Ἀλεβιζόπουλος Ἀντώνιος, Πρεσβύτερος (+)

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέχεται τὴ γενικὴ ἱερωσύνη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (Α’ Πέτρ. β’ 9. Ἀποκ. α’ 6. ε’ 10. κ’ 6), ἡ ὁποία ὑπῆρχε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἔξοδ. ιθ’ 6). Ὅμως αὐτὴ ἡ γενικὴ ἱερωσύνη δὲν ἀπέκλειε τὴν ὕπαρξη καὶ εἰδικῆς ἱερωσύνης, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὴν οἰκοδομὴ τοῦ λαοῦ καὶ στὴν ἄσκηση τῆς θείας λατρείας (Ἔξοδ. κη’ 1. κθ’ 9. λ’ 30. μ’ 12-13).

Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἀμφισβητεῖ πὼς ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀμετάθετη καὶ πὼς δὲν ὑπάρχει, οὔτε θὰ ὑπάρξει ἄλλο εἶδος ἱερωσύνης (Ἑβρ. Ζ’ 23-26). Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη «ἱερωσύνης» μὲ σχετικὴ ἔννοια, σὰν «μετοχὴ» στὴ μία καὶ μοναδικὴ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἁγία Γραφὴ κάνει λόγο γιὰ «ἱερεῖς» τῆς Καινῆς Διαθήκης οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἔχουν σχέση μὲ τὴν Ἀαρωνικὴ ἱερωσύνη καὶ θὰ προέρχονται ἀπὸ τὰ ἔθνη (Ἡσ. ξστ’ 18-21). Οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ θὰ διακονοῦν στὸ χριστιανικὸ θυσιαστήριο (Ἑβρ. ιγ’ 10. Α’ Κορ. ι’ 21) καὶ θὰ προσφέρουν «θυσίαν καθαρὰν» (Μαλαχ. α’ 11).

Οἱ ἱερεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν ἔχουν δική τους ἱερωσύνη, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ θεία εὐχαριστία ποὺ τελεῖται στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ «μετοχὴ» στὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ἔτσι καὶ ἡ ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ «μετοχὴ» στὴν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι μοναδική.

Οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διάκονοι καὶ οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ μόνου Ἀρχιερέως (Α’ Κορ. γ’ 5-9. δ’ 1. Τίτ. α 7. Α’ Πέτρ. δ’ 10). Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος μεσίτης· μέσω Αὐτοῦ ἐπιτυγχάνεται ἡ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεὸ (Ἰω. δ’ 6.13-14. Α’ Τιμ. β’ 5).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνεχίζει τὴν ἀποστολικὴ παράδοση. Στὴν ἱερωσύνη διακρίνει τρεῖς βαθμούς: τὸ διάκονο, τὸν πρεσβύτερο καὶ τὸν ἐπίσκοπο.

Οἱ ἀπόστολοι εἶχαν πλήρη συναίσθηση τῆς διαδοχῆς τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Στὴν περίπτωση ἐκλογῆς τοῦ Ματθία γίνεται φανερὸ πὼς τὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα ἦταν ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο (Πράξ. α’ 15-26). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο ὄχι μόνο γιὰ «ἐπισκόπους», ἀλλὰ καὶ γιὰ «ἐπισκοπή» (Α’ Τιμ. γ’ 1). Καθορίζει μάλιστα καὶ τὰ προσόντα ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ ὑποψήφιοι «ἐπίσκοποι» (Α’ Τιμ. γ’ 2-7) καὶ «διάκονοι» (Α’ Τιμ. γ’ 8-13).

Βέβαια ἡ Καινὴ Διαθήκη ταυτίζει κατ’ ἀρχὴν τοὺς ὅρους «ἐπίσκοπος» καὶ «πρεσβύτερος» (Πράξ. κ’ 17.28), ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς στὴν ἀπoστoλικὴ Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχε τρίτος βαθμὸς τῆς ἱερωσύνης. Ὁ Τίτος ἐπὶ παραδείγματι ἦταν ἐπίσκοπος Κρήτης καὶ ὁ Τιμόθεος ἐκτελοῦσε ἐπισκοπικὴ διακονία στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου. Σ’ αὐτὴ τὴ διακονία περιλαμβανόταν καὶ ἡ ἐγκατάσταση πρεσβυτέρων καὶ διακόνων, καὶ μάλιστα μὲ χειροτονία (Τίτ. α’ 5), μὲ τὴν ὁποία μεταδιδόταν τὸ «χάρισμα» τῆς ἱερωσύνης (Β’ Τιμ. α’ 6. Πρβλ Α’ Τιμ. ε’ 22. Πράξ. κ’ 28).

Αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν μεταγενέστερες ἀπόψεις, ἀλλὰ Γραφικὴ διδασκαλία, ὅπως τὴν κήρυξε ἡ πρωτoχριστιανικὴ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι στύλoς καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας (Α’ Τιμ. γ’ 15).

Ὁ Κλήμης, ἐπίσκοπος Ρώμης (†96), κάνει λόγο γιὰ «ἱερεῖς» καὶ «ἀρχιερεῖς» καὶ συνδέει τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς ἁγίας Γραφῆς. «Καὶ δώσω τοὺς ἀρχοντάς σου ἐν εἰρήνῃ καὶ τοὺς ἐπισκόπους σου ἐν δικαιοσύνῃ» λέγει ὁ προφήτης (Ἡσ. ξ’ 17 κατὰ τοὺς Ο’).

Ὁ Κλήμης ἀναφέρεται στὸν στίχο αὐτὸ καὶ ὑπογραμμίζει τὶς ἰδιαίτερες λειτουργίες «τοῦ ἀρχιερέως», τῶν «ἱερέων» καὶ τῶν «λευϊτῶν», δηλαδὴ τῶν διακόνων (Κλήμ., Α’ Κόρ. 40,5. 42,3-4. 44,1-4).

Ὁ ἅγιος Ἰγvάτιoς (†107) διακρίνει τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης καὶ ὑπογραμμίζει: «πάντες τῷ ἐπισκόπω ἀκολουθεῖτε, ὡς Ἰησοῦς Χριστὸς τῷ Πατρί, καὶ τῷ πρεσβυτερίῳ ὡς τοῖς ἀπoστόλoις τοὺς δὲ διακόνους ἐντρέπεσθε, ὡς Θεοῦ ἐντολήν… ἐκείνη βεβαῖα εὐχαριστία ἡγείσθω, ἥ ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον οὖσα, ἤ ᾧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψῃ» «Ὁ λάθρα ἐπισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ δουλεύει» (Ἰγv., Σμύρν. VIII, 1.9)

Κατὰ τὴν ἀντίληψη αὐτή, ἔξω ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ὑπάρχουν μόνο συναθροίσεις αἱρετικῶν. Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος (†156) ἀναφέρει πὼς ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰγνατίoυ εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ πρώτου αἰῶνος (Πολυκ., Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. 13).

Ὁ Ἡγήσιππος, ποὺ ἔγραψε γύρω στὸ 180 μ.Χ. καὶ διασώζει τὴν ἀπoστoλικὴ παράδοση, δίνει τὴν πληροφορία πὼς ἡ ἀπoστoλικὴ διαδοχὴ ἦταν καθολικὰ παραδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (Ἠγήσ., Ἀποσπ. 5, ΒΕΠ 5,85).

Τὸ ἴδιο ὑπογραμμίζει καὶ ὁ Εἰρηναῖος (†202), ὁ ὁποῖος προσθέτει πὼς πρέπει νὰ ὑπακοῦμε στoὺς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας γιατί εἶναι διάδοχοι τῶν ἀπoστόλων καὶ ὅτι μὲ τὴ διαδοχὴ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἔλαβαν καὶ τὸ «βέβαιο χάρισμα τῆς ἀληθείας» (Εἰρην., Κατὰ αἱρ. Γ’ 3,1. Δ\’ 26,2. Ἔλεγχος ψευδ. γv. Γ’ 3,3).

Ὁ Ἱππόλυτος (†235), μαθητὴς τοῦ Εἰρηναίου, γράφει πὼς οὐσιαστικὴ βοήθεια γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ πλάνη τῶν αἱρέσεων εἶναι «τὸ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ παραδοθὲν Ἅγιον Πνεῦμα, οὕ τυχόντες πρότεροι οἱ ἀπόστoλoι μετέδοσαν τοῖς ὀρθῶς πεπιστευκόσιν· ὧν ἡμεῖς διάδοχοι τυγχάνοντες τῆς τε αὐτῆς χάριτος μετέχοντες ἀρχιερατείας τε καὶ διδασκαλίας καὶ φρουροὶ τῆς Ἐκκλησίας λελογισμένοι οὐκ ὀφθαλμῷ νυστάζoμεν οὐδὲ λόγον ὀρθὸν σιωπῶμεν, ἀλλ’ οὐδὲ πάσῃ ψυχῇ καὶ σώματι ἐργαζόμενοι κάμνομεν…» (Ἰππόλ., Ἔλεγχος, προλ., ΒΕΠ 5,199).

Μὲ ἄλλα λόγια βλέπουμε πὼς ἡ πρωτoχριστιανικὴ Ἐκκλησία εἶχε πλήρη συνείδηση τῆς ἑνότητας μεταξύ τῆς ἀποστoλικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς ἀπoστoλικῆς διδαχῆς, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Ὠριγένης (†253/254) ὑπογραμμίζει τὴ θεία προέλευση τῆς ἱερωσύνης στὴν Ἐκκλησία καὶ προσθέτει πὼς «οἱ λειτουργοὶ καὶ ἱερεῖς πρέπει νὰ ἀναδέχονται τὰ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ» (Ὠριγ., Εἰς Λευϊτ. Υ, 3).

Ὁ Κυπριανὸς (†258) ἀναφέρει πὼς οἱ ἐπίσκοποι εἶναι «ἐκπρόσωποι καὶ διάδοχοι τῶν ἀπoστόλων» καὶ σ’ αὐτοὺς ἀναφέρεται τώρα τὸ «ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ, ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με» (Λουκ. ι’ 16)’ «ὅλα τὰ σχίσματα καὶ οἱ αἱρέσεις ποὺ ὑπῆρξαν καὶ θὰ ὑπάρξουν, προέρχονται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁρισμένοι ἄνθρωποι περιφρονοῦν μὲ θρασύτητα τὸν ἕνα ἐπίσκοπο, ὁ ὅποιος προΐσταται τῆς Ἐκκλησίας» (Κυπρ., Ἐπιστ. 66, 4-5).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκφράζει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς του μὲ ἀκόμη σκληρότερη γλώσσα: «Μανία γὰρ περιφανὴς ὑπερορᾶν τῆς τοιαύτης ἀρχῆς, ἥς ἄνευ οὔτε σωτηρίας ἡμῖν οὔτε τῶν ἐπηγγελμένων τυχεῖν ἐστὶν ἀγαθῶν», δηλαδὴ εἶναι τρέλα νὰ περιφρονεῖ κανεὶς τὴν ἱερωσύνη, γιατί χωρὶς τὴν ἱερωσύνη οὔτε σωτηρία μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ, οὔτε τὰ ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε (Χρυσ., Περὶ ἱερωσ., λόγ. Γ’ 5).

Κατὰ τὸν Γρηγόριο τὸ Θεολόγο ὁ Θεὸς ἐμπιστεύθηκε στοὺς ἱερεῖς «τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἀνυψώνουν πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἀποτελοῦν τὸ μεγαλύτερο καὶ πολυτιμότερο πράγμα ἀπὸ ὅλα ὅσα διαθέτομε» (Λόγ. Β 4, Ἀπολογία περὶ τῆς φυγῆς).

Ἡ Ὀρθόδοξη λοιπὸν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων μέχρι σήμερα ἑρμηνεύει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὰ σχετικὰ ἐδάφια τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ δέχεται τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή.

Δὲν μπορεῖ νὰ συμμερισθεῖ τὴν ἄποψη τοῦ προτεσταντισμοῦ σ’ αὐτὸ τὸ θέμα.

108. Λαχτάρα Αἰωνιότητος.

Δαμασκηνὸς Κατρακούλης, Ἀρχιμανδρίτης.(+)

Ἰδού, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν. ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ. (Ἀποκ. κβ’ 12, 20)1

Ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τῆς Ἐκκλησίας, περιέχει ποικίλα σπέρματα ἀληθείας καὶ θεογνωσίας. Ἡ μελέτη τοῦ θείου λόγου νὰ εἶναι ἡ τρυφὴ καὶ ἡ τροφὴ τῆς ζωῆς μας.

Ἐγώ, παιδιά, κάθε βράδυ διαβάζω Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ εἰσχωρήση μέσα μου ὁ Κύριος. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο γίνεται ἡ ἀλληλοπεριχώρησις τοῦ ἡμαγμένου Ἀμνοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κληθήκαμε ν’ ἁγιάσωμε. Νὰ γίνωμε εὐωδία Χριστοῦ. Σκοπὸς μας εἶναι νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνωμε φῶς. Μὲ τὴν τήρησι τοῦ Εὐαγγελίου νὰ γίνωμε λόγος τοῦ Θεοῦ.

Μέσα στὴν Ἐκκλησία, λοιπόν, ἁρπάζει ὁ ἕνας τὸν θεῖο λόγο καὶ πηγαίνει εἰς τὰς ἐρήμους, γιὰ νὰ πραγματώση τὸ Εὐαγγέλιον. Ὁ ἄλλος τὸ ἁρπάζει καὶ πηγαίνει στὴν Ἀφρική, στὴν Ἀσία κ.λπ. νὰ φωτίση τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἱεραπόστολος. Ὁ ἄλλος παίρνει τὸν θεῖο σπόρο καὶ τὸν καλλιεργεῖ μέσα στὴν κοινωνία ὡς ἐπίσκοπος, ὡς ἱερεύς, ὡς οἰκογενειάρχης καὶ κάνει ἔργο του τὴν σπορὰ τοῦ θείου λόγου. Ἐμεῖς πήραμε τὸ Εὐαγγέλιον ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ὁ καθένας καὶ ἤλθαμε στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ δοξάσωμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν Του.

Κάθε μοναστήρι εἶναι ἕνα πέραμα, ἕνα φεριμπότ, ποὺ θὰ μᾶς περάση ἀπέναντι, στὴν ὄχθη τοῦ οὐρανοῦ. Σήμερα αὐτὸ μὲ ἀπησχόλησε ἐμένα· αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ταξίδι. Πρέπει νὰ σπάσωμε τὸν φραγμὸ τοῦ θανάτου μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σκεπτόμουν, λοιπόν, πῶς θὰ μπορέσωμε τὸ μήνυμα τοῦ θανάτου νὰ τὸ περιμένωμε ὡς τὴν πλέον εὐχάριστη ἀγγελία. Προχθὲς ἀναφέραμε μερικὲς θεῖες ἀποκαλύψεις, ποὺ εἶχε ὁ Μητροπολίτης Ε. στὶς τελευταῖες του στιγμές. Καὶ χάρηκε ἡ ψυχή μας. Πράγματι, γνωρίζομε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀγαπήσας τὸν Θεόν, δέχεται τέτοιες ἀποκαλύψεις στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Ὁ Κύριος τοῦ παρουσιάζει ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τί ἀπολαύσεις τὸν ἀναμένουν στὴν πανήγυρι τῶν πρωτοτόκων, ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει τὸ φῶς, τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ γλυκύτατο ὡς ἡ χιών.

Ἡ ζωὴ τοῦ οὐρανοῦ εἶναι φῶς, γλυκύτατο, λευκότατο. Ἐπιθυμῶ αὐτὴν τὴν λευκοτάτη, τὴν χιονάτη ζωὴ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί δὲν ὑπάρχει πιὸ εὐχάριστο γεγονὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴν διάβασι στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Ἐὰν νοσταλγοῦμε νὰ μεταβοῦμε σὲ μία παραλία, π.χ. στὴν Κέρκυρα ἢ στὸν Ἅγιο Διονύσιο, ὅπου θὰ ἀντικρύσωμε γήινες ὀμορφιές, ποὺ παρόμοιες ἔχομε ἤδη ἀπολαύσει, σκεφθῆτε πῶς πρέπει νὰ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ πέραμα στὴν ἄλλη ζωή, στὸ αἰώνιο Φῶς. Μέσα στὸ μοναστήρι γίνεται αὐτὴ ἡ ἑτοιμασία γιὰ τὴν μετάβασι στὴν οὐράνια ὄχθη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν ἀπὸ τώρα γνωρισθοῦμε γιὰ τὰ καλὰ μὲ τὸν ἄνω κόσμο, θὰ ἔχωμε μία καλὴ συνοδεία φίλων Ἁγίων κατὰ τὴν ἔξοδό μας.

Μὲ πόση εὐχαρίστησι πρέπει νὰ ἀναμένωμε τὸν θάνατο! Νὰ μὴν τὸν ἀντικρύζωμε ὡς μάχαιρα ποὺ θὰ μᾶς κόψη ἀπὸ τὴν ζωή, ἀλλὰ σὰν φωτεινὴ πύλη, ποὺ θὰ μᾶς εἰσαγάγη στὴν αἰωνιότητα. Αὐτὴ ἦταν ἡ σκέψις μου ἐμένα σήμερα. Ἄλλωστε, ἔχομε πεῖ πολλὲς φορὲς ὅτι πρέπει νὰ κάνωμε τὸν θάνατο εὐχάριστο. Νὰ μὴν τὸν ἀντιμετωπίζωμε μὲ φόβο. Ἅπαξ καὶ ὁ Χριστὸς ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη, κατελύθη ἡ ἰσχὺς τοῦ θανάτου, ἐσπάσθησαν τὰ κλεῖθρα τοῦ ἅδου. Ἡ θύρα ἠνοίχθη. καὶ ἐλευθέρως πλέον κάθε πιστὸς ἠμπορεῖ νὰ εἰσέλθη στὴν αἰώνια μακαριότητα.

-Τί εἶναι ὅμως αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς κάνη νὰ ἐπιθυμήσωμε τὸν θάνατο;

-Ἡ φλόγα τῆς δροσερῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν ἀνάβει τὴν δίψα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

«Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον… καὶ ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων», λέγει ὁ ὑμνωδὸς (Ἀκολουθία Ἁγ. Ἀντωνίου, δοξαστικόν τῆς Λιτῆς).

Ἐὰν ἡ καρδιὰ μας φλέγεται ἀπὸ θεῖον ἔρωτα, ὁ Κύριος θὰ ἀνταποκριθῆ ἀμέσως στὴν ἀγάπη ποὺ θὰ τοῦ προσφέρωμε ἐμεῖς καὶ θὰ μᾶς χαρίση τὴν αἰώνιο ἀτένισι τῆς θεϊκῆς Του μορφῆς.

Θὰ μοῦ πῆτε: «Καλὰ τὸ συζητᾶμε τώρα αὐτὸ τὸ θέμα. Ἀλλὰ μόλις φθάσωμε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ἀμέσως μᾶς καταλαμβάνει ἕνας φόβος». Πράγματι ἔτσι λέει ἡ πείρα τῆς ζωῆς. Ὁ πιστὸς ὅμως δὲν συναντᾶ αὐτὴ τὴν δειλία. Καὶ σκεπτόμουν σήμερα πῶς θὰ νιώθουν αὐτοὶ οἱ πιστοί, οἱ μεγάλοι ἀγωνισταί, ποὺ ὁ Κύριος τους πληροφορεῖ -εἴτε ὁ Ἴδιος, εἴτε διὰ τῆς Θεοτόκου εἴτε διὰ τῶν Ἁγίων Του- ὅτι «ἐντὸς ὀλίγου θὰ σὲ πάρω». Σκεφθῆτε τί θὰ αἰσθάνωνται αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μέσα στὴν ψυχή τους! Τί ἀγαλλίασις θὰ πληρώνη τὴν ὕπαρξί τους, ὅταν θὰ ἐτοιμάζωνται νὰ μεταβοῦν πρὸς τὴν αἰωνιότητα! Αὐτὴν τὴν μεγάλη δωρεὰ ὁ Θεὸς δὲν τὴν παρέχει μόνο σὲ ὡρισμένους, ἀλλὰ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴν ἐπιθυμοῦν. Καὶ ἔλεγα σήμερα μόνος μου: «Ἄραγε εἶναι δύσκολο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀξιώση καὶ μᾶς νὰ φθάσωμε στὴν εὐχάριστη αὐτὴ στιγμὴ καὶ νὰ ἀκούσωμε τὴν εὐφρόσυνη ἀγγελία;»2

Λέμε ὅτι ἀγαπήσαμε τὸν Θεόν… Τί εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις! Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν, ὅταν φθάνη ὁ θάνατος, νὰ μᾶς καταλαμβάνη δυστυχία καὶ σκότος, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς καὶ αἰωνιότης καὶ εἰρήνη ἄφραστος; Αὐτὸ τὸ θέμα τοῦ θανάτου δὲν τὸ ἔχομε πολὺ καλλιεργήσει μέσα μας καὶ δὲν φθάσαμε ἀκόμη στὸ σημεῖο νὰ ἔχωμε πλήρη τὴν συνείδησι τῆς ἀθανάτου ζωῆς καὶ τὴν πληροφορία τῆς αἰωνιότητος. Τὸ πιστεύομε, τὸ ξέρομε ὅλοι, ἀλλὰ δὲν τὸ ἀναμένομε ὡς ἕνα γεγονὸς εὐχάριστο, ἐνῶ γι’ αὐτὸ φύγαμε ἀπὸ τὸν κόσμο. γιὰ νὰ φθάσωμε σ’ αὐτὴ τὴν εὐφρόσυνο στιγμή, ν’ ἀναχωρήσωμε ἀπὸ τὸν παρόντα αἰώνα πρὸς τὸ μέλλοντα, πρὸς τὴν αἰωνιότητα.

«Ἀγαπήσατε τὸν Θεόν»! Πῶς τὸν ἀγαπᾶμε τὸν Θεό; Μόνο μὲ τὰ λόγια; Εἶναι δυνατὸν νὰ λέη ἕνας ἄνθρωπος «Ἀγαπῶ τὸν Θεὸν» καὶ τὰ ἔργα του νὰ εἶναι ἀνάποδα, ἀντίθετα ἀπὸ τὸν θεῖο νόμο; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ πραγματώνη τὸ Εὐαγγέλιο; Ὅταν λέμε ὅτι πήραμε στὰ χέρια μας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὑποσχεθήκαμε ὅτι θὰ τὸ πραγματώσωμε, τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πράγμα; Σημαίνει ὅτι θὰ ζήσωμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. θὰ τηρήσωμε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ τὸ ἐναποθέσωμε πάλι στὴν ἁγία Τράπεζα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁμολογώντας ὅτι μείναμε «πιστοὶ ἄχρι θανάτου», μὲ τοὺς λόγους: «Τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα. λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτὴς» (Β’ Τιμ. δ’, 7-8). Εἴθε νὰ ἀξιωθῆ ἡ ψυχή μας νὰ πῆ αὐτὸν τὸν λόγο πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὅ,τι καὶ νὰ κάνωμε, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε, ἐὰν δὲν προσανατολισθοῦμε πρὸς τὴν αἰώνιο ζωὴ καὶ τὴν ἀνέσπερη βασιλεία, νομίζω ὅτι μέσα μας δὲν θὰ ἔχωμε τὴν πληροφορία τῆς σωτηρίας. Ὅταν τηρῶ τὰς ἐντολάς, ἡ συνείδησίς μου εἶναι ἀναπαυμένη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε τὴν τελεία ἀνάπαυσι, εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς προσδοκίας τῆς ἀναχωρήσεώς μας καὶ ἡ δίψα αὐτῆς τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου.

Εἴδατε; Μόλις ἀκοῦμε τὴν λέξι «θάνατος», μᾶς πιάνει φόβος. Πρέπει ὅλοι ὅμως νὰ ἔχωμε δίψα θανάτου. ἰδιαίτερα οἱ μοναχοί, ἀλλὰ καὶ κάθε χριστιανός. Νὰ διψᾶμε αὐτὴν τὴν ὥρα τῆς μεταβάσεώς μας στὰ οὐράνια σκηνώματα. Αὐτὴν τὴν δίψα εἶχαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ αὐτὴν ἔχουν καὶ οἱ σημερινοὶ ἅγιοι καὶ εἰδικώτερα οἱ Ἁγιορεῖτες. Ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ στὸν κόσμο καὶ οἱ ἐργᾶται τοῦ Εὐαγγελίου καὶ οἱ ἱεραπόστολοι, μὲ αὐτὴν τὴν δίψα τοῦ θανάτου πραγματώνουν τὸν θεῖο λόγο καὶ τελοῦν τὰ ἔργα τῆς πίστεως. μετακινοῦν ἀκόμη καὶ ὄρη. Καὶ ἐμεῖς, λοιπόν, διὰ τῆς πίστεως νὰ μετακινήσωμε τὴν ψυχή μας. Καὶ ἀπὸ τὸν ἅδη νὰ τὴν ἀνεβάσωμε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς ἀνοίγη φωτεινοὺς ὁρίζοντας πίστεως καὶ ἀγάπης πρὸς Αὐτόν. Ἡ πίστις δὲν εἶναι ἁπλὸ πράγμα. οὔτε ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἄπειρες διαστάσεις. Ἐπειδὴ ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, κατευθύνεται πρὸς τὸ ἄπειρο, πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὅταν λέω «κατευθύνομαι πρὸς τὸν ἄπειρο», σημαίνει σκέπτομαι τὸν ἄπειρο Θεὸ καὶ τὴν μετάβασί μου στὴν αἰωνιότητα.

Ἀλλὰ πῶς θὰ ἀγαπήσω τὸν Θεόν; πῶς θὰ ἀνοίξω τὴν ψυχή μου πρὸς Αὐτὸν καὶ πῶς θὰ διαθέσω ὅλη μου τὴν ὕπαρξι στὴν ἀγάπη Του; Ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι διατεθειμένος νὰ θυσιάζεται γιὰ τὸν Θεόν, δὲν κάνει καὶ ἁμαρτίες. Ἔτσι δὲν εἶναι, παιδιά; Προσέχει τὸν λόγο του, προσέχει τὶς σκέψεις του, τὶς διαθέσεις του.

Μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει ὁ ὁρίζων τῆς ψυχῆς ἀμέσως καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται διάπλατος. Ἡ ὕπαρξίς του ἀμέσως εὐρύνεται, γιατί τείνει πρὸς τὸν ἄπειρο Θεὸν καὶ τὴν αἰώνιο ζωή. Αὐτὸν τὸν ἄπειρο Θεὸν ἀγαπήσαμε καὶ ξεκινήσαμε νὰ Τὸν συναντήσωμε. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἀναπαύει ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἐρημία. Δὲν μᾶς ἀναπαύει ὁ κόσμος καὶ τὰ τοῦ κόσμου, παρὰ μόνον ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἐρημία. Καὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ βασιλεύη στὴν ψυχή μας ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν λέγω «ἀγαπῶ τὸν Θεόν», ἡ καρδία μου πλαισιώνεται ἀμέσως μὲ εὐλογία. Ὁ Θεὸς -ὅπως ἔχομε συζητήσει πολλὲς φορὲς- εἶναι «ζηλότυπος» γιὰ κάθε ψυχή. Τὴν θέλει ὅλη δική Του. Θέλει δηλαδὴ νὰ τὴν δοξάση, θέλει νὰ τὴν γεμίση μὲ τὴν χάρι Του. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τῆς ἰδικῆς μας ἀγάπης. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος ἔχει ἄπειρον ἀγάπη καὶ ἀπερινόητον, θέλει τὴν ψυχὴ μας ὁλόκληρη κοντά Του. Ἐὰν ἐμεῖς τολμᾶμε νὰ λέμε ὅτι ἀγαπήσαμε τὸν Θεόν, ἀντιλαμβάνεσθε ποία εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς! Γι’ αὐτὸ πρέπει ἡ σκέψις μας νὰ εἶναι ὅλη τὴν ἡμέρα προσηλωμένη στὸν Θεό. Οὔτε τρίχα νὰ μὴν κάνωμε πέρα ἀπὸ τὴν δική Του ἀγάπη. Οὐδεμία ματιὰ νὰ ρίχνωμε πρὸς τὸν κόσμο. οὔτε ἀριστερά, οὔτε δεξιά. Μόνο τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς ἑλκύη. Τὸ βλέμμα μας νὰ ἀτενίζη διαρκῶς τὴν ἀντίπερα ὄχθη. Νὰ ἀναμένωμε τὴν εὐχάριστο διάβασι. ὄχι τὸν θάνατο τοῦ ἀφανισμοῦ καὶ τοῦ σκότους, ἀλλὰ τὴν διάβασι πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο, πρὸς τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ αἰώνιο φῶς, τὴν λαμπρὰν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἄφατον λαμπρότητα τῆς βασιλείας Του. Μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μας νὰ ἔχωμε «συνόρασι» μετὰ τοῦ θείου ὀφθαλμοῦ. Νὰ θέτωμε τὸν ἑαυτό μας εἰς τὸν θεῖον ὀφθαλμὸν καὶ ἐκεῖ νὰ ἀναπαυώμεθα. Τότε θὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι γιὰ τὰ ἀνοίγματα εἰς τὸν ὁρίζοντα τῆς αἰωνιότητος.

Οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας περιέχουν τὶς εὐχὲς τῶν Πατέρων, ποὺ ἐκφράζουν ὅλα τὰ αἰτήματα τῆς ψυχῆς μας. Ἀλλὰ ἔχομε καὶ ἐμεῖς μία δική μας γλώσσα ὁ καθένας, μὲ τὴν ὁποία ἀναφέρομε τὰ μυστικά μας πρὸς τὸν Θεό. Θέλομε νὰ ὁμιλήσωμε μὲ τὸν πιστό μας Φίλο. Ἔτσι δὲν εἶναι; Τὸ θέμα τῆς διαβάσεώς μας εἶναι ἕνα μυστικό της ζωῆς. Καὶ θέλω νὰ τὸ συζητήσω ἀπὸ κοντὰ μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μοῦ ἑτοιμάση τὴν ἐκδημία. Ἅπαξ καὶ ἀναμένω αὐτὸ τὸ Πάσχα τῆς ψυχῆς μου, δὲν θὰ πρέπη νὰ ἔχω οὐδεμία ἀνάπαυσι μέχρις ὅτου μιλήσω ἀπὸ κοντὰ μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ τακτοποιήση μέσα μου αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία, αὐτὴν τὴν λαχτάρα -νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι-.

Μὴ μὲ παρεξηγήσετε ποὺ λέγω «λαχτάρα» γιὰ τὸν θάνατο. Λαχταρῶ τὴν μετάβασι στὸν οὐράνιο κόσμο. Ἔτσι εἶναι! Γιατί ἐμεῖς, ποὺ πιστεύομε εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀσχολούμεθα μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἤλθαμε ἐδῶ πέρα ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Μᾶς ἀναμένει ὁ Θεός, ἡ ζωή, ἡ αἰωνιότης, ἡ μακαριότης! Δὲν πρέπει νὰ ἔχωμε οὐδένα δισταγμὸ γιὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ μία εὐχάριστη ἀναμονή, μία λαχτάρα πότε θὰ ἔλθη. Ὁ θάνατος δὲν μᾶς ξενίζει καθόλου. Εἶναι γιὰ μᾶς μία ἑορτή. Εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς μεταβάσεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἑορτάζομε τοὺς Ἁγίους τὴν ἡμέρα τῆς ἐκδημίας τους. Εἴδατε, ὁ Μέγας Βασίλειος 49 ἐτῶν ἀπέθανε. Παληκάρι ἀπέθανε. Ὅμως δὲν τὸν ἐνδιέφερε τίποτε. Εἶχε ἑτοιμάσει τὸ εἰσιτήριό του. Μπῆκε μέσα στὸ φεριμπὸτ καὶ πέρασε ἀπέναντι, στὴν ὄχθη τὴν οὐράνιο.

Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ φεύγη ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλό μας ὅτι θὰ πεθάνωμε. Ὄχι ἁπλῶς ἔχω φόβο, ἐπειδὴ θὰ πεθάνω. Οὔτε, ἐπειδὴ θὰ πεθάνω, προσέχω νὰ μὴν ἁμαρτήσω. Ὄχι τέτοια πράγματα! Νὰ ἑτοιμασθῶ καλύτερα, ν’ ἀγαπήσω τὴν διάβασι, γιατί ἀγαπῶ τὸν Θεό! Θέλω νὰ πάω νὰ Τὸν δῶ. Πῶς τὸ λένε; Θέλω νὰ Τὸν δῶ! Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε «ἐπιθυμίαν ἔχω ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (Φιλιπ. α’ 23). Ἤθελε νὰ Τὸν ἰδῆ, τέλος πάντων, καὶ νὰ Τοῦ ὁμιλήση πρόσωπον πρὸς Πρόσωπον.

Διότι, ἐὰν εἴμαστε ξεροὶ μοναχοὶ καὶ ὄχι μουσκεμένοι μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐχαριστίας, ἂν δὲν εἴμαστε δοσμένοι στὸν θεῖο ἔρωτα, ἐὰν δὲν εἴμαστε οἱ ψυχὲς οἱ ἐρῶσες τὸν Νυμφίο Χριστό, τί ἤρθαμε νὰ κάνωμε ἐδῶ πέρα; Νὰ κακομοιριάσωμε; -Ὄχι! Νὰ εἴμαστε οἱ ζωντανοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἀγρυπνοῦντες, οἱ «λαχταρισταὶ» τῆς διαβάσεως. Τότε πᾶνε περίπατο καὶ τὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ κόσμου καὶ οἱ μέριμνες τοῦ κόσμου καὶ οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου. Ὅταν εἴμαστε προσηλωμένοι μόνο στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ ὅλοι μαζὶ μεταξύ μας. Νὰ μᾶς καίη αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ὁ ἔρωτας τῆς μεταβάσεως στὴν ἔπαυλι τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ!

Ἔχω ἔρωτα γι’ αὐτὸ τὸ ταξίδι! Ἐπιθυμῶ νὰ πάω ἐκεῖ πέρα! Ἐὰν τόσο ἐπιθυμοῦμε νὰ πᾶμε νὰ προσκυνήσωμε ἕναν ἅγιο τόπο, σκεφθῆτε πόσο περισσότερο πρέπει νὰ ἔχωμε αὐτὴ τὴ λαχτάρα γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι, ποὺ θὰ μᾶς φέρη στὴν ἁγία Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία «οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτὴν καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ Ἀρνίον», ὅπως γράφει ἡ Ἀποκάλυψις (Ἀποκ. κα’ 23). Αὐτὴ ἡ δόξα μᾶς ἀναμένει.

Πρέπει, λοιπόν, νὰ εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι, ὥστε ὁ θάνατος νὰ μὴ μᾶς ξενίση οὔτε νὰ μᾶς φοβίση. Ἀντιθέτως νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἐκδημία ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὴν ἐνδημία ἐκεῖ. Νὰ μᾶς ἀπασχολὴ ὁ ὡραῖος «μετεωρισμός». Ἐδῶ εἴμεθα, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ εὐρισκόμεθα νοητῶς. Νὰ ἐπιθυμήσωμε τὸν ζωηφόρο θάνατο. Αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι ζωή. Συνεχῶς νὰ μὲ ἀπασχολῆ πῶς θὰ κάνω τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, τὴν ἡμέρα τῆς κλήσεως τοῦ Κυρίου, ἡμέρα χαρᾶς καὶ ἑορτῆς! Τὴν ἔξοδό μας νὰ τὴν θεωροῦμε τὸ μεγαλύτερο πανηγύρι, τὴν πιὸ χαρμόσυνη ἡμέρα, ἐπειδὴ θὰ μεταβοῦμε εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ὄχι νὰ λυπηθῶ, ἐπειδὴ θὰ πεθάνω, ἀλλ’ ἀντιθέτως νὰ χαρῶ καὶ νὰ πῶ: «Δόξα Σοι ὁ Θεός! Δόξα Σοι ὁ Θεός, ποὺ μὲ κάλεσες νὰ φύγω!».

Εἶναι μία ἐργασία πολὺ λεπτὴ αὐτή. νὰ μπορέσωμε αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ νὰ ποῦμε: «Δόξα Σοι ὁ Θεός, ποὺ μὲ κάλεσες νὰ φύγω ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, γιὰ νὰ ἀτενίζω τὴν δόξαν τοῦ προσώπου Σου στὴν αἰωνιότητα!».

Ἀλλὰ χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ αὐτὴ ἡ ἐργασία, ταπεινοφροσύνη μεγάλη καὶ ἀγάπη πολλὴ πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀγάπη δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε. Αὐτὸ εἶναι τὸ διαβατήριο γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.

Ἂς ἔχωμε βεβαία τὴν ἐμπιστοσύνη εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θὰ μᾶς ἐλεήση ὁ Κύριος. Ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου δὲν εἶναι ὑπόθεσις ἀπελπισίας καὶ ἀπογοητεύσεως, ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐλπίδα εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θὰ μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός. Παρ’ ὅλη τὴν ἀναξιότητά μας, θὰ μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός! Νὰ ἔχωμε βεβαία τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πεποίθησι στὸ ἔλεος τοῦ οὐρανίου Πατρὸς καὶ νὰ σκεπτώμεθα τὴν συνάντησι μετὰ τοῦ Κυρίου. «Πότε θὰ ἔλθω, Κύριε, κοντά Σου; Πότε θὰ Σὲ ἰδῶ; Πότε τὸ Πρόσωπό Σου διηνεκῶς θὰ εὐφραίνη τὴν ψυχή μου;»

Ἂς δουλέψωμε, λοιπόν, τὸ πέραν τοῦ τάφου… Ἂν εἶναι ὁ νοῦς μου συνεχῶς στὸν Θεό, δὲν ἁμαρτάνω. καὶ θὰ μπορέσω νὰ σπάσω αὐτὴ τὴν πύλη τοῦ θανάτου, ὥστε νὰ εἶναι ἀνοικτὴ σὲ μένα ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Νὰ στέκωμαι στὴν ἀκτὴ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ ἐκεῖ νὰ ἔχω στημένο τὸ ἐκτοξευτήριο, ἀπ’ ὅπου θὰ πετάξω πλέον μὲ χαρὰ στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα… Γιατί θὰ φύγωμε ἀπὸ τὸν βίο ἀπότομα… Μᾶς ἀναμένει ὁ Κύριος… Μᾶς ἀναμένει…

Μᾶς ἀναμένει…. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀνεκλάλητη χαρά, ἡ αἰώνιος Ζωή, ἡ καυστικὴ γλυκύτης, ἡ τρισήλιος δόξα! Εὐχηθῆτε στὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώση χριστιανὰ τὰ τέλη. νὰ πεθάνω ὄρθιος καὶ νὰ μὲ ἀξιώση νὰ πεθάνω γιὰ τὴν ἀγάπη Του.

Ὁ θάνατος εἶναι ἐλευθερία! Νὰ ἔχωμε εὐφροσύνη ὅταν σκεπτώμεθα τὸν θάνατο. Αὐτὸ θὰ βοηθήση ἐμᾶς προσωπικά, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐκκλησία.

1. μιλία το Πατρς Δαμασκηνο πρς τς δελφς τς Ι. Μ. γ. ωάννου, τν 23ην Αγούστου 1984.

2. Πράγματι Θες ξεπλήρωσε τν πιθυμία το Γέροντα. Λίγες μέρες πρ τς κδημίας του λαβε τ οράνιο μήνυμα τς ναχωρήσεώς του.