Μαντζαρίδης Γεώργιος, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ὅρκος.
Ὁρισμός.
Ὅρκος εἶναι ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ ἢ κάποιου ἱεροῦ προσώπου ἢ πράγματος γιὰ τὴν ἐπικύρωση τῆς ἀλήθειας κάποιας διαβεβαιώσεως ἢ τῆς εἰλικρίνειας κάποιας ὑποσχέσεως. Ὁ ὁρκιζόμενος ἐπικαλεῖται συχνὰ καὶ κατάρες ἐναντίον του ἢ ἐναντίον προσφιλῶν προσώπων, γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ ἡ διαβεβαίωσή του εἶναι ψευδὴς ἢ ἡ ὑπόσχεσή του ἀνειλικρινής. Ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν γίνεται τέτοια ἐπίκληση, ἐξυπακούεται, ὅτι ὁ ὁρκιζόμενος παραδίδεται στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχθεῖ ὁποιαδήποτε τιμωρία σὲ περίπτωση ἀναληθείας ἢ ἀνειλικρινείας τῶν λόγων του.
“Ἀληθείας” καὶ “ὑποσχέσεως”.
Ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενό του, ὁ ὅρκος χαρακτηρίζεται εἴτε ὡς «ὅρκος ἀληθείας» εἴτε ὡς «ὅρκος ὑποσχέσεως». Ὁ ὅρκος ἀληθείας συνδέεται μὲ τὸ παρελθόν, ἐνῶ ὁ ὅρκος ὑποσχέσεως μὲ τὸ μέλλον. Τέλος, ἡ παράβαση τοῦ ὅρκου ἀληθείας ὀνομάζεται ψευδορκία, ἐνῶ ἡ παράβαση τοῦ ὅρκου ὑποσχέσεως ἐπιορκία.
Θρησκευτικὸς καὶ πολιτικὸς
Ὁ ὅρκος ἀποτελεῖ παλαιότατο φαινόμενο τοῦ κοινωνικοῦ βίου καὶ προϋποθέτει τὴν πίστη στὴ θεοκρισία, δηλαδὴ στὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἢ κάποια ἀνώτερη δύναμη ἐπεμβαίνει στὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ ὑποκαταστήσει τὴν ἀλήθεια ἢ τὴ δικαιοσύνη καὶ νὰ τιμωρήσει τὸ ψεῦδος ἢ τὴν ἀδικία. Ὁ ὅρκος, λοιπὸν, προϋποθέτει τὴ θρησκευτικὴ πίστη, γι’ αὐτὸ στὸν ἄθρησκο δὲν ἔχει νόημα. Μέσα, ὅμως, στὸ πλαίσιο τῆς ἀνεξιθρησκίας καὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως ἔχει εἰσαχθεῖ καὶ ὁ λεγόμενος «πολιτικὸς ὅρκος» (1) . Αὐτὸς γίνεται μὲ ἐπίκληση τῆς τιμῆς καὶ τῆς συνειδήσεως τοῦ ὁρκιζομένου καὶ ἔχει σὲ περίπτωση ψευδορκίας ἢ ἐπιορκίας τὶς ἴδιες νομικὲς συνέπειες μὲ τὸν θρησκευτικὸ ὅρκο.
Ὅρκος στὴν Π. Διαθήκη
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ εἰδικότερα στὸν Μωσαϊκὸ Δεκάλογο, ἀπαγορεύεται καταρχὴν κάθε «ἐπὶ ματαίῳ» χρήση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ: «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (2). H θέση αὐτή δὲν ἀποκλείει τὴ χρήση τοῦ ὅρκου. Ἀντίθετα, μάλιστα, τὴν προϋποθέτει ἀλλὰ τὴν περιορίζει σὲ σοβαρὰ πράγματα. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαγορεύεται στὸν Ἰσραηλίτη εἶναι ἡ ψευδορκία ἢ ἡ ψευδομαρτυρία (3) . Ἐπίσης, ἀπαγορεύεται νὰ ὁρκιστεῖ στὸ ὄνομα ἐθνικῶν θεῶν. Ὁ ὅρκος τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ποὺ ὑποδηλώνει καὶ ἀναγνώριση τῶν θεῶν αὐτῶν ἀπὸ τὸν ὁρκιζόμενο, ταυτίζεται μὲ τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἀποστασία.
Ἐξάλλου, στὰ κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμφανὶζεται ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ ὁρκίζεται μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι, ἔχουμε τὸν ὅρκο τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀβραὰμ (4), στὸν Δαυὶδ (5) καὶ σὲ ἄλλους (6) . Ὅπως εἶναι γνωστό, στὴν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεὸς παρουσιάζεται νὰ μετανοεῖ γιὰ ἐνέργειες ἢ παραχωρήσεις πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἐξαιτίας τῆς ἀχαριστίας τους (7). Ὁ ὅρκος λοιπὸν τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνοδεύει τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἐπαγγελίες του, ὑπογραμμίζει ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ τὸν ἀμετάκλητο χαρακτῆρα τῶν ἀποφάσεών του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴ σπουδαιότητα τοῦ περιεχομένου τους (8). Βέβαια, ὁ ὅρκος αὐτὸς παρουσιάζει κάποια ἰδιοτυπία.Οἱ ἄνθρωποι ὁρκίζονται σὲ κάποιον ἀνώτερό τους, ἐνῶ ὁ Θεὸς μὴ ἔχοντας ἀνώτερό του, ὁρκίζεται στὸν ἑαυτὸ του (9) .
Γενικὰ, λοιπὸν, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου, παρὰ μόνο αὐτοῦ ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα ψεύτικων θεῶν. Ὁ ὅρκος χρησιμοποιεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ἢ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἐξαιτίας τοῦ ψεύδους ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς κοινωνικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀπιστίας ἢ τῆς σκληροκαρδίας ποὺ τοὺς διακρίνει στὶς σχέσεις τους μὲ τὸν Θεό. Εἶναι μάλιστα γνωστὸ, ὅτι κατὰ τοὺς μεταγενέστερους χρόνους, καὶ κυρίως κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὅρκος εἶχε πάρει τέτοια ἔκταση καὶ ἡ διατύπωσή του εἶχε ἀποκτήσει τέτοια ποικιλομορφία στὴν ἰσραηλιτικὴ κοινωνία, ὥστε νὰ ὑπάρχει γύρω ἀπὸ αὐτὸν ἀσύλληπτη περιπτωσιολογία (10).
Ἀπαγόρευση ὅρκου στὴν Κ. Διαθήκη
Στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅμως, καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὁ ὅρκος ἀντιμετωπίζεται μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Ὁ Χριστός, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὴν πράξη τῶν Ἰουδαίων, ἀπαγορεύει ἀπόλυτα τὴ χρήση τοῦ ὅρκου: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως» (11) . Ἀκόμα διευκρινίζει, ὅτι ὅρκος εἶναι ὄχι μόνο ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπίκληση ὁποιουδήποτε ἄλλου ἱεροῦ ὀνόματος ἢ πράγματος, ἐπουράνιου ἢ ἐπιγείου (12). Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχουν μόνο ἀρνητικὸ ἄλλα καὶ θετικὸ νόημα. Δὲν ἀπαγορεύουν μόνο τὸν ὅρκο ἄλλα καὶ ἀπορρίπτουν τὸ ψέμα. Ὁ ὅρκος εἶναι περιττός, ὅταν στὰ χείλη τῶν ἀνθρώπων τὸ ναὶ εἶναι ναὶ καὶ τὸ ὄχι ὄχι.
Ἡ δυσκολία στὴν πράξη
Ἡ καθημερινὴ, ὅμως, ζωὴ παρουσιάζεται προβληματική. Τὸ ναὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ τῶν Χριστιανῶν, δὲν δηλώνει πάντοτε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὰ πράγματα. Γι’ αὐτὸ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἰσχυριστεῖ, ὅτι δὲν ἔπαυσε νὰ ἔχει νόημα ἡ χρήση τοῦ ὅρκου. Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅμως αὐτὸς προεξοφλεῖ, ὅτι ἡ ὕπαρξη κάποιου κακοῦ νομιμοποιεῖ τὴ θεσμοποίηση κάποιου ἄλλου. Ἔτσι παραγνωρίζεται ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ θεσμοποιεῖται ἡ καταστρατήγηση μίας θρησκευτικῆς ἐντολῆς ἐν ὀνόματι τῆς ψευτιᾶς καὶ τῆς ἀπάτης, ποὺ ὑπάρχει στὴν κοινωνικὴ ζωή.
Καὶ ἂν ἡ καταστρατήγηση αὐτὴ ὁδηγοῦσε πραγματικὰ στὴν καταπολέμηση τοῦ κοινωνικοῦ κακοῦ, θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ δικαιολογηθεῖ κοινωνικά, ἔστω καὶ ἂν ἔπρεπε νὰ καταδικαστεῖ θεολογικά. Ἂν ὅμως συμβαίνει καὶ τὸ κοινωνικὸ κακὸ νὰ διατηρεῖται —ἢ καὶ νὰ μεγεθύνεται— καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἐντολὴ μαζὶ μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου νὰ καταπατοῦνται ἐν ὀνόματι τῆς δῆθεν καταπολεμήσεως τοῦ κοινωνικοῦ κακοῦ, γίνεται φανερὸς ὁ παραλογισμός.
Περιπτώσεις ὅρκου στὴν Κ. Διαθήκη
Ὅσοι ὑποστηρίζουν τὴ χρήση τοῦ ὅρκου, παρατηροῦν διαθήκη ἀκόμα, ὅτι καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἀπαγόρευσή του δὲν εἶναι ἀπόλυτη. Σημειώνουν, ὅτι ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὅποιες ὁρκίστηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἢ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καὶ πραγματικά, ὅταν ὁ Χριστὸς κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα νὰ διαβεβαιώσει ἐνόρκως, ἂν εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπήντησε μὲ τὴ φράση «σὺ εἴπας» (13), ποὺ μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ καὶ ὡς κατάφαση στὴν πρόκληση γιὰ ἔνορκη διαβεβαίωση. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπικαλεῖται σὲ ὁρισμένα σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του τὸν Θεὸ ὡς μάρτυρα τῶν λόγων του (14). Μήπως ἔχουμε, λοιπὸν, ἐδῶ ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸν γενικὸ κανόνα τοῦ Χριστοῦ «μὴ ὀμόσαι ὅλως»;
Ἡ βασικὴ διαφορὰ
Οἱ ὅρκοι ποὺ ἀναφέρονται στὴν Καινὴ Διαθήκη διαφέρουν βασικὰ ἀπὸ τοὺς συνηθισμένους. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι σωστὴ ἡ ἐπίκλησή τους γιὰ τὴ δικαιολόγηση τοῦ ὅρκου στὴν καθημερινὴ ζωή. Οἱ ὅρκοι τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν ἀφοροῦν ἀνθρώπινες ὑποθέσεις, ἀλλά ἀλήθειες ποὺ ἀναφέρονται στὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς ἀνταποκρινόμενος στὴν πρόσκληση τοῦ ἀρχιερέα νὰ διαβεβαιώσει, ἂν εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν διαβεβαιώνει μία ὁποιαδήποτε ἀλήθεια, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ θεότητά του.
Τὸ ὄνομα τοῦ αἰωνίου Θεοῦ δὲν χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ἐπικυρωθεῖ κάποια συμβατικὴ ἀλήθεια ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο σχεδὸν παρατηρεῖται καὶ στὶς περιπτώσεις τῶν ὅρκων τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ ἐπικαλεῖται ὡς μάρτυρα τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐπικυρώσει τὴν ἀλήθεια ἢ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ κηρύγματος καὶ γενικότερα τῆς ἀποστολῆς του στὸν κόσμο. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ, ὅτι οἱ περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπικαλεῖται τὴ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ, συνδέονται μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ θείου θελήματος στοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ ὅρκος τοῦ Ἀποστόλου παρέχεται μέσα στὸ γενικότερο πλαίσιο τῆς θεοπνευστίας του (15).
Μὲ ὅσα σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερὸ, ὅτι οἱ περιπτώσεις ὅρκων ποὺ ἀναφέρονται στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχουν ἐντελῶς ἰδιαίτερο χαρακτῆρα καὶ δὲν περιορίζουν τὴν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου οὔτε δικαιολογοῦν τὴ χρήση του στὴν καθημερινὴ ζωή. H ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐπικύρωση τῶν λόγων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεμιτή, ὅταν γίνεται γιὰ θεῖες ἀλήθειες. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ ὁρκιζόμενος πρέπει ἢ νὰ εἶναι θεόπνευστος ἢ νὰ βεβαιώνει ἀλήθειες ποὺ φανέρωσε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο. Σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση, ἡ χρήση τοῦ ὅρκου ἀποτελεῖ παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς.
Ἡ θέση τῶν Πατέρων
Τὴν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου διδάσκουν ὁμόφωνα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (16). Ο Μ. Βασίλειος ἐπισημαίνει, ὅτι ὁ ὅρκος ἀπαγορεύθηκε μία γιὰ πάντα (17). Στὸ ἐρώτημα, πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ πείθει τοὺς ἄλλους, ὅταν ἀποφεύγει τὸν ὅρκο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀπαντᾶ: μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ συμπεριφορὰ, ποὺ θὰ πιστοποιεῖ τὸν λόγο του (18). Ἡ ἐπιορκία, ὅπως καὶ ἡ ψευδορκία, εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ὅμως προϋποθέτει τὸν ὅρκο, γιατί δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ ἀθετήσει ὅρκο ποὺ δὲν ἔδωσε(19).
Παράλληλα, βέβαια, αὐτὸς ποὺ δὲν ὁρκίζεται δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτεῖ ὅρκο ἀπὸ τοὺς ἄλλους (20). Ἐξάλλου, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ, ὅτι ὁ ὅρκος στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο ἀποτελεῖ ὕβρη καὶ καθαρὴ παραφροσύνη (21). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπορρίπτει, ἐπίσης, τελείως τὴ χρήση τοῦ ὅρκου. Σὲ ὅσους ὅμως δεσμεύτηκαν μὲ ὅρκο, προτείνει νὰ τηρήσουν πιστὰ τὶς ὑποσχέσεις τους, ἂν αὐτὲς εἶναι σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καὶ νὰ ζητήσουν ταυτόχρονα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀκόμα καὶ σὲ περίπτωση εὐορκίας δὲν παύουν νὰ εἶναι παραβάτες τῆς ἐντολῆς του(22).
Οἱ νεώτερες ἐξελίξεις
Ἡ χρήση, λοιπὸν, τοῦ ὅρκου στὴν καθημερινὴ ζωὴ ἀποτελεῖ καταστρατήγηση τῆς ρητῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ «μὴ ὀμόσαι ὅλως». Τὸ παράδοξο μάλιστα εἶναι, ὅτι ὁ ὅρκος χρησιμοποιεῖται σήμερα ἐπίσημα καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοσύνη. Ἡ ἀπαράδεκτη αὐτὴ κατάσταση ἐμφανίστηκε μὲ τὴν ἀνασύσταση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους(23). Ἐξαιτίας της δημιουργήθηκε ἡ ἔντονη διαμάχη ἀνάμεσα στὸν Οἰκονόμο τὸν ἐξ’ Οἰκονόμων καὶ τὸν Θεοκλητὸ Φαρμακίδη. Ὁ πρῶτος, ἀκολουθώντας τὴν ὁμόφωνη διδασκαλία ἀλλὰ καὶ τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ὑποστήριξε ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ὁρκίζονται. Ἀντίθετα, ὁ Φαρμακίδης θεώρησε τὸν ὅρκο ἐπιτρεπτό, ἰδίως ὅταν ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν πολιτεία(24).
Ἀντιμετωπίζοντας τὸ θέμα αὐτὸ, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐξέδωσε τὸ 1849 ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ «Πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους», ποὺ ὑπογράφεται καὶ ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους τῶν τριῶν ἄλλων πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων. Στὴν ἐπιστολὴ καυτηριάζεται μὲ δριμύτητα ἡ ἄποψη, ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο καὶ ὅτι οἱ πιστοὶ μποροῦν νὰ ὁρκίζονται στὰ δικαστήρια «ἀπροκριματίστως καὶ ὁσίως»(25).
Ἀμφισβητήσιμη χρησιμότητα
Ἐνῶ ὅμως ἀπὸ θεολογικὴ ἄποψη ὁ ὅρκος εἶναι ἀπαράδεκτος, στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ὑποστηρίζονται ἀλληλοσυγκρουόμενες ἀπόψεις. Ἄλλοι δέχονται τὴ χρησιμότητα καὶ ἀναγκαιότητά του γιὰ τὴν ἐξεύρεση τῆς ἀλήθειας ἢ γιὰ τὴν ἠθικὴ δέσμευση τοῦ ἀνθρώπου σὲ κάποιον σκοπό, ἐνῶ ἄλλοι ἀποδοκιμάζουν τὴ χρήση του εἴτε γιὰ λόγους ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως εἴτε γιὰ λόγους ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γιὰ θρησκευτικοὺς ἢ ἄλλους λόγους δὲν θέλει νὰ ὁρκιστεῖ, ἡ ἐπιβολὴ τοῦ ὅρκου δὲν ἀποτελεῖ μόνο ἀπαράδεκτη παραβίαση τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεώς του ἀλλὰ καὶ θεσμοποιημένη προσβολὴ (26) .
Ἄλλωστε ἡ χρησιμότητα τοῦ ὅρκου γιὰ τὴν ἐξεύρεση τῆς ἀλήθειας εἶναι πολὺ ἀμφισβητήσιμη. Σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Ἂν πιστεύεις, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φιλαλήθης, μὴν τὸν ἐξαναγκάσεις νὰ ὁρκιστεῖ· ἂν πάλι γνωρίζεις ὅτι ψεύδεται, μὴν τὸν ἀναγκάσεις νὰ ἐπιορκίσει» (27) . Ὁ φιλαλήθης λέει τὴν ἀλήθεια, καὶ ὅταν ἀκόμα δὲν πιεστεῖ μὲ τὸν ὅρκο, ἐνῶ ὁ ψευδολόγος δὲν διστάζει νὰ καταφύγει στὸ ψεῦδος καὶ ἐνόρκως, ὁπότε προσθέτει στὴν ψευδολογία του καὶ τὴν ψευδορκία ἢ τὴν ἐπιορκία.
Πρακτικὲς προτάσεις
Ὁ Χρῆστος Ἀνδροῦτσος, ἂν καὶ δὲν θεωροῦσε ὡς ἀπόλυτη τὴν ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου στὸν Χριστιανισμό, δεχόταν ὅτι ὁ ὅρκος εἶναι ἐπαχθὴς τύπος, ποὺ πρέπει νὰ καταργηθεῖ. Ὡς μέτρα γιὰ τὴ σταδιακὴ κατάργησή του εἶχε προτείνει τὰ ἕξης:
α)Νὰ καταργηθεῖ πρὶν ἀπὸ ὅλα ὁ ὅρκος τῆς ἐπαγγελίας καὶ νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ ἁπλὲς ἐκφράσεις, ποὺ νὰ βεβαιώνουν ὅτι ὁ ὑπάλληλος θὰ ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντά του τίμια καὶ εὐσυνείδητα.
β) Νὰ περιορισθεῖ ὁ ὅρκος σὲ σοβαρότατα πράγματα, νὰ μὴν ἐπιβάλλεται γιὰ χρηματικὰ ζητήματα καὶ νὰ παρέχεται μὲ ὅλη τὴν ἀπαιτούμενη σοβαρότητα.
γ) Νὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐλεύθεροι νὰ ὁρκίζονται ἢ ὄχι (28).
Τὸ τρίτο ἀπὸ τὰ μέτρα αὐτά, ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση κάνει περιττὰ καὶ τὰ δύο προηγούμενα, εἶχε ἤδη κατοχυρωθεῖ στὴν Ἑλλάδα μὲ τὸ Σύνταγμα τοῦ 1975. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ, κανένας Ἕλληνας πολίτης δὲν πρέπει νὰ ὑποχρεώνεται νὰ ὁρκίζεται, ὅταν οἱ θρησκευτικές του πεποιθήσεις ἀπαγορεύουν τὸν ὅρκο (29). Καὶ οἱ διατάξεις τῶν ἄρθρων 220§ 2 τοῦ ΚΠοινΔ καὶ 408 § 3 τοῦ ΚΠολΔ δίνουν τὸ δικαίωμα, σὲ ὅσους πρεσβεύουν θρησκεία ποὺ δὲν ἐπιτρέπει τὸν ὅρκο, νὰ μὴν ὁρκίζονται ἀλλὰ νὰ δίνουν τὴ διαβεβαίωσή τους, ἐπικαλούμενοι τὴν τιμὴ καὶ τὴ συνείδησή τους. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ ὅσους δὲν πρεσβεύουν καμία θρησκεία. Κατὰ περίεργο ὅμως καὶ ἀντισυνταγματικὸ τρόπο, τὸ δικαίωμα αὐτὸ δὲν ἀναγνωριζόταν στοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅταν καὶ αὐτοὶ δήλωναν, ὅτι πρεσβεύουν θρησκεία ποὺ ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο. Γι’ αὐτὸ εἶχε τονισθεῖ ἀπὸ πολλοὺς ἡ ἀνάγκη γιὰ προσαρμογὴ τῆς σχετικῆς νομοθεσίας πρὸς τὸ Σύνταγμα (30), ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1998 δημιουργήθηκε καὶ σχετικὴ νομολογία μὲ ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας (Ἀριθμ. 2601/1998). Ἐδῶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἐπισημανθεῖ καὶ ἡ παράλειψη τῆς ἁρμόδιας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς νὰ τακτοποιήσει τὸ θέμα. Ἡ ἁπλὴ δήλωσή της, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο θὰ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ τὴν κατάργηση τῆς ἐπιβολῆς του.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὶς 16.9.2001 τὸ ἄρθρο 408 τοῦ ΚΠολΔ. ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ ἄρθρο 14 τοῦ Ν. 2915.2001, τὸ ὁποῖο στὴν § 7 ὁρίζει, ὅτι ὁ μάρτυρας ποὺ ὀφείλει νὰ ὁρκισθεῖ ἐρωτᾶται, ἂν προτιμᾶ νὰ δώσει θρησκευτικὸ ἢ πολιτικὸ ὅρκο, χωρὶς νὰ δηλώσει τὸ θρήσκευμά του. Ἔτσι καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ δηλώσει «στὴν τιμὴ καὶ στὴ συνείδησή» του τὴν ἀλήθεια τῆς καταθέσεώς του.
Παραπομπὲς
Βλ. Β. Ἀντωνιάδου, Ἐγχειρίδιον κατὰ Χριστὸν Ἠθικῆς, τόμ. Β’, Κωνσταντινούπολις 1927, σ. 205.
Ἐξοδ.. 20,7. Πρβλ. Δεύτ. 5,11.
«Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ». Ἐξοδ. 20,16. Δεύτ. 5,11. «Οὐκ ὀμεῖσθε τῷ ὀνόματί μου ἐπ’ ἀδίκῳ καὶ οὐ βεβηλώσετε τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν». Λευιτ. 19,12. Πρβλ. καὶ Μάλ. 3,5.
«Κατ’ ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος, οὐ εἴνεκεν ἐποίησας τὸ ρῆμα τοῦτο, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ, ἢ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε, καὶ πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου…». Γέν. 22,16 κ.ε.
«Ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυὶδ ἀλήθειαν καὶ οὐ μὴ ἀθετήσει αὐτήν», Ψάλμ. 131,11.
Βλ. π.χ. Δεύτ. 6,18. Ἄμ. 4,2.6,8. Ἤσ. 45,23 κ.α.
Βλ. π.χ. Α’ Βάσ. 15,35. Α’ Πάρ. 21,15. Ψάλμ. 105,45.
Βλ. Ψάλμ. 109,4. Ἑβρ. 7,20-22 .
Βλ. Ἑβρ. 6,13-6.
Βλ. Μάτθ. 5,33 κ.ε. 23,16 χ.ε.
Μάτθ. 5,34.
Βλ. Μάτθ. 5,34-7.
Μάτθ. 26.64.
Βλ. Ρώμ. 1.9. Β’ Κόρ. 1.23. Γάλ. 1,20. Φίλοι. 1,8. Α Θέσ. 2,5.
Βλ. Β’ Κόρ. 1,15 κ.ε. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη ἠθικά, PG 37,806.
Βλ. π.χ, Ἰουστίνου, Ἀπολογία 1,16,5. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 199 (Κανονικὴ) 29, ἔκδ. Υ. Courtonne, τόμ. 2, σ. 160,PG32,725AB. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος εἱς τὸ ἅγιον Πάσχα 45,17, PG 36,648Β. Ἔπη ἠθικὰ 24, PG 37,790. Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἐπιστολὴ 1,155, PG 78,288Α.
Βλ. Μ. Βασιλείου, Κανὼν 29.
Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη ἠθικά, PG 37,940.
Βλ. Γρηγορίου Νυσσης, Εἰς Ἆσμα ἀσμάτων 13, ἔκδ. W. Jaeger, Gregorii Nysseni Opera, τόμ.. 8, σ, 371, PG44,1040A.
Βλ. Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἐπιστολὴ 155, PG 78,288A.
«Σὺ δέ, εἶ μηδὲν ἕτερον, αὐτὸ γοῦν τὸ βιβλίον αἰδέσθητι ὅ προτείνεις εἰς ὅρκον, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον, ὃ μετὰ χείρας λαμβάνων κελεύεις ὀμνύναι, ἀνάπτυξον, καὶ ἀκούσας τί περὶ ὅρκων ὁ Χριστὸς ἐκεῖ διαλέγεται, φρίξον καὶ ἀπόστηθι. Τί οὕν ἐκεῖ περὶ ὅρκων φησίν; Ἐγώ δὲ λέγω ὑμῖν, μὴ ὀμόσαι ὅλως· σὺ δὲ τὸν νόμον τὸν κωλύοντα ὀμνύναι, τοῦτον ὅρκον ποιεῖς; Ὦ τῆς ὕβρεως! Ὦ τῆς παροινίας! Ταυτὸν γὰρ ποιεῖς, ὥσπερ ἂν εἰ τὶς τὸν νομοθέτην τὸν κωλύοντα φονεύειν, αὐτὸν σύμμαχον κελεύοι γενέσθαι πρὸς τὴν σφαγήν». Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς ἀνδριάντας 15,5, PG 49,160.
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Δεκάλογος τῆς κατὰ Χριστὸν νομοθεσίας 3, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ, 254-5. Γιὰ ἀπόψεις συγγραφέων τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας σχετικὰ μὲ τὸν ὅρκο βλ. Β. Καλλιακμάνη, Ἡ χρήση τοῦ Δεκαλόγου στὴν Τουρκοκρατία, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 108-17.
Βλ. Τ. Γριτσοπούλου, «Περὶ ὅρκου», Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου 7(1952), Ἀθῆναι 1952, σ. 115 κ.ε.
Βλ. (Θ. Φαρμακίδου), Περὶ ὅρκου, Ἀθῆναι 1849. Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, «Περὶ ὅρκου», Θεολογικαὶ μελέται (ἔκδ. Τίτου Ματθαιάκη, Μητροπολίτου πρ. Παραμυθίας), Ἀθῆναι 1990, σ. 61 κ.ε.
Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα Θείων καὶ Ἱερῶν κανόνων, τόμ. 5, Ἀθηναι 1855, σ. 617 κ.ε.
Βλ. Χρ. Ἀνδρούτσου, Σύστημα Ἠθικῆς, σ. 340, βλ. καὶ σήμ. σ. 341-3.
Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς ἀνδριάντας 15,5, PG 49,161
Βλ. Χρ, Ἀνδρούτσου, σ. 341.
Βλ, Ἄρθρο 13 §1.
Γιὰ περισσότερα βλ. Γ. Ἀρβανίτη, Ποινικὰ Χρονικὰ 29(1979), σ. 179- 182. Γ. Μαντζαρίδη, «Τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιβολῆς τοῦ ὅρκου», Μελέτες, τεύχ. 5, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 116-22. Εὖ, Μαντζουνέα, Τὸ πρόβλημα τοῦ ὅρκου, Ἀθῆναι 1979. Εὖ, Κρουσταλάκη, «Ἡ ὑποχρέωση ὁρκοδοσίας ἐκείνων ποὺ πρεσβεύουν τὴ χριστιανικὴ θρησκεία, ἰδίως μετὰ τὸ Σύνταγμα τοῦ 1975», Δίκη 11(1980), σ. 3-33, Γ. Πρίντζιπα, «Ὁ δικονομικὸς ὅρκος καὶ ἡ ἀντίθεσή του πρὸς τὸ Σύνταγμα», Δίκη 11(1980), σ. 33-43. Σ. Παπαθεμελή, Τὸ ζήτημα τοῦ ὅρκου, Θεσσαλονίκη 1981. Δ. Ἀθανασοπούλου, Τὸ ἀπαράδεκτόν του ὅρκου, Ἀθήνα 1994.