Ἅγιος Πορφύριος.
Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Εἶναι μέσα μας ὅλ’ αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας ἡ ἀπόκτησή τους.
Γιὰ πολλοὺς ὅμως ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μία ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτὸ πολλοὺς ἀπ’ τοὺς «θρήσκους» τοὺς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σὲ τί χάλια βρίσκονται.
Κι ἔτσι εἶναι πράγματι. Γιατί ἂν δὲν καταλάβει κανεὶς τὸ βάθος τῆς θρησκείας καὶ δὲν τὴ ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστια καὶ μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καὶ φέρεται ὑπὸ τοῦ κακοῦ πνεύματος.
Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶναι μία σατανικὴ ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τὴ θρησκεία σὰν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στὴν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε: «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι» καὶ μόλις βγοῦνε ἔξω ἀρχίζουν νὰ βλασφημᾶνε τὰ θεῖα, ὅταν κάποιος λίγο τοὺς ἐνοχλήσει.
Στὴν πραγματικότητα, ἡ χριστιανικὴ θρησκεία μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη, ὅμως προϋπόθεση γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμὸς σκοτίζει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν μπερδεύει, τὸν ὁδηγεῖ στὴν πλάνη, στὴν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νὰ κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀλήθεια.Τὸ οὐσιαστικότερο εἶναι νὰ φεύγεις ἀπ’ τὸν τύπο καὶ νὰ πηγαίνεις στὴν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐννοεῖ πάντα νὰ κάνεις θυσίες.
Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μᾶς ἀγαπήσει ἅμα ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ μᾶς ἀγαπήσει. Γιὰ νὰ μᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νὰ βρεῖ μέσα μας κάτι τὸ ἰδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθεῖς, παρακαλεῖς, δὲν παίρνεις ὅμως τίποτα. Ἑτοιμάζεσαι ν’ ἀποκτήσεις ἐκεῖ ποὺ θέλει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἔλθει μέσα σου ἡ θεία χάρις, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ, ὅταν δὲν ὑπάρχει ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος.
Ποιὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἂν δὲν ὑπάρχει ταπείνωση, δὲν μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Ταπείνωση καὶ ἀνιδιοτέλεια στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Κανεὶς νὰ μὴ σᾶς βλέπει, κανεὶς νὰ μὴν καταλαβαίνει τὶς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρὸς τὸ θεῖον. Ὅλ’ αὐτὰ κρυφά, μυστικά, σὰν τοὺς ἀσκητές. Θυμάστε ποὺ σᾶς ἔχω πεῖ γιὰ τ’ ἀηδονάκι; Μὲς στὸ δάσος κελαηδεῖ. Στὴ σιγή. Νὰ πεῖς πὼς κάποιος τ’ ἀκούει, πὼς κάποιος τὸ ἐπαινεῖ; Κανείς. Πόσο ὡραῖο κελάηδημα μὲς στὴν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα. Πιάνει μία σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καὶ ζεῖ τὸν Θεὸ μυστικά, «στανεγμοῖς ἀλαλήτοις»…
…Ὅλο τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας στὸν Χριστό. Τὸ δόσιμο στὸν κόσμο τὸν πνευματικό. Οὔτε μοναξιὰ νιώθει κανείς, οὔτε τίποτα. Ζεῖ μέσα σ’ ἄλλον κόσμο. Ἐκεῖ ποὺ ἡ ψυχὴ χαίρεται, ἐκεῖ ποὺ εὐφραίνεται, ποὺ ποτὲ δὲν χορταίνει…