Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης.

Κάποια φορᾶ – διηγεῖται ἡ γερόντισσα Χριστονύμφη, Ἱερὰ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ, Πάτμος – ποὺ εἶχα πάει μὲ τὴν σεβαστὴ Γερόντισσά μου (τὴν μακαριστὴ γερόντισσα Εὐστοχία) στὸν ἅγιο Πορφύριο, τὸν ρώτησα γιὰ ἕνα θέμα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦσε ἐκεῖνο τὸ διάστημα. Ἐπειδὴ ἡ Γερόντισσα ἦταν πλέον ἡλικιωμένη καὶ ἀρκετὰ κουρασμένη ἀπ’ ὅλες τὶς ὑπευθυνότητες τῆς Μονῆς μας ἀλλὰ καὶ τοῦ Ὀρφανοτροφείου τῆς Ρόδου, ἀδυνατοῦσε νὰ καλῆ τὶς ἀδελφὲς σὲ ἐξαγόρευση τακτικά. Συχνὰ, λοιπὸν, ἔρχονταν οἱ ἀδελφὲς σὲ ἐμένα, ἐπειδὴ μὲ ἐμπιστεύονταν, νὰ μοῦ ποῦν κάτι ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε ἢ ὅταν εἶχαν ἕνα πρόβλημα νὰ τὶς ἀναπαύσω. Αὐτὸ τὸ γνώριζε ἡ Γερόντισσα.

Ὅμως ἐγώ, ἐπειδὴ δὲν εἶχα πολὺ χρόνο διαθέσιμο, καὶ εἶχα τὴν ἀνάγκη καὶ νὰ προσευχηθῶ, ὅταν πήγαινα στὸ κελλί μου γιὰ προσευχὴ καὶ μάλιστα τὴν ὥρα τῆς ἀπομονώσεως (μία ὥρα, 5.30-6.30 μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ ποὺ καθιέρωσε ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος νὰ τὴν ἀφιερώνουμε στὴν μελέτη τοῦ Θείου λόγου, στὴν προσευχὴ καὶ στὴν αὐτοεξέταση πρὶν τὴν δύση τοῦ ἡλίου), δυσανασχετοῦσα, ὅταν οἱ ἀδελφὲς ἔρχονταν ἀμέσως καὶ μοῦ χτυποῦσαν τὴν πόρτα γιὰ νὰ μοῦ μιλήσουν καὶ συχνὰ δὲν τὶς ἄνοιγα.

Ἔλεγα μάλιστα μὲ τὸν λογισμό μου ὅτι, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶμαι ἡγουμένη, δὲν ἔχω εὐθύνη. Ὑπάρχουν μεγαλύτερες σὲ ἡλικία ἀδελφές, μποροῦν νὰ πᾶνε σ’ αὐτὲς, ὅσες θέλουν νὰ μιλήσουν καὶ ν’ ἀναπαυτοῦν. Ἐγὼ ποῦ θὰ βρῶ χρόνο γιὰ προσευχή, ἂν χάσω αὐτὴν τὴν ὥρα τῆς ἀπομονώσεως; Ἔτσι καθησύχαζα τὸν ἑαυτό μου καὶ δὲν ἄνοιγα τὴν πόρτα μου καὶ συχνὰ οἱ ἀδελφὲς ἔφευγαν λυπημένες.

Ρώτησα, λοιπὸν, τὸν ἅγιο Πορφύριο ἂν πράττω σωστά, διότι ἔνοιωθα παράλληλα καὶ τὴν συνείδησή μου νὰ μὲ ἐλέγχη, ὅταν δὲν ἀνέπαυα τὴν ἀδελφή μου. Καὶ ὁ ἅγιος Γέροντάς μου ἀπάντησε:

-Δὲν μοῦ λές, παιδί μου, ὅταν φεύγη ἡ ἀδελφὴ, ἐσὺ συνεχίζεις τὴν προσευχή σου; Μπορεῖς καὶ προσεύχεσαι;

-Ὄχι, Γέροντα, τοῦ ἀπαντῶ, γιατί ἀρχίζω καὶ σκέφτομαι ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχω πληγώσει τὴν ἀδελφή, ἡ ὁποία ὄντως νὰ εἶχε ἀνάγκη κι ἐγὼ τὴν περιφρόνησα.

-Νά, λοιπὸν, ποὺ τὸ βρῆκες μόνη σου, ἀδελφὴ Χριστονύμφη. Σὲ παρακαλῶ, στὸ ἑξῆς ν’ ἀνοίγης τὴν πόρτα σου. Πιὸ καλὰ ν’ ἀναπαύσης τὴν ἀδελφή σου, παρὰ ν’ ἀναπαύης τὸν ἑαυτό σου. Κι ἐσένα θὰ σὲ ἀναπαύση ὁ Χριστός. Ὅταν ἀναπαύουμε τὸν ἀδελφό μας, ἀναπαύουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό μας, συνέχισε ὁ Ὅσιος. Καὶ πράγματι, ἀπὸ τότε τήρησα τὴν συμβουλή του.