Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος.

    Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν μᾶς ἀφήνει ἀπαραμύθητους. Ἡ μία ἑορτὴ διαδέχεται τὴν ἄλλη καὶ ὅλες μαζὶ συμβάλλουν προοδευτικὰ στὸν κοινὸ στόχο, ποὺ εἶναι ἡ πνευματικὴ καὶ ψυχική μας ἀνάταση καί, ἐν τέλει, ἡ σωτηρία μας. Ἐξ ἄλλου, «βίος ἀνεόρταστος μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος», ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι.

Μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς καὶ τοῦ σαραντισμοῦ τοῦ Κυρίου ὁλοκληρώνεται ἡ ἑορταστικὴ περίοδος τῶν Χριστουγέννων καὶ μαζί της ὁ λειτουργικὸς κύκλος τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν. Στὴν συνέχεια, μὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ Τριῳδίου ξεκινᾶ μιὰ νέα λειτουργικὴ περίοδος, αὐτὴ τῶν κινητῶν ἑορτῶν, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί, μακάρι, τῆς δικῆς μας συναναστάσεως.

Νά, λοιπόν, γιατὶ λέμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν σοφῶν Πατέρων καὶ τῶν ἐμπνευσμένων ὑμνογράφων, δὲν μᾶς ἀφήνει χωρὶς πνευματικὴ τροφή, χωρὶς διδάγματα καὶ μηνύματα γιὰ τὴν σωτηρία μας, ὥστε νὰ μὴν ἔχωμε δικαιολογία ὅτι δὲν γνωρίζομε ἢ ὅτι δὲν βρήκαμε ὁδοδεῖκτες στὴν πορεία μας. Ἀκόμη καὶ ὅταν χωλαίνωμε, ὀλισθαίνωμε καὶ κάποιες φορὲς πέφτωμε ἢ παρεκκλίνωμε, πάλι, μὲ καλὴ προαίρεση καὶ τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις, ξαναβρίσκομε τὴν δύναμη νὰ ἀνορθωθοῦμε καὶ νὰ συνεχίσωμε τὴν σωτηριώδη πορεία μας. Ἀδικαιολόγητοι ἐντελῶς εἴμαστε μόνον ὅταν ἐπιμένωμε καὶ παραμένωμε πεισματικὰ στὸ ὀλίσθημά μας, διότι «τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον, τὸ μένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ σατανικόν, τὸ δὲ μετανοεῖν θεῖον» (Ἱερὸς Χρυσόστομος).

Στὸ ἄνοιγμα, λοιπόν, τοῦ Τριῳδίου ἡ Ἐκκλησία μας τοποθετεῖ ἕνα τέτοιο διδακτικὸ παράδειγμα γιὰ τὴν πνευματική μας κατάρτιση, μὲ τὴν ἀναφορὰ σὲ δύο ἀντιπροσωπευτικοὺς τύπους, τὸν Φαρισαῖο καὶ τὸν Τελώνη, οἱ ὁποῖοι δὲν κατονομάζονται, ἀκριβῶς διότι πρόκειται γιὰ χαρακτῆρες, διὰ τῶν ὁποίων ἐπαινοῦνται ἢ ἐπικρίνονται ἀντίστοιχες συμπεριφορές.

Τὸ παραπάνω γίνεται φανερὸ στὴν ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας, ἡ ὁποία «ἑρμηνεύει» ποιητικὰ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ προηγοῦνται, ἐμπλουτίζοντας, μάλιστα, τὸ περιεχόμενό των μὲ λόγια πατέρων. Στὰ τροπάρια, ἰδιαιτέρως, τοῦ Κανόνος, κατὰ τὸν Ὄρθρο, ἀντιδιαστέλλονται μὲ ἔμφαση καὶ πλούσια ἐκφραστικὰ σχήματα ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ὑψηγορία καὶ ἡ κενοδοξία τοῦ Φαρισαίου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ ταπείνωση καὶ ἡ συντριβὴ τοῦ Τελώνου.

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴν διδακτικὴ αὐτὴν περικοπὴ (Λουκ. ιη’ 10-14), «ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι». Μόνον ποὺ ὁ ἕνας, ὁ Φαρισαῖος, «σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν προσηύχετο», δὲν ἀναφερόταν δηλαδὴ στὸν Θεό, δὲν ἔλεγε πράγματα ποὺ ἀφοροῦσαν τὸν Θεὸ ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του. Ἕνας σύγχρονος, βεβαίως, καθ’ ὅλα τυπικός θρησκευόμενος, ὅπως ἦταν καὶ ὁ Φαρισαῖος στὴν ἐποχή του, θὰ ἀναρωτηθῆ μὲ ἀπορία: «Μὰ δὲν ἐνδιαφέρει τὸν Θεό, ἐὰν ἐκτελῶ ἢ ὄχι τὰ θρησκευτικά μου καθήκοντα, ἐὰν νηστεύω, ἐὰν προσφέρω τὴν βοήθειά μου στοὺς συνανθρώπους μου, ἐὰν ἐξομολογοῦμαι, ἐὰν κοινωνῶ;»

Τὴν ἀπάντηση στὸν Φαρισαῖο τῆς περικοπῆς καὶ σὲ κάθε «Φαρισαῖο τῶν καθηκόντων» τὴν δίνουν πολὺ εὔστοχα οἱ φωτισμένοι Ἅγιοί μας ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ δύο παραδείγματα: τὸ πρῶτο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁπότε ὁ Κύριος, διαλεγόμενος μὲ τὸν λαὸ διὰ στόματος τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, λέει χαρακτηριστικὰ ὅτι δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν οἱ θυσίες, οἱ νηστεῖες, οἱ τιμὲς καὶ οἱ δεήσεις του, τὶς ὁποῖες «μισεῖ καὶ ἀποστρέφει ἀπ’ αὐτὲς τοὺς ὀφθαλμούς Του»(!), ἀλλὰ ζητεῖ, γιὰ νὰ τοὺς ἀκούσῃ, τὴν ἐκπλήρωση βασικῶν προϋποθέσεων, ὅπως «νὰ καθαριστοῦν ἀπὸ τὶς πονηρίες», «νὰ πράττουν τὸ καλό», δηλαδὴ «νὰ λυτρώνουν τὸν ἀδικούμενο, νὰ δικαιώνουν τὴν χήρα καὶ τὸ ὀρφανό», καὶ γενικῶς «νὰ ἐκζητοῦν τὴν δικαία κρίση Του». Καταλήγει, μάλιστα, μὲ νόημα ὁ Ἡσαΐας-Κύριος: «ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε﮲ ἐὰν δὲ μὴ θέλητε μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται (=θὰ σᾶς φάῃ)» (Ἡσ. α’ 10-20).

Ἀφ’ ἑτέρου, ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος ἀπαντάει μὲ τὴν σειρά του στοὺς Χριστιανοὺς τῶν τύπων καὶ ὄχι τῆς οὐσίας: «ματαία πᾶσα ἄσκησις, πᾶσα ἐγκράτεια, (…) πᾶσα πολυμάθεια ταπεινοφροσύνης ἐστερημένη» (Ἐφραὶμ Σύρου, Πρὸς καθαίρεσιν ὑπερηφανείας, στὸ Ἔργα, τόμ. Α’, σσ. 83-84).

Ἐξ ἄλλου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπευθύνει στοὺς Φαρισαίους ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ «Οὐαί», γιὰ τὴν ὑποκριτική των συμπεριφορὰ καὶ γιὰ τὴν κακία καὶ ἀναλγησία των σὲ βάρος τοῦ λαοῦ: «ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας.» (Ματθ., κγ’ 28). Προτρέπει, μάλιστα: «ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.» (ὅ.π. 11-12). Ἄλλωστε τὸ ὕψιστο παράδειγμα ταπεινώσεως τὸ ἔδωσε ὁ Ἴδιος, μὲ τὴν ἐσχάτη «πτωχεία» Του, διότι, ἐὰν καὶ Θεός, ἐν τούτοις ἔλαβε «δούλου μορφήν» καὶ μάλιστα ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου» γιὰ τὴν σωτηρία μας.

Ἀπέναντι στὸν κομπαστὴ ἀλλὰ καὶ αὐτάρεσκο Φαρισαῖο, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται ἀνωτερότητα μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωση ὅλων τῶν ἄλλων («οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων…»), ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὴν περίπτωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀλλὰ ταπεινοῦ τελώνου, ποὺ συντετριμμένος ἀναφωνεῖ πρὸς τὸν Κύριο: «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Ὁποία διαφορὰ ὕφους καὶ ἤθους! Ὁ ἕνας στέκεται ἀγέρωχα καὶ ζητάει αὐτοδικαίωση, ὁ ἄλλος στέκεται παράμερα, μὴν τολμῶντας οὔτε τοὺς ὀφθαλμούς του νὰ ὑψώσῃ στὸν οὐρανό, «διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν» του, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἐπιζητεῖ εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου.

Ὁ δὲ Κύριος τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης δὲν ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ καλέσῃ δικαίους, ἤ «τοὺς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοὺς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς» (Λουκ. ιη’ 9), ὅπως ὁ Φαρισαῖος, ἀλλὰ ἦλθε, γιὰ νὰ καλέσῃ «ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν». Ἔτσι, λοιπόν, δικαίωσε τὸν ἁμαρτωλὸ ἀλλὰ εἰλικρινῶς μετανοοῦντα Τελώνη καὶ ὄχι τὸν τυπικὰ ἐνάρετο πλὴν ὅμως ὑποκριτὴ Φαρισαῖο.

Τὸ μήνυμα ἀπὸ τὴν πρώτη αὐτὴν διδακτικὴ περικοπὴ τοῦ Τριῳδίου εἶναι σαφές: Ἐὰν θέλωμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν σειρά μας νὰ εὕρωμε χάρη καὶ ἔλεος ἀπὸ τὸν μόνο ἀληθινὸ καὶ δικαιοκρίτη Κύριο καὶ Θεό, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸ παράδειγμα τοῦ Τελώνου, ὁ ὁποῖος συναισθανόμενος «τὴν πληθὺν τῶν ἁμαρτιῶν» του, ζητοῦσε μὲ συντριβὴ τὸ ἔλεός Του: «Κύριε, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ ἐλέησόν με».

Ὁ Κύριος, ἀσφαλῶς, ἀναγνωρίζει τὴν δυσκολία ποὺ ἔχει ἡ μετάνοια, ἀλλὰ ἐκτιμάει καὶ τὴν εἰλικρινῆ προαίρεση -ἀρκεῖ νὰ εἶναι εἰλικρινής- καὶ δὲν ἐξουθενώνει τὸν μετανοοῦντα. Γι’ αὐτὸ «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Ἐπιστολή Ἰακώβου, δ’ 6). Νά, γιατὶ οἱ Πατέρες θεωροῦν τὴν ταπείνωση κορυφαία ἀρετὴ καὶ τὴν ὀνομάζουν «ὑψοποιό», διότι ἐκείνη μᾶς ἀνεβάζει στὰ μάτια τοῦ Κυρίου –καὶ ὄχι τῶν ἀνθρώπων- καὶ μᾶς ἐξυψώνει ἐνώπιόν Του.

Ἄς κάνωμε, λοιπόν, ἐμεῖς τὸ πρῶτο βῆμα, ἂς ἀποκτήσωμε δηλαδὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ ἂς ἀποκαταστήσωμε τὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεό καὶ μὲ τὸν συνάνθρωπό μας, ποὺ εἶναι οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὴν συνέχιση τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα, καὶ τότε Ἐκεῖνος, μὲ τὴν χάρη καὶ τὸ ἔλεός Του, θὰ ἀναπληρώσῃ τὰ ἐλλείποντα.

Αὐτὸ ἐξ ἄλλου εἶναι καὶ τὸ νόημα τοῦ κατανυκτικοῦ Τριῳδίου, νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινὰ καὶ νὰ προαγώμαστε πνευματικά, ζῶντες «σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς», ὥστε νὰ κερδίσωμε καὶ πάλι τὸν χαμένο διὰ τῆς ἀνυπακοῆς καὶ ἀμετανοησίας Παράδεισο.

Συνεπῶς, «ἑαυτοὺς ἀδελφοί ταπεινώσωμεν», «στεναγμοὺς τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ προσοίσωμεν» (= ἄς προσφέρωμε), ὥστε νὰ ἐπιτύχωμε τὴν σωτηρία ἀπὸ τὸν μόνο Σωτῆρα Κύριο, τὸν παρέχοντα «πᾶσι τοῖς μετανοοῦσι» ἄφεση καὶ αἰωνία λύτρωση. Γένοιτο!

Καλὸ πνευματικὸ Τριώδιο, μὲ κατάνυξη καὶ ταπείνωση!