«Ἡ δὲ ὄντως χήρα καὶ µεµονωµένη ἤλπικεν ἐπὶ τὸν Θεὸν καὶ προσµένει ταῖς δεήσεσι καὶ ταῖς προσευχαῖς νυκτὸς καὶ ἡµέρας·» (Α΄ Τιμ. 5, 5). (δηλ.: Ἡ δὲ πραγµατικὴ χήρα, ἡ σώφρων δηλαδὴ καὶ ἁγνή, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ἔρηµος ἀπὸ συγγενεῖς, ἔχει στηρίξει τὰς ἐλπίδας της εἰς τὸν Θεόν καὶ καταγίνεται µὲ ἐπιµονὴν εἰς τὰς δεήσεις καὶ προσευχὰς νύκτα καὶ ἡµέραν).

  Ὅταν ἔχουμε πλήρη ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα στὸν Θεό, τότε εἴμαστε στὴν οὐράνια πορεία.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει:

«Ὅπως ὁ Θεὸς στεφανώνει ἐκεῖνον ποὺ κοπιάζει καὶ ταλαιπωρεῖται καὶ ὑποφέρει ἀκόμα, ἔτσι στεφανώνει κι ἐκεῖνον ποὺ ἐλπίζει. Γιατὶ τὸ ὄνομα τῆς ὑπομονῆς εἶναι ὄνομα ἱδρώτων καὶ μεγάλης καρτερίας. Ἀλλ’ ὅμως κι αὐτὸ τὸ χάρισε σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἐλπίζει, γιὰ νὰ παρηγορήση τὴν ψυχὴ ποὺ κουράστηκε πολύ.

Ὁ μακαριστὸς ἱεροκήρυκας Δ. Παναγόπουλος, ἔλεγε:

«Ὁ πραγματικὸς Χριστιανὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὑπερ­άνθρωπος. Δὲν ἔχει αἷμα μέσα του, ἀλλὰ νερό. Εἶναι πάντα ψύχραιμος καὶ δὲν θυμώνει. Γνωρίζει, ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ συμβῆ στὴ ζωή του, ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέπει, γιὰ τὸ καλό του καὶ ἔτσι παρηγοριέται. Σ’ αὐτὸ τὸ γρανάζι σκοντάφτουν πολλοί.

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ὁ Αἰτωλός, κάθε μέρα ποὺ ξυπνοῦσε, ἔκανε μία σύντομη προσευχή ποὺ ἔλεγε: “Πήγαινε Χριστέ καί σήμερα μπροστά μας! Ὁ Χριστός εἶπε, ὅποιος θέλει ἄς μέ ἀκολουθήση”».

Στὸ βιβλίο “Βίος καὶ Λόγοι τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου” διαβάζουμε:

«Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, Αὐτὸς ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ κεῖ πηγάζει ἡ χαρά.

Ἡ χαρὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μία χαρά, ποὺ σὲ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μία πνευματικὴ τρέλλα, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ. Σὲ μεθάει σὰν τὸ κρασὶ τὸ ἀνόθευτο, αὐτὸ τὸ κρασὶ τὸ πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: «ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον» (Ψαλ. 22, 5). Ὁ πνευματικὸς οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολὺ δυνατὸς κι ὅταν τὸν πίνης, σὲ μεθάει. Αὐτὴ ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίδεται στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ» (Πρβλ. Ματθ. 5, 8)».

«Ζοῦσε κάποτε σ’ ἕνα μοναστήρι κάποιος μοναχὸς ποὺ τὰ ροῦχα του, ὅπως ἄλλοτε τὰ ροῦχα τοῦ ἀποστόλου Παύλου (βλ. Πράξ. 19:11-12), εἶχαν ἀποκτήσει θεραπευτικὲς ἰδιότητες: Πολλοὶ ἄρρωστοι, μόλις τὰ ἔβαζε πάνω τους ὁ μοναχός, γίνονταν καλά. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς παρατηροῦσαν τὸ φαινόμενο μὲ θαυμασμὸ ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπορία, καθὼς ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος δὲν ἔκανε κάποια ξεχωριστὴ σωματικὴ ἄσκηση. Ζοῦσε ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι, ἀκολουθώντας τὸ μοναστηριακὸ τυπικό, χωρὶς νὰ νηστεύη ἢ νὰ ἀγρυπνῆ ἢ νὰ κοπιάζη ἐξαιρετικά.

  Μία μέρα, ὓστερα ἀπὸ μία ἀκόμα θαυματουργικὴ θεραπεία ἀσθενῶν, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τὸν ρώτησε πῶς εἶχε ἀποκτήσει αὐτὸ τὸ χάρισμα.

 – Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀπορῶ, ἀποκρίθηκε ὁ μοναχός, πῶς μπορῶ νὰ δίνω τὴν ὑγεία στοὺς ἀνθρώπους. Νιώθω ντροπὴ ποὺ τὰ ροῦ­χα μου ἔχουν τέτοια δύναμη, καθὼς ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε νὰ λάβω αὐτὸ τὸ χάρισμα χωρὶς νὰ κάνω αὐστηρὴ ἄσκηση. Μόλις ποὺ μπορῶ νὰ συγκριθῶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς τῆς Ἱ. Μονῆς.

 – Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, συμφώνησε ὁ ἡγούμενος. Βλέπουμε κι ἐμεῖς πὼς εἶσαι ἕνας συνηθισμένος μοναχός. Ἀλλὰ πές μου, παιδί μου, πῶς περνᾶς τὴν ἡμέρα σου, τί λογισμοὺς βάζει ὁ νοῦς σου, τί αἰσθάνεται ἡ καρδιά σου…

 – Στὸ ξεκίνημα τῆς κάθε μέρας, γέροντα, βάζω στόχο ἕνα πρᾶγμα: Νὰ μὴ σκεφθῶ τίποτα ποὺ θὰ ἦταν ἀντίθετο στὸ θεῖο θέλημα. Ποτὲ δὲν φοβᾶμαι τὶς δυσκολίες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ διαταράξουν τὸν νοῦ μου καὶ νὰ παραλύσουν τὴν καρδιά μου, ὥστε νὰ παραπονεθῶ σὲ κάποιον ἢ νὰ τοῦ ἀποκαλύψω τὸν πόνο μου. Ὅλα τὰ ἀντιμετωπίζω μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἔτσι, τὶς μέρες ποὺ συμβαίνουν εὐχάριστα γεγονότα, δὲν εἶμαι πιὸ χαρούμενος ἀπ’ ὅ,τι τὶς ἄλλες μέρες. Ὅλα, τόσο τὰ εὐχάριστα ὅσο καὶ τὰ δυσ­άρεστα, τὰ δέχομαι μὲ τὴν ἴδια διάθεση, ἀφοῦ εἶναι σταλμένα ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ δὲν παρακαλῶ τὸν Κύριο νὰ ἔρχονται τὰ πρά­γματα, ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὅπως θέλει Ἐκεῖνος.

 – Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἡγούμενος, πές μου, δὲν λυπήθηκες μαζὶ μ’ ὅλους ἐμᾶς χθὲς τὸ βράδυ, ὅταν ξέσπασε φωτιὰ στοὺς στάβλους καὶ τὶς σιταποθῆκες τῆς μονῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταστραφοῦν τὰ κτίρια καὶ νὰ καοῦν τὰ ζῷα καὶ τὰ σιτηρά;

 – Πίστεψέ με, γέροντα. Ὅλη αὐτὴ ἡ ζημιὰ τῆς μονῆς δὲν μοῦ προξένησε τὴν παραμικρὴ λύπη. Γιατί ἔμαθα νὰ εὐγνωμονῶ τὸν Θεὸ τόσο γιὰ τὰ εὐχάριστα ὅσο καὶ γιὰ τὰ δυσάρεστα. Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ὅλα ὅσα μᾶς συμβαίνουν στέλνονται ἢ παραχωροῦνται ἀπὸ τὴ θεία πρόνοια γιὰ τὸ καλό μας. Κι οὔτε τώρα μὲ ἀπασχολεῖ ἂν θὰ ἔχουμε λίγο ἢ πολὺ ψωμί. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς χορτάσει μ’ ἕνα τόσο δὰ ψίχουλο ὅπως μ’ ἕνα ὁλόκληρο ψωμί. Ἀλλὰ -γιὰ ν’ ἀφήσω τὰ πρόσκαιρα- κι ἂν ἀκόμα γνώριζα ὅτι ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ μὲ στείλη στὸν ᾅδη, ὄχι μόνο δὲν θὰ Τὸν παρακαλοῦσα ν’ ἀλλάξη τὴν ἀπόφασή Του, ἀλλὰ ἀκόμα περισσότερο θὰ προσευχόμουνα νὰ γίνη σ’ ἐμένα τὸ ἅγιο καὶ δίκαιο θέλημά Του.

  Ὁ ἡγούμενος ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ καί, ἔπειτα ἀπὸ μία μικρὴ σιωπή, τοῦ εἶπε:

– Πήγαινε, πάτερ, καὶ συνέχισε τὴν πνευματική σου ἐργασία. Ἐσὺ βρῆκες τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ. Τέτοιο χάρισμα σὲ λίγους δίνεται ἀπὸ τὸν Θεό.