Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας.

Πρόλογος.

Ἡ νηστεία εἶναι θεσμὸς πανάρχαιος καὶ θεόσδοτος. Τὴ νομοθέτησε ἤδη στὸν παράδεισο ὁ Θεός, ὅταν ἀπαγόρευσε στοὺς πρωτοπλάστους νὰ φάνε «ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ» (Γέν. 2:17). Τὴν ὅρισε στὴ συνέχεια ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος. Τὴν ἐπικύρωσε ὁ Θεάνθρωπος Ἰησούς, τόσο μὲ τὸν λόγο Του ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά Του, ὅταν νήστεψε «σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες» (Μάτθ. 4:2). Τὴν τήρησαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Τὴ θεσμοθέτησε ἡ Ἐκκλησία.

Κάθε χριστιανὸς, λοιπὸν, ὀφείλει νὰ τηρεῖ τὶς «διατεταγμένες» νηστεῖες, ὑπακούοντας μὲ ταπείνωση στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Αὐτὴ ἡ ὑπακοή, βέβαια, δὲν εἶναι ἄλογη οὔτε ἀνώφελη. Γιατί μὲ τὴ νηστεία ἰσχυροποιεῖται ἡ θέληση, δουλαγωγεῖται τὸ σῶμα, καθαρίζεται ὁ νοῦς, μαλακώνει ἡ καρδιά, καταστέλλονται οἱ σαρκικὲς ὁρμές, θεραπεύεται ἡ ψυχή. Κοντολογίς, «πᾶν καλὸν καὶ ἀγαθὸν διὰ τῆς νηστείας κατορθοῦται καὶ τελειοῦται» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς).

Πολλοί, ὡστόσο, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τηροὺν τὶς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες.

Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, στοὺς δύο λόγους του «Περὶ νηστείας», ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων ἀκολουθοῦν σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση, ἐξετάζοντας ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ τὸ θεσμό, ὁρίζει ὡς ἀληθινὴ νηστεία τόσο τὴν ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένες τροφὲς ὅσο καὶ τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὴν κακία. Γενικὰ συστήνει τὴν καθολικὴ ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀσκητικὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὰ ὑλικὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, τοποθέτηση ποὺ ἀποτρέπει τὴν ὑποδούλωση τοῦ χριστιανοῦ στὰ κτιστὰ καὶ ἐπιτρέπει τὴν ἐλεύθερη καὶ σωτήρια ὑποταγή του στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Κτίστη.

(Πρόλογος ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς)

Ἡ νηστεία

Πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ νηστεία, θεσμὸς πανάρχαιος, ποὺ διατηρήθηκε σὰν πατρικὴ κληρονομιὰ κι ἔφτασε μέχρι τὶς μέρες μας.

Δεχθεῖτε τη λοιπὸν μὲ χαρά. Δεχθεῖτε οἱ φτωχοὶ τὴ σύντροφό σας. Δεχθεῖτε οἱ ὑπηρέτες τὴν ἀνάπαυσή σας. Δεχθεῖτε οἱ πλούσιοι αὐτὴ, ποὺ σᾶς σώζει ἀπὸ τὸν κίνδυνο τοῦ κορεσμοῦ καὶ νοστιμίζει ὅσα ἡ συνεχὴς ἀπόλαυση ἀνοσταίνει.

Οἱ ἄρρωστοι δεχθεῖτε τὴ μητέρα τῆς ὑγείας. Οἱ ὑγιεῖς τὴν ἐξασφάλιση τῆς εὐεξίας. Ρωτῆστε τοὺς γιατρούς καὶ θὰ σᾶς ποῦν, πὼς τίποτα δὲν εἶναι τόσο ἀμφίβολο κι ἀβέβαιο ὅσο ἡ ὑγεία. Γι’ αὐτὸ, οἱ συνετοὶ μὲ τὴ νηστεία προσπαθοῦν νὰ διατηρήσουν τὴν ὑγεία τους καὶ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ συντριπτικὸ φορτίο τῆς παχυσαρκίας.

Μὴν ἰσχυρίζεσαι πὼς δὲν μπορεὶς νὰ νηστέψεις, φέρνοντας σὰν πρόφαση ἀρρώστια ἢ σωματικὴ ἀδυναμία, ἀφοῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, σ’ ὅλη σου τὴ ζωὴ ταλαιπωρεῖς τὸ σῶμα σου μὲ τὴν πολυφαγία. Γνωρίζω πολὺ καλὰ, πὼς οἱ γιατροὶ ἐπιβάλλουν στοὺς ἀρρώστους μᾶλλον λιτὴ δίαιτα καὶ νηστεία παρὰ ποικιλία καὶ ἀφθονία φαγητῶν.

Ἄλλωστε, τί εἶναι εὐκολότερο γιὰ τὸ σῶμα, νὰ περάσει τὴ νύχτα μ’ ἕνα ἐλαφρὸ δεῖπνο ἢ νὰ πέσει στὸ κρεβάτι βαρὺ ἀπὸ τὴν πολυφαγία; Μπορεῖ ν’ ἀναπαυθεί ἔτσι ἢ θὰ στριφογυρίζει παραφορτωμένο καὶ ταλαίπωρο; Ποιό πλοῖο μπορεῖ νὰ κυβερνήσει εὐκολότερα ἕνας καπετάνιος καὶ νὰ τὸ σώσει σὲ μιὰ θαλασσοταραχή, τὸ βαρυφορτωμένο ἢ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὸ κανονικό του φορτίο; Τὸ βαρυφορτωμένο δὲν θὰ τὸ βυθίσει μιὰ μικρὴ τρικυμία; Ἔτσι καὶ τὰ σώματα, ὅταν ταλαιπωροῦνται μὲ τὴν πολλὴ τροφή, εὔκολα ὑποκύπτουν στὶς ἀρρώστιες. Ἐνῶ ὅταν τρέφονται ἐλαφρά, διατηροῦν τὴν καλή τους ὑγεία.

Ἂς παρακολουθήσουμε ὅμως ἱστορικὰ τὴν ὑπόθεση τῆς νηστείας, γιὰ νὰ δοῦμε, πόσο ἐκτιμήθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ πόσα καλὰ προξένησε.

Ὁ θεόπτης Μωυσής, ὕστερ’ ἀπὸ νηστεία σαράντα ἡμερῶν, τόλμησε ν’ ἀνεβεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ ὅρους Σινᾶ καὶ νὰ παραλάβει τὶς πλάκες τῶν δέκα ἐντολῶν (Ἐξ. 24:18). Δὲν θὰ ἔπαιρνε τὸ θάρρος νὰ πλησιάσει τὴν κορυφή, ποὺ κάπνιζε ἀπὸ τὴ θεία παρουσία, ἂν δὲν εἶχε ὁπλιστεῖ μὲ τὴ νηστεία. Νήστεψε, κι ἔτσι μπόρεσε νὰ συνομιλήσει μὲ τὸ Θεό.

Ὁ προφήτης Σαμουὴλ ὑπῆρξε καρπὸς τῆς νηστείας. Ἡ μητέρα του Ἄννα, ἀφοῦ νήστεψε, προσευχήθηκε στὸ Θεὸ καὶ Τοῦ ζήτησε ἕνα παιδί, μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τὸ ἀφιερώσει σ’ Ἐκεῖνον (Α’ Βασ. 1:11).

Τὸν μεγάλο ἥρωα Σαμψών, τί ἦταν ἐκεῖνο, ποὺ τὸν ἔκανε ἀκαταμάχητο; Ἡ νηστεία! Μὲ τὴ νηστεία συνελήφθη στὰ σπλάχνα τῆς μητέρας του. Ἡ νηστεία τὸν γέννησε. Ἡ νηστεία τὸν θήλασε. Ἡ νηστεία τὸν ἀνέθρεψε. Ἡ νηστεία ἐκείνη, ποὺ ὅρισε ὁ ἄγγελος: «Τὸ παιδί ποὺ θὰ γεννηθεῖ, δὲν θὰ πρέπει νὰ γευθεῖ κανένα ἀπὸ τὰ προϊόντα τοῦ ἀμπελιοῦ. Δὲν θὰ πιεῖ κρασὶ οὔτε κανένα ἄλλο δυνατὸ ποτὸ» (Κρίτ. 13:14).

Ἡ νηστεία γεννάει προφῆτες. Ἐνισχύει τοὺς δυνατούς. Σοφίζει τοὺς νομοθέτες. Ἐξοπλίζει τοὺς ἥρωες. Γυμνάζει τοὺς ἀθλητές. Ἀποκρούει τοὺς πειρασμούς. Συγκατοικεῖ μὲ τὴ νηφαλιότητα καὶ τὴν ἁγνότητα. Στοὺς πολέμους κάνει ἀνδραγαθήματα καὶ στὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης διδάσκει τὴν ἡσυχία. Ἁγιάζει τοὺς ἀφιερωμένους καὶ τελειοποιεῖ τοὺς ἱερεῖς. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει τὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ τελέσει τὴ θεία Λειτουργία, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχει νηστέψει.

Ἔπειτα ἀπὸ νηστεία σαράντα ἡμερῶν, ἀξιώθηκε ὁ προφήτης Ἠλίας ν’ ἀντικρύσει τὸν Κύριο (Γ’ Βασ. 19:8-18). Χάρη στὴ νηστεία, ἀποδείχθηκε ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ ἀνέστησε τὸ πεθαμένο παιδὶ (Γ’ Βασ. 17:21-23). Χάρη στὴ νηστεία, ἐμπόδισε τὸν οὐρανὸ νὰ βρέξει γιὰ τριάμιση χρόνια (Γ’ Βασ. 17:1, 18:1). Κι αὐτό, γιὰ νὰ μαλακώσει τὴν σκληροκαρδία τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ εἶχαν παραδοθεῖ στὴν ἀσέβεια καὶ στὴν παρανομία. Ἔτσι, προκάλεσε σ’ ὁλόκληρο λαὸ ὑποχρεωτικὴ νηστεία, μέχρι νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπανορθώσουν «τὴν ἁμαρτία, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν καλοπέραση καὶ τὸν μαλθακὸ βίο.

Ὁ προφήτης Δανιήλ, ποὺ γιὰ ἕνα εἰκοσαήμερο δὲν γεύθηκε ψωμὶ οὔτε ἤπιε νερὸ (Δάν. 10:2-3), δίδαξε καὶ τὰ λιοντάρια ἀκόμα νὰ νηστεύουν (Δάν. 6:16-22). Τὰ πεινασμένα λιοντάρια δὲν τὸν κατασπάραξαν, σὰν νὰ εἶχε σῶμα ἀπὸ πέτρα ἢ χαλκὸ ἢ ἄλλο σκληρὸ ὑλικό. Ἡ νηστεία δυνάμωσε τὸ σῶμα τοῦ προφήτη καὶ τὸ ἔκανε ἀπρόσβλητο ἀπὸ τὰ δόντια τῶν θηρίων, ὅπως ἡ βαφὴ κάνει τὸ σίδερο ἀπρόσβλητο ἀπὸ τὴ σκουριά.

Ἡ νηστεία ἐνισχύει τὴν προσευχή. Γίνεται φτερὸ στὴν πορεία της πρὸς τὸν οὐρανό. Εἶναι μητέρα τῆς ὑγείας, παιδαγωγὸς τῆς νιότης, στολίδι τῶν γηρατειῶν. Εἶναι συνοδοιπόρος τῶν ταξιδιωτῶν καὶ ἀσφάλεια τῶν συγκατοίκων.

Ὁ ἄνδρας δὲν ἀμφιβάλλει καθόλου γιὰ τὴ συζυγικὴ πίστη τῆς γυναίκας του, ὅταν τὴ βλέπει νὰ συζεῖ μὲ τὴ νηστεία. Ἡ γυναῖκα δὲν λιώνει ἀπὸ ζήλεια, ὅταν βλέπει τὸν ἄνδρα της νὰ νηστεύει.

Ποιός ζημιώθηκε ποτὲ ἀπὸ τὴ νηστεία; Ὑπολόγισε τὴν οἰκονομικὴ κατάσταση τοῦ σπιτιοῦ σου σὲ μιὰ μέρα νηστείας. Ὑπολόγισέ την καὶ σὲ μιὰ συνηθισμένη μέρα. Θὰ διαπιστώσεις ἔτσι εὔκολα, πόσο μεγάλο κέρδος ἔχεις μὲ τὴ νηστεία.

Σκέψου, πὼς ἀκόμα καὶ οἱ ἐφοριακοὶ ἀφήνουν τοὺς φορολογουμένους νὰ ζήσουν λίγο καιρὸ ἥσυχοι καὶ ἀνενόχλητοι. Ἂς ἐπιτρέψει λοιπὸν καὶ ἡ σάρκα μιὰ μικρὴ ἀνάπαυλα στὸ στόμα. Ἂς κάνει μιὰ μικρὴ ἀνακωχὴ αὐτή, πού, ὅταν χορτάσει, φιλοσοφεῖ γύρω ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια, ἐνῶ, ὅταν πεινάσει, ξεχνάει ὅσα δέχτηκε πρίν.

Ὅποιος νηστεύει, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δάνεια οὔτε χρειάζεται νὰ πληρώνει τόκους. Ἡ νηστεία γίνεται ἀφορμὴ νὰ εὐφραίνεται ὁ ἄνθρωπος. Γιατί, ὅπως ἡ δίψα κάνει γλυκὸ τὸ πιοτὸ καὶ ἡ πεῖνα εὐχάριστο τὸ τραπέζι, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία κάνει ἀπολαυστικὰ τὰ φαγητά.

Ἂν θέλεις λοιπὸν νὰ ‘ναι εὐχάριστο τὸ τραπέζι σου, δέξου τὴν ἀλλαγὴ τῆς νηστείας. Ἂν ὅμως εἶσαι πάντα κυκλωμένος ἀπὸ πλούσια φαγητά, ἀδικεῖς τὸν ἑαυτό σου, γιατί ἐξαφανίζεις τὴν ἀπόλαυση μὲ τὴν ἄμετρη φιληδονία.

Τίποτα δὲν ὑπάρχει, ποὺ νὰ μὴν περιφρονηθεῖ μὲ τὴ συνεχῆ ἀπόλαυσή του. Ἐνῶ, ἀντίθετα, συχνὰ ἐπιθυμοῦμε ἐκείνα τὰ φαγητά, ποὺ σπάνια γευόμαστε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δημιουργός μας ἐπινόησε τὴν ποικιλία στὴ ζωή μας, ὥστε νὰ νιώθουμε τὴν ἀπόλαυση ὅλων τῶν ἀγαθῶν Του. Παρατήρησε, τί συμβαίνει στὴ φύση: Ὁ ἥλιος δὲν εἶναι λαμπρότερος μετὰ τὴ νύχτα; Ὁ ὕπνος δὲν εἶναι γλυκύτερος μετὰ τὴν ἀγρυπνία; Ἡ ὑγεία δὲν εἶναι περισσότερο ἐπιθυμητὴ μετὰ τὴ δοκιμασία τῆς ἀρρώστιας; Ἔτσι, καὶ τὸ τραπέζι γίνεται περισσότερο εὐχάριστο μετὰ τὴ νηστεία. Αὐτὸ μάλιστα ἰσχύει γιὰ ὅλους. Καὶ γιὰ τοὺς πλουσίους, ποὺ ἔχουν ἄφθονα φαγητά, καὶ γιὰ τοὺς φτωχούς, ποὺ διαθέτουν λιγότερη τροφή.

Νὰ θυμάσαι καὶ νὰ φοβάσαι τὸ παράδειγμα τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς (Λούκ. 16:19-31). Οἱ συνεχεῖς ἀπολαύσεις τὸν ὁδήγησαν στὴν αἰώνια κόλαση. Ὁ πλούσιος αὐτὸς δὲν κατηγορήθηκε γιὰ καμιὰ ἀδικία. Ἐξ αἰτίας ὅμως τῶν ἀνέσεων καὶ τῆς τροφῆς ποὺ ἀπολάμβανε, καθὼς καὶ τῆς ἀδιαφορίας του γιὰ τὴ φτώχεια τοῦ Λαζάρου, τιμωρήθηκε τόσο σκληρά. Ἡ νηστεία καὶ ἡ ὑπομονὴ στὶς κακοπάθειες δὲν ἦταν, ἀντίθετα, ἐκεῖνες ποὺ χάρισαν τὴν ἀνάπαυση στὸ Λάζαρο; Ἡ παραβολὴ δὲν ἀναφέρει γι’ ἄλλες ἀρετές του, παρὰ μόνο γι’ αὐτές, πού, σὰν δυὸ φτερά, τὸν ὕψωσαν καὶ τὸν ἀνέπαυσαν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ.

Πρόσεξε λοιπὸν κι ἐσύ, μήπως, ἐνῶ τώρα πίνεις εὐχάριστα ποτὰ καὶ ἀποστρέφεσαι τὸ νερό, ἀργότερα ἱκετεύεις γιὰ μιὰ μονάχα σταγόνα του, ὅπως ὁ πλούσιος. Κανεὶς δὲν ἔπαθε τίποτα πίνοντας νερό. Κανεὶς δὲν μέθυσε. Κανεὶς δὲν ἔνιωσε πονοκέφαλο ἢ ζάλη. Ἐνῶ, ἀντίθετα, ἡ κακὴ χώνεψη, ποὺ ἀναγκαστικὰ ἀκολουθεῖ τὰ συμπόσια, δημιουργεῖ φοβερὲς ἀρρώστιες.

Ἡ ζωὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἦταν μιὰ συνεχὴς νηστεία. Δὲν εἶχε οὔτε κρεβάτι οὔτε τραπέζι οὔτε κτήματα οὔτε ζῶα οὔτε ἀποθῆκες τροφίμων οὔτε τίποτ’ ἄλλο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ θεωροῦνται ἀπαραίτητα γιὰ τὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ ὅμως ὁ Κύριος διακήρυξε, πὼς ἦταν «ὁ σπουδαιότερος ἀπ’ ὅσους γέννησαν ποτὲ γυναῖκες» (Μάτθ. 11:11).

Ἡ νηστεία ἀνέβασε στὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ τὴν ἀπαρίθμησε ἀνάμεσα στὰ καυχήματα γιὰ τὶς θλίψεις του (Β’ Κόρ. 11:27).

Γιὰ ὅλες ὅμως τὶς ἀρετές, κορυφαῖο τύπο καὶ ὑπογραμμὸ ἔχουμε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ὁ Κύριος λοιπόν, ἔπειτα ἀπὸ νηστεία σαράντα ἡμερῶν, ἄρχισε τὸ ἔργο του ἐδῶ στὴ γῆ (Μάτθ. 4:2). Πρῶτα ὀχύρωσε καὶ ἐξὸπλισε μὲ τὴ νηστεία τὴ σάρκα, ποὺ πῆρε γιὰ χάρη μας, κι ὑστέρα δέχτηκε τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου. Παρόμοια κι ἐμείς, μὲ νηστεῖες ἂς ἑτοιμαζόμαστε κι ἂς προγυμναζόμαστε στοὺς ἀγῶνες ἐναντίον τῶν πνευματικῶν ἀντιπάλων. Σὲ μιὰν ἀμφίρροπη πολεμικὴ συμπλοκή, ἡ παρουσία κάποιου συμμάχου στὸ πλευρὸ τοῦ ἑνὸς ἐμπολέμου προκαλεῖ τὴν ἧττα τοῦ ἄλλου. Λοιπόν, τὸ πνεῦμα καὶ ἡ σάρκα βρίσκονται σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση. Μὲ ποιό θὰ συμμαχήσεις; Ἂν συμμαχήσεις μὲ τὴ σάρκα, θὰ ἐξασθενήσεις τὸ πνεῦμα. Ἐνῶ ἂν συμμαχήσεις μὲ τὸ πνεῦμα, θὰ ὑποδουλώσεις τὴ σάρκα. Ἀφοῦ θέλεις νὰ ἰσχυροποιήσεις τὸ πνεῦμα σου, δάμασε τὴ σάρκα μὲ τὴ νηστεία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Ὅσο ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος (δηλαδὴ ἡ σάρκα) φθείρεται, τόσο ὁ ἐσωτερικὸς (δηλαδὴ τὸ πνεῦμα) ἀνανεώνεται» (Β’ Κόρ. 4:16).

Ὁ Μωυσής, γιὰ νὰ πάρει τὴ νομοθεσία γιὰ δεύτερη φορά, χρειάστηκε καὶ δεύτερη νηστεία (Ἐξ. 34:28).

Οἱ Νινευίτες, ἂν δὲν εἶχαν νηστέψει οἱ ἴδιοι καὶ τὰ ζῶα τους, δὲν θὰ εἶχαν γλυτώσει τὴν καταστροφὴ (Ἰων. 3:4-10).

Ἀλλὰ καὶ τὸν Ἠσαύ, τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐξευτέλισε καὶ τὸν ἔκανε δοῦλο τοῦ ἀδελφοῦ του; Δὲν ἦταν ἕνα φαγητό; Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο πούλησε τὰ πρωτοτόκια του (Γέν. 25:29-34)!

Ποιοί, πάλι, ἄφησαν τὰ πτώματά τους στὴν ἔρημο; Δὲν τ’ ἄφησαν ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπιζήτησαν τὴν κρεοφαγία καὶ τὴν καλοπέραση τῆς Αἰγύπτου (Ἀριθ. 11:33-34); Ὅσο δηλαδὴ οἱ Ἰσραηλῖτες ἔμεναν ἱκανοποιημένοι μόνο μὲ τὸ μάννα, νικούσαν τοὺς ἐχθρούς τους καὶ κανείς τους δὲν ἀρρώσταινε. Ὅταν ὅμως θυμήθηκαν τὶς χύτρες μὲ τὰ κρέατα καὶ νοστάλγησαν τὴ δουλεία στὴν Αἴγυπτο, τιμωρήθηκαν. Πέθαναν στὴν ἔρημο καὶ δὲν ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.

Δὲν φοβάσαι κι ἐσὺ τὸ παράδειγμα αὐτό; Δὲν σκέφτεσαι, μήπως μὲ τὴν πολυφαγία ἀποκλειστεῖς ἀπὸ τὴν οὐράνια γῆ τῆς ἐπαγγελίας;

Ἡ ἀπόλαυση ἄφθονης καὶ λιπαρῆς τροφῆς δημιουργεῖ στὴν ψυχὴ ἀναθυμιάσεις, πού, σὰν ἕνα πυκνὸ σύννεφο καπνοῦ, ἐμποδίζουν τὸ νοῦ ν’ ἀντικρύσει τὶς ἐλλάμψεις τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Ἡ νηστεία εἶναι ἰσχυρὸ ὅπλο ἐναντίον τῶν δαιμόνων. «Αὐτὸ τὸ δαιμονικὸ γένος δὲν μπορεῖ νὰ διωχθεῖ μὲ κανένα ἄλλο μέσο, παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία», εἶπε ὁ Κύριος στὴν περίπτωση τοῦ δαιμονισμένου νέου (Μάρκ. 9:29).

Μὲ τὴν τρυφή, τὴ μέθη καὶ τὰ διάφορα καρυκεύματα ἐξάπτεται καὶ κάθε εἶδος ἀκολασίας. Τὸ κυνήγι τῆς ἀπολαύσεως μεταβάλλει τοὺς λογικοὺς ἀνθρώπους σὲ ἄλογα ζῶα.

Ἡ κραιπάλη προκαλεὶ καὶ φρικτὲς διαστροφές. Γίνεται αἰτία ν’ ἀναζητοῦν οἱ ἀκόλαστοι τὴ γυναῖκα στὸν ἄνδρα καὶ τὸν ἄνδρα στὴ γυναῖκα.

Ἡ νηστεία ρυθμίζει καὶ τὴν ἔγγαμη ζωή. Ἐμποδίζει τὴν ἀσυδοσία καὶ ἐπιβάλλει σύμφωνη ἐγκράτεια, γιὰ ν’ ἀφοσιωθοῦν οἱ σύζυγοι στὴν προσευχή.

Μὴν περιορίζεις ὅμως τὴν ἀρετὴ τῆς νηστείας μόνο στὴ δίαιτα. Ἀληθινὴ νηστεία δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα φαγητά ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες: Νὰ μὴν ἀδικήσεις κανένα. Νὰ συγχωρήσεις τὸν πλησίον σου γιὰ τὴ λύπη ποὺ σοῦ προξένησε, γιὰ τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔκανε, γιὰ τὰ λεφτὰ ποὺ σοῦ χρωστάει. Διαφορετικά, μολονότι δὲν τρὼς κρέας, τρὼς τὸν ἴδιο τὸν ἀδελφό σου. Μολονότι ἐγκρατεύεσαι στὸ κρασί, δὲν ἐγκρατεύεσαι στὶς κακολογίες. Μολονότι νηστεύεις ὡς τὸ βράδυ, ξοδεύεις τὴν ἡμέρα σου στὰ δικαστήρια.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει: «Ἀλίμονο σ’ αὐτοὺς, ποὺ μεθάνε χωρὶς κρασὶ» (Ἠσ. 28:1). Τέτοια μέθη εἶναι π.χ. ὁ θυμός, ποὺ κάνει τὴν ψυχὴ νὰ παραφρονήσει. Εἶναι ἐπίσης ὁ φόβος, ποὺ παραλύει τὴ διάνοια. Γενικά, κάθε πάθος ποὺ ζαλίζει τὸ νοῦ, εἶναι καὶ μιὰ μέθη. Ὁ ὀργισμένος μεθάει μὲ τὸ πάθος του. Δὲν σκέφτεται, ποιούς ἔχει μπροστά του. Σὰν νὰ πολεμάει μέσα στὴ νύχτα, ἁρπάζει τὸ καθετί, σκοντάφτει στὸν καθένα. Δὲν ξέρει τί λέει, βρίζει, χτυπάει, ἀπειλεῖ, ὁρκίζεται, κραυγάζει.

Ἂν λοιπὸν θέλεις νὰ νηστέψεις πραγματικά, πρέπει ν’ ἀποφεύγεις ὅλα τὰ πάθη.

Πρόσεξε καὶ κάτι ἄλλο: Νὰ μὴ γίνει ἡ αὐριανὴ νηστεία ἀφορμὴ κραιπάλης σήμερα. Μὴν καταστρέφεις μὲ τὴ σημερινὴ ἀσυδοσία τὴν αὐριανὴ ἐγκράτεια. Ὅταν κανεὶς θέλει νὰ συνάψει γάμο μὲ μιὰ σεμνὴ γυναῖκα, δὲν βάζει πρωτύτερα στὸ σπίτι του παλλακίδες καὶ πόρνες. Γιατί ἡ νόμιμη γυναῖκα δὲν ἀνέχεται νὰ συγκατοικεῖ μὲ τὶς παράνομες καὶ διεφθαρμένες.

Ἔτσι λοιπὸν κι ἐσύ. Μὲ τὴν προσδοκία τῆς νηστείας, μὴ δέχεσαι τὴν ἀκόλαστη μέθη, ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ἀναισχυντίας, φίλη τοῦ αἰσχροῦ ἀστείου, ἕτοιμη γιὰ κάθε ἀνηθικότητα. Ἡ νηστεία καὶ ἡ προσευχὴ δὲν θὰ κατοικήσουν μέσα σὲ ψυχὴ, ποὺ ἔχει μολυνθεῖ μὲ τὴν κραιπάλη. Ὁ Κύριος δέχεται στὰ θεῖα σκηνώματα αὐτὸν ποὺ νηστεύει. Ἀποστρέφεται ὅμως σὰν βέβηλο καὶ ἀνίερο τὸν ἄσωτο. Ἂν λοιπὸν ἔρθεις αὔριο ἐδῶ καὶ μυρίζεις κρασί, πῶς θὰ λογαριάσω σὰν νηστεία τὴν κραιπάλη σου; Ποῦ θὰ σὲ κατατάξω; Στοὺς μέθυσους ἢ στοὺς ἐγκρατεῖς; Ἡ μέθη ποὺ προηγήθηκε, σὲ παρουσιάζει μέθυσο, ἐνῶ ἡ δίαιτα ποὺ ἄρχισες, νηστευτή. Μὲ τὰ λείψανα τῆς μέθης, ἡ νηστεία σου γίνεται ἀνώφελη. Καὶ ἂν ἡ ἀρχὴ εἶναι ἀνώφελη, κινδυνεύει ἀνώφελο νὰ καταλήξει καὶ τὸ σύνολο.

Ἡ νηστεία δὲν ἀσκεῖ ἐπίδραση μόνο στὰ ἄτομα. Ἐπηρεάζει καὶ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία. Συμμορφώνει καὶ καθησυχάζει σύντομα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπιβάλλει σιγὴ στὰ ξεφωνητὰ καὶ τὶς κραυγές, ἐξορίζει τοὺς τσακωμοὺς καὶ τὶς διαμάχες, ἀπομακρύνει τὴν κατάκριση καὶ τὴν καταλαλιά.

Ποιοῦ δασκάλου ἡ παρουσία σταματάει τόσο γρήγορα τὶς ἀταξίες καὶ τὸν θόρυβο τῶν παιδιῶν; Μόλις ἐμφανιστεῖ ἡ νηστεία, κάθε ταραχὴ στὴν πόλη αὐτόματα σταματάει.

Ποιός μπορεῖ νὰ συνεχίζει τὸ γλέντι καὶ τὴ διασκέδαση σὲ καιρὸ νηστείας; Ποιός μπορεῖ νὰ συνδυάσει τὴ νηστεία μὲ ἀσελγεῖς χορούς; Τὰ ἄπρεπα γέλια καὶ τὰ πορνικὰ τραγούδια καὶ οἱ ἔξαλλοι χοροὶ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν πόλη, μόλις φτάσει ἡ νηστεία σὰν ἕνας αὐστηρὸς δικαστής.

Ἂν ὅλοι ἄκουγαν τὶς συμβουλὲς τῆς νηστείας, θὰ ἐπικρατοῦσε τέλεια εἰρήνη σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Δὲν θὰ ξεσηκωνόταν τὸ ἕνα κράτος ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Δὲν θὰ εἴχαμε πολεμικὲς συμπλοκὲς οὔτε κατασκευαστὲς ὅπλων. Δὲν θὰ ὑπῆρχαν δικαστήρια οὔτε φυλακές. Οἱ ἐρημιὲς δὲν θὰ φιλοξενούσαν κακοποιοὺς οὔτε οἱ πόλεις συκοφάντες οὔτε οἱ θάλασσες πειρατές.

Ἂν κυριαρχοῦσε ἡ νηστεία, ἡ ζωή μας δὲν θὰ ἦταν γεμάτη στεναγμούς. Γιατί αὐτὴ θὰ δίδασκε σ’ ὅλους, ὄχι μόνο τὸν περιορισμὸ τῆς σπάταλης ζωῆς ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα κακά. Θὰ δίδασκε τὴν ὁλοκληρωτικὴ φυγὴ καὶ ἀποξένωση ἀπὸ τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία, ἀπὸ τὴ φιλοδοξία καὶ τὴ φιληδονία. Ἂν ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτά, θὰ ζοῦμε μὲ εἰρήνη καὶ ἁγιασμό.

Ἀφοῦ λοιπὸν τέτοια ἀγαθά μᾶς προσφέρει ἡ βασίλισσα αὐτὴ τῶν ἀρετῶν, ἂς τὴ δεχτοῦμε χωρὶς καμιὰ κατήφεια, χωρὶς κανέναν γογγυσμό. Ὅλοι πρόθυμα ἂς τιμήσουμε τὸ πνευματικὸ τραπέζι ποὺ μᾶς παραθέτει ἡ νηστεία, ἐξαγνίζοντάς μας καὶ προετοιμάζοντάς μας γιὰ τὴν αἰώνια θεία εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου.