Μὲ τὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων (14 Ἰανουαρίου) κλείνει ἡ μεγάλη περίοδος τῶν ἀκινήτων (σταθερῶν) ἑορτῶν Χριστουγέννων καὶ Θεοφανείων (Σαρανταήμερο-Δωδεκαήμερο), ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὶς 15 Νοεμβρίου.
Ὑπάρχει καὶ ἡ παράδοση, ὅτι ἡ περίοδος αὐτὴ κλείνει ὁριστικὰ ἀφοῦ συμπεριλάβει καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἔχουμε τὸν σαραντισμὸ τοῦ γεννηθέντος Χριστοῦ, τὴν ἐμφάνισή του δηλαδὴ κατὰ τὸν μωσαϊκὸ νόμο στὸν ναό. Κατὰ τὴν παράδοση λοιπὸν αὐτή, ἡ περίοδος τῶν Χριστουγέννων ἐκτείνεται σαράντα μέρες πρὶν καὶ σαράντα μέρες μετὰ τὴν ἑορτή.
Μετὰ τὴ Βάπτισή του ὁ Χριστὸς ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο καὶ νήστεψε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες, χωρὶς νὰ φάει ἀπολύτως τίποτε. Ὁ διάβολος τότε, προσπαθώντας νὰ ξεκαθαρίσει ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι ὄντως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸν δοκίμασε, ὑποβάλλοντάς τον σὲ τρεῖς πειρασμούς. Ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ὑπέκυψε σὲ κανένα πειρασμό. Καὶ χρησιμοποιώντας μόνο λόγια ἀπὸ τὶς Γραφὲς («γέγραπται γάρ»), ἀπέκρουσε τὸν διάβολο, ἀποφεύγοντας νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὴν πραγματική του ταυτότητα.
Αὐτὸ εἶχε σὰν συνέπεια νὰ νομίζει ὁ διάβολος, μέχρι καὶ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ κοινὸ ἄνθρωπο. Τρία ὑπέρλογα μυστήρια (ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Σταύρωσή του) διενεργήθηκαν μὲ ἀπόρρητο τρόπο, «ἐν σιγῇ», ὥστε νὰ διαλάθουν τῆς προσοχῆς τοῦ ἄρχοντα τοῦ σκότους (ἅγ. Ἰγνάτιος Θεοφόρος).
Κατόπιν ὁ Χριστὸς ἄρχισε νὰ κηρύττει, παρακινώντας τὸν λαὸ σὲ μετάνοια, διότι «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα). Τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ ξεκίνησε, ὅταν σταμάτησε τὸ κήρυγμα τοῦ Βαπτιστῆ Ἰωάννη. Ἡ φωνὴ τοῦ Προδρόμου σίγησε, ὅταν αὐτὸς φυλακίστηκε ἀπὸ τὸν Ἡρώδη Ἀντίπα. Ὁ Πρόδρομος εἶχε πλέον ἐπιτελέσει τὸ ἔργο ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός. Εἶχε προετοιμάσει τὸν κόσμο «εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ’ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσιν, τοῦτ’ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν» (Πράξ. 19, 4).
Ἦταν ὁ λύχνος ποὺ προηγήθηκε, γιὰ νὰ δείξει τὸν ἥλιο ποὺ θὰ ἀνέτελλε. Κατὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόταν Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸν Ἅδη. Θὰ εὐαγγελιζόταν καὶ στοὺς ἐκεῖ νεκρούς, «τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι», τὴν προσεχῆ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τὴ σύλληψη λοιπὸν τοῦ Προδρόμου ἦρθε ἡ ὥρα, κατὰ τὸ σχέδιο πάντα τοῦ Θεοῦ, νὰ κάνει ἔναρξη τοῦ δικοῦ του κηρύγματος ὁ Χριστός. Ὡς κέντρο του διάλεξε μιὰ κεντρικὴ πόλη, τὴν Καπερναούμ, ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκε, ἀφήνοντας τὴ Ναζαρέτ, ὅπου εἶχε ἀνατραφεῖ.
Ἡ Καπερναοὺμ ἦταν σπουδαία πόλη τῆς Γαλιλαίας, χτισμένη στὴν ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γεννησαρέτ, στὰ ὅρια τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ. Ἐπαληθεύτηκε ἔτσι ἡ προφητεία τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, ὅτι στὴ Γαλιλαία, στὴ γῆ Ζαβουλὼν καὶ στὴ γῆ Νεφθαλείμ, στὸν λαὸ ποὺ βρισκόταν «ἐν σκότει…, ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου», ἀνέτειλε «φῶς μέγα». Τὸ φῶς ποὺ θὰ φώτιζε ὅλα τὰ ἔθνη.
Ὁ Πρόδρομος εἶχε ἐπιλέξει τὴν ἔρημο σὰν βάση τῆς δράσης του, ὁ Χριστὸς τὴν πολυάνθρωπη Καπερναούμ.
Στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὰ πάντα λειτουργοῦν θετικά, μὲ τρόπο εὔχρηστο γιὰ τὸ σχέδιό Του.
π. Δημητρίου Μπόκου