Θεοδωρόπουλος Ἐπιφάνιος, Πρεσβύτερος(+)
Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν λατρεύομεν τὰς Εἰκόνας, οὔτε τοὺς Ἁγίους, οὔτε τοὺς Ἀγγέλους, οὔτε αὐτὴν τὴν Παναγίαν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Μόνον τὸν ἐν Τριάδι Θεὸν λατρεύομεν. Τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Τιμῶμεν καὶ δοξάζομεν τοὺς Ἁγίους, τοὺς Ἀγγέλους, καὶ περισσότερον πάντων τὴν «Τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», τὴν Ἀειπάρθενον καὶ Παναγίαν Μητέρα τοῦ Σωτῆρος μας, ἀλλὰ λατρείαν δὲν ἀπονέμομεν οὔτε εἰς τὰ πρόσωπά των οὔτε εἰς τὰς Εἰκόνας των. Ἄλλο ἡ τιμὴ καὶ ὁ σεβασμὸς καὶ ἄλλο ἡ λατρεία.
Ὁ λαός μας, καθὼς καὶ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι λαοί, θεωροῦν μερικὰς Εἰκόνας ὡς θαυματουργούς. Εἶναι αὐτὸ ἀλήθεια; Ὑπάρχουν ὅμως θαυματουργοὶ Εἰκόνες; Ἤ μᾶλλον: Εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν Εἰκόνες θαυματουργοί, Εἰκόνες ποὺ κάμνουν θαύματα;
Πολλοὶ Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι ἀποδίδουν τὰ θαύματα μερικῶν Εἰκόνων ὄχι εἰς τὰς Εἰκόνας αὐτὰς καθ’ ἑαυτάς, ἀλλ’ εἰς τὴν Πίστιν τῶν ἀνθρώπων ποὺ προσεύχονται ἐνώπιον αὐτῶν. Ὅτι ἡ Πίστις θαυματουργεῖ, ὅτι ἡ θερμὴ προσευχὴ θαυματουργεῖ, εἴτε γίνεται αὐτὴ ἐνώπιον Εἰκόνος εἴτε ὄχι, αὐτὸ εἶναι ἔξω πάσης ἀμφιβολίας.
Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι λόγος νὰ ἀρνηθῶμεν ὅτι μερικαὶ Εἰκόνες δύνανται νὰ ἔχουν αὐταὶ αἵ ἴδιοι θαυματουργικὴν χάριν. Θὰ φανῆ παράδοξον τοῦτο, ἀλλὰ δὲν εἶναι καθόλου παράδοξον. Εἶναι πολὺ φυσικόν. (Διὰ τοὺς πιστοὺς ἐννοεῖται. Διὰ τοὺς ἀπίστους ὅλα εἶναι ὄχι μόνον παράδοξα, ἀλλ’ ἀνύπαρκτα…).
Εἰς τοὺς Ἀποστόλους Του ὁ Κύριος εἶχε δώσει τὸ θαυματουργικὸν χάρισμα. Βλέπομεν ὅμως ὅτι τὸ χάρισμα αὐτὸ δὲν περιωρίζετο εἰς τοὺς ἰδίους τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλ’ ἐπεξετείνετο καὶ εἰς τὴν σκιὰν των! Τὸ Εὐαγγέλιον ρητῶς μᾶς λέγει ὄχι μόνον ὅτι «διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά», ἀλλὰ καὶ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἔφερον ἐπὶ φορείων τοὺς ἀσθενεῖς των εἰς τὰς πλατείας, ἀναμένοντες τὸ πέρασμα τοῦ Πέτρου, ὥστε ἔστω καὶ ἡ σκιὰ του νὰ πέσῃ εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ τοὺς θεραπεύσῃ! (Πράξ. ε\’, 12—14). Καὶ κάτι περισσότερον: Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μανδήλια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ριπτόμενα ἐπάνω εἰς τοὺς ἀσθενεῖς ἤ τοὺς δαιμονιζομένους, τοὺς ἐθεράπευον! (Πράξ. ιθ\’, 12).
Ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι εἶχον χάρισμα θαυματουργικόν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἀντικείμενα τῆς προσωπικῆς των χρήσεως! Τοῦτο βεβαίως ἀπετέλει μίαν εὔνοιαν τοῦ Θεοῦ ὄχι πρὸς αὐτὰ ταῦτα τὰ μανδήλια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους Του. Χάριν αὐτῶν ἡ θαυματουργικὴ δύναμις ἔφθανε μέχρι τῶν μανδηλίων των.
Διατὶ λοιπὸν ἀποκλείεται νὰ ὑπάρχουν Εἰκόνες ἔχουσαι χάρισμα θαυματουργικόν; Ὄχι σπανίως ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαμαν τὰς Εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὰς παλαιάς, ἦσαν ἄνθρωποι ἅγιοι, ἄνθρωποι βαθείας ταπεινώσεως, ἄνθρωποι νηστείας καὶ προσευχῆς, ἄνθρωποι πυρπολούμενοι ἀπὸ θεῖον ἔρωτα.
Τί τὸ παράδοξον νὰ εὐλόγησῃ ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἰδίους καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν των; Καὶ τί τὸ ἀφύσικον, ἂν μέσα εἰς αὐτὰς τὰς εὐλογίας ὑπῆρξε καὶ τὸ θαυματουργικὸν χάρισμα;