Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του ὁ Χριστὸς μακάρισε τοὺς «πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν δικαιοσύνην» καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τοὺς χορτάσει. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἑρμηνεύοντας λέει ὅτι αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη δὲν ἀναφέρεται στὴ διοίκηση, διανομὴ ἢ διαχείριση ἀγαθῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀπόλαυση τῆς «εὐαγγελικῆς τραπέζης»· μὲ ἄλλα λόγια, «δικαιοσύνη» εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία «πεινοῦσε καὶ διψοῦσε» ὁ ἄρχοντας τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
Ἡ ἀτέλεστη τελειότητα
Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ εἰλικρίνεια πεινοῦσε καὶ διψοῦσε γιὰ τὴ σωτηρία του, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ νιάτα του εἶχε τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνήσια ὅμως ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς «οὐ κόρῳ περιορίζεται», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο. Ὁ Χριστὸς ὑπόσχεται σ’ αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν τὴν αἰώνια ζωὴ «πλησμονὴν ἐξάπτουσαν τὴν ὄρεξιν, οὐκ ἀμβλύνουσαν». Καὶ ὅταν ἀνοίγει ἡ ὄρεξη, ἀκόμη καὶ ἡ «τελεία τῶν τελείων τελειότης», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, εἶναι «ἀτέλεστη».
Σ’ αὐτὴν τὴν ἀτέλεστη τελειότητα κάλεσε ὁ Χριστὸς τὸν πλούσιο ἄρχοντα ζητώντας του νὰ μοιράσει ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Οὐσιαστικὰ ἦταν μία κλήση σὲ μοναχικὴ ἀφιέρωση· σὲ ὁλοκληρωτικὴ παράδοση στὸν Χριστό. Τέτοιες κλήσεις ἀπευθύνονται «στοὺς κραταιούς τοῦ Θεοῦ», οἱ ὁποῖοι -κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ- «τῆς γῆς σφόδρα ἐπήρθησαν» (Ψαλμ. 46,10). Ἀλλὰ γιὰ νὰ σηκωθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴ γῆ σφόδρα, χρειάζεται νὰ εἶναι ἀποφασισμένος νὰ κόψει καὶ τὴν πιὸ μικρὴ κλωστή, ποὺ τὸν δένει μὲ τὰ τῆς γῆς. Καί, ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, στὸν συγκεκριμένο πλούσιο δὲν ἦταν ἁπλῶς κλωστές, ἀλλὰ σχοινιά, ποὺ τὸν κρατοῦσαν δεμένο μὲ τὰ ὑπάρχοντά του. Γι’ αὐτὸ καί, ἀντὶ νὰ πετάξει ἀπὸ τὴ χαρὰ του ἀκούγοντας τὸ κορυφαῖο κάλεσμα, «περίλυπoς ἐγένετο».
Βαθμοὶ ἐλευθερίας
Οἱ μηχανικοὶ στὶς στατικές τους μελέτες μιλᾶνε γιὰ «βαθμοὺς ἐλευθερίας» τῶν κτιρίων, τοὺς ὁποίους ἐκεῖνοι ρυθμίζουν. Οἱ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντες ἄνθρωποι, τοὺς «βαθμοὺς ἐλευθερίας» μας τοὺς ἐπιλέγουμε μόνοι μας. Ὁ Χριστὸς κάλεσε τὸν πλούσιο στὸν ὕψιστο βαθμὸ ἐλευθερίας μὲ τὶς λέξεις: «Δεῦρο ἀκολούθει μοι». Σὲ ὅλα νὰ εἶσαι μαθητής μου. Καὶ πάντοτε νὰ μὲ ἀκολουθεῖς· «μὴ σήμερον μέν, αὔριον δ’ οὔ». Καὶ μὴν κρατήσεις τίποτε δικό σου. «Εἰ γὰρ τι ἐναπομείνῃ, ἐκείνου δοῦλος εἶ» (ἅγιος Θεοφύλακτος). Καὶ τὸ πιὸ μικρὸ πράγμα ἢ θέλημα, ποὺ κρατᾶμε «εἰς τιμὴν καὶ δόξαν» τοῦ «ἐγώ» μας, θὰ γίνει ἀφεντικὸ μας· καὶ θὰ μᾶς ἐμποδίζει νὰ χαροῦμε τὴ μόνη ὑπαρκτὴ ἐλευθερία, ποὺ εἶναι ἡ ἐλευθερία ποὺ μᾶς κάνει «δούλους Χριστοῦ»· «δούλους» τοῦ μόνου φιλανθρώπου Κυρίου καὶ ἐλευθερωτῆ μας.
Ἡ σημερινὴ παραβολή, φυσικά, δὲν εἶναι οὔτε μία ὑποχρεωτικὴ πρόσκληση στὴ μοναχικὴ ἀφιέρωση οὔτε ἕνας γερὸς κόλαφος κατὰ τῶν πλουσίων. Καὶ οἱ δύο παρερμηνεῖες ὄζουν ἀνελεύθερου πνεύματος. Ὁ Χριστός, ὁ μόνος ποὺ ξέρει καλὰ τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐπισημαίνει ὅτι ἡ σωτηρία ὅλων μας κινδυνεύει ἀπὸ κάποιες προσκολλήσεις, ποὺ δὲν ἔχουν πάντοτε σχέση μὲ χρήματα. Τὰ χρήματα, βέβαια, εἶναι «κολλητικώτερα καὶ δυσκόλως ἀποσπᾶται ὁ τούτοις συσχεθεὶς», κατὰ τὸν Ἅγιο τῆς Ἀχρίδος· τόσο δύσκολα, ὥστε νὰ φτάσει ὁ Χριστὸς νὰ κάνει παρομοίωση μὲ τὴ δυσκολία ποὺ ἔχει μία καμήλα νὰ περάσει τὴν τρύπα βελόνας. Ὅμως, δὲν ἔλειψαν καὶ πλούσιοι ποὺ τὰ κατάφεραν, ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀβραάμ, Ἰώβ, Ζακχαῖος καὶ πολλοὶ ἄλλοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀκόμη καὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες ποὺ ἔγιναν μοναχοί.
Ὁ «πλοῦτος» ποὺ ὑψώνει τεῖχος
Ὑπάρχουν ὅμως ἐκτός τῆς φιλαργυρίας καὶ πολλὰ ἄλλα πάθη, προκαταλήψεις καὶ προσκολλήσεις -ὅλα καρποὶ τῆς φιλαυτίας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ- ποὺ κόβουν τὰ φτερὰ ἀκόμη καὶ σὲ ὑψιπετεῖς ἐραστὲς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Κάποτε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στὴν ἐρώτηση ἀδελφῶν «πῶς θὰ σωθοῦμε;» τοὺς ὑπέδειξε τὸν σύντομο εὐαγγελικὸ δρόμο τῆς ταπείνωσης: «Ἂν κάποιος σὲ ραπίσει στὴ δεξιὰ σιαγόνα, στρέψε του καὶ τὴν ἄλλη». Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: «Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε αὐτό». «Τότε», τοὺς ἀπαντάει ἀρχίζοντας τὶς ἐκπτώσεις ὁ Ἅγιος, «ὑπομείνετε τὸ ἕνα ράπισμα». «Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε», τοῦ λένε. «Τότε, τουλάχιστον, μὴν ἀνταποδώσετε τὸ χτύπημα», συγκατέβηκε ὁ Ἅγιος δίνοντάς τους μία τελευταία εὐκαιρία. «Οὔτε κι αὐτὸ μποροῦμε», εἶπαν οἱ τάχα πεινασμένοι γιὰ σωτηρία. Τότε στρέφεται ὁ Ἅγιος στὸν ὑποτακτικό του καὶ τοῦ λέει: «Φτιάξε τους λίγο κουρκούτι νὰ φᾶνε, γιατί εἶναι ἄρρωστοι». Καὶ ἀπευθυνόμενος καὶ σ’ αὐτοὺς εἶπε: «Τὸ ἕνα δὲν μπορεῖτε· τὸ ἄλλο δὲν θέλετε. Τί νὰ σᾶς κάνω; Χρειάζεσθε πολλὴ προσευχή».
Ἑπομένως, μπορεῖ κάποιος νὰ μὴν εἶναι πλούσιος σὲ χρήματα, ἀλλὰ σὲ «δικαιολογημένα» πείσματα, σὲ αὐτοδικαίωση καὶ ἑτερομεμψία, σὲ κρυφὴ ἔπαρση, σὲ ἀδιόρατη κενοδοξία· καὶ νὰ καμαρώνει ὅτι ἐκ νεότητός του ἐφύλαξε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τελικὰ νὰ εἶναι κολλημένος σὲ «δικαιώματά του», ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἁμαρτωλὰ θελήματά του. Καὶ ὅσο κολλάει σ’ αὐτά, τόσο γίνεται ὄχι μόνο καμήλα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περάσει ἀπὸ τρύπα βελόνας, ἀλλὰ -κατὰ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα- ὑψώνει «τεῖχος χαλκοῦν ἀναμέσον αὐτοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ».
Τότε ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Γιὰ τοὺς «κάτω συρομένους καὶ ἐπιθυμοῦντας τῶν γηίνων» δὲν ὑπάρχει σωτηρία, λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Μόνο ὅταν κάποιος σηκώσει τὰ μάτια του στὸν Θεό, ἐμπιστευτεῖ τὸ θεῖο θέλημα καὶ ζητήσει τὴ βοήθειά του, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ πλησιάσει σὲ τέτοιοι «βαθμοὺς ἐλευθερίας», ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσει ὁλοκαρδα.