Θάρσει, τέκνον!
Μπορεῖ ἡ ἐπιστήμη νὰ κατόρθωσε νὰ νικήσει ἀσθένειες ποὺ στὸ παρελθὸν προκαλοῦσαν πανδημίες καὶ εὐθύνονταν γιὰ τὸν ξεκληρισμὸ ὁλόκληρων πληθυσμῶν, δὲν ἔχει κατορθώσει ὅμως ἀκόμη νὰ ἐξαλείψει τὸ φαινόμενο τῶν ἐπιδημιῶν. Ὄχι μόνο διότι μαζὶ μὲ τὴν ἰατρική, τὴ βιολογία, τὴ φαρμακευτική, ἐξελίσσονται τὰ ποικίλα εἴδη τῶν ἰῶν ποὺ εὐθύνονται γιὰ τὶς ἐπιδημίες, ἀλλὰ καὶ γιατί πολλὲς ἀπὸ αὐτές, ἂν καὶ θεωροῦνται, δὲν χαρακτηρίζονται ὡς τέτοιες λόγω διαφορετικῆς μεθοδολογίας καὶ προσέγγισης. Ἔτσι, δύσκολα μὲ ἐπιστημονικοὺς ὅρους καὶ κριτήρια μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ἐπιδημία ἡ καταγραφόμενη ἀπὸ τὶς στατιστικὲς αὔξηση τῶν ψυχασθενειῶν. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι πὼς ἀναλογικὰ οἱ ψυχικὲς ἀσθένειες, ἰδίως μὲ τὴ μορφὴ ποικίλων φοβιῶν, τείνουν νὰ καταλάβουν ποσοστὰ πληθυσμοῦ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὰ τῶν θανατηφόρων λοιμωδῶν νόσων.
Κι αὐτὴ ἡ καταγραφόμενη αὔξηση -συνδυαζόμενη μὲ τὴ θεμιτὴ ἐπιστημονικὴ διαπίστωση ὅτι τὸ ὀρθόδοξο ἦθος καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ παρηγοροῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ἐν ὄψει τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἀσκητικῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ψυχοθεραπευτικῆς- ὁδηγεῖ σὲ μία προσέγγιση ψυχιατρικῆς, ψυχολογίας καὶ ποιμαντικῆς, ἡ ὁποία ἂν καὶ καλοδεχούμενη, πρέπει νὰ γίνεται τηρουμένων κάποιων προϋποθέσεων. Καὶ πρώτιστη προϋπόθεση εἶναι ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν σκοπό της, ὥστε νὰ μὴ λογίζεται ὁ Λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας, ὡς ἀκόμη ἕνας εἰσηγητὴς ψυχοθεραπευτικῆς μεθόδου, οὔτε νὰ ἀποζητᾶται ἡ παραμυθητικὴ παρηγορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστης.
Ἡ κατάντια τοῦ ὑπερανθρώπου
Ἂν καὶ δὲν εἶναι ἡ μόνη αἰτία, διακρίνεται μεταξὺ τῶν πρώτων λόγων γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βιώνει τὴν ἀνασφάλεια καὶ ἐπιτρέπει στὶς φοβίες ν’ ἀναπτυχθοῦν μέσα του. Ἂν καὶ ὑπολανθάνει στὴ σκέψη πολλῶν, μὲ δισταγμὸ ὀμoλoγεῖται. Ἂν καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς καθημερινότητα συμπερασματικὰ ἐκεῖ καταλήγει, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ τὸ παραδεχθεῖ. Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο πολλοὶ φθάνουν μέχρι τὴν ἀπελπισία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν κατάθλιψη ἢ καὶ τὴν αὐτοκτονία, εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν ποὺ νὰ στηριχθοῦν. Ὅταν μεθοδικὰ πολεμοῦνται, ὑπονομεύονται, συκοφαντοῦνται ἀξίες, πίστη, ἰδανικὰ· ὅταν oι διάφoρες ἰδεολογίες ὑπόσχονται τὴν τελειότητα τοῦ Παραδείσου γιὰ νὰ ἐμπαίξουν στὴ συνέχεια τὸν ἄνθρωπο διαψεύδοντας τὶς προσδοκίες του· ὅταν στὸ ὄνομα τῶν σύγχρονων πιστευμάτων καὶ τῶν κρατούντων κoιvωvικoοικονομικῶν συστημάτων δικαιολογεῖται καὶ θεσμοθετεῖται ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο, ποῦ νὰ στηριχτεῖ μετὰ ἡ ψυχὴ καὶ ἀπὸ ποῦ ν’ ἀντλήσει δύναμη!
Ἡ μεγαλύτερη ζημιὰ ποὺ προκάλεσαν ὅσοι μὲ ὅποιον τρόπο πολέμησαν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τελείως δογματικά, βίαια καὶ παράλογα ἔπεισαν πολλοὺς ν’ ἀπέχουν ἀπὸ μία οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Δὲν μπόρεσαν ν’ ἀποδομήσουν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστης, δὲν μπόρεσαν ν’ ἀποδείξουν ψευδόμενο τὸν Χριστὸ ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, δὲν μπόρεσαν ν’ ἀναιρέσουν τὴ θεία διδασκαλία ὡς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο του. Μπόρεσαν ὅμως ν’ ἀπoστερήσουν ὅλα τὰ παραπάνω ἀπ’ ὅσους τυφλὰ παρασύρθηκαν ἀπὸ τὸ μικρότερο ἢ μεγαλύτερο ἀντιεκκλησιαστικὸ μένος πολλῶν σύγχρονων «διδασκάλων», θιασωτῶν τῆς αὐτονόμησης καὶ τῆς εἰδωλοποίησης τοῦ ἀνθρώπου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη του.
Τελικὰ καταλάβαμε πόσο εὔθραυστοι εἴμαστε, πόσο δὲν ἀντέχουμε, πόσο εὔκολα καταρρέουμε μὲ τὸ παραμικρό, παρὰ τὰ τόσα ἐπιτεύγματά μας, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔχουμε τὴν ἐμπειρία τῶν δύσκολων ἱστορικῶν συγκυριῶν τοῦ παρελθόντος, παρὰ τὸ ὅτι αὐτοθαυμαζόμαστε ὡς καλύτεροι ἀπὸ τὶς προηγούμενες γενεές. Κι αὐτὸ γιατί στερούμαστε αὐτὸ ποὺ οἱ προηγούμενες γενεὲς εἶχαν ὡς καύχημα καὶ ἀσφαλὲς καταφύγιο, τὴν πίστη στὸν Θεό. Μ’ αὐτὴν ἄντεχαν, σ’ αὐτὴν κατέφευγαν, ἀπὸ αὐτὴν ἐμπνέονταν, πρὸς αὐτὴν κατευθύνονταν καὶ γι’ αὐτὴν φέρονταν ἀνθρώπινα.
Ἡ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ
Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, βλέπουμε τὸν Χριστὸ νὰ δίνει δύναμη καὶ κουράγιο στὸν παραλυτικὸ ποὺ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ κάνει καλά. Εἶναι ἀπὸ τὶς λίγες φορὲς ποὺ στὴν Καινὴ Διαθήκη καταγράφεται ἡ προτροπή: «θάρσει, τέκνον»! Γιατί αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τὴ συγκεκριμένη στιγμὴ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο; Ὁ παραλυτικὸς ἔχει φίλους ποὺ γιὰ χάρη του ξεπερνοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια, φυσικὰ καὶ ἀνθρώπινα, γιὰ νὰ τὸν φέρουν μπροστὰ στὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς ἔχει ἀποδείξει τὴ δύναμή του. Ὅλα εἶναι εὐνοϊκὰ καὶ ὑπὲρ του γιὰ νὰ λάβει αὐτὸ ποὺ ζητᾶ. Γιατί νὰ ἔχει καὶ θάρρος; Διότι παρ’ ὅλα τὰ ἐχέγγυα, καὶ ὁ παραλυτικὸς ὡς ἄνθρωπος, καὶ μπροστὰ στὴ μεγάλη στιγμὴ τῆς ζωῆς του, νιώθει τὴν ἀγωνία, τὴ δειλία, τὴν ἀμφιβολία νὰ σκαρφαλώνουν στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ τὴν ἀποδυναμώσουν καὶ νὰ τὴν παραλύσουν καθὼς αὐτὴ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Κι ὁ λόγος ἀπευθύνεται γιὰ νὰ προεξαγγείλει τὴν ἐπακολουθοῦσα πράξη, νὰ βεβαιώσει καὶ νὰ ἐπιστηρίξει, ὥστε νὰ πιστέψει ἡ ψυχὴ στὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν τὸ ἀμφισβητήσει γιὰ νὰ ἐξαρτηθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ αὐτό. Ἔχε θάρρος, λοιπόν, παιδί μου! Οὔτε oι ἁμαρτίες σου, οὔτε ἡ ἀσθένειά σου μποροῦν νὰ σοῦ ἐπιβληθοῦν, νὰ σὲ καταβάλουν καὶ νὰ σὲ νικήσουν. Εἶναι ἁπλὰ ἀγωνίσματα ποὺ πρέπει νὰ νικήσεις γιὰ νὰ φανεῖς ἄξιος τῆς χάριτος, εἶναι ἐξετάσεις ποὺ πρέπει νὰ περάσεις γιὰ νὰ δειχθεῖς ἱκανός, εἶναι ἡ δοκιμασία ποὺ ἐπιτρέπει στὴν πίστη ν’ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ καρποφορήσει.
Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς δικούς του ἀνθρώπους νὰ ἔχουν θάρρος, δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ τοὺς ὑποσχεθεῖ μία ἰδιαίτερη, διακριτικὴ μεταχείρισή τους. Ἱστορικὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς πίστης βιώνουν τὶς ἴδιες δυσκολίες μὲ τὸ ὑπόλοιπο κοινωνικὸ σύνολο, πολλὲς φορὲς καὶ σὲ χειρότερο βαθμό, καθὼς ὁ πόλεμος τοῦ μισόκαλου ἐντείνει τὶς σὲ βάρος τους μεθοδεύσεις. Ἀπὸ τὶς ἴδιες ἀσθένειες ἀρρωσταίνουν, ἀπὸ τοὺς ἴδιους κινδύνους κινδυνεύουν ὅπως ὅλοι. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουν ὅλα τὰ παραπάνω. Ἡ ἀνεξάντλητη δύναμη τῆς πίστης, δύναμη ἤρεμη, εἰρηνικὴ καὶ χαρούμενη, εἶναι ἡ ἀπαντοχὴ ποὺ τοὺς προσπορίζει τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ θεία παντοδυναμία μπορεῖ νὰ ἐπιτρέπει τὴ δοκιμασία, δὲν παύει ὅμως νὰ προστατεύει καὶ νὰ βοηθάει. Κι ἂν μύριοι κίνδυνοι πραγματωθοῦν στὴ ζωή μας κι ἂν χίλια κακὰ ἐπισυμβοῦν, ἔχουμε τὴν ἀσφάλεια τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ, τὴν αἴσθηση ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐξωτερικά, ἐπιδερμικὰ καὶ περαστικά, καὶ τέλος τὴ βεβαιότητα πὼς ὅ,τι καὶ νὰ γίνει, στὸ τέλος πάντα ὁ Χριστὸς μας ἀναδεικνύεται νικητής, κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ μαζὶ μ’ Αὐτὸν κι ἐμεῖς!