν κυοφοροῦσε τόν Χριστό (βλ. Λούκ. 1,47 κ.ε.) Μετεῖχε ὅμως καί συνέπασχε πάντοτε ὡς ἄνθρωπος στόν πόνο καί τήν ὀδύνη του ἀνθρώπου τῆς πτώσεως. Κι ὅσο μεγαλύτερη ἦταν ἡ ἀγάπη της τόσο βαθύτερος ἦταν ὁ πόνος της. Γράφει σχετικά ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: «Ὅταν ἡ Παναγία στεκόταν δίπλα στόν Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη Της ἀπέραντη σάν τόν ὠκεανό καί οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπό τόν πόνο τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο, γιατί καί ἡ ἀγάπη Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Ἀδάμ στόν Παράδεισο. Καί ἄν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μέ τή θεία δύναμη, μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατί τό θέλημά Του ἦταν νά δεῖ ἡ Θεοτόκος τήν Ἀνάσταση καί ὕστερα, μετά τήν Ἀνάληψή Του, νά παραμείνει παρηγοριά καί χαρά τῶν ἀποστόλων καί τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ. Ἐμεῖς δέν φτάνουμε στό πλήρωμα τῆς ἀγάπης τῆς Θεοτόκου, καί γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε πλήρως το βάθος τῆς θλίψεώς Της».

Ἡ Παναγία, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας γίνονται κοινωνοί τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ Χριστός ἐπιφυλάσσει γιά τούς πιστούς του δούλους τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας του. Ὁπότε ὁ πόνος καί ἡ θλίψη γίνονται χαρά καί εὐφροσύνη. Τά βάσανα καί οἱ κακουχίες, θεῖος γλυκασμός. Ὁ θάνατος γίνεται κοίμηση, αἰώνιος σαββατισμός καί αἰώνια ἀνάπαυση. Ἡ Παναγία δέν πόνεσε, ὅπως πονᾶμε ἐμεῖς ἐνώπιον τοῦ θανάτου. Ὁ τρόπος ἑτοιμασίας της δείχνει τήν ἀταραξία της μπροστά στό φοβερό αὐτό μυστήριο. Κι αὐτό ἀποτελεῖ παιδαγωγία γιά ὅλους τοὺς χριστιανούς.

Κι ὅπως διδάσκει ἡ παράσταση τῆς βυζαντινῆς εἰκόνας τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τήν πάναγνη ψυχή τῆς Παρθένου ὑποδέχεται τήν ὥρα τοῦ θανάτου της ὁ Μονογενής της Υἱός, ὁ Πλάστης και Σωτῆρας τοῦ κόσμου. Καί τήν δέχεται, γιά νά τήν ἀναπαύσει στά αἰώνια σκηνώματα τῆς θείας δόξας. «Εἰς τοὺς πόδας της», ὅπως σημειώνει στό Ἅγιον Ὅρος τόν 18ο αἰῶνα ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος ἐκ Φουρνά τῶν Ἀγράφων, «ὁ ἀπόστολος Πέτρος θυμιῶν μέ θυμιατόν, καί εἰς τήν κεφαλήν της ὁ ἅγιος Παῦλος καί ὁ θεολόγος Ἰωάννης ἀσπαζόμενοι αὐτήν• καί γύροθεν οἱ λοιποί ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι ἰεράρχαι, Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Ἰερόθεος καί Τιμόθεος, βαστάζοντες Εὐαγγέλια καί γυναῖκες κλαίουσαι• ἐπάνωθεν αὐτῆς ὁ Χριστός βαστών εἰς τάς ἀγκάλας του τήν ἁγίαν αὐτῆς ψυχήν λευκοφόρον• καί γύροθεν αὐτοῦ φῶς πολύ καί πλῆθος ἀγγέλων, καί ἄνωθεν εἰς τόν ἀέρα πάλιν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι ἐρχόμενοι μετά νεφελῶν».

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέχτηκε τόν Εὐαγγελισμό, ὅταν ἡσύχαζε «ὑπερφυῶς» μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, «ποθοῦσα τήν ὑπερκόσμιον πρός τόν Θεόν ἕνωσιν», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς. Ἔζησε κοντά στόν Κύριο, δίπλα στόν Ἀπόστολο τῆς ἀγάπης, Ἰωάννη τό Θεολόγο, καί ἐντός τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Κατά τήν Κοίμησή της ἐπιστρέφει στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου της, στόν ὁποῖο δέεται ἔκτοτε ἱκετευτικά γιά τό ἀνθρώπινο γένος. Καί ὅποιος προστρέχει σέ αὐτήν δέν φεύγει «κατησχυμένος» καί ντροπιασμένος, «ἀλλ’ αἰτεῖται τήν χάριν καί λαμβάνει τό δώρημα πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως».