Μαντζαρίδης Γεώργιος, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔμφυτο τὸν πόθο τῆς χαρᾶς. Ἡ νοερὴ φύση του τὸν παραπέμπει στὴν πηγή της, ποὺ εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀλλοτρίωση ὅμως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς χαρᾶς στὴν ἡδονὴ τῶν αἰσθήσεων ὑποδουλώνει τὸν ἄνθρωπο στὸν νόμο τοῦ θανάτου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁδηγεῖται σὲ ὀδυνηρὸ ἀδιέξοδο. Θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν ἐπίπονη αἴσθηση τῆς ὀδύνης, καταφεύγει στὴν ἡδονή. Ἐνῷ ὅμως προσπαθεῖ νὰ ἀμβλύνει μὲ τὴν ἡδονὴ τὶς πιέσεις τῆς ὀδύνης, ἐπιβαρύνει περισσότερο τὴν κατάστασή του, γιατί ἀδυνατεῖ νὰ βρεῖ ἡδονὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ὀδύνη. Ἔτσι βυθίζεται ὅλο καὶ περισσότερο στὴν ὀδύνη καὶ γίνεται ὑποχείριό της.

Τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν φαῦλο αὐτὸν κύκλο πρόσφερε στὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του. Ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ ἔχει «προηγουμένην αὐτοῦ» τὴν ἐκ παρακοῆς ἡδονή, ἀνέλαβε μὲ τὸ παθητὸ ἀλλὰ ἀναμάρτητο σῶμα του τὴν ὀδύνη, καὶ μὲ τὸ ἄδικο πάθος του ἀναίρεσε τὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν πρόσφερε στὸν ἄνθρωπο μία καινούργια ἀφετηρία, ποὺ ὁδηγεῖ μέσα ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν ὀδύνη στὴν χαρὰ καὶ τὴν ἡδονὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἡ ἀληθινὴ χαρὰ δὲν ἀποτελεῖ καρπὸ εὐδαιμονιστικὴς ἢ ἠδονοθηρικὴς ἀναζητήσεως. Ὁ εὐδαιμονισμὸς καὶ ἡ ἡδονοθηρία ἐκφράζουν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀλλοτριωμένου ἀνθρώπου. Ὑπηρετοῦν τὴν φιλαυτία καὶ καλλιεργοῦν τὰ πάθη. Ἡ ἀληθινὴ χαρὰ συμβαδίζει μὲ τὴν προκοπὴ στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἡ ἀναζήτηση τῆς χαρᾶς ἔξω ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτὴν ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν διάψευση. Καὶ ἡ διάψευση ἀποτελεῖ τὴν σταθερὴ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀναζητεῖ τὴν χαρὰ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει τὴν χαρὰ καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γάλ. 5:22), ἐνῷ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος «κατόρθωμα πνευματικὸν» (Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους 1,4, PG 60,400). Ἡ χαρὰ ὡς καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὑπερβάλλει ἀσύγκριτα τὴν χαρὰ τῶν αἰσθήσεων. Εἶναι χαρὰ ποὺ φανερώνεται σὲ πνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ παραμένει ἀπρόσβλητη ἀπὸ κάθε ἐπιβουλή. Ἀλλὰ ὅπως κάθε καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔτσι καὶ αὐτὸς παράγεται μὲ τὴν συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ οἰκείωση τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου ἀπαιτεῖ κόπους καὶ θυσίες. Ἔτσι ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος γίνεται κατόρθωμα πνευματικό. Ὁ πιστὸς ποὺ δέχεται τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν διατήρηση καὶ τὴν καρποφορία της, γεύεται τὴν ἀναφαίρετη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 16:22).

Ὁ Χριστιανὸς ἀντιμετωπίζει στὴν πνευματική του ζωὴ κάποια διπολικότητα. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ ὑπομένει τὶς θλίψεις καὶ τὶς δυσκολίες τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη χαίρεται, γιατί μὲ αὐτὲς καυτηριάζεται ἡ ἁμαρτία καὶ καλλιεργεῖται ἡ τελείωσή του. Ἔτσι προκύπτει ἡ λεγόμενη χαρμολύπη. Ἡ ἔννοια αὐτὴ εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλὴς στὴν ἀσκητικὴ παράδοση.

Στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ σύνθεση χαρᾶς καὶ λύπης προβάλλεται μὲ τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πάθος εἶναι πορεία πρὸς τὴν ἀνάσταση, καὶ ἡ ἀνάσταση ἀπόληξη τοῦ πάθους. Ἡ Μ. Παρασκευὴ εἶναι ἡ προϋπόθεση γιὰ τὸ Πάσχα, καὶ τὸ Πάσχα εἶναι ἡ ἀπόληξη τῆς Μ. Παρασκευῆς. Χωρὶς τὴν ὑπομονὴ τοῦ πρόσκαιρου πόνου δὲν κερδίζεται ἡ αἰώνια καὶ ἀκατάλυτη χαρά.

Οἱ θλίψεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς δὲν ματαιώνουν τὴν χαρὰ τοῦ πιστοῦ. Καὶ οἱ θλίψεις γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γίνονται νέες ἀφορμὲς χαρᾶς. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μακαρίζει ὅσους διώκονται καὶ ὑποφέρουν γιὰ τὸ ὄνομά του καὶ τοὺς προτρέπει νὰ χαίρονται μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς βασιλείας του (Μάτθ. 5:11). Ἔτσι ἡ χαρὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ὄχι μόνο μετὰ τὶς θλίψεις, ἀλλὰ καὶ μέσα στὶς θλίψεις, ὅπως καὶ γιὰ τὶς ἴδιες τὶς θλίψεις, γιατί συντελοῦν στὴν οἰκείωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 5:41).

Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει πίστη καὶ πόθο γιὰ τὸν Χριστό. Ἂν αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ κάποια γυναῖκα, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, δὲν αἰσθάνεται τὶς καθημερινὲς λῦπες, σκέψου πόση χαρὰ θὰ ἀπολαύσει αὐτὸς ποὺ ἔχει στὴν ψυχή του τὸν καθαρὸ αὐτὸν πόθο. Αὐτὸ εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν, ἡ ἡδονή, ἡ εὐφροσύνη, ἡ χαρά, ἡ μακαριότητα (Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους 23, PG 60,622). Ὁ πόθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγὴ χαρᾶς, ποὺ ἐξαφανίζει κάθε θλίψη μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἂν δὲν συμβαίνει αὐτό, σημαίνει ὅτι κάτι ἄλλο ζεῖ ἐντονότερα μέσα στὴν καρδιά του καὶ ὄχι ὁ Χριστός.

Ἤδη βρισκόμαστε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, ποὺ προσδιορίζει τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὅταν αὐτὴ θεμελιώνεται στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ διαπνέεται ἀπὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημά του, τότε καμία ἐξωτερικὴ κατάσταση δὲν μπορεῖ νὰ καταλύσει τὴν χαρὰ τοῦ πιστοῦ. Γι’ αὐτὸ μπορεῖ πάντοτε νὰ χαίρεται καὶ «ἐν παντὶ» νὰ εὐχαριστεῖ (Α’ Θέσ. 5:16-18).

Ἀντίθετα, ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη καὶ τὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ, ἡ προσπάθεια γιὰ πνευματικὴ ζωὴ γίνεται κουραστικὴ καὶ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ νοσηρὲς καταστάσεις. Ὅταν ἐπιδιώκεται ἐναγώνια ἡ καταπολέμηση τῶν παθῶν καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν μὲ τὸ πνεῦμα μιᾶς θρησκευτικῆς καθηκοντολογίας, ἐπιχειρεῖται ἡ βίωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς χωρὶς τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἀντιμετωπίζεται ὡς θρησκευτικὸς ἀρχηγὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο παύει νὰ θεωρεῖται ὡς ἄγγελμα χαρᾶς καὶ ἀντιμετωπίζεται ὡς νόμος. Ἀντίστοιχα καὶ ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἔλλειμμα χαρᾶς, ποὺ ἀναζητεῖ παράπλευρη ἀναπλήρωση.

Ἡ χαρὰ ὡς δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνυφαίνεται μὲ τὴν ἀγάπη. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγάπη δημιουργοῦν κάποιο εἶδος ἐκστατικῶν βιωμάτων. Ὅπως μὲ τὴν ἀγάπη, ἔτσι καὶ μὲ τὴν χαρά, βγαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀτομικότητά του καὶ ταυτόχρονα αἰσθάνεται εὐτυχέστερος. Δὲν βγαίνει στὸ κενό. Συναντᾶ αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾶ καὶ τὸν εὐχαριστεῖ ὡς πρόσωπο.

Ἡ ἀληθινὴ χαρὰ ὑπερβάλλει τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις καὶ τὰ αἰσθητά. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἄσχετη μὲ τὶς χαρὲς τῆς καθημερινότητας, ἀλλὰ ὅτι κινεῖται σὲ ὑψηλότερο ἐπίπεδο καὶ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὴν προσκαιρότητα καὶ τὴν ρευστότητά τους.