1.
Ἐξαναγκασμός καὶ Ἐκκλησία (Λουκ. ιδ΄16-24).
Ἡ ἐποχή μας, ἄν καί διεκδικεῖ τήν κατοχύρωση ὅρων ἐλευθερίας καί δυνατότητας ἐπιλογῶν, χαρακτηρίζεται ἀπό στυγνό πειθαναγκασμό καί χειραγώγηση. Παρ’ ὅλους δέ τούς σχετικούς ἀγῶνες πολλῶν, μᾶλλον ἀποτυγχάνει τό ὅραμα τῆς ἐλευθερίας καί κυριαρχεῖ ἡ πραγματικότητα τοῦ ἐξαναγκασμοῦ. Στό ὄνομα ἰδεῶν, εὐγενῶν σκοπῶν, ἀκόμη καί θρησκειῶν, προκαλεῖται ὑποχρεωτικοτητα καί ἀσκεῖται ποικιλότροπη βία, εἴτε ἀπό φορεῖς τῆς ἐξουσίας πού ἐπικαλοῦνται βάσιμα ἤ καταχρηστικά τήν πρός τοῦτο ἁρμοδιότητά τους, εἴτε ἀπό φορεῖς πού διεκδικοῦν τήν ἐξουσία καί ἐπικαλοῦνται τό πρός τοῦτο δικαίωμά τους, εἴτε ἀπό ὁμάδες πού ἀντιστρατεύονται τήν ὅποιας μορφῆς ἐξουσία, ἀλλά ἐπικαλοῦνται τήν ἀνάγκη σύγκρουσης μαζί της γιά νά δικαιολογήσουν τίς ἐνέργειές τους. Ὅμως καί πέραν τῆς ἐξουσίας, ἀπό τό χρηματοοικονομικο πεδίο ἐκπηγάζει καταναγκασμός καί ὑποδούλωση, μέ κυρίαρχο προτάγμα τήν ὑποταγή τῶν πάντων στήν παραγωγή κερδῶν, δικαίωμα καί πρόσβαση στά ὁποῖα δέν ἔχουν ὅλοι μέ κριτήρια δικαιοσύνης καί ἠθικῆς, ἀλλά μέ ὅρους ζούγκλας. Καί στόν ἰδεολογικό στίβο ὅμως, ἡ ἰδεοληψία καί ἡ πεισματική ἐμμονή σέ θεωρήσεις καί πιστεύματα, ὁ ἐγκλωβισμός σέ ἀνεδαφικές ἡ οὐτοπικές ἰδέες, οἱ ἀγκυλώσεις τῆς ἡμιμάθειας καί τῆς στρατευμένης ἐκπαίδευσης, δέν προκαλοῦν καί δέν καλλιεργοῦν τίποτε ἄλλο παρά ἀντιπαλότητες, πού δέν ἐξελίσσονται σέ διάλογο, ἀλλά σέ πολλαπλές κοινωνικές πολώσεις, οἱ ὁποῖες μέ τή σειρά τούς συνεπιφέρουν συγκρούσεις μέ κύρια διεκδίκηση τήν ἐπιβολή καί τήν κυριαρχία, ἀποκλείοντας στόν ὁποῖο ἄλλο τή δυνατότητα ὕπαρξης.
Ὀφείλουμε ἐδῶ νά κάνουμε εἰδικό λόγο γιά τίς θρησκεῖες, μιᾶς πού ἀπό ὁρισμένα κέντρα ἐντέχνως καλλιεργεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ἔχουν τόν πρῶτο λόγο στόν πειθαναγκασμό καί τήν ἐπιβολή. Ὀφείλουμε νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι στό ὄνομα τοῦ ὅποιου θεοῦ ἔχουν διαπραχθεῖ φρικτά ἐγκλήματα, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὑπεύθυνοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, συνήθως ὄχι οἱ πραγματικά πιστοί, ἀλλά ὅσοι ἐκμεταλλευόμενοι τό θρησκευτικό συναίσθημα πρός ἴδιον ὄφελος, ἐπιδιώκουν ἐπιμελῶς ἐγκοσμιοκρατικους στόχους καί σκοπούς μέ ὄχημα τήν ἰδεολογικοποιηση τῆς ὅποιας πίστης. Ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι σέ καμιά θρησκεία ὁ ἐξαναγκασμός δέν ἀποτελεῖ μέσο διάδοσης, ἀφοῦ ἀκόμη καί γιά τό Ἰσλάμ, ὁ ἱερός πόλεμος (τζιχαντ) δέν εἶναι ἕνας ἀπό τούς πέντε ὑποχρεωτικούς πυλῶνες τῆς ζωῆς τοῦ μουσουλμάνου, λογίζεται μᾶλλον ὡς ἐξαίρεση.
Ἡ προτροπή «ἀνάγκασον»
Κι ὅμως, στό Εὐαγγέλιο ὑπάρχει ἡ προτροπή «ἀνάγκασον». Τό διαβάζουμε στή σημερινή περικοπή, ἡ ὁποία πραγματεύεται τήν παραβολή τοῦ μεγάλου δείπνου. Στήν ἀρχή τῆς παραβολῆς περιγράφεται ἡ προσβλητική γιά τόν οἰκοδεσπότη ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του ἀπό ὅσους κατ’ ἀρχήν θεώρησε ὡς ἐπιφανέστερους, ἄξιους νά κληθοῦν. Τό πνίξιμό τούς ὅμως, ἀπό βιοτικές μέριμνες δέν τούς ἐπέτρεψε ν’ἀξιολογήσουν σωστά τήν πρόσκληση καί φθάνουν νά γυρίσουν τήν πλάτη σ’ ἐκεῖνον πού σκοπεύει νά τούς προσφέρει ὄχι ἁπλῶς ἀκόμη μία χάρη, ἀλλά τή μονή σωστική καί ἁγιαστική εὐεργεσία.
Πῶς ἀντίδρα ὁ οἰκοδεσπότης στήν ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του; Τονίζει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ὀργίζεται γιά νά ὑπογραμμίσει τήν εὐθύνη ὅποιου ἀπορρίπτει τήν πρόσκληση πού τοῦ ἀπευθύνει ὁ Ἅγιος Θεός καί μάλιστα κατά προτεραιότητα. Στή συνέχεια δίνει νέα ἐντολή στούς ἀνθρώπους του νά ξεχυθοῦν στίς πλατεῖες καί τίς ὁδούς καί νά μαζέψουν ὅσους ὑπάρχουν ἐκεῖ ὡς περιφρονημένοι, τούς φτωχούς, τούς ἀνάπηρους, τούς ἄρρωστους καί τυφλούς γιά νά προσέλθουν στό σπουδαῖο δεῖπνο καί νά ἀπολαύσουν ὅ,τι οἱ ἄλλοι δέν μπόρεσαν νά ἀξιολογήσουν ὡς ἀνώτερο καί σωτήριο. Κι ὅταν ὁλοκληρώνεται κι αὐτή ἡ διαδικασία καί διαπιστώνεται ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει χῶρος στό στρωμένο τραπέζι, πάλι ὁ οἰκοδεσπότης δίνει ἐντολή σ’ ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες του νά βγεῖ στά πλέον ἀπόμερα σοκάκια, στούς πιό ξεχασμένους καί περιθωριοποιημένους ἀνθρώπους καί αὐτούς ν’ ἀναγκάσει νά εἰσέλθουν στό σπίτι τοῦ κυρίου του καί ν’ ἀπολαύσουν τό πλούσιο δεῖπνο.
Τί νόημα ἔχει στή συνάφεια τοῦ κειμένου αὐτό τό «ἀνάγκασον»; Ἤ καλύτερα, ἕνας ἄνθρωπος μόνος του πῶς θά μποροῦσε ν’ «ἀναγκάσει» ὅλους αὐτούς πού προσκαλεῖ ὁ κύριός του; Καί πῶς συνδέεται τό «ἀνάγκασον» μέ τό «μέγα δεῖπνο»; Εἶναι προφανές ὅτι τό «ἀνάγκασον» ἐδῶ σημαίνει τό νά πιέσει ὁ ἕνας καί μόνος ὑπηρέτης ὅλους ἐκείνους τούς προσκεκλημένους πού εἴτε ἀπό αὐτοσυνειδησία γιά τήν κατάστασή τους, εἴτε ἀπό φυσική συστολή, θά δίσταζαν ν’ ἀνταποκριθοῦν στήν πρόσκληση. Πῶς ἕνας φτωχός, ἕνας περιθωριοποιημένος, ἕνας ἀνάπηρος ἡ ἕνας φοβισμένος ἄνθρωπος νά πιστέψει ὅτι ὑπάρχει μιά πρόσκληση γι’ αὐτόν, ἐκεῖ πού οὔτε ἔχει ὀνειρευθεῖ πότε ὅτι θά μποροῦσε νά βρεθεῖ. Ἄρα, καλεῖται ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος νά πιέσει πείθοντας, ὥστε νά ξεπερασθεῖ ὁ φόβος, ἡ δειλία, ἡ ἐπιφυλακτικότητα. Δέν ἀμνηστεύονται οἱ θρησκευτικές διώξεις, ἀλλά κατοχυρώνεται ἡ παρακλητική πειθώ ὡς μεθολογια ἱεραποστολῆς.
Φιλότιμο
Κι ἐμᾶς σήμερα ἔτσι μᾶς χειρίζεται ἡ Ἐκκλησία μας. Δέν μᾶς χειραγώγει, οὔτε μᾶς πειθαναγκάζει. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε, σέ περιβάλλον κοσμικό, ὅπου καί ἡ ἁπλή ἀναφορά θεμάτων πίστης συνεπιφέρει στήν καλύτερη περίπτωση εἰρωνικά μειδιάματα, ἄν ὄχι καί προσβλητικές ἀναφορές; Ἀλλά καί στό παρελθόν, ὅταν θεωροῦνταν «κρατοῦσα» ἡ Ἐκκλησία μας, πότε ὑποχρέωσε; Πότε δέσμευσε; Πότε ἐξανάγκασε; Μέ ὄπλα τό κήρυγμα καί τήν προσευχή ἡ Ἐκκλησία δέεται νά μᾶς φωτίσει τό Πανάγιο Πνεῦμα, ὥστε νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ἀλήθεια καί νά ζήσουμε σύμφωνα μέ αὐτή.
Κι ὅμως, ὑπάρχουν στήν πίστη μας στοιχεῖα, τά ὁποία θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι μᾶς «πιέζουν» σέ μία συνειδητή πνευματική πορεία. Ὅταν ἀναλογιστεῖ κανείς τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, τόν ἑκούσιο θάνατό του, τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, πώς μπορεῖ νά μείνει ἀσυγκίνητος καί νά μή φιλοτιμηθεῖ ν’ ἀνταποκριθεῖ σέ αὐτή τήν εὐεργεσία; Ὅταν μελετήσει κανείς τούς βίους τῶν Ἅγιων καί δεῖ τούς ποταμούς αἱμάτων τῶν μαρτύρων μας καί τούς κόπους τῶν ἀσκητῶν μας, πώς μπορεῖ νά μή θαυμάσει καί νά μή ζηλέψει φιλοτιμούμενος σέ κάτι νά τούς μοιάσει; Ὅταν ἐντρυφήσει κανείς στόν πλοῦτο τῶν κείμενων τῶν Πάτερων τῆς Ἐκκλησίας μας καί στήν Ἱερά Παράδοση πού αὐτά ἐπιστηρίζουν, πῶς νά μήν ποθήσει φιλοτιμούμενος νά ἐμβαπτισθεῖ σέ αὐτά γιά νά ἀναγεννηθεῖ «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος»;
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξέρει νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς αἰχμαλωτίζει, ὄχι σέ δίκτυα βίας καί ψυχαναγκασμοῦ, ἀλλά σέ περιβάλλον ἐλευθερίας κεντρίζοντάς μας στό φιλότιμο, ἐνισχύοντας τή φωνή τῆς συνείδησής μας, χαρίζοντας βιώματα ἅγια καί μοναδικά. Τό πόσο δεχόμαστε ν’ ἀνταποκριθοῦμε σέ ὅλ’ αὐτά, ἀναδεικνύει καί τί εἴδους ἄνθρωποι τελικά εἴμαστε.
2.
Ἡ φανέρωση (Κολ. 3,4-11).
Καθὼς πλησιάζουμε πρoς τὰ Χριστούγεννα, ἡ Ἐκκλησία μας ἐντείνει τὶς προσπάθειές της ὥστε νὰ ὀρθοτομήσει ἀνόθευτο καὶ αὐθεντικὸ λόγο περὶ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ μπορέσουμε ὄχι ἁπλῶς νὰ γιορτάσουμε, ἀλλὰ νὰ ζήσουμε τὰ Χριστούγεννα καὶ μάλιστα μὲ ἐπίγνωση τοῦ ποιὸς γεννᾶται, μὲ τί σκοπό, ποιὰ προοπτικὴ καὶ τί σημαίνει αὐτὸ γιά μᾶς. Κατανοεῖ δὲ ὅτι αὐτό, ὁ ἑορτασμὸς δηλαδὴ τῶν Χριστουγέννων βιωματικὰ καὶ ὄχι ἐπιφανειακά, εἶναι στόχος ὁ ὁποῖος ἐνδεχομένως καὶ νὰ χρειασθεῖ χρόνια νὰ ἐπιτευχθεῖ, καθὼς εἶναι συνάρτηση τῆς πvευματικῆς ἡλικίας καὶ ὡριμότητος τοῦ κάθε πιστοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἐξαντλεῖται μὲ τὸ νὰ μᾶς παραθέσει ἐγκεφαλικὴ διδασκαλία περὶ Χριστοῦ, ἐπακριβῆ ἀποτύπωση τῶν δογμάτων της καὶ θεωρητικὴ ἀνάπτυξη ἰδεῶν ἢ γεγονότων. Κυρίως ἀναλώνεται στὸ νὰ προτρέπει στὴ συμμόρφωσή μας πρὸς μία ζωή, ἡ ὁποία θὰ ἀποκλείει τὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ὁποία θὰ κυριαρχεῖ ἡ ἀρετή. Καὶ τοῦτο τὸ κάνει διότι συνειδητὸς χριστιανὸς δὲν εἶναι ὅποιος ἔχει διαβάσει πολλὰ περὶ Χριστοῦ, Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅποιος μπορεῖ, μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο, νὰ διαπιστώσει: «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. 2,20). Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας λοιπόν, γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν τελείωση εἶναι τὸ πρόταγμα γιὰ μία οὐσιαστικὴ πνευματικὴ ζωὴ καὶ κυρίως γιὰ τὴ βίωση τοῦ Θεοῦ!
Τὸ τέλος
Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία μας θέλει νὰ μᾶς εἰσαγάγει στὴν οὐσία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων μὲ προοπτικὴ τὴ βίωσή τους, γιατί ἐπιλέγει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα; Ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ Χριστούγεννα. Μιλᾶ γιὰ τὴ Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία στρέφοvτας ὁλοκληρωτικὰ τὴν προσοχή μας σὲ αὐτήν. Πρὶν προχωρήσουμε στὴν ἑρμηνεία τοῦ γιατί συμβαίνει αὐτό, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ μία παρατήρηση. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ γιὰ τὰ ἔσχατα, χωρὶς νὰ τὸν νοιάζει τίποτε ἀπὸ ὅσα συνταράζουν ἐμᾶς κάθε φορὰ ποὺ ἀναφερόμαστε σὲ αὐτά. Δὲν κάνει λόγο οὔτε γιὰ φοβερὰ σημεῖα, οὔτε γιὰ σάλπιγγες, φιάλες καὶ ὅλα τὰ ἄλλα παραβολικά, οὔτε στὴν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου ἀναφέρεται, οὔτε στὰ ὅσα θὰ προηγηθοῦν. Κι αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς σύγχρονης διαστροφῆς!
Στὴν ἐποχή μας ἡ προοπτική τῆς αἰωνιότητας ὑποσκάπτεται. Στὶς ἡμέρες μας τὴν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία ἔχει ἀντικαταστήσει ἡ ἀκατάσχετη ἀναφορὰ γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἡ γλυκιὰ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ἀποκαταστάσεώς μας στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει παραμερισθεῖ, γιὰ νὰ κυριαρχήσει στὰ γραφόμενα, στὰ λεγάμενα καὶ προβαλλόμενα ὁ φόβoς τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου κι αὐτὸ μὲ εὐθύνη ἐν πoλλoῖς, κάποιων ποὺ εἴτε αὐτοπροβάλλονται, εἴτε οἱ «ὀπαδοὶ» τους τoὺς διαφημίζουν ὡς «φωτισμέvoυς Γέρovτες», ἐνῶ στὴν πραγματικότητα εἶναι οἱ ὑπεύθυνοι τῆς δογματικῆς διαστροφῆς ποὺ περιγράφουμε. Ἡ ὑπονομευτική, ἀποσπασματικὴ παρουσίαση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐσχατολογίας, ἔχει καταντήσει νὰ ἀφορᾶ τὰ ἔνθετα τῶν ἐφημερίδων, συvήθως ὄχι τῶν πλέον σοβαρῶν, ἐνῶ ἡ λαϊκίστικη καὶ ἐκτὸς Ὀρθοδόξου ἑρμηνείας προβολὴ προφητειῶν, προρρήσεων καὶ παραβολῶν ἔχει δώσει ἔδαφος σὲ ἕναν ἰδιότυπο μεταμοντέρνο συγκρητισμὸ ποὺ ἀνακατεύει στοιχεῖα προφητισμοῦ ἀπὸ διάφoρες παραδόσεις, ἰσοπεδώνοντας τὴν ἀλήθεια τοῦ Θείου Λόγου καὶ καταργώντας τὴν παρηγορητικὴ διάσταση τῶν θείων προρρήσεων, τῶν ὁποίων τὸ νόημα ἔγκειται στὴν καλλιέργεια τῆς πεπoιθήσεως πὼς θὰ γίνουν μὲν πολλὰ καὶ τρομερά, ἀλλὰ στὸ τέλoς ὅ,τι καὶ νὰ γίνει ὁ Χριστὸς καὶ «οἱ σὺν Αὐτῷ θὰ νικήσουν εἰς τὸν αἰῶνα».
Ἡ εὐθύνη
Ἂς γυρίσουμε στὸ ἐρώτημά μας. Γιατί ἐπιλέγεται τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἐνῶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ μὲ τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία; Ἀκριβῶς διότι τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ πρώτη φανέρωση καὶ παρουσία τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν θέλει νὰ μᾶς ὑπομνήσει γεγονότα, ἢ νὰ καλλιεργήσει συναισθήματα, ἄλλα νὰ μᾶς πείσει νὰ βιώσουμε τὰ Χριστούγεννα, γι\’ αὐτὸ καὶ δανείζεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Τί; Μὰ τὸν τρόπο προετοιμασίας ποὺ ἐκεῖνος συνιστᾶ γιὰ νὰ ἐπιδεχθοῦμε τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας. Δὲν ἔχει σημασία ἂν μιλᾶμε γιὰ τὴν πρώτη ἢ τὴ δεύτερη φανέρωσή του. Σημασία ἔχει τὸ πῶς θὰ ἐμφανισθοῦμε ἐμεῖς ἐνώπιόν του, κατὰ τὴ φανέρωσή του.
Σὲ αὐτὸ ἐπάνω, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίνει τὸ μέτρο τῆς προετοιμασίας. Τόσο περιμένοντας τὰ Χριστούγεννα, ὅσο προσδοκώντας καὶ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, εἶναι εὐθύνη μας ἡ ἠθική μας καθαρότητα. Ἡ προοπτική τῆς συvαvτήσεώς μας μὲ τὸν Χριστό, ἡ ἐκ μέρους του ἀποδοχή μας ὡς δικῶν του καὶ ἡ βίωση τῆς κοινωνίας μας μαζί του, περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν παντοδαπὴ ἄρνηση τῆς ἁμαρτίας ἀφ\’ ἑνὸς καὶ τὴν ὁλοπρόθυμη καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν στὴ βάση τῆς ἀγάπης ἀπὸ τὴν ἄλλη!
Ἔτσι καταλήγουμε σὲ αὐτὸ ποὺ μὲ λίγα λόγια οἱ Πατέρες μᾶς παρέδωσαν ὡς τρόπο πνευματικῆς ζωῆς: Ἐξομολόγηση καὶ θεία Κοινωνία. Δὲν βιώνονται χωρὶς αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα. Δὲν λογίζεται χριστιανὸς χωρὶς αὐτά. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλα μέσα προετοιμασίας γιὰ τὴ φρικτὴ καὶ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀπὸ αὐτὰ ξεκινοῦν καὶ μὲ αὐτὰ καλλιεργοῦνται ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ σύνολη πνευματικὴ ζωή: προσευχή, ἐλεημοσύνη, νήψη, ἐγκράτεια, σύνεση, διάκριση, ἀγάπη…
Ἀδελφοί, στὴν τελικὴ εὐθεία πρὶν τὰ Χριστούγεννα, ἂς ἀναλωθοῦμε σὲ μία οὐσιαστικὴ προσπάθεια πνευματικῆς προετοιμασίας γιὰ νὰ τὰ βιώσουμε ἀνεξίτηλα. Τὸ πετραχῆλι τοῦ Πνευματικοῦ περιμένει γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ Ποτήριο τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ φανερωθεῖ καὶ σὲ ἐμᾶς ὁ Χριστός. Ἀμήν.