Κραγιόπουλος Συμεών, Ἱερεύς.

Ἐξαρτάται ἀπὸ μᾶς, ἐὰν θὰ γίνουμε κοινωνοὶ ὅλων αὐτὼν ποὺ ἔχουμε μέσα στὴ λατρεία, μέσα στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τὰ θεῖα πράγματα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ πλησιάζει ὅπως-ὅπως. Καὶ μακριὰ κανεὶς νὰ εἶναι ἀπὸ τὰ θεῖα πράγματα εἶναι κακὸ μεγάλο καὶ κοντὰ νὰ εἶναι, ἐὰν δὲν εἶναι ὅπως πρέπει, εἶναι ἐπίσης κακό.

Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ, μὲ σκοπὸ νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν Θεό, καὶ ὁ Ἀδὰμ τὰ ἔκανε θάλασσα. Τὸ ζήτησε νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ, ἔτσι ὅπως τὸ ζήτησε, ὄχι μόνο δὲν τὸ ἔλαβε ἀλλὰ ἔπεσε ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ διαβόλου. Δὲν ἔπεσε ἁπλῶς στὴν ἁμαρτία ἀλλὰ καὶ ὑπό την ἔξουσίαν τοῦ διαβόλου.

Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει θεὸς ὁ ἄνθρωπος

Ἀπόψε γιορτάζουμε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Στὸ γεγονὸς αὐτὸ φαίνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀπεστράφη ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸ γένος τοῦ Ἀδάμ, καίτοι εἶχε πεῖ «ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ΄ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Φυσικὰ, ἔτσι ἔγινε ἀλλὰ δὲν ἐγκατέλειψε τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖ στὸν θάνατό του. Δὲν ἀφήνει εὔκολα τὸ δημιούργημά του ὁ Θεός. Ὅσα λάθη κι ἂν κάνει, δὲν τὸ ἀφήνει εὔκολα. Ὅταν ἐξαντληθεῖ κάθε ἐλπίδα, τότε τὸ ἐγκαταλείπει• κι ἀλίμονο σ’ αὐτοὺς, ποὺ θὰ ἐγκαταλείψει ὁ Θεός.

Ἔρχεται, λοιπὸν, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κάνει πάλι τὸν ἄνθρωπο θεό. Θὰ λέγαμε, ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι πολὺ-πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε τὴν πρώτη φορά. Τότε, ἁπλῶς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, τὸν Ἀδάμ, καὶ τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς νὰ γίνει ὅμοιός του. Τώρα ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κρυφτεὶ ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸν ἄνθρωπο-Θεὸ καὶ νὰ γίνει θεός. Ὅμως καὶ τώρα, τὰ πράγματα δὲν μποροῦν νὰ δουλέψουν κατὰ μαγικὸ τρόπο. Εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη ποὺ φέρει ὁ ἄνθρωπος• πολὺ μεγάλη. Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ὄν λογικό, ὄν μὲ ἐλευθέρα βούληση, ὄν ποὺ μπορεῖ νὰ σκεφθεῖ σοβαρὰ καὶ νὰ ἐνεργεῖ σοβαρά, νὰ ὑπάρχει ὑπεύθυνα, νὰ ἐνεργεῖ ὑπεύθυνα, καὶ κάνει μεγάλο λάθος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀνεύθυνα ζεῖ, πρόχειρα ζεῖ, ἐπιπόλαια ζεῖ, σὰν νὰ παίζει μὲ τὸν Θεό.

Ἔγινε ὁ Χριστὸς ἄνθρωπος καὶ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ Χριστὸ τὸν ἔχουμε μέσα στὴ λατρεία, μέσα στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καὶ αὐτὴ τὴν ἡμέρα -ἐμεὶς κάνουμε ἀγρυπνία, οἱ ἄλλοι ναοὶ θὰ κάνουν τὸ πρωὶ τὴν ὅλη ἀκολουθία- τρέχουν λίγο- πολλοί οἱ πιστοὶ στὴν ἐκκλησία, γιὰ ν’ ἀκούσουν κατ’ ἀρχὴν ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα θὰ ψαλλοῦν, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, γιὰ νὰ ἔλθουν σὲ κάποια κοινωνία, σὲ κάποια σχέση μὲ τὸν Θεό. Καὶ θὰ ἔλεγε κανεὶς, κυρίως τρέχουν οἱ χριστιανοὶ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, ὅπως καὶ τὸ Πάσχα, γιὰ νὰ κοινωνήσουν.

Μελετᾶμε τί σημαίνει νὰ παίρνουμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέσα μας;

Γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεός; Γιὰ νὰ τὸν πάρουμε μέσα μας καὶ νὰ γίνουμε, ὅ,τι εἶναι αὐτός. Γιατί ὁ Χριστὸς ἄφησε τὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ μᾶς εἶπε, νὰ κοινωνοῦμε τοῦ σώματός του καὶ τοῦ αἵματός του; Ἀκριβῶς γιὰ νὰ παίρνουμε μέσα μας τὸν Χριστὸ μὲ τὴ Θεία Κοινωνία. Καὶ φυσικὰ, αὐτὸ θὰ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὴν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν σωτηρία, τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἑπομένως, ὅταν κανείς, ἔστω αὐτὴ τὴν ἡμέρα, τρέχει στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ὠφεληθεῖ ἀπ’ ὅσα θ’ ἀκούσει, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ κοινωνήσει, κατ’ ἀρχὴν κάνει καλά. Ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι, πῶς τὸ κάνει αὐτό; Ὁ Ἀδὰμ ζήτησε νὰ γίνει θεός. Τί ἄλλο καλύτερο; Ἔτσι τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Νὰ ἔχει δηλαδὴ μέσα του αὐτὴ τὴν τάση, αὐτὴ τὴν ὁρμή, αὐτὴ τὴν κίνηση νὰ ὁμοιάσει μὲ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τὸ ἔκανε, ὅμως, πολὺ διαφορετικὰ, ἀπ΄ ὅ,τι ὁ Θεὸς ἤθελε, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἀδάμ, ὅπως εἴπαμε, ὄχι ἁπλῶς ἔπεσε ἀλλὰ εὑρέθη ὑπὸ τὴν δαιμονικὴν ἐπήρειαν.

Τί περισσότερο θὰ ἤθελε ὁ Θεὸς ἀπὸ μᾶς αὐτὴ τὴν ἡμέρα, αὐτὴ τὴ νύκτα, ἀπὸ τὸ νὰ τρέξουμε στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ σπεύσουμε νὰ πάρουμε τὸ σῶμα του καὶ τὸ αἷμα του, ὅπως πολλοὶ θὰ τὸ κάνουν; Ἀλλὰ πόσοι ὅμως θὰ τὸ κάνουν, ὅπως θέλει ὁ Θεός; Πόσοι ἄραγε; Πόσοι ἄραγε ἔχουν μελετήσει, ἔχουν σκεφθεῖ, τί σημαίνει Θεία Κοινωνία, τί σημαίνει ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τί σημαίνει νὰ παίρνουμε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο Χριστό, τὸ σῶμα του καὶ τὸ αἷμα του μέσα μας; Πόσοι ἄραγε τὸ σκέφθηκαν αὐτό, τὸ μελέτησαν; Πόσους ἄραγε συνεπῆρε αὐτὴ ἡ ἀλήθεια; Σὲ πόσους ἄραγε ἐπέδρασε αὐτὴ ἡ ἀλήθεια κατὰ τρόπο, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ μεθύσουν ἀπὸ τὴν χαρὰ γιὰ τὴν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν δωρεᾶ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς ἔκανε νὰ ἀφήσουν τὰ πάντα, ὅλα ἐκείνα τὰ ὁποῖα δὲν θέλει ὁ Θεός, ὅλα ἐκείνα τὰ ὁποῖα εἶναι ἀντίθετα στὸ θέλημά του; Νὰ ἀφήσουν τὰ πάντα καὶ νὰ ὑποταχθοῦν στὸν Κύριο, στὸ θέλημά του, στὶς ἐντολές του.

Γι’ αὐτὸ οἱ Ἀπόστολοι, ὁ ἀπόστολος Παῦλος συγκεκριμένα ποὺ γνώριζε, τί εἶναι τὸ μυστήριο ἀλλὰ καὶ πῶς πρέπει νὰ πλησιάζει κανεὶς τὸ μυστήριο, εἶπε νὰ δοκιμάζει ὁ καθένας, νὰ ἐξετάζει, νὰ μελετᾶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ὅλο μυστήριο καὶ μετὰ νὰ πλησιάζει, γιατί ἀλλιῶς «κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει». Παρακαλώ, νὰ τὸ προσέξουμε αὐτό. Ὁ Ἀδὰμ ζήτησε νὰ γίνει θεὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα, πολὺ βιαστικά, μὲ πολλὴ ἔπαρση. Ἂν ἔμενε στὴν ταπείνωση ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ Θεός, δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ σκεφθεῖ αὐτὰ, ποὺ τοῦ εἰσηγήθηκε ὁ διάβολος. Ζήτησε καὶ ἀντὶ νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ ἤθελε, ἔπαθε κακὸ μεγάλο.

Ἄραγε πόσοι ἀπὸ μᾶς, ἀντὶ νὰ ὠφελοῦνται, βλάπτονται; Παρακαλώ, μὴν παραξενεύεστε γι’ αὐτὰ ποὺ λέω. Ἕνας ἱερέας, ὁ ὁποῖος στέκεται ἐδῶ, ἔχει μιὰ εὐθύνη ἀπέναντι τοῦ ποιμνίου, ἀπέναντι τοῦ ἐκκλησιάσματος, ἀπέναντι τοῦ πληρώματος, νὰ λέει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Καὶ μάλιστα, ὅταν διακρίνει, ὅτι οἱ χριστιανοί, καθὼς τὰ παίρνουν ἐπιπόλαια τὰ πράγματα καὶ καθὼς τὰ παίρνουν πολὺ πρόχειρα καὶ καθόλου σοβαρὰ καὶ κάνουν ὅ,τι τοὺς ἔρθει, κάνουν φοβερὰ λάθη. Ὁ ἱερέας πρέπει νὰ πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια.

«Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως…»

Γι’ αὐτὸ, θὰ παρακαλέσω πάρα πολύ: ἀπόψε, ποὺ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός, νὰ σκεφθοῦμε λίγο τὴν γέννηση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, καὶ ποῦ τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ τί συνέβη. Νὰ σκεφθοῦμε τὴ Γέννηση τοῦ δεύτερου Ἀδὰμ, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, τί μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός, τί μᾶς δίνει, ποῦ μᾶς καλεί ἀλλὰ καὶ πῶς μᾶς καλεί καὶ πῶς νὰ δεχόμαστε αὐτὸ, τὸ ὁποῖο μᾶς προσφέρει. Καὶ μετὰ νὰ προχωρήσουμε. Εἶναι πολὺ προτιμότερο νὰ σταθεῖ κανείς. Ὄχι γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ· ὄχι. Αὐτὸ θὰ ‘ναι ἕνα πεῖσμα. Ἀλλὰ γιὰ νὰ δεῖ καλύτερα τὸν ἑαυτό του, νὰ δεῖ τὴν ἐπιπολαιότητά του, νὰ δεῖ, ὅτι εἶναι τελείως ἀνέτοιμος γιὰ νὰ προχωρήσει καὶ νὰ τὸ κάνει μιὰ ἄλλη φορά, τότε ποὺ θὰ εἶναι ἕτοιμος. Καὶ μὴ νομίζετε, ὅτι χρειάζεται νὰ ‘ναι ἅγιος κανεὶς γιὰ νὰ ‘ναι ἕτοιμος· ὄχι. Χρειάζεται αὐτὴ ἡ συναίσθηση.

Θ’ ἀκούσουμε «μετὰ φόβου Θεοῦ». Παρακαλῶ, νὰ ἐξετάσουμε, πόσοι ἔχουμε αὐτὸν τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο δὲν εἶχε ὁ Ἀδάμ, ὅταν διέπραττε τὴν ἁμαρτία καὶ ἤθελε νὰ γίνει θεός. Πιὸ μπροστα τὸν εἶχε καὶ, γι’ αὐτὸ, οὔτε εἶχε διανοηθεῖ νὰ κάνει αὐτὸ, ποὺ τοῦ εἶπε ὕστερα ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος τοῦ πῆρε αὐτὸν τὸν φόβο καὶ τοῦ ἔβαλε τὴν ἔπαρσή του, καὶ κινήθηκε, ὅπως κινήθηκε, ὁ Ἀδάμ.

«Μετὰ φόβου Θεοῦ». Πόσο ἔχουμε αὐτὸν τὸν φόβο; Πόσο καλλιεργοῦμε αὐτὸν τὸν φόβο μέσα μας; Φοβοῦμαι, ὅτι ἀρκετοὶ ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ γνωρίζουν τί εἶναι φόβος Θεοῦ. Ἄλλοι νομίζουν ὅτι εἶναι τρόμος, ἄλλοι νομίζουν ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο. Ἐνῶ εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεό, ὅλο αὐτὸ τὸ δέος πρὸς τὸν Θεό, ὅλη αὐτὴ ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεό. Εἶναι ποὺ νιώθει, ποὺ αἰσθάνεται , ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Θεός του καὶ αὐτὸς εἶναι τὸ πλάσμα, τὸ δημιούργημα, καὶ δὲν τολμάει νὰ σηκώσει κεφάλι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ μένει ταπεινός. Πόσοι πλησιάζουν αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὸ ἅγιο Ποτήριο, θὰ ἔλεγε κανείς, μὲ ἔπαρση δαιμονική! Δὲν καταλαβαίνουν, ὅτι αὐτὸ θὰ εἶναι εἰς βάρος των.

Πόσοι λοιπὸν θὰ πλησιάσουν μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ πίστη; Καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ πιστεύουμε, ὅτι αὐτὸ εἶναι Θεία Κοινωνία· δὲν βγαίνει τίποτε μ’ αὐτό. Πίστη εἶναι ἀφοσίωση, δόσιμο καὶ ὄχι ἁπλῶς παραδοχή. Ἐμπιστεύομαι στὸν Θεό; Ἐμπιστεύομαι στὸν Χριστό; Εἶναι Κύριός μου, Κύριος τῆς ψυχῆς μου, Κύριος τῆς ζωῆς μου, Κύριος τῶν πάντων ὁ Χριστός; Τὸν ἀναγνωρίζω ἔτσι; Αὐτὸς μὲ κυβερνάει ἢ ἐγὼ κυβερνῶ τὸν ἑαυτό μου καί, ὅταν θυμηθῶ Χριστούγεννα μέρα νὰ πάω στὴν ἐκκλησία, θὰ πάω, ἢ ἂν καμιᾶ φορᾶ ἔχω καμιὰ ἀνάγκη, πάλι θὰ τὸν θυμηθώ; Ἐμεὶς εἴμαστε κύριοι ἢ ὁ Χριστὸς εἶναι Κύριός μας;

«…καὶ ἀγάπης…»

«…καὶ ἀγάπης…». Ὄχι γλυκανάλατες ἀγάπες, ἁπλῶς ἀνθρώπινες ἀγάπες. Γεμᾶτοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τέτοιες ἀγάπες. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ἡ ἀγάπη εἶναι θυσία. Ἅμα δὲν ἔχεις μέσα σου τὸ αἴσθημα τῆς αὐτοθυσίας, τῆς θυσίας τοῦ ἑαυτοῦ σου, δὲν ἔχεις ἴχνος ἀγάπης· ἂς νομίζεις, ὅτι ἔχεις ἀγάπη.

Ἀγάπη στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι, ὄχι ἁπλῶς πόθος γιὰ τὸν Χριστὸ· ὄχι. Θὰ ἔλθει ὁ καιρὸς, ποὺ μόνο θὰ Τὸν ποθοῦμε. Στὴν ἄλλη ζωὴ, δὲν θὰ ὑπάρχει τίποτε ἄλλο. Ἐδῶ, σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ποθῶ τὸν Χριστό, ἀγαπῶ τὸν Χριστό, θέλω νὰ τὸν πάρω μέσα μου τὸν Χριστό, ὅμως, ὅπως ἐκεῖνος θυσιάσθηκε γιὰ μένα -ἔγινε ἄνθρωπος, ἐκκένωσε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔπειτα ὡς ἄνθρωπος θυσιάσθηκε καὶ πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ μένα- κι ἐγὼ θέλω νὰ πεθάνω μαζί του. Νὰ πεθάνω ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία· ὄχι πρὸς ἄλλα πράγματα. Ὄχι παλληκαριὲς καὶ τέτοια. Ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, καὶ τὴν μικρὴ καὶ τὴ μεγάλη, καὶ ὡς πρὸς ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ δὲν τὰ προσέχουμε καθόλου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό. Ἀγαπῶ, ποθῶ, θέλω νὰ πεθάνω μαζί Του, νὰ σταυρωθῶ μαζί Του, νὰ γίνω ἕνα μαζί Του καὶ νὰ ἀναστηθῶ μαζί Του.

Παρακαλώ, ἀδελφοί μου, λάβετέ τα ὑπόψιν αὐτὰ καὶ τώρα, καθὼς θὰ μποῦμε στὴ Θεία Λειτουργία, μὲ περισσότερη συναίσθηση, μὲ περισσότερο φόβο Θεοῦ, μὲ πίστη καὶ μὲ ἀγάπη νὰ σταθοῦμε ἐδῶ μέσα στὸ μυστήριο. Ὅπως εἴπαμε, μέσα στὸ μυστήριο εἶναι τὰ πάντα, ἀλλὰ μόνο διὰ τῆς πίστεως τὰ βλέπει κανεὶς καὶ διὰ τῆς ἀγάπης τὰ βρίσκει κανεὶς καὶ τὰ αἰσθάνεται. Ἀλλιῶς, περιορίζεται κανεὶς, στὸ ὅτι «πήγα στὴν ἐκκλησία, ἄκουσα μερικὰ πράγματα, κοινώνησα κιόλας». Δὲν εἶναι ἔτσι. Εἴπαμε κι ἄλλη φορά, μέσα στὴ Θεία Λειτουργία εἶναι ὅλη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἐδῶ εἶναι παρὼν ὁ Κύριος αὐτῆς τῆς βασιλείας, ὁ βασιλεὺς αὐτῆς τῆς βασιλείας, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶναι βασιλεύς, ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ βασιλεία, ὁ Χριστὸς εἶναι τὰ πάντα.

Κάπως ἔτσι, παρακαλῶ, ὅσο ἐξαρτάται ἀπὸ μᾶς, ὅσο μποροῦμε ὁ καθένας, νὰ προσπαθήσουμε νὰ ζήσουμε τὸ μυστήριο.