Δορμπαράκης Γεώργιος, Πρωτοπρεσβύτερος.
Ἡ ὑπομονὴ δὲν εἶναι ὑπὸ προθεσμία. Δὲν κάνω ὑπομονὴ κοιτῶντας τό… ρολόϊ, γιὰ νὰ ξεσπάσω μετά. Γιατί αὐτὸ δείχνει ὄχι μόνον ὅτι δὲν ἔχω ὑπομονή, ἀλλὰ δὲν ἔχω καὶ τὴν ποιότητα ποὺ ἀπαιτεῖται. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» βεβαίωσε ὁ Κύριος. Μία ὑπομονὴ δηλαδὴ ποὺ τελικῶς εἶναι μία χαρισματικὴ κατάσταση, ἡ ὁποία δωρίζεται – καλύτερα: κερδίζεται ἀπὸ τὸν πιστὸ σὲ συνεργασία μὲ τὸν Κύριο – στὸν βαπτισμένο ἄνθρωπο. Δὲν μπορεῖ ἕνας ἄπιστος, ἕνας μὴ βαπτισμένος νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ χάρη αὐτή, γιατί δὲν ἔχει τὴν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκ φύσεως ὑπομονετικός, ὅπως λέμε, ἀλλὰ θὰ ἔλθει κάποια στιγμὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ὑποστείλει τὴ σημαία τῆς φυσικῆς του αὐτῆς προδιάθεσης· καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἔχει τὴν ὑπομονὴ ὡς ἐφαλτήριο γιὰ τὴν πορεία τῆς τελείωσης. Ὁ πιστός, ὁ ἐν ἐπιγνώσει πιστὸς ἐννοεῖται, ποὺ ἔστω καὶ λίγο κατανοεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς δωρεᾶς τῆς ἐνσωμάτωσής του στὸν Χριστὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία, παλεύει στὴν ὑπομονή, γιατί τὴν ἐντάσσει στὴν προοπτικὴ τῆς πνευματικῆς του ἐξέλιξης. Ξέρει γιατί ὑπομένει. Κι ἐπειδὴ ξέρει, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιμένει στήν… ὑπομονή. Μέχρι πότε; «Μέχρι τέλους».
Ὁ πιστὸς λοιπὸν ἔτσι σκέπτεται: «Θὰ ὑπομείνω κι ἂς πεθάνω. Γιατί τότε θὰ μ’ ἀναστήσει πνευματικὰ ὁ Κύριος». Σὰν τὸν καλόγερο ποὺ ἀναφέρει τὸ Γεροντικὸ ποὺ ἀντιμετώπιζε λογισμοὺς φυγῆς ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ἔρχονταν οἱ λογισμοὶ αὐτοί, ἔβγαζε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα χαρτὶ ποὺ εἶχε καταγράψει τὴν ἀπόφασή του αὐτή: «Θὰ μείνω μέχρι τέλους κι ἂς πεθάνω». Κι ὄχι μόνον βεβαίως δὲν πέθανε, ἀλλὰ χαριτώθηκε ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν Θεό, γενόμενος ἕνας ὅσιος σπουδαῖος ἀσκητής. Τὸ ἴδιο ὅμως δὲν κάνει ἢ δὲν πρέπει νὰ κάνει κι ἕνας ἔγγαμος; Δὲν εἶναι τὸ μοναστήρι τὸ μόνο πεδίο πνευματικῆς δράσης καὶ προκοπῆς· εἶναι καὶ ἡ οἰκογένεια. Γιατί αὐτὰ τὰ δύο, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, τὸ μοναστήρι καὶ ἡ οἰκογένεια, θεωροῦνται οἱ δύο κεντρικοὶ δρόμοι γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι λοιπὸν ἰσχύει στὸ μοναστήρι, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ πρέπει νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἔγγαμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπόσχεση ποὺ δίνει ἕνας καλόγερος ὅταν κείρεται μοναχός, ὅτι θὰ παραμείνει στὸ μοναστήρι καὶ στὴν καλογερική «ἕως τέλους», αὐτὴ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἔγγαμο, ὅταν ἐν ἐπιγνώσει μπαίνει στὰ «δεσμὰ» τοῦ γάμου καὶ τῆς συζυγίας. «Ἐκεῖνοι ποὺ ἀλλάζουν εὔκολα Μοναστήρι, (καὶ σχέση θὰ προσθέταμε, χωρὶς νὰ ἀλλοιώσουμε νομίζουμε τὸν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ποὺ τὸ καταγράφει), εἶναι τελείως ἀπρόκοφτοι. Διότι τίποτε δὲν συντελεῖ τόσο στὴν ἀκαρπία, ὅσο ἡ ἔλλειψη ὑπομονῆς».
Τί συγκεκριμένα μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ πειρασμὸ γιὰ ἕναν ἔγγαμο, προκειμένου νὰ θέλει νὰ διαλύσει ἴσως τὴ σχέση του καὶ νὰ σηκωθεῖ νὰ φύγει; Τὸ «γκρέμισμα» τῆς ψευδαίσθησης τοῦ τέλειου ἢ τῆς τέλειας συζύγου. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ξεκινάει κανεὶς μία σχέση, κι ἐννοεῖται σχέση σοβαρή, θεωρῶντας ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὸν κόσμο τοῦτο – δὲν ἔχει ἀδυναμίες, δὲν ἔχει παραξενιές, δὲν εἶναι δηλαδὴ ἄνθρωπος. Κι ἔρχεται ἡ ὠμὴ πραγματικότητα, ποὺ ἀποκαλύπτει ὅτι καὶ ὁ ἄλλος τελικὰ εἶναι ἁπλός… ἄνθρωπος. Γιατί μέσα στὴ σχέση, μέσα στὸν γάμο μάλιστα, φανερώνεται ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀλήθεια του. Στὴ σχέση, τὴν καθημερινὴ καὶ δεσμευμένη, «ξεγυμνώνεται» ψυχικά – δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ οὔτε νὰ παίξει θέατρο. Λοιπόν, ἐκεῖ ἀπαιτεῖται ἡ ὑπομονή. «Θὰ ὑπομείνω ἕως τέλους», γιατί ἐγὼ διάλεξα τὸν ἄνθρωπό μου, γιατί ξέρω ὅτι ἔχει ἀδυναμίες, ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸν ἀγαπῶ καὶ μαζί του θὰ βαδίσω γιὰ νὰ ξεπεράσουμε καὶ τὶς δικές του καὶ τὶς δικές μου ἀδυναμίες, προκειμένου νὰ ζήσουμε Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας τελειωτής Ἰἠσοῦς».
Τί ἄλλο προσβάλλει τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς; Ὁ ἐρχομὸς τῶν παιδιῶν. Μὰ τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι δεδομένο ὅτι θὰ ἔχουν τὰ ἀνάλογα προβλήματα γιὰ νὰ ζήσουν, νὰ μεγαλώσουν, νὰ καθοδηγηθοῦν, νὰ διαπαιδαγωγηθοῦν; Ποιός εἶπε ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι ἄγγελοι; «Ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αυτοῡ», σημειώνει ἡ Γραφή. Ἡ ὑπομονὴ ἰδίως σὲ σχέση μὲ τὰ παιδιὰ εἶναι δεδομένη. Ἀλλὰ εἶναι ἡ εὐκαιρία τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ εὐκαιρία ποὺ δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Πόσα δὲν ἔχουν πεῖ ἐπ’ αὐτοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, καὶ ἐσχάτως οἱ ὅσιοι τῆς ἐποχῆς μας, Πορφύριος, Παΐσιος, Ἰάκωβος, Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης! «Ὑπομονῆς χρείαν ἔχετε», ἀκοῦμε οἱ ἔγγαμοι καθημερινὰ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο. Ἀλλὰ τὴν ὑπομονὴ ἐκείνη, ποὺ δὲν λειτουργεῖ σὰν τὴ χύτρα ποὺ εἶναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει καὶ νὰ σκάσει τὸ καπάκι της, τὴν ὑπομονὴ ποὺ δὲν κατανοεῖται ὡς ἡ κατάσταση ποὺ τὴν ἀσκῶ γιατί δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἀλλιῶς. Μιὰ τέτοια ὑπομονὴ φέρνει προβλήματα, ψυχολογικὰ ἀλλὰ καὶ σωματικά, δημιουργεῖ πολλὲς φορὲς καρκίνους, δημιουργεῖ ἐντάσεις ποὺ δυστυχῶς αὐτοὶ ποὺ τὰ πληρώνουν τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι τὰ παιδιά.
Ὁπότε, ἡ καλλιέργεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, μὲ τὴν ὑπομονὴ στὴ βάση της, ἀλλὰ καὶ στὸ ὕψωμά της καὶ στὴν κορυφή της, εἶναι μᾶλλον μονόδρομος. Νὰ ὑπομένω χαρούμενα, γιατί ἀγαπῶ τὸν σύντροφό μου, γιατί μπορῶ νὰ τὸν βοηθῶ στὴν ὑπέρβαση τῆς ἀδυναμίας του, γιατί μαζὶ μποροῦμε νὰ κερδίσουμε τὸν Παράδεισο, γιατί βρισκόμαστε μαζί, καὶ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, στὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν μας. Καὶ τι μου ἀποκαλύπτεται τελικὰ στὴν πορεία αὐτή; Ὅτι ἡ ὑπομονὴ αὐτὴ μὲ κάνει ἔξυπνο. Ἔξυπνο ὄχι μόνον ἀπὸ πλευρᾶς φυσικῆς – κι αὐτὸ γίνεται, γιατί πιέζομαι νὰ βρίσκω λύσεις μπροστὰ σὲ θεωρούμενα ἀδιέξοδα! ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς. Τί ἐννοοῦμε; Ἡ ἐπιμονὴ στὴ σχέση, ἡ ἐν ἐπιγνώσει ὑπομονή, μὲ σπρώχνει ἀναντίρρητα σὲ ἕναν δρόμο διαρκοῦς ἀλλαγῆς. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἑαυτοῦ μου, καθὼς μὲ κάνει νὰ ὑπερβαίνω τὰ ἐξογκώματα τοῦ χαρακτῆρα μου, τὶς «γωνίες» μου νὰ τὶς κάνει στρογγυλές. Ὑπάρχει περίπτωση νὰ εἶναι κανεὶς χριστιανός, εἴτε καλόγερος εἴτε ἔγγαμος, καὶ νὰ θεωρεῖ ὅτι ἡ μονολιθικότητα τοῦ χαρακτῆρα του εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ζωῆς του;
Μονολιθικὸς εἶναι μόνον ὁ ἐγωιστὴς ἄνθρωπος, ποὺ νομίζει πὼς ὅ,τι ἔχει ὡς δική του συνήθεια, ὡς δική του ἀνάγκη καὶ ἀδυναμία, αὐτὸ καὶ θὰ συνεχίζει ἐς ἀεί, ἔχοντας τὸν ὑπηρέτη του, δηλαδὴ τὸν σύντροφό του. Καταλαβαίνουμε ὅμως ὅτι αὐτὸ εἶναι δαιμονικό. Χριστιανὸς σημαίνει διαρκὴς κίνηση ἀλλαγῆς, πορεία ἐν Χριστῷ, προκειμένου νὰ βρίσκεται πάντοτε καὶ ἀδιάκοπα στὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὸν δρόμο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ταπείνωσης, ποὺ θὰ πεῖ στὸν δρόμο τῆς ὑπομονῆς. Ὑπομονὴ καὶ ἑτοιμότητα ἀλλαγῆς τοῦ ἑαυτοῦ μου εἶναι ἔννοιες παράλληλες καὶ αἰτιωδῶς συσχετισμένες. Ἡ μία παραπέμπει στὴν ἄλλη. Πῶς τὸ λέει ἕνα παλιὸ ὄμορφο τραγούδι; «Ροῦχα μαζὶ ποὺ πλύθηκαν κι ἔχουνε γίνει ρόζ». Εἶναι τυχαῖο ποὺ οἱ ἀληθινοὶ καὶ σοφοὶ Γεροντάδες στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅταν ἐρωτῶνται συνήθως ἀπὸ ἐγγάμους τί νὰ κάνουν γιὰ τὴν πνευματική τους προκοπή, εἰσπράττουν ὡς ἀπάντηση: «ἐσεῖς οἱ ἔγγαμοι ἔχετε τοὺς δικούς σας Γέροντες. Κι αὐτοὶ κυρίως εἶναι οἱ γυναῖκες σας καὶ τὰ παιδιά σας!». Ὅ,τι ὑπακοὴ καλεῖται νὰ κάνει ἕνας ὑποτακτικὸς στὸν Γέροντά του στὸ μοναστήρι, τὴν ἴδια – τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν – καλεῖται νὰ κάνει καὶ ἕνας ἔγγαμος ἔναντι τοῦ ἢ τῆς συντρόφου καὶ συζύγου. «Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φὸβῳ Χριστοῦ», σημειώνει καὶ πάλι ὁ ἀπόστολος. Ὑπακοὴ σημαίνει ὅμως ξεκούνημα, ἀλλαγή, πέρασμα σὲ κάτι ἄλλο ποὺ ζητᾶ.