Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.

Οἱ χριστιανοὶ ζοῦν «ἐν σοφίᾳ», ἐὰν ζοῦν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ» (A΄ Κόρ. 1. 24,30). Ἔξω ἀπ’ Αὐτὸν ὑπάρχει «ἡ τῶν ἀφρόνων ἀνθρώπων ἀγνωσία» (Α’ Πέτρ. 2. 15). Ὁτιδήποτε δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ μόνη καὶ ἀληθινὴ καὶ αἰώνια σοφία, πράγματι εἶναι καὶ μωρία καὶ ἀνοησία. Καὶ οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἀνόητοι καὶ παράφρονες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη. Στὴν οὐσία της ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ κύρια παραφροσύνη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἡ φιλαμαρτησία εἶναι πάντοτε παραφροσύνη τῆς ψυχῆς ἐμπρὸς στὸ Θεό. Μόνο ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ γεμίζει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ μὲ τὴν ἔνθεη σοφία.

Μόνο ὅταν ζοῦν «ἐν σοφίᾳ» οἱ ἄνθρωποι ἐπωφελοῦνται τὸ χρόνο τῆς ζωῆς τους ποὺ τοὺς δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, «τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι». Μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη σκορπίζουμε τὸν θεόσδοτο χρόνο, τὸν παραδίνουμε στὸ θάνατο καὶ στὴν παραφροσύνη τοῦ κακοῦ. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας μᾶς ἔχει δοθεῖ γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλὰ μόνο ζῶντας «ἐν σοφίᾳ», δηλαδὴ μὲ τὸ Χριστό, «ἐξαγοράζομεν» τὸ χρόνο μας, ποὺ ἔχει καὶ αὐτὸς δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο καὶ γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ Λόγου (πρβλ. Ἰω. 1. 3. Κόλ. 1. 16). Ἡ λογικότητα τοῦ χρόνου συνίσταται στὸ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸ Λόγο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, νὰ ὁδηγεῖ καὶ νὰ παραδίνει σ’ Αὐτὸν καθετὶ ποὺ ἔχει καὶ φέρνει μέσα του. Ὁ χρόνος μᾶς ἔχει δοθεῖ, γιὰ νὰ τὸν μεταβάλλουμε σὲ αἰωνιότητα ζῶντας «ἐν σοφίᾳ», δηλαδὴ ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴ λογικότητά του ὁ χρόνος εἰσῆλθε στὸ θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἐκεῖ βρῆκε τὴν αἰώνια καταξίωσή του καὶ τὴ θεία του πραγμάτωση. Διαμέσου τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὁ χρόνος μεταβάλλεται σὲ αἰωνιότητα. Διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ θαυματουργὸ θεῖο ἐργαστήριο, στὸ ὁποῖο τὸ χρονικὸ μεταβάλλεται σὲ αἰώνιο, τὸ θνητὸ σὲ ἀθάνατο καὶ τὸ πεπερασμένο σὲ ἄφθαρτο.

Στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Χριστοῦ ἐρχόμαστε μόνο μὲ τὴν «κοινωνία σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», μόνο μὲ τὴν καθολικὴ ζωὴ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», μὲ τὴν ὑπέρτατη χειραγωγία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, Προφητῶν, Εὐαγγελιστῶν, Πατέρων, Ποιμένων καὶ Διδασκάλων. Καὶ αὐτοὺς τοὺς ὁδηγεῖ καὶ τοὺς χειραγωγεῖ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ πέρα διαμέσου τῶν αἰώνων μέχρι τὴ Δευτέρα Παρουσία. Ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἀπὸ Αὐτὸ ὑπάρχει καὶ ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ ἐπίγνωση «τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάθε εἰλικρινὴς καὶ ἀληθινὴ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ ἐπίγνωση τοῦ Χριστοῦ δίνεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τὸ Ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» τὴ μόνη καὶ μοναδικὴ (Πρβλ. Ἰω. 16, 13′ 15, 26′ 14, 26). Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἑνώνει τὴν αἴσθησή μας μὲ τὴν καθολικὴ καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐπίγνωσή μας τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν καθολικὴ ἐπίγνωση ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸ Χριστό. Τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα καὶ ἔχει «μίαν καρδίαν» (Πράξ. 4, 32). Σ’ αὐτὴ τὴ μία καθολικὴ καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας —τὴ μία καθολικὴ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας — εἰσερχόμαστε καὶ ἑνωνόμαστε μὲ τοὺς Ἁγίους μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ μάλιστα ταπεινώνοντας τὸ νοῦ μας ἐμπρὸς στὸν ἅγιο καθολικὸ νοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πνεῦμα μας ἐμπρὸς στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἔτσι ἀποκτοῦμε μέσα μας τὴν ἄφθαρτη αἴσθηση καὶ ἐπίγνωση, ὅτι εἴμαστε κοντὰ σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, Προφῆτες καὶ Δικαίους, ὅτι ἔχουμε μία καὶ τὴν ἴδια πίστη «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Τὴν ἴδια πίστη καὶ τὴν ἴδια ἐπίγνωση ἐν Κυρίῳ.

Ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἡ ζωὴ ἐν Χριστῷ, στὴν Ἐκκλησία Του, εἶναι καινὴ ζωὴ καὶ καινὸς τρόπος ζωῆς: ὅλος ὁ ἄνθρωπος ζεῖ διὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ Θεῷ. Πράγματι, αὐτὴ εἶναι αἰώνια ἀνθρώπινη ζωή, ζωὴ θεία, τέλεια, ποὺ ἔχει ἀναρίθμητες βαθμίδες. Ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ζεῖ ἐν αὐτῇ καὶ γι’ αὐτήν. Ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν ἑαυτό του καὶ πολιτεύεται ὡς ὕπαρξη θεοειδής, ἀθάνατη καὶ αἰώνια. Σὲ ἀντίθεση βρίσκεται ἡ ἄθεη ζωή, ἡ ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ χριστιανισμό. Ὅλη ρέει «ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς» τοῦ ἀνθρώπινου. Ὅσοι δὲν γνωρίζουν τὸν Θεό, ἀναζητοῦν τὴ ζωὴ καὶ ὅλες τὶς δυνάμεις της ἀπὸ τὸ δικό τους καὶ μὲ τὸ δικό τους νοῦ τὸν ἀνθρώπινο. Ἀλλὰ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν περιέχει «ἐν ἑαυτῷ» οὔτε την πανγνωσία οὔτε την ὑπερ-δύναμη, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐφοδιάσει τὸν ἄνθρωπο μὲ αὐτὲς τὶς ἀλήθειες καὶ μὲ αὐτὲς τὶς δυνάμεις, ποὺ τοῦ εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ μιὰ γνήσια ζωὴ «ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ καὶ ἀγαθότητι»· καὶ πολὺ λιγότερο γιὰ μιὰ ἀθάνατη καὶ αἰώνια ζωή. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς περιέχει μέσα του λογισμούς, νοήματα, ἰδέες. Ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι σκιὲς καὶ φαντάσματα, ὥσπου νὰ πληρωθοῦν μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴ θεία Ἀλήθεια.

Μακριὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ μὲ τὸν Θεὸ παντοῦ εἶναι θάνατος, λήθαργος, θνητότητα, σκοτάδι. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀδράνεια τῆς διάνοιας γιὰ κάθε ὑγιῆ δράση. Ἡ διάνοια χωρὶς τὸν Θεὸ ψυχορραγεῖ, θανατώνεται καὶ πεθαίνει. Καὶ ἔρχεται ἡ «πώρωσις τῆς καρδίας» στοὺς ἄθεους. Καρδιὰ, στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει Θεὸς, εἶναι σὰν τὴν πέτρα· δὲν αἰσθάνεται τίποτε ὅπως πρέπει, οὔτε ὅσο πρέπει. Ὅλη ἡ αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει στεγνώσει ὁλοκληρωτικά, εἶναι ρηχή, μυωπική, φοβισμένη καὶ ἀνάπηρη. Καὶ στὴν «ἐσκοτισμένην» διάνοια τῶν ἀθέων ὅλες οἱ σκέψεις στεγνώνουν καὶ ἀπομένουν χωρὶς ζωὴ καὶ ψυχὴ καὶ δύναμη. Μόνο μὲ τὴν ἐν Θεῷ πολιτεία «ζωοῦται» ἡ καρδιὰ μὲ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ γίνεται θεῖο ἐργαστήριο, τὸ ὁποῖο ἀδιάκοπα παράγει ἀθάνατα αἰσθήματα, ἅγια, καθαρά, καὶ αἰσθάνεται καὶ διαισθάνεται τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὰ πράγματα.