Ἀθανάσιος, Μητροπολίτης Λεμεσοῦ.

Πότε εψάλλη για πρώτη φορά ο ύμνος «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία;» (Βίντεο) | Dogma

Τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων, ὁπωσδήποτε ἔρχεται μπροστά μας αὐτὸς ὁ ὕμνος τῶν ἀγγέλων, ποὺ ἔψαλλαν πρὶν 2000 καὶ πλέον χρόνια, ὅταν κάποια νύχτα τοῦ χειμῶνα ὁ Θεὸς ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος. Τὸ Εὐαγγέλιο λέει, ὅτι «πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ἔψαλλε καὶ ὑμνοῦσε τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ ἀνάγγελλαν στοὺς ἀνθρώπους, ὅτι ἔρχεται ἡ εἰρήνη στὴ γῆ. Ὅμως, πολλοὶ ἄνθρωποι διερωτοῦνται, ἡ εἰρήνη, γιὰ τὴν ὁποία ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀνήγγειλαν, ποῦ βρίσκεται, ἀφοῦ τόσες ἑκατοντάδες χρόνια ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ εἰρήνη δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο; Ποιὰν εἰρήνη ἐννοοῦσαν οἱ ἄγγελοι; Μήπως μᾶς ἀπάτησαν καὶ μᾶς εἶπαν ψέματα; Μία πιὸ προσεχτικὴ γνώση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Εὐαγγελίου θὰ μᾶς διδάξει, ὅτι ἡ εἰρήνη, ἡ ὁποία ὑμνεῖτο καὶ ἀναγγέλλετο ἀπὸ τοὺς ἅγιους ἀγγέλους, δὲν ἦταν ἡ εἰρήνη ἡ ἐξωτερικὴ τόσο, ὅτι δηλαδὴ ἐρχόμενος ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο θὰ σταματοῦσε τοὺς πολέμους, τὶς ἐπαναστάσεις καὶ τὶς ἀκαταστασίες τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ εἰρήνη ἦταν κάτι ἄλλο.

Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουμε ἰδέες, ἄρα οὔτε καὶ τὴν ἰδέα τῆς εἰρήνης ἢ τῆς ἐλευθερίας ἢ τῆς δικαιοσύνης. Στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο. Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Χριστὸς ἐστὶν ἡ εἰρήνη ἡμῶν». Ἄρα, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀνήγγελλαν οἱ ἄγγελοι ἐκείνη τὴ σημαντικὴ νύχτα, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς εἰσερχόταν πλέον μέσα στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος.

Τὸ πρόβλημα τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πηγάζουν ὅλα τὰ ὑπόλοιπα προβλήματα, εἶναι ἡ διακοπὴ τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει μὲ τὸν Θεό. Τὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀποστασίας, τὸ ὁποῖο διέστρεψε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸ ὁποῖο ἔγινε ἱκανὸ νὰ μεταδώσει μολυσματικὰ τὴν ἀσθένεια πλέον τῆς ἀνθρώπινης φύσης σ’ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ, ἦταν αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ Χριστὸς γενόμενος ἄνθρωπος, ἔλυσε τὸν φραγμὸ τῆς ἔχθρας καὶ ἔγινε γιὰ μᾶς εἰρήνη. Δὲν ἦταν ὁ Θεὸς ἐχθρὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ. Πολλὲς φορὲς ἐπικρατεῖ αὐτὴ ἡ ἀντίληψη μέσα στὶς συνειδήσεις μας, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ πρέπει νὰ ἐξευμενιστεῖ καὶ νὰ ἐξιλεωθεῖ, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε διάφορα πράγματα γιὰ νὰ Τὸν ἐξιλεώσουμε. Τὸ λέμε πολλὲς φορὲς καὶ στὶς λαϊκὲς ἐκφράσεις: «νὰ γίνει ὁ Θεὸς ἵλεως ἀπέναντί μας». Τὸ σωστὸ εἶναι, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὁ Θεὸς ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἄρα ἔπρεπε νὰ θεραπευτεῖ τὸ τραῦμα τῆς ἔχθρας καὶ νὰ διακοπεῖ στὴν ἀνθρώπινη γενεὰ καὶ κυρίως αὐτὴ ἡ ἀρρώστια, ἡ ὁποία μεταδιδόταν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ καθιστοῦσε τὸν ἄνθρωπο ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ γίνει τέλειος ἄνθρωπος, ὥστε γενόμενος αὐτὸς ἄνθρωπος, νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ ἐγκεντρισθοῦμε πάνω στὴ δική του φύση τὴν ἀνθρώπινη καὶ νὰ γίνουμε πλέον κληρονόμοι Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ. Ὅπως κληρονομικὰ λαμβάναμε καὶ λαμβάνουμε τὴν ἀρρώστια τῆς φύσης μας, καὶ κληρονομικὰ γινόμαστε ἄνθρωποι μὲ διασπασμένη τὴν προσωπικότητά μας, φέροντες μέσα μας ὅλη αὐτὴ τὴν ἐχθρότητα πρὸς τὸν Θεό, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο κληρονομικὰ πρέπει πλέον νὰ λάβουμε καὶ τὴν καινὴ ζωή. Ἔτσι, ὅπως γενάρχης μας ἦταν ὁ παλαιὸς Ἀδάμ, τώρα πιὰ γενάρχης μας εἶναι ὁ καινὸς Ἀδάμ, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος αὐτὴ τὴ συγκεκριμένη ἱστορικὴ στιγμὴ τῆς νύχτας τῶν Χριστουγέννων, γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς πτώσεώς μας.

Ὅλα ὅσα μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς στὴ δημιουργία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», τὰ διέστρεψε τὸ γεγονὸς τῆς διακοπῆς τῆς σχέσης μας μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι, ἦταν ἀπαραίτητη ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τώρα ὅμως, ὑπάρχει ἕνα ἄλλο σημεῖο. Ναὶ μὲν λάβαμε ὅλοι μας, λόγω τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὸ χάρισμα νὰ γίνουμε φίλοι τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐνεργοποιήσουμε αὐτὸ τὸ χάρισμα. Τότε μπαίνουμε σὲ ἕναν δεύτερο χῶρο, ὅπου συντελεῖται αὐτὴ ἡ μεγάλη μάχη καὶ ἡ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ καὶ ἡ ἰατρεῖα.

Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέωση, στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὴ σωτηρία καὶ τοῦ δίνει μία συγκεκριμένη θεραπευτικὴ μέθοδο, βάσει τῆς ὁποίας θεραπεύεται διὰ πολλῶν ἀποδείξεων. Ἀποδείξεις τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἅγιοι. Οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἦταν καὶ αὐτοὶ ἀσθενεῖς ἄνθρωποι, μᾶς εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν τρόποι καὶ μέθοδοι, μὲ τὶς ὁποῖες θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος. Κατὰ τὸ πλεῖστον, οἱ Πατέρες δέχθηκαν κάποια θεωρία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, χωρὶς νὰ σημαίνει ὅτι ἔχουν ἐπίδραση ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν κατανοητοὶ καὶ, χωρὶς νὰ εἶναι περιορισμένοι στοὺς ὅρους αὐτούς, μᾶς εἶπαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία μέρη: τὸ θυμικό, τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ λογιστικό. Μὲ ἁπλὰ λόγια, εἶναι τὸ σῶμα του, ὁ νοῦς του καὶ ἡ καρδία του. Ἐφόσον ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε, ἑπομένως ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ θεραπευτεῖ, ἄρα πρέπει ὅλος ὁ ἄνθρωπος νὰ δεχθεῖ τὴ συγκεκριμένη θεραπευτικὴ ἀγωγή. Νὰ λάβει τὰ συγκεκριμένα φάρμακα.

Ἔτσι, γιὰ τὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἐπιθυμητικό, τὸ «σωματικὸ», οἱ Πατέρες προτείνουν τὴν ἐγκράτεια. Λένε, ὅτι ἐφόσον τὸ σῶμα μας κινεῖται στὴ φιληδονία καὶ στὴν ἄνεση καὶ στὴν ἡδονή, ἄρα ἡ θεραπεία τοῦ σωματικοῦ του μέρους εἶναι ἡ σωματικὴ ἄσκηση, ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, οἱ κόποι, ἡ φιλοπονία, οἱ γονυκλισίες κ.ἄ. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀσκήσεις, ποὺ προτείνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ἀφοροῦν τὴ σωματικὴ κυρίως πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου, λέγονται «ἄσκηση» καὶ στὴν πατερικὴ ὁρολογία λέγονται «ἐγκράτεια». Ἡ πτώση ἔγινε καὶ διὰ τῆς ἀκρασίας τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τῆς παράβασης τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ ἀνάσταση γίνεται διὰ τῆς ὑπακοῆς. Φάρμακο γιὰ τὸ λογιστικό, τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος διαστράφηκε μὲ τὴν πτώση καὶ εἶναι ἄρρωστος καὶ διεσπασμένος, δίνεται ὡς φάρμακο ἡ προσευχή. Δῶσε στὸν νοῦ σου, λένε οἱ Πατέρες, σὰν ἐργασία τὴν ἀδιάλειπτο προσευχὴ καὶ οὐδέποτε ὁ νοῦς θὰ στερηθεῖ τοῦ θείου φωτός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἔχει αὐτή τὴ μέθοδο τῆς προσευχῆς. Ἡ μονολόγιστος νοερὰ προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» εἶναι ἁπλὴ μὲν στὴν ἀκοή ἀλλὰ στὴν ἐφαρμογὴ εἶναι δύσκολη καὶ θέλει ἀγῶνα, ὅμως παράγει πολλοὺς πνευματικοὺς καρπούς. Ἐπαναλαμβανόμενο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν ἐξαγιάζει καὶ τοῦ δίνει πνευματικὴ ἐργασία, ὥστε νὰ ἐκδιώκονται οἱ ἀκάθαρτοι καὶ πονηροὶ λογισμοί. Ἡ προσευχὴ ἦταν ἡ κύρια ἐργασία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν Παράδεισο.

Στὴ συνέχεια, στὸ θυμικό, στὸν χῶρο τῆς ψυχῆς, δίνεται ὡς ἀντίδοτο τῆς κακίας καὶ τῆς πονηρίας ἡ ἀγάπη. Ἔτσι, δίνονται τρία φάρμακα. Ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ ἀφορᾶ τὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸν ὁποῖο συντελέστηκε τὸ γεγονὸς τοῦ τραύματος καὶ τῆς ἔχθρας.

Ὅμως, πῶς αὐτὴ ἡ εἰρήνη ἔχει σχέση μὲ τὴν πρακτικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου; Αὐτὴ τὴν εἰρήνη, τὴν ὁποία ἐπαγγέλλεται ἡ Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι, τὴν βλέπουμε πρακτικὰ στὴ ζωή μας; Ὅταν καταλάβουμε, ὅτι ἡ ἑστία τῆς ἀρρώστιας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας καὶ θεραπευτεῖ, τότε ἔχουμε ἄμεσα καὶ συγκεκριμένα ἀποτελέσματα. Θεραπευόμενος ὁ ἄνθρωπος, ἀποκτᾶ ἀμέσως μιὰ σωστὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα του. Αὐτὸς ὁ Θεὸς, ποὺ προηγουμένως τοῦ φαινόταν ἀπόμακρος, ἐχθρὸς καὶ ξένος, κάτι τὸ μὴ γνωστό, ἀφοῦ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουμε τὴν αἴσθηση, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι κάτι ποὺ κατοικεῖ μακριὰ ἀπὸ μᾶς, γίνεται πλέον οἰκεῖος μαζί μας. Δίνεται ἡ εὐκαιρία καὶ ἡ δυνατότητα στὸν Θεὸ νὰ ἐνεργήσει μέσα μας καὶ ἔτσι ἔχουμε συγκεκριμένη ἐνέργειά Του καὶ ζητοῦμε ἀπὸ Αὐτόν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν ὁ Χριστὸς συνάντησε τοὺς μαθητὲς Του, μετὰ τὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση, τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν», δηλαδή σᾶς δίνω τὴ δική μου εἰρήνη καὶ ὄχι μία εἰρήνη ὅπως τὴν ἐννοεῖ ὁ κόσμος. Ὁ κόσμος ὑπόσχεται μία ἐξωτερικὴ εἰρήνη, χωρὶς πολέμους καὶ ἐξωτερικὲς ἀπειλὲς καὶ προβλήματα. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἔχουμε ἐξωτερικὴ εἰρήνη καὶ μέσα μας νὰ ὑπάρχει κενό. Πολλὲς φορὲς, τίποτε δὲν μᾶς ἀπειλεῖ ἐξωτερικά, ὅμως ἡ ψυχή μας συνέχεται ἀπὸ ἀγωνίες, φόβους, ἐνδοιασμούς, ἀπορίες καὶ στενοχώριες. Τότε κάτι λείπει ἀπὸ τὴν ψυχή, κάτι στερεῖται. Ἡ μεγαλύτερη στέρηση τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ στέρηση τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ καλύψει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Σήμερα, αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ συνεχὲς κυνηγητό, τὸ τρέξιμο καὶ τὸ ψάξιμο. Δὲν θέλουμε νὰ ἀφήσουμε χρόνο στὸν ἑαυτό μας καὶ συνέχεια θέλουμε νὰ βρισκόμαστε σὲ δουλειὲς καὶ βομβαρδίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἄπειρα ἐρεθίσματα, ὥστε νὰ μὴν μείνει μόνος του καὶ νὰ ἔχει ἡσυχία. Κάνουμε τὰ πάντα, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει οὔτε στιγμὴ ἡσυχίας, γιατί τότε ἡ καρδία αἰσθάνεται μία μόνωση. Μέσα στοὺς χώρους τῶν Ἁγίων ἐπικρατεῖ ἡσυχία καὶ σιωπή. Ἡ σιωπὴ θεωρεῖται ἀρετὴ καὶ προτέρημα. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μέσα στὸν Παράδεισο, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν εἰρήνη. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος μέσα σὲ μία σιγὴ ἀπέραντη καὶ ὄχι μέσα στὶς κωδωνοκρουσίες. Οἱ Ἅγιοι ἄνθρωποι δὲν αἰσθάνονται, ὅτι πρέπει νὰ κάνουν κάτι καὶ νὰ κυκλοφοροῦν συνέχεια, γιὰ νὰ γεμίζουν τὸν χρόνο τους, διότι βρῆκαν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς πλέον γέμισε τὸ κενὸ τῆς καρδίας τους. Ὅπως ἕνα μικρὸ παιδὶ ποὺ ψάχνει τὴ μητέρα του γιὰ πολλὴ ὥρα καὶ, ὅταν τὴν βρεῖ, τρέχει στὴν ἀγκαλιά της καὶ δὲν θέλει τίποτα ἄλλο, γιατί ἔχει αἴσθηση ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ἀνάγκη, ἔτσι καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ πλέον ἔγιναν φίλοι μὲ τὸν Θεὸ, ἀναπαύονται καὶ χαίρονται καὶ ἀγάλλονται, ἐπειδὴ ἔχουν τὴ δυνατότητα ἀπερίσπαστοι νὰ βρίσκονται σὲ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μαζὶ Του. Γι’ αὐτοὺς, τότε, ἡ ἔρημος γίνεται παράδεισος, ἡ μόνωση τρυφή, ἡ σιωπὴ πολύγλωσσος εὐφράδεια, ἡ καρδία τους γίνεται μία πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει εἰρήνη καὶ χαρά. Ὅπου κι ἂν πᾶνε καὶ ὅ,τι κι ἂν συμβαίνει, δὲν χάνουν μὲ τίποτε τὴ δική τους εἰρήνη. Ἐπαληθεύουν δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ, ὅτι αὐτὴ ἡ εἰρήνη ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς γίνεται πλέον μόνιμη τρυφὴ καὶ ἀπόλαυσή τους.

Στὰ μαρτύρια τῶν Ἁγίων μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ, ὅτι, ἐνῶ οἱ Ἅγιοι ἦταν θλιβόμενοι, στενοχωρούμενοι, καταδιωκόμενοι καὶ ἀπειλεῖτο ἡ ζωή τους καὶ ὁδηγοῦντο στὰ μαρτύρια νέα παιδιά, μικρὲς κοπέλες, ἡλικιωμένοι, ἄνθρωποι ὑπερήλικες, ἐν τούτοις πορεύονταν στὸν θάνατο μέσα σὲ μία ἀπόλυτη καὶ βαθειὰ εἰρήνη. Μπορεῖ ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ νὰ ἦταν ἐναντίον τους, ὅμως ἡ καρδιά τους εἶχε εἰρήνη, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς γύρω τους. Γι’ αὐτὸ, στοὺς τάφους τῶν πρώτων μαρτύρων γράφει: «ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ», διότι ἀκριβῶς οἱ μάρτυρες ἐπορεύοντο μὲ ἀπόλυτη εἰρήνη. Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα σήμερα καὶ ἀπαραίτητο εἶναι αὐτό. Ποιός μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι θὰ ἔχουμε ἀναλλοίωτη εἰρήνη στὴ ζωή μας; Σήμερα, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δὲν παρακολουθεῖ εἰδήσεις καὶ ξαφνικὰ ἀνοίγει τὸ ραδιόφωνο, τότε μέσα στὴν ψυχή του γίνεται ἕνας βομβαρδισμὸς φόβου καὶ ἀπορίας, γιατί ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ κόσμου. Ὅταν ζεῖς καὶ ἀκοῦς συνέχεια, τὸ τί γίνεται γύρω σου, δὲν συνειδητοποιεῖς, ὅτι ὁ ψυχικός σου κόσμος βομβαρδίζεται συνεχῶς μὲ ἀπειλὲς καὶ φόβους.

Ὑποσυνείδητα γίνεται μέσα σου ἕνα μεγάλο τραῦμα, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ μεγαλώνει καὶ πληγώνει τὸν ψυχικό σου κόσμο. Ἰδιαίτερα σήμερα οἱ νέοι ἄνθρωποι παρουσιάζουν ψυχολογικὰ προβλήματα, γεμίζουν ταραχὴ καὶ φόβους καὶ δὲν ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους καὶ διερωτᾶται κανεὶς, τί τοὺς λείπει. Δὲν εἶναι βέβαια, ὅτι τοὺς λείπει κάτι ὑλικό ἀλλά το ὅτι βομβαρδίζονται συνεχῶς ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς εἰδήσεις τοῦ ἐξωτερικοῦ περιβάλλοντος. Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεὸς ἀποκαλυφθεῖ στὴν καρδιά τους ὡς Θεὸς Πατέρας, τότε ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους. Σ’ αὐτὴ ὅλη τὴ δυσκολία, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα. Μάλιστα, προτείνει συγκεκριμένο τρόπο καὶ δίνει ἕνα σωσίβιο καὶ ἕνα βράχο, πάνω στὸν ὁποῖο θὰ βγοῦν. Μᾶς λέει: «μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία». Μπορεῖ γύρω μας νὰ γίνεται χαλασμός καὶ νὰ ἀπειλεῖται ἡ ἴδια ἡ ζωή μας καὶ ἡ πατρίδα, ὅμως ἂς μὴν φοβόμαστε, γιατί ὑπάρχει μία πέτρα, ἡ πέτρα τῆς πίστεως στὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ πέτρα δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἰδέα ἀλλὰ μία συγκεκριμένη ἐνέργεια, εἶναι κάτι τὸ χειροπιαστὸ καὶ τὸ συγκεκριμένο, τὸ ὁποῖο δίνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸν ἄνθρωπο. Τοῦ λέει νὰ βγεῖ πάνω σ’ αὐτὴ τὴν πέτρα, σ’ αὐτὸν τὸν βράχο, καὶ κανένα κῦμα δὲν πρόκειται νὰ τὸν καταποντίσει. Δηλαδὴ μέσα σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ σκότος δίνεται ἕνα φῶς, μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀπόγνωση μία ἐλπίδα. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν καταστροφὴ δίνεται μία διέξοδος, ἡ διέξοδος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος καὶ εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Σήμερα εἶναι τόσο βασικὸ καὶ ἀπαραίτητο αὐτό, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ μόνος του νὰ σταθεῖ. Αὐτὸ ἔχει ἐπιπτώσεις ἀκόμα καὶ στὴν κοινωνική του ζωή.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει εἰρήνη μέσα του καὶ βεβαιωθεῖ ἡ ψυχή του ὅτι ὄντως ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας του καὶ διοικεῖ τὴν κτίσῃ καὶ αὐτὸς εἶναι παιδὶ αὐτοῦ τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ, ποὺ συνέχει τὴν κτίση, δὲν κινδυνεύει καὶ δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτε. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει μὲ τὸν Θεό, εἰρηνεύει καὶ μὲ τὸν πλησίον του. Παύει νὰ βλέπει τὸν ἀδελφὸ του σὰν ἐχθρό του, ἀλλὰ βλέπει τὸν ἀδελφὸ του σὰν τὸν ἴδιο τὸν Θεό του: «εἶδες τὸν ἀδελφό σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου». Γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ πλέον ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι καλὸς λίαν, ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ δημιουργὸς Θεός. Δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κακία ἡ καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἡ κακία εἶναι ἀνύπαρκτη γι’ αὐτόν. Βέβαια, δὲν εἶναι ἀφελής. Ἁπλῶς δὲν ἀποδέχεται ὅτι τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο πλάστηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ καλοῦ Θεοῦ, εἶναι κακό, καὶ ὅτι θέλει τὸ κακό του. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνόητος καὶ ἀφελὴς καὶ ἐπειδὴ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τίποτε, δὲν ἔχει κακὴ σχέση μὲ τοὺς συνανθρώπους του.

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος βεβαιώθηκε γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ στὴν καρδία του δὲν φοβᾷται τίποτε καὶ κανένα. Αὐτὴ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀπίστευτες κοινωνικὲς προεκτάσεις. Ὅταν καταργηθεῖ ὁ φθόνος, ἡ καχυποψία, ὁ φόβος τότε τί λόγος ὑπάρχει πλέον νὰ μὴν εἴμαστε ἀγαπημένοι καὶ ἑνωμένοι μέσα στὴν οἰκογένειά μας καὶ στὴν καθημερινή μας ζωή; Ὅταν ὅμως δὲν ὑπάρχει ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, τότε ζηλεύουμε καὶ φοβόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ κινούμαστε σὲ ἕνα πνεῦμα καχυποψίας καὶ ἀπώλειας τῆς εἰρήνης. Μᾶς πιέζει ἡ κακία ποὺ ὑπάρχει μέσα μας, γιατί δὲν βγήκαμε μέ τη χάρη τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπό τα νέφη τῆς κακίας τοῦ κόσμου τούτου. Δὲν φοβόμαστε βέβαια μόνο τοὺς ἀδελφούς μας καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ τὸ περιβάλλον μας. Αἰσθανόμαστε ἀπειλὲς ἀπὸ παντοῦ. Πολλὲς φορὲς φοβόμαστε νὰ μείνουμε μόνοι μας ἐκτεθειμένοι κάπου, γιατί δὲν ξέρουμε τί συμβαίνει ἐκεῖ. Δὲν αἰσθανόμαστε εἰρήνη μέσα στὴν ψυχή μας. Αὐτὴ ἡ εἰρήνη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεὸ διαχέεται καὶ στὸν περιβάλλοντα χῶρο. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ κατοικοῦν ὁπουδήποτε καὶ γίνονται φίλοι καὶ εἰρηνικοὶ μὲ τὴν κτίση. Πολλοὶ Ἅγιοι ἔζησαν μὲ ἄγρια θηρία. Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος στὸν Ἰορδάνη ἔζησε μαζὶ μὲ ἕνα λιοντάρι, ὁ Γέροντας Παΐσιος ζοῦσε ἄνετα μὲ ἄγρια ζῶα, γιατί, ὅπως καὶ κάθε Ἅγιος, ἔγινε εἰρηνικὸς πλέον μὲ τὸν Θεό. Ὁ Γέροντας Παΐσιος ζοῦσε μέσα σὲ μία χαράδρα, σ’ ἕνα τόπο φοβερό, ὅπως εἶναι καὶ ὅλα τὰ ἐρημητήρια ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ δὲν αἰσθανόταν κανένα φόβο, ἦταν τόσο οἰκεία καὶ ὡραῖα γύρω του σὰν νὰ κατοικοῦσε στὸν πιὸ ὡραῖο τόπο τοῦ κόσμου. Σήμερα μπορεῖ νὰ ζοῦμε μέσα σὲ μία πόλη μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους κι ὅμως φοβόμαστε, γιατί ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀπώλεια τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ μέσα σ’ αὐτὸ τὸν χῶρο.

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία δίνεται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ συγκεκριμένη μέθοδο ἔχει προεκτάσεις σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ εἶναι συγκεκριμένη, οὐσιαστικὴ καὶ ἀπόλυτη. Αὐτὴ τὴ δίνει ἡ Ἐκκλησία μας. Πῶς γίνεται ὅμως πρακτικὰ αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι μέσα στὸν κόσμο καὶ ζοῦν τὴν καθημερινὴ ζωὴ μὲ ὅλα τὰ προβλήματα καὶ τοὺς κινδύνους μποροῦν νὰ βιώσουν τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ χαρίσματά Του ἢ εἶναι μόνο γιὰ μιὰ κατηγορία ἀνθρώπων; Ὁ Χριστὸς κάλεσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κοντά Του καὶ προσφέρεται σὲ ὅλους μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Ἐμεῖς εἴμαστε τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, τέκνα αὐτῆς τῆς μητέρας τὴν ὁποία ὁ Θεὸς προίκισε καὶ πλούτισε μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα, τὰ ὁποῖα ἔφερε μὲ τὴ σάρκωσή Του καὶ μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα μποροῦμε νὰ μετέχουμε καὶ στὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι αὐτὸς ὁ ὕμνος τῶν ἀγγέλων ἐπαληθεύτηκε καὶ πραγματοποιήθηκε καὶ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν καρδία κάθε ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν βλέπει τὸν κόσμο σὰν μᾶζα, ἀλλὰ βλέπει τὸν κάθε ἄνθρωπο σὰν πρόσωπο μοναδικό, θεραπεύει τὸν καθένα ξεχωριστὰ καὶ διατηρεῖ τὸν χαρακτῆρα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Δὲν τοὺς κάνει ὅλους τὸ ἴδιο. Ἡ διασφάλιση καὶ ἡ ἐκτίμηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου φανερώνει ὅτι ἡ εἰρήνη συντελεῖται στὸν καθένα ξεχωριστὰ καὶ ἀπομένει σε μας ἕνας δρόμος, ὁ δρόμος τῆς συναντήσεώς μας μὲ τὸν Χριστό. Oι ἴδιοι οἱ Ἅγιοί μας ἀπέδειξαν ὅτι αὐτὴ ἡ εἰρήνη ὑπάρχει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ μᾶς δίνεται καὶ μᾶς προσφέρεται. Πορευόμενοι λοιπὸν πρὸς τὰ Χριστούγεννα δίνεται σέ μας αὐτὴ ἡ πλούσια χάρη τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ἀνοιγομένη ἡ καρδία στὴ χάρη κοινωνεῖ μ’ αὐτὴν καὶ ἀνεβαίνει πάνω ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ κόσμου τούτου.

Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ προσφέρεται στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς. Μποροῦμε νὰ τὴν ἀπολαύσουμε: «ἔρχου καὶ ἴδε», λέει ὁ Χριστός, «γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος». Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε μιλοῦσε μὲ ἀπόλυτη σιγουριὰ καὶ αὐθεντία, γιατί εἶχε στὰ χέρια της τὴν ἐμπειρία. Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τὴν προσφέρει στὸν καθένα καὶ ὁ καθένας μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ τὴν ἐρευνήσει καὶ νὰ τὴν ἀποδείξει καὶ στὸν ἑαυτό του καὶ στὸ περιβάλλον του. Ὁ Θεὸς ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο ὁλόκληρο καὶ εἶναι μεγάλο σφάλμα νὰ νομίζουμε ὅτι ὑπάρχει περίπτωση στὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀδυνατεῖ νὰ μᾶς σώσει καὶ ὅτι εἶναι ποτὲ δυνατὸν ἡ κακία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ πονηρία καὶ ἡ δύναμη τῶν ἰσχυρῶν νὰ Τὸν φέρουν σὲ δύσκολη θέση ἢ νὰ ματαιώσουν τὸ ἔργο καὶ τὴν πρόνοιά Του. Ἡ νίκη ἀνήκει στὸν Θεό: «Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν». Ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν κόσμο, τὸν φόβο καὶ τὴν ἀγωνία καὶ μᾶς παρεδόθῃ πλέον σὰν ἡ ὄντως εἰρήνη μας. Ἔτσι εἴμαστε χαρούμενοι καὶ εἰρηνικοί. Δὲν φοβόμαστε, ἀλλὰ πορευόμαστε τὸν δρόμο μας ἔχοντας μέσα στὴν καρδιά μας αὐτὴ τὴ βαθιὰ εἰρήνη τὴν ὁποία ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ὁποία βίωσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ φυλάττει ἡ Ἐκκλησία μᾶς μέχρι σήμερα σὰν πολύτιμο θησαυρό. Ἔτσι ἂν καταφέρουμε νὰ γευτοῦμε τὴν εἰρήνη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, τότε Χριστούγεννα γιὰ μᾶς θὰ εἶναι κάθε μέρα καὶ ὄχι κάθε 25 Δεκεμβρίου, γιατί κάθε στιγμὴ ὁ Χριστὸς θὰ γεννᾷται στὴν καρδιά μας.