Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Νικολόπουλος, ἀναπληρωτὴς καθηγητὴς εἰς Νομικὴν σχολὴν ΕΚΠΑ.
Ἐδῶ καὶ ἀρκετὸ καιρὸ διεξάγεται ἔντονη δημόσια συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς θέσπισης γάμου καὶ δυνατότητας ἀπόκτησης καὶ ἀνατροφῆς παιδιῶν ἀπὸ τὰ ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων. Ἡ συζήτηση ἐπικεντρώνεται στὰ αἰτήματα τῆς κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+, ἀπουσιάζουν ἐν τούτοις διάφορες παράμετροι, ποὺ μποροῦν νὰ προσδώσουν μία σφαιρικὴ ἐποπτεία στὸ ὅλο ζήτημα καὶ τὶς εὐρύτερες κοινωνικὲς διαστάσεις του.
Ὁ γάμος
Μὲ τὸν τρόπο, ποὺ προβάλλεται τὸ αἴτημα γιὰ θέσπιση γάμου γιὰ τὰ ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων, φαίνεται ὅτι συσχετίζεται ἔντονα μὲ τὴν ἐκ μέρους τους δυνατότητα ἀπόκτησης καὶ ἀνατροφῆς παιδιῶν. Ἐὰν ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὸ ζήτημα τῶν παιδιῶν, οἱ ἴδιες οἱ σχέσεις τοῦ ζευγαριοῦ καλύπτονται πλήρως ἀπὸ τὸ σύμφωνο συμβίωσης, ἀφοῦ μὲ τὶς διατάξεις τοῦ ν. 4356/2015 ἔχουν τὰ ἴδια δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν οἱ σύζυγοι μὲ βάση τὸν Ἀστικὸ Κώδικα. Θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηριχθεῖ μάλιστα ὅτι τὸ σύμφωνο συμβίωσης εἶναι εὐνοϊκότερο ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς δυνατότητας λύσης του, ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ μὲ μονομερῆ συμβολαιογραφικὴ πράξη, ἀφοῦ προηγηθεῖ πρὸ τριμήνου ἡ ἐπίδοση ἐξώδικης πρόσκλησης γιὰ λύση ἀπὸ κοινοῦ, ἐνῷ οἱ σύζυγοι, ἂν δὲν συμφωνήσουν σὲ συμβολαιογραφικὴ συναινετικὴ λύση, ἐμπλέκονται σὲ μακροχρόνιες ἀντιδικίες.
Ἀπὸ τὴ σκοπιά, ἑπομένως, μόνο τῶν σχέσεων τῶν ζευγαριῶν ὁμοφυλοφίλων τὸ αἴτημα γιὰ θέσπιση γάμου φαίνεται νὰ ἔχει κυρίως συμβολικη καὶ ἰδεολογικὴ λειτουργία.
Ἀπόκτησις καὶ ἀνατροφὴ παιδιῶν
Κατὰ τὸ ἰσχῦον δίκαιό μας δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων νὰ ἀποκτήσουν παιδιά. Ἡ βασικὴ συζήτηση ἀφορᾶ στὸ κατὰ πόσο ἡ ἀνατροφὴ παιδιῶν ἀπὸ ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων θὰ εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῶν παιδιῶν ἢ τὰ παιδιὰ αὐτὰ θὰ ἐκδηλώσουν προβληματικὲς συμπεριφορές. Ὑποστηρίζεται ὅτι ἔχουν διενεργηθεῖ σὲ ἄλλες χῶρες σχετικὲς ἔρευνες, μὲ βάση τὶς ὁποῖες δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν παρατηρηθεῖ προβληματικὲς καταστάσεις καὶ συμπεριφορὲς στὰ παιδιά, ποὺ ἀνατρέφονται ἀπὸ ὁμοφυλόφιλους γονεῖς. Τὰ τελικὰ πορίσματα πάντως τῶν ἐρευνῶν αὐτῶν ἀμφισβητοῦνται, εἴτε ἐπειδὴ κάποιες ἀπὸ αὐτὲς παραγγέλθηκαν ἀπὸ ὀργανώσεις ΛΟΑΤΚΙ+ καὶ δὲν θεωροῦνται ἀντικειμενικές, εἴτε ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ συγκεκριμένες κοινωνίες μὲ ἀντίστοιχα κοινωνικὰ καὶ πολιτισμικὰ ἐπίπεδα, εἴτε ἐπειδὴ ἀφοροῦν μικρὰ δείγματα καὶ ἰδίως μόνο παιδιὰ προσχολικῆς ἢ σχολικῆς ἡλικίας ἢ ἐφήβους.
Ἀφετηριακὰ πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι δὲν τίθεται θέμα ἠθικῆς ὑπόστασης τῶν γονέων ἀνάλογα μὲ τὸ σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Ἕως σήμερα ἄλλωστε ὅλα τὰ παιδιά, ποὺ ἔχουν ὑποστεῖ κακοποιητικὴ ἢ ἄλλου εἴδους βλαπτικὴ συμπεριφορά, ἀπὸ γονεῖς ἑτερόφυλους τὴν ἔχουν ὑποστεῖ. Τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι μήπως καὶ τὰ παιδιὰ τῶν ζευγαριῶν ὁμοφυλοφίλων γίνουν καὶ αὐτὰ ὁμοφυλόφιλοι. Οὔτε ἐπαρκεῖ ἡ σύγκριση, ποὺ γίνεται συνήθως, μὲ τὰ παιδιὰ μονογονεϊκῶν οἰκογενειῶν, γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν πολὺ περισσότερες καὶ μακροχρόνιες μελέτες, ποὺ φαίνεται νὰ δείχνουν ὅτι μόνη ἡ μονογονεϊκότητα δὲν ἐπιφέρει πάντοτε προβληματικὲς συμπεριφορὲς στὰ παιδιὰ αὐτά. Ἡ ἰδιαιτερότητα στὰ παιδιὰ τῶν ζευγαριῶν ὁμοφυλοφίλων εἶναι πώς, ἐκτός τοῦ ὅτι στεροῦνται τὸ γονεϊκὸ πρότυπο τοῦ ἑνὸς φύλου, βιώνουν διπλὰ τὸ γονεϊκὸ πρότυπο τοῦ ἄλλου φύλου. Ἡ διερεύνηση γιὰ τὸ πῶς ἡ ἰδιαίτερη αὐτὴ κατάσταση ἐπιδρᾶ στὴ διαμόρφωση τῆς ψυχοσύνθεσης καὶ τῆς προσωπικότητας τῶν παιδιῶν αὐτῶν ἀπαιτεῖ τὴ διενέργεια ἐρευνῶν σὲ μεγάλα δείγματα καὶ πολλὲς διαφορετικὲς κοινωνίες μὲ παρακολούθηση τῆς ἐξέλιξης τῶν παιδιῶν ἕως ὅτου διαμορφώσουν τὶς δικές τους συντροφικὲς καὶ οἰκογενειακὲς σχέσεις. Τέτοιου εἴδους ἔγκυρες ἔρευνες καὶ ἀξιόπιστες ἀναλύσεις τῶν εὑρημάτων τους δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν ἀκόμα διενεργηθεῖ, ὥστε νὰ διαθέτει ὁ νομοθέτης ἕνα ἀσφαλὲς δικαιοπολιτικὸ ἔρεισμα, γιὰ νὰ θεσπίσει τὸ ἐπιτρεπτό τῆς ἀπόκτησης παιδιῶν ἀπὸ ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων.
Ὑποβοηθουμένη ἀναπαραγωγὴ
Εἶναι γνωστὸ ὅτι κατὰ τὸ ἰσχῦον δίκαιό μας δέν ἐπιτρέπεται ἡ προσφυγὴ τῶν ζευγαριῶν ὁμοφυλοφίλων σὲ μεθόδους ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ἐπιτρέπεται στὴ μοναχικὴ ἄγαμη γυναῖκα, ἔχει τὴ δυνατότητα καὶ μία ὁμοφυλόφιλη μοναχικὴ ἄγαμη γυναῖκα νὰ ἀποκτήσει παιδὶ κάνοντας χρήση τέτοιων μεθόδων καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὸ ἀνατρέφει μαζὶ μὲ τὴ σύντροφό της, μὲ τὴν ὁποία ἔχει καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης ἢ νὰ ἀποκτήσει παιδὶ ἡ κάθε μία ξεχωριστὰ καὶ νὰ τὰ μεγαλώνουν μαζί. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ βέβαια προϋποτίθεται πὼς συντρέχει ἡ βασικὴ προϋπόθεση τοῦ νόμου, ὅτι δηλαδὴ ἡ μοναχικὴ ἄγαμη ὁμοφυλόφιλη γυναίκα ἐμφανίζει μία φυσικὴ ἀδυναμία ὡς πρὸς τὴν ἀναπαραγωγικὴ λειτουργία της, ποὺ θὰ προκύπτει ἀπὸ ἰατρικὴ γνωμάτευση.
Ἐπιχείρησαν κάποιοι ἄνδρες νὰ τοὺς δοθεῖ δικαστικὴ ἄδεια, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν παιδὶ ὡς μοναχικοὶ ἄγαμοι ἄνδρες μὲ τὴ χρήση παρένθετης μητέρας. Ἀρχικὰ κάποια ἀπόφαση τοῦ Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν τὸ ἐπέτρεψε γιὰ λόγους ἴσης μεταχείρισης, ἀλλὰ στὴ συνέχεια τὸ Ἐφετεῖο Ἀθηνῶν ἀνέτρεψε τὴν ἀπόφαση μὲ τὸ ὀρθὸ σκεπτικὸ ὅτι ἡ παρένθετη μητέρα ἀναπληρώνει τὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας νὰ κυοφορήσει, ἀλλά ὁ ἄνδρας ἀπὸ τὴ φύση του δὲν μπορεῖ νὰ κυοφορήσει, ὁπότε δὲν συντρέχει στὸ πρόσωπό του ἡ ἴδια φυσικὴ ἀδυναμία, ὥστε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἀναλογικὰ ἡ διάταξη γιὰ λόγους ἴσης μεταχείρισης. Μεταγενέστερες ἀποφάσεις ἀκολούθησαν τὸ σκεπτικό τοῦ Ἐφετείου Ἀθηνῶν.
Γιὰ νὰ ἐπιτραπεῖ ἡ προσφυγὴ τῶν ζευγαριῶν ὁμοφυλοφίλων σὲ μεθόδους ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς πρέπει νὰ ἀλλάξει ἡ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ὑποβολῆς σὲ ὑποβοήθηση, ποὺ εἶναι ἡ φυσικὴ ἀδυναμία, δηλαδὴ ἀκαταλληλότητα ἢ δυσλειτουργία στὸ σπέρμα, τὸ ᾠάριο, τὴ γονιμοποίηση, τὴ σύλληψη, τὴν κυοφορία. Αὐτὰ διαπιστώνονται ὅταν δὲν προκύπτει ἐγκυμοσύνη ἀπὸ τὶς ἀπροφύλακτες σεξουαλικὲς σχέσεις ἑτερόφυλων ζευγαριῶν. Ἀπὸ τὶς σεξουαλικὲς συνευρέσεις ὅμως ζευγαριῶν ὁμοφυλοφίλων δὲν εἶναι δυνατὸ ἀπὸ τὴ φύση νὰ προκύψει κυοφορία, ὥστε νὰ διαγνωσθεῖ ἐνδεχόμενη φυσικὴ ἀδυναμία. Θὰ πρέπει ἑπομένως νὰ ἀπαλειφθεῖ ἡ βασικὴ αὐτὴ προϋπόθεση ἀπὸ τὸν Ἀστικὸ Κώδικα καὶ ἡ προσφυγὴ σὲ μεθόδους ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς ἀπό ἀναγκαιότητα νὰ γίνει ἐπιλογή. Μία τέτοια νομοθετικὴ μεταβολὴ συνιστᾶ πολὺ σοβαρὴ ἀλλαγὴ πολιτισμικοῦ παραδείγματος ὡς πρὸς τὴ χρήση τῆς τεχνολογίας γιὰ τὴν ἀπόκτηση παιδιῶν.
Υἱοθεσία
Ἡ υἱοθεσία παιδιῶν ἀπὸ ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων δὲν συνδέεται ὑποχρεωτικὰ μὲ τὴ θέσπιση γάμου. Μπορεῖ νὰ προβλεφθεῖ καὶ στίς διατάξεις τοῦ συμφώνου συμβίωσης, ὁπότε φυσικὰ θὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ ἑτερόφυλα ζευγάρια, ποὺ καταρτίζουν σύμφωνο συμβίωσης καὶ θὰ μποροῦν ὅλοι, εἴτε νὰ υἱοθετοῦν ἀπὸ κοινοῦ ἕνα παιδί, εἴτε νὰ υἱοθετεῖ ὁ κάθε σύντροφος τὸ παιδὶ τοῦ συντρόφου του.
Ἀξίζει ἐπίσης νὰ σημειωθεῖ ὅτι γίνεται συχνὰ χρήση τοῦ ὅρου τεκνοθεσία, ποὺ δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν Ἀστικὸ Κώδικα, οὔτε σὲ ἄλλα νομοθετήματα. Ἡ υἱοθεσία εἶναι θεσμὸς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου καὶ στὶς ἐπανειλημμένες μεταρρυθμίσεις τοῦ οἰκογενειακοῦ μας δικαίου, εἴτε γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἰσονομίας τῶν φύλων, εἴτε γιὰ νὰ ἐπέλθουν τροποποιήσεις στὶς διατάξεις τῆς υἱοθεσίας, δὲν τέθηκε ζήτημα ἀντικατάστασης τῆς ὁρολογίας.
Γονεϊκὴ σχέσις
Προβάλλεται ἔντονα τὸ αἴτημα γιὰ θεσμοθέτηση γονεϊκῆς σχέσης μεταξύ τοῦ παιδιοῦ τοῦ ἑνὸς ὁμοφυλόφιλου γονέα καὶ τοῦ συντρόφου του, μὲ τὸν ὁποῖο ἔχει καταρτισθεῖ σύμφωνο συμβίωσης καὶ τὸ μεγαλώνουν μαζί. Ἐπισημαίνεται μάλιστα ὅτι ὁ ἄλλος σύντροφος εἶναι σὰν νὰ μὴ ὑπάρχει ἀπέναντι στὴ διοίκηση καὶ ἂν ἀποβιώσει ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ὁ γονέας, τὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ καταλήξει σὲ κάποιο μακρινὸ συγγενῆ ἢ σὲ ἵδρυμα καὶ νὰ μὴ ἐξακολουθήσει νὰ τὸ μεγαλώνει ὁ ἄλλος σύντροφος, μὲ τὸν ὁποῖο ἕως τότε ζοῦσε μαζί.
Ἡ ἀπουσία γονεϊκῆς σχέσης μὲ τὸν ἕνα γονέα στὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀνατρέφονται ἀπὸ ὁμοφυλόφιλους γονεῖς, ποὺ ἔχουν καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης, δὲν ἀποτελεῖ μοναδικὴ περίπτωση στὸ οἰκογενειακό μας δίκαιο. Ἂν ἕνας πατέρας διαζευγμένος ἔχει τὴν ἐπιμέλεια τοῦ παιδιοῦ του καὶ μία μητέρα διαζευγμένη ἔχει ἐπίσης τὴν ἐπιμέλεια τοῦ παιδιοῦ της καὶ οἱ δύο γονεῖς τελέσουν γάμο, τὸ παιδὶ τοῦ καθενὸς δὲν θὰ ἔχει κανένα νομικὸ δεσμὸ μὲ τὸν ἄλλο σύζυγο, οὔτε τὰ δύο παιδιὰ θὰ ἔχουν νομικὸ δεσμὸ μεταξύ τους. Γιὰ τέτοιες περιπτώσεις δὲν ἔχει τεθεῖ ζήτημα θέσπισης γονεϊκῆς σχέσης.
Ἡ γονεϊκὴ σχέση στὸ οἰκογενειακό μας δίκαιο ἐξάλλου συνδέεται μὲ τὴ συγγένεια, βιολογικὴ ἢ κοινωνικοσυναισθηματικὴ (υἱοθεσία, ἀπόκτηση παιδιοῦ μὲ παρένθετη μητέρα). Δὲν προβλέπεται ἄλλου εἴδους ἀναγνώριση γονεϊκῆς σχέσης, ἐκτὸς ἂν ἀνατραπεῖ ριζικὰ ὅλο τὸ δίκαιο τῆς συγγένειας.
Ὡς πρὸς τὴν ἀνησυχία γιὰ τὸ τί θὰ συμβεῖ, ἂν ἀποβιώσει ἐκεῖνος ὁ σύντροφος, ποὺ εἶναι ὁ γονέας, ὑπάρχουν λύσεις καὶ κατὰ τὸ ἰσχῦον δίκαιο μέσῳ τοῦ θεσμοῦ τῆς ἐπιτροπείας ἀνηλίκου. Ὅταν δὲν ὑπάρχει κανένας γονέας ἢ αὐτός, ποὺ ὑπάρχει, εἶναι ἀνίκανος ἢ ἀκατάλληλος νὰ ἀσκήσει τὴ γονικὴ μέριμνα, διορίζεται ἕνα τρίτο πρόσωπο, ποὺ ὀνομάζεται ἐπίτροπος καὶ ἀσκεῖ ὅ,τι περιλαμβάνει ἡ γονικὴ μέριμνα. Ὁ ἐπίτροπος ἐπιλέγεται μὲ κριτήριο τὸ συμφέρον τοῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ προβλέπεται ἕνα προβάδισμα τῶν συγγενῶν. Στὴν περίπτωση τῶν ζευγαριῶν ὁμοφυλοφίλων, εἴτε οἱ συγγενεῖς θὰ ἔχουν ἀποδοκιμάσει τὴ σχέση τους καὶ θὰ ἔχουν ἀρνηθεῖ νὰ καλλιεργήσουν ὁποιαδήποτε σχέση μὲ τὸ ζευγάρι, ὅποτε καὶ τὸ παιδὶ δὲν θὰ τοὺς γνωρίζει, ἢ θὰ ἔχουν ἀποδεχθεῖ τὴ σχέση καὶ θὰ ἔχουν καλλιεργήσει οἰκογενειακὲς σχέσεις μὲ τὸ ζευγάρι, ὅποτε καὶ τὸ παιδὶ θὰ ἔχει συνδεθεῖ μαζί τους. Στὴν πρώτη περίπτωση τό καταλληλότερο πρόσωπο, γιὰ νὰ ὁρισθεῖ ἐπίτροπος με βάση τὸ συμφέρον τοῦ παιδιοῦ θὰ εἶναι ὀ ἄλλος σύντροφος, ὁ ἐπιζῶν. Στὴ δεύτερη περίπτωση, ἐφόσον οἱ συγγενεῖς θὰ ἔχουν ἀναπτύξει οἰκογενειακὲς σχέσεις καὶ μὲ τὸ σύντροφο τοῦ συγγενῆ τους, ποὺ μεγάλωνε μαζί του τὸ παιδί, θὰ εἶναι ἀναμενόμενο νὰ μὴ ἐπιδιώξουν νὰ γίνουν ἐπίτροποι, ἀλλὰ νὰ συνηγορήσουν γιὰ νὰ ὁρισθεῖ ἐπίτροπος ὁ σύντροφος τοῦ συγγενῆ τους, ποὺ μεγάλωνε μαζί του τὸ παιδί.
Κοινωνικὴ ἔνταξις
Πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὶς νομοθετικὲς ρυθμίσεις πάντως εἶναι τὸ ζήτημα τῆς κοινωνικῆς ἔνταξης τῶν οἰκογενειῶν, ποὺ συγκροτοῦνται ἀπὸ ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων. Προβάλλεται ἔντονα τὸ συμφέρον τῶν παιδιῶν, ποὺ ἀνατρέφονται ἀπὸ ζευγάρια ὁμοφυλόφιλων, τὰ ὁποῖα ὑφίστανται ἀρνητικὴ διακριτὴ μεταχείριση σὲ σχέση μὲ τὰ παιδιὰ τῶν ἑτερόφυλων ζευγαριῶν. Μία παράμετρος, ποὺ δὲν συζητεῖται, εἶναι ὅτι οἱ ὁμοφυλόφιλοι γονεῖς, ποὺ ἀπέκτησαν αὐτὰ τὰ παιδιά, μὲ ὅποιο τρόπο τὰ ἀπέκτησαν, γνώριζαν τὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτισμικὲς συνθῆκες, ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ ζήσουν αὐτὰ τὰ παιδιά, ἐν τούτοις ἐπέλεξαν νὰ τὰ ἀποκτήσουν, γιὰ νὰ ζήσουν ὑπὸ αὐτὰ τὰ δεδομένα.
Μία ἄλλη καίρια παράμετρος, ποὺ ἐπίσης δὲν συζητεῖται, εἶναι ὅτι ἡ θέσπιση γάμου καὶ δυνατότητας ἀπόκτησης παιδιῶν ἀπὸ ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕνα ζήτημα σεβασμοῦ ἀτομικῶν δικαιωμάτων καὶ ἴσης μεταχείρισης μίας μερίδας πολιτῶν, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ ζήτημα μὲ τεράστιες θεσμικές, κοινωνικὲς καὶ πολιτισμικὲς διαστάσεις, ποὺ ἀφορᾶ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ὅλους τούς Ἕλληνες πολίτες.
Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, ποὺ προβάλλεται, εἶναι ὅτι τὰ παιδιά, ποὺ μεγαλώνουν σὲ οἰκογένεια ὁμοφυλοφίλων, δὲν βλέπουν τὴ δική τους οἰκογένεια στὰ σχολικὰ βιβλία, τὸ ὁποῖο πράγματι συμβαίνει. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως ἡ συνύπαρξη στὸ σχολεῖο, στὴν πολυκατοικία, στὴ γειτονιὰ καὶ στὴν κοινωνία γενικότερα οἰκογενειῶν ὁμοφυλοφίλων μὲ παιδιὰ συνιστᾶ μία πρόκληση γιὰ ὅλους τούς ἑτερόφυλους γονεῖς, ποὺ ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μαζί τους. Οἱ ἑτερόφυλοι γονεῖς θὰ κληθοῦν νὰ ἀπαντήσουν σὲ ἐρωτήματα τῶν παιδιῶν τους, γιατί ἡ συμμαθήτρια ἢ τὸ γειτονόπουλο ἔχει δύο μαμάδες ἢ δύο μπαμπάδες. Οἱ περισσότεροι γονεῖς θὰ βρεθοῦν σέ ἀμηχανία καὶ σὲ μεγάλη δυσκολία, ἐφόσον, ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ δὲν θὰ θέλουν νὰ δημιουργήσουν ἀρνητικὰ συναισθήματα στὸ παιδί τους γιὰ τὸ ἄλλο παιδὶ, γιὰ νὰ μὴ τὸ ὠθήσουν νὰ τὸ περιθωριοποιήσει, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ διαπαιδαγωγήσουν τὸ παιδί τους μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι ὅλα εἶναι ἐξίσου φυσιολογικὰ καὶ δὲν ὑπάρχει βιολογικὸ φῦλο, ἀλλὰ κοινωνικὸ καὶ ρευστότητα φύλου. Θὰ κληθοῦν, ἑπομένως, νά σχοινοβατήσουν σέ μία ἐπίπονη διαλεκτικὴ σύνθεση δύο ἀντίθετων προσεγγίσεων, στὴν ὁποία εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀμφίβολο κατὰ πόσο εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἀνταποκριθοῦν. Γίνεται ἄλλωστε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴν κοινωνική μας ἐμπειρία ὅτι ὁ μέσος Ἕλληνας γονέας, ἀνεξαρτήτως τοῦ πῶς θὰ διαχειριστεῖ τὴν κατάσταση, ἂν τοῦ προκύψει, δὲν ἐνθουσιάζεται στὴν ἰδέα νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι τὸ παιδὶ του εἶναι ὁμοφυλόφιλος ἢ τρὰνς ἢ ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ ἀλλάξει φῦλο.
Οἱ παράμετροι αὐτές, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ συνοχὴ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, εἶναι ἀνάγκη νὰ τεθοῦν στὴ δημόσια διαβούλευση μὲ γόνιμο καὶ σφαιρικὸ τρόπο, μὲ συγκροτημένη ἐπιχειρηματολογία, μὲ σεβασμὸ στὴν ἀντίθετη ἄποψη, χωρὶς εὔκολη συνθηματολογία καὶ χωρὶς ἀπαξιωτικοὺς χαρακτηρισμούς. Μιά δημόσια διαβούλευση μέ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά προηγεῖται ἀπὸ ὁποιαδήποτε βεβιασμένη προώθηση νομοθετικῶν μεταρρυθμίσεων καὶ τὰ μέσα ἐνημέρωσης καλοῦνται νὰ ὑπηρετήσουν αὐτὴ τὴ συζήτηση μὲ ἀντικειμενικότητα.