Clement Olivier.

Ἡ μαθητεία στήν πολιτική καί στόν πολιτισμό μοῦ ξανάνοιγαν τόν δρόμο γιά τό θεμελιακό. Ξανά πάλι ἡ ἀγωνία. Ξανά πάλι ἡ κατάπληξη. Καί τώρα ἡ πορεία γιά τή συνάντηση τῶν προσώπων.

Μπροστά στόν θάνατο, μπροστά σ’ αὐτή τήν ἀγωνία, σ’ αὐτή τήν ἀπομόνωση, σ’ αὐτό τόν πνευματικό θάνατο, πού τό βιολογικό τέρμα δέν εἶναι παρά ἕνα σημάδι του, ὁ ἄνθρωπος εἶναι σήμερα γυμνός. Τόσο γυμνός, ὅσο δέν ἦταν ποτέ ἄλλοτε. Ὁ πολιτισμός μας εἶναι ὁ πρῶτος, φαίνεται, σ’ ὅλη τήν ἱστορία, πού πασχίζει ν’ ἀγνοήσει τόν θάνατο καί, μ’ αὐτό, ἴσως, ξεσκεπάζει τήν οὐσία… Οἱ ἐπικήδειες τελετές ἔχουν μικρύνει ὑπερβολικά ἤ καί χάνονται. Δέν ξέρουν πιά τί νά πούν καί τί νά κάνουν. Ὅταν ἤμουνα παιδί, μέσα σ’ ἕνα κύκλο στερημένο ἀπό καιρό ἀπό κάθε χριστιανική ἀναφορά, δέν ἄφηναν κανένα νά πεθάνει στό νοσοκομεῖο. Ὅταν δέν ἀπόμενε πιά ἐλπίδα, ἔφερναν τόν ἄρρωστο στό σπίτι καί τότε τόν τύλιγαν σέ περισσότερη στοργή. Ξαγρυπνούσαν ὄχι μονάχα ἐκείνους, πού πέθαιναν, ἀλλά καί τούς πεθαμένους. Ἀγρυπνία, σχεδόν ἀνυπόφορη, μπροστά στό μηδέν. Δέν προσεύχονταν – σέ ποιόν νά προσευχηθοῦν καί μέ ποιά λόγια; Δέ διάβαζαν τούς Ψαλμούς καί τά Εὐαγγέλια. Δέν εἶχαν οὔτε τή χοντροκομμένη ἀνανέωση τοῦ νεκρόδειπνου, πού σέ μερικές χριστιανικές χῶρες ἀναπτύχτηκε σέ «ἀγάπη». Δέν ἦταν πιά σέ χριστιανικές χῶρες. Ὅλα εἶχαν ξεχαστεί. Ὁ ζωντανός Θεός, ἡ ψυχή, ἡ ἀνάσταση. Ἀλλά δέν ἦταν κι ὁ παγανισμός, πού σ’ αὐτόν πεθαίνουν μέ τό «ἀπρόσωπο» τοῦ φυτοῦ ἤ σβήνουν γαλήνια μέσα στό ἄπειρο: ξαναγίνονται σπόροι, περνούν στήν ἄλλη πλευρά τῶν πραγμάτων, ἴσαμε τήν καινούργια σπορά… Ὄχι. Ἀπ’ τή βιβλική Ἀποκάλυψη κρατούσαν τή βεβαιότητα, πώς αὐτός ὁ πεθαμένος εἶναι ἕνα μοναδικό ἄτομο καί πώς ἡ ζωή του ὑπῆρξε ἡ μοναδική του ζωή. Αὐτές οἱ ἀγρυπνίες ἦταν σκέτες ἀγωνίες. Πήγαιναν στήν κουζίνα, νά πιοῦν λίγο καφέ. Ὕστερα ξαναγύριζαν νά καθήσουν κοντά στό πτώμα. Μέ σιωπή. Πάντοτε αὐτή ἡ σιωπή. Εἶναι ἀλήθεια, πώς καταπιάνονταν μέ ὑπερβολική λεπτομέρεια μ’ ὅλα ἐκείνα τά πράγματα, πού πλαισιώνουν τόν θάνατο. Τά ἀγγελτήρια τῆς κηδείας, τήν ταφή, τόν οἰκογενειακό τάφο. Κι αὐτά, ἄν δέν χρειαζόταν νά μαζέψουν τή σκόνη τῶν προηγούμενων νεκρών, γιά νά κάνουν χῶρο… Νεκροταφεία δίχως σταυρό – ὅμως, γιά τούς πιό πολλούς, ὁ σταυρός δέν σημαίνει νίκη πάνω στόν θάνατο, ἀλλά ἁπλῶς καί μόνο ἕνα νεκροταφεῖο… καί σάν καλοί ὀρθολογιστές προσπαθοῦν ν’ ἀποφύγουν αὐτή τήν ταυτολογία. Νεκροταφεία δίχως σταυρό. Βαρειές πλάκες, καλοχτισμένες, τῶν λατινικῶν νεκροταφείων. Οἰκογενειακή ὑπερηφάνεια. Προνόμια γιά τήν «αἰωνιότητα». Κι αὐτή ἡ μανία τῆς καθαριότητας τοῦ ρασιοναλισμοῦ, πού θά ξερίζωνε καί τό μικρότερο βλασταράκι καί πού, γιά χάρη της, ἡ δημοτική ἀρχή, στό χωριό, ἐξαφάνισε πεύκα καί κυπαρίσσια. Πράγμα, πού δέν ἐμποδίζει τό ἔδαφος, πολύ ἁπαλό σ’ αὐτές τίς κάτω χῶρες, νά κατακάθεται σιγά-σιγά καί τίς πέτρες νά ναυαγούν στήν ἀπεραντοσύνη της πεδιάδας. Ἀναποδογυρίζουν, σά στήν τελική κρίση, γοτθικά τύμπανα. Ἡ κόρη μοῦ σιγοτραγουδάει τό μέρα ὀργής. Τῆς τό μαθαίνουν στό κολλέγιο, στήν ἱστορία τῆς μουσικῆς.

Τώρα, σέ ὅμοια περιβάλλοντα, ἀφήνουν τούς ἀνθρώπους, πού πεθαίνουν, νά φεύγουν μόνοι. Κι ὅταν εἶναι στό νοσοκομεῖο καί τούς ἀφήνουν ἐκεῖ κι ὅταν βρίσκονται στό σπίτι, πηγαίνουν νά κοιμηθοῦν. Ἐπειδή τά ἔχουν κάνει ὅλα. Ἐπειδή δέ μποροῦν νά κάνουν τίποτα ἄλλο. Ἀφήνουν στό δωμάτιο ὁλομόναχο τόν νεκρό, περιμένοντας νά τόν σηκώσουν ὅσο τό δυνατό γρηγορότερα. Δέ γνωρίζουν πιά ἐκεῖνο, πού ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, παντοῦ, ἤξεραν, ὁποιαδήποτε κι ἄν ἦταν ἡ ἀντίληψή τους γιά τόν θάνατο. Ὅτι κανένας, στήν πραγματικότητα, δέν πεθαίνει μόνος του. Ὅτι ἡ ἀγάπη κι ἡ προσευχή τῶν ζωντανών εὐκολύνουν τήν ἔσχατη ἔξοδο. Τό φτιασιδωμένο πτώμα, στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, τά ἐγκαταλειμμένα νεκροταφεία, στή Σοβιετική Ἕνωση, ὅλα μαρτυρούν τήν ἴδια κατάσταση πραγμάτων. Στή Γαλλία, οἱ ἄνθρωποι τῆς γενιάς μου εἶδαν νά θεσπίζεται καί νά γίνεται ὑπερτροφική ἡ πέρα γιά πέρα κοσμική «γιορτή τῶν νεκρών». Θυσιάζουν στούς νεκρούς μιά μέρα τόν χρόνο, ὅπως ὁ Πολυκράτης ἔριχνε τό δαχτυλίδι του στή θάλασσα, γιά ν’ ἀποτρέψει τή μοίρα του. Λατρεία δίχως ἐλπίδα: ἡ «μέρα τῶν νεκρών» ἔχει καταποντίσει τή μέρα τῶν «ἁγίων Πάντων». Ἕνα δαχτυλίδι στή θάλασσα, χρυσάνθεμα στόν θάνατο. Ἐγώ, συνεχίζω νά βασιλεύω.

Γιά νά λησμονήσουν, ἐμπιστεύονται τή θεμελιακή λαχτάρα τοῦ ἀνθρώπου, τή δίψα του γιά τήν αἰωνιότητα, στήν κατανάλωση, στόν ἐρωτισμό ἤ στήν πολιτική. Ἐκθειάζουν τή ζωή, φωτογραφίζουν τή φιλενάδα τους γυμνή κι ἔγκυο, ρόδι μέ μοναδικό σπόρο. Ἀλλά τό παιδί, πού θά γεννηθεῖ, θά γεννηθεῖ γιά νά πεθάνει. Κι αὐτή ἡ ζωή, δῶθε ἀπ’ τόν θάνατο, εἶναι δαγκωμένη ἀπ’ αὐτόν. Γιατί ὁ φυσικός θάνατος ταυτόχρονα συμπυκνώνει – καί μυστηριακά παρηγορεί – μιά πνευματική κατάσταση, μιά συγκεκριμένη κατάσταση τῆς ὕπαρξης: τοῦ χωρισμοῦ καί τῆς ἀποτυχίας, τῆς σκοτεινότητας καί τῆς ὑπνοβασίας. Ἡ καρδιά εἶναι σκληρή καί, μαζί, κομματιασμένη. Ἡ διάνοια ἀντιστέκεται ἤ συγχέει. Ἐναλλάσσονται οἱ μύριες μαρμαρυγές τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς ἀπελπισίας.

Μπροστά στό στενό καί βαθύ χαντάκι, τό τσιμενταρισμένο, τό τεχνικό, μέσα σ’ ἕνα μεγάλο παριζιάνικο νεκροταφεῖο, ὁ ἄνθρωπος ξεσπάει σέ λυγμούς. Σά νά μή τελειώνει τό κατέβασμα τοῦ φερέτρου. Ὕστερα ἀπό πέντε λεπτά ἀρχίζει τήν ἀπασχόληση – ἡ ταφή εἶναι κι αὐτή μιά ἀπασχόληση – φλυαρεί, ἔχει ξεχάσει. Ὁ θάνατος εἶναι αὐτή ἡ μικρή ρωγμή, πού γρήγορα κλείνει. Δέν ὑπάρχει πιά τίποτα. Σαπίζουν ὅλα. Ὁ τρελλός του Νίτσε, ἀφοῦ ἀποκρυπτογράφησε τόν θάνατο τοῦ Θεοῦ καί τό βασίλειο τοῦ μηδενός, καλεί σέ ἱερές τελετές. Θά εἶναι ἀνήκουστες, λέει. Εἶναι κιόλας, ἄν θυμηθοῦμε τό πρῶτο κομμάτι τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα: τά ὁλοκληρωτικά καθεστώτα εἶναι, ἐπίσης, ἀτέλειωτες γιορτές. Κάθε ἀντίληψη τοῦ κόσμου, πού δέν περικλείει τόν θάνατο, δέ μπορεῖ να’ναι, παρά θανατηφόρα χίμαιρα. Χύνεται στόν θάνατο τῶν ἄλλων, ἤ στήν ἐμβατηριακή ἐνορχήστρωση τῆς ὑπνοβασίας. Ὁ καθένας ζεῖ, σά νά μποροῦσε, μόνος αὐτός, νά ξεφύγει ἀπ’ τό θάνατο.

Ποιός προετοιμάζεται γιά μιά ὅσο τό δυνατό μεγαλύτερη διαφάνεια τῶν γηρατειών;

Μοῦ ἀρέσει, στή χριστιανική Ἀνατολή – πού ἀσχολεῖται λίγο μέ τά σχήματα – αὐτός ὁ σεβασμός, αὐτός ὁ θαυμασμός στόν γέρο. Ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι ἀφιερωμένος στήν πνευματική πορεία, ὁποιαδήποτε κι ἄν εἶναι ἡ ἡλικία του, ὀνομάζεται «γέροντας». Κι ἐδῶ, ἡ ὀμορφιά δέν διαχωρίζεται ἀπ’ τή σοφία καί τήν ἀγάπη. Ἀνεβαίνει ἀπό μέσα ἀπ’ τήν καρδιά. Προσέξτε τούς μοναχούς τοῦ Ἄθω ἤ τῆς Μολδαβίας, ὅταν ἡ ἡλικία τούς ἀπαλλάσσει ἀπό μιά ἐπιφύλαξη, πού συχνά μας φαίνεται ἐπιτηδευμένη, ἀλλ’ ὅμως ἀποτελεῖ τό κουκούλι τῆς χρυσαλλίδας. Τά χείλη λεπτύνονται κι ἐσωτερικοποιοῦνται. Τό μέτωπο διαστέλλεται καί λάμπει. Ἡ λευκότητα τῶν μαλλιών καί τῶν γενιών δίνει μαρτυρία γιά μιά μεταμόρφωση. Τά μάτια ξαναβρίσκουν τή ζωηρή ἔκπληξη τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Ἀλλά μέ κάποια ποιότητα θαμπάδας κι ἀπάθειας, πέρα ἀπό κάθε πάθος κι ἀπό κάθε φόβο. Τό χέρι, ἀκόμα κι ἡ σάρκα του, γίνεται στεγνό, ἐλαφρό, καθαρό, ὅπως τό χέρι ἑνός πολύ νέου παιδιοῦ.

Χρειάστηκε νά γνωρίσω τή χριστιανική Ἀνατολή (ὅμως, τώρα ξέρω πώς ἡ Δύση, προπάντων στά μοναστήρια της, ἔχει καί τά ἀνατολικά μυστικά της) γιά νά ξανασυναντήσω κείνη τή πίστη στή συναίσθηση τῆς ἀνάστασης. Κι ἀκόμα, νά συναντήσω φωτισμένους γέροντες, πού καί μόνο ἡ ἁπλή παρουσία τους βοηθάει νά ζεῖ κανείς, νά πεθαίνει καί νά μεταμορφώνεται μέ τόν θάνατο.