Διατεινόμαστε πολλοί ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ – ἡ ζωή μας τό ἐπιβεβαιώνει: πιστεύουμε στόν Χριστό, ἐκκλησιαζόμαστε καί κοινωνοῦμε ἴσως, κάνουμε τήν προσευχή μας ὅταν μποροῦμε, δίνουμε κάποιες ἐλεημοσύνες. Θεωροῦμε μᾶλλον ὅτι εἴμαστε στήν «πλευρά» τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καί Ἐκεῖνος μᾶς ὀφείλει τή σωτηρία μας, ὅταν μάλιστα ἔρχονται στιγμές πού Τόν «ὑπερασπιζόμαστε» ἀπέναντι στούς «κακούς» πού Τόν μάχονται.

Μά ἔρχεται ὁ «ἐπικίνδυνος» λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν δίστομον μάχαιραν» πού πάει νά «καταρρίψει» τήν εἰκόνα πού ἔχουμε στό μυαλό μας γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας! «Είσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Δέν μπορεῖς νά ἐπιθυμεῖς τά πλούτη καί τόν θησαυρισμό σου στή ζωή αὐτή. Μόλις πᾶς νά τά ἐπιθυμήσεις ἔχεις ἀνοίξει τή θύρα γιά νά πέσεις σέ πειρασμό, σέ παγίδα πού σοῦ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Πονηρός διάβολος, σέ καταστάσεις πού θά σέ βυθίσουν στήν καταστροφή καί τό χαμό σου! Τό νά ἐπιθυμεῖς τά πλούτη σημαίνει ὅτι ξέφυγες ἀπό τόν ὀρθό δρόμο, τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ, καί κινεῖσαι πιά στόν σκοτεινό δρόμο τῆς πλάνης. Δέν εἶσαι πιά κἄν πιστός καί αὐτοβασανίζεσαι πληγώνοντας τόν ἑαυτό σου. Κι αὐτό γιατί; Διότι ἀγάπησες τά χρήματα! Κι αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν πού ὑπάρχουν, ἡ πύλη τῆς κόλασης!» (ελεύθερη απόδοση λόγων Απ. Παύλου: Α΄ Τιμ. 6, 9-11).

     Θέλει προσοχή! Δέν ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος σ’ αὐτούς πού ἤδη ἔχουν τά πλούτη – αὐτοί βρίσκονται στήν πιό ἐπικίνδυνη θέση, τήν πιό δύσκολη! Γιατί εἶναι ὑποχρεωμένοι, ἄν θέλουν νά ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, νά κάνουν ὀρθή χρήση τοῦ πλούτου τους: νά βρίσκονται σέ ἐκείνη τήν ἑτοιμότητα ἀληθινῆς ἀγάπης ὥστε πρώτιστα νά καλύπτουν τίς ἀνάγκες τῶν ἄλλων συνανθρώπων τους πού ὑστεροῦν καί εἶναι πτωχοί καί ὕστερα καί τίς δικές τους πού πρέπει νά εἶναι λιτές καί περιορισμένες˙ «ἔχοντας τροφή καί σκεπάσματα ἄς ἀρκεστοῦμε σ’ αὐτά» (ἀπ. Παῦλος). Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔκανε τήν ἀποτίμηση: «πόσο δύσκολα αὐτοί πού ἔχουν τά χρήματα θά εἰσέλθουν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πιό εὔκολα θά περάσει ἕνα καραβόσχοινο ἀπό τήν τρύπα μίας βελόνας παρά ἕνας πλούσιος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ!»

     Λοιπόν, δέν μιλάει ἐδῶ ὁ θεόπνευστος Παῦλος γιά τούς ἤδη πλουσίους. Κάνει λόγο γιά ὅσους εἶναι πτωχοί καί ἐπιθυμοῦν νά πλουτίσουν, «οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν». Καί κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου, «ἀκτινογραφώντας» τήν πνευματική τους κατάσταση. Πρόκειται γιά ἀνθρώπους πού ἡ ροπή τους αὐτή – καί τή ροπή αὐτή τήν ἔχουμε ὅλοι μας ὡς καρπό τῆς ἐνοικούσης ἐν ἡμῖν ἁμαρτίας – ἄν δέν προσεχτεῖ καί δέν ἐλεγχτεῖ θά ὁδηγήσει, ὅπως ἀναφέρει, στήν ὑποταγή μόνον στόν Πονηρό καί τά πάθη τους καί θά διαγράψει τόν Χριστό ἀπό τή ζωή τους. Τό ἔχει ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί τό ἐπιβεβαιώνει δυστυχῶς ἡ διαχρονική πραγματικότητα: «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».

      Ὁ πειρασμός ὄντως εἶναι μεγάλος. Γιατί σέ κάθε ἐποχή τό χρῆμα εἶναι ἡ ἄμεση καί «χειροπιαστή» θεότητα – μέ τό χρῆμα ἀνοίγονται ὅλες οἱ θύρες, ἀκόμη κι ἐκεῖνες πού θεωροῦνται «ἑπτάκλειστες». Ὁ πλούσιος θεωρεῖται ὁ κυρίαρχος τοῦ κόσμου, ὁ πλοῦτος συνυπάρχει μέ τήν ἐξουσία, ὁ πλοῦτος σέ κάνει νά νιώθεις κι ἐσύ λίγο ἤ πολύ… θεός! Μά εἶναι ἡ μεγαλύτερη πλάνη καί ἡ ἀπόδειξη, μέ τήν ἐγωιστική χρήση του, τῆς ἴδιας τῆς ἀπιστίας. Πρόκειται γιά τήν ἀφροσύνη, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός στή γνωστή παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, δηλαδή πρόκειται γιά μία τελικῶς τρέλα πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά μήν εἶναι ὁ ἑαυτός του καί νά κινεῖται σέ μία «φαντασιακή» πραγματικότητα. Γιατί ἡ ὄντως πραγματικότητα ἔρχεται ἀμείλικτη ἐκεῖ πού δέν τό περιμένεις καί σοῦ λέει: «Ἀνόητε καί τρελέ, αὐτήν τή νύχτα θά πεθάνεις! Κι ὅλα αὐτά πού ἔχεις τί θά γίνουν; Σοῦ ζητᾶνε οἱ δαίμονες τήν ψυχή σου!»

     Γιά τόν πιστό ἡ πορεία εἶναι μονόδρομος: Δέν πρέπει νά ἀφεθεῖ σέ τέτοιον πειρασμό. «Σύ ἀνθρωπε τοῦ Θεοῦ ἀπόφευγε ὅλα αὐτά!» Καί τί πρέπει νά κάνει; Νά στρέφεται ἀδιάκοπα πρός τόν Θεό, ἐκζητώντας μέ βιασμό τῆς καρδιᾶς καί τῆς ψυχῆς του τήν ἐφαρμογή τοῦ ἁγίου θελήματός Του. Ὅσο εἴμαστε μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου στό «κυνηγητό», πού θά πεῖ στήν ἀγάπη, τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, τήν πίστη καί τό ἄνοιγμα πρός τόν συνάνθρωπο, τόσο θά βλέπουμε ὅτι θά ἀνατέλλει καί ἡ συνοδευτική τῶν πάντων ἀγαθῶν ἀρετή, ἡ ἐγκράτεια. Γιατί ἡ ἐγκράτεια συνιστᾶ γενική ἀρχή πού ἀγκαλιάζει πρῶτα τήν ψυχή καί ἔπειτα τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Καί φανερώνει τήν ἐνυπάρχουσα καί ἐνεργοποιημένη ἀπό τήν καλή μας διάθεση χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ γάρ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν… ἐγκράτεια».

π. Γεώργιος Δορμπαράκης