Μοναξιὰ καὶ ἀγωνία (Λουκ. ιβ΄16-21).
Οἱ ἄνθρωποι δέν δικαιοῦνται νά κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία. Καί τοῦτο διότι ὡς στοργική μητέρα ὅλων, ἀσχέτως ἄν κάποιοι ἐπιμένουν νά τήν ἀρνοῦνται, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία φροντίζει καί παρέχει ὑποθῆκες ζωῆς, τόσο μέσω τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων, ὅσο καί μέσω τῆς ἑρμηνείας τους. Μάλιστα δέ οἱ ὑποθῆκες εἶναι τέτοιες πού γίνονται ἀντικειμενικά παραδεκτές καί ἔχουν γενικότερη ἐφαρμογή. Βεβαίως, πολλοί ἀντιπαρέρχονται τό γεγονός ὅτι οἱ προτάσεις ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ὡς προοπτική τήν οὐσιαστική σχέση καί βίωση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, συνομολογοῦν ὅμως, ὅτι ἀποτελοῦν τήν ὑγιέστερη βάση γιά τήν ὀργάνωση καί διάρθρωση τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.
Τό παράξενο εἶναι πώς ἐνῶ παραδέχονται τήν ὠφέλεια τοῦ ὀρθόδοξου τρόπου ζωῆς, ἤ ἔστω αἰσθάνονται ἀνομολόγητα τό ὀρθό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, ἐπιμένουν νά ἀρνοῦνται τήν υἱοθέτησή του ἐμμένοντας σέ ἀγκυλώδη πιστεύματα καί ἀνάδελφες πρακτικές, ὑπεύθυνες γιά τήν πολλαπλή ὑπονόμευση καί διάβρωση τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ καί τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία μέ τήν προαιώνια πείρα της δέν παύει νά προειδοποιεῖ, καί οἱ ἄνθρωποι ὡς ἄτακτα παιδιά δέν παύουν νά πιστεύουν ὅτι «ξέρουν καλύτερα». Κι ἡ Ἐκκλησία αὐτό τό σέβεται, γιατί σκοπός της δέν εἶναι νά ὑποχρεώσει, νά πειθαναγκάσει καί νά ἐπιβάλλει, ἀλλά νά πείσει σεβόμενη τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, νά ἐμπνεύσει ξυπνώντας τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν λήθαργό του καί νά ὑποστηρίξει τήν πορεία πρός τήν αἰωνιότητα τῆς θείας Βασιλείας.
Τό κυνήγι τοῦ πλούτου
Κομβικό σημεῖο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἠθικῆς, πρωταρχικό μέλημα στή διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου, καταλύτη στή λήψη τῶν ὅποιων ἀποφάσεων θεωρεῖ ἡ Ἐκκλησία τήν τοποθέτηση τοῦ πλούτου. Ὄχι γενικότερα ἔναντι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἤ τῆς ὕλης αὐτῆς καθ’ ἑαυτῆς, τά ὁποῖα ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ ἀντιμετωπίζονται ἀναλόγως. Ἀλλά τοῦ πλούτου εἰδικά. Δηλαδή, τῆς διάθεσης τοῦ ἀνθρώπου νά κατοχυρώσει ὑπέρ του μέ ὅποιον τρόπο καί σέ ὅποια μορφή, πλεονάσματα ὑλικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα δέν τοῦ χρειάζονται γιά νά καλύψει ἄμεσες καί πρωταρχικές του ἀνάγκες. Καί μάλιστα μέ τρόπο ὑποβολιμαῖο, συναρτώμενο πολλές φορές μέ ἀθέμιτα μέσα στήν ἀπόκτησή του καί ἀνήθικους σκοπούς στή διάθεσή του.
Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή ὁ Κύριος διηγεῖται τήν παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Τί παράξενο ἀλήθεια. «Ἄφρων» στήν Ἁγία Γραφή χαρακτηρίζεται ἀφ’ ἑνός ἐκεῖνος πού στρέφει τά νῶτα του στόν Θεό καί ἀφ’ ἑτέρου ἐκεῖνος πού προσκολλᾶται στόν πλοῦτο, ἴσως γιατί τό ἕνα δέν εἶναι ἄσχετο μέ τό ἄλλο. Εἶναι κοινή διαπίστωση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται τή σχέση μέ τόν Θεό, πιστεύοντας ὅτι «δέν τόν συμφέρει», γιατί συνήθως ἡ καρδιά του εἶναι κολλημένη ἀλλοῦ, συνήθως στό κυνήγι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, στό ἐδῶ καί τώρα.
Τί κάνει ὁ ἄφρων πλούσιος; Ταλαιπωρεῖται. Ἤ καλύτερα, αὐτοταλαιπωρεῖται, μιᾶς πού εἶναι ὑπεύθυνος γιά τή δυστυχία του. Τό πρῶτο πού μποροῦμε εὔκολα νά παρατηρήσουμε στήν εὐαγγελική διήγηση εἶναι τό προφανές της ἀγωνίας τοῦ πλουσίου νά ἐξασφαλίσει τόν πλοῦτο του. Παράξενο. Κοινό πίστευμα τῆς πλειοψηφίας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὅτι ὁ πλοῦτος ἐξασφαλίζει, γι’ αὐτό καί ἔχουν ἀγωνία νά τόν ἀποκτήσουν καί νά τόν κατοχυρώσουν. Κι ἐδῶ ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία γιά νά τονίσει τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι κακός ἀφέντης, πού ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν ταλαιπωρεῖ ὅσο περισσότερο προσκολλᾶται σέ αὐτόν. Ἡ ἀγωνία τοῦ πλουσίου νά μή χάσει οὔτε τό ἐλάχιστο ἀπό τά ἀποκτήματά του, τόν ὑποβάλλει σέ σωρεία φροντίδων, περιττῶν ἐνεργειῶν, ἔμπονων προσπαθειῶν γιά νά τά ἐξασφαλίσει ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ του, «ἀπολαμβάνοντας» μόνο ἀνασφάλεια καί φοβία γιά τήν ἀπώλειά τους.
Τό τελικό ἀποτέλεσμα
Κάτι πού δέν ἀναφέρεται ρητά στό Εὐαγγέλιο, παρατηρεῖται ὅμως εὔκολα στήν ὅλη διήγηση, εἶναι ἡ μοναξιά πού χαρακτηρίζει τόν ἄφρονα πλούσιο. Δέν κάνει κανένα διάλογο, δέν συμβουλεύεται κανέναν, ἀποφασίζει γιά ὅλα μόνος του μέ ἀπόλυτη αὐτοπεποίθηση καί μοναδικό προσανατολισμό τή διαφύλαξη τοῦ πλούτου του γιά τόν ἐαυτό του. Τελικά, ἡ ὅλη μοναξιά ὑπαγορεύεται, δημιουργεῖται καί ἐπιβάλλεται ἀπό τόν πλοῦτο. Ὁ πλούσιος εἶναι ἀνίκανος γιά σχέση ὄχι μέ τόν Θεό πού δέν βλέπει, ἀλλά μέ τούς ἀνθρώπους πού βλέπει, καθώς ὅλοι θεωροῦνται ὡς ὕποπτοι ὑφαρπαγῆς τοῦ πλούτου του. Καί ὀχυρώνεται στή μοναξιά του νομίζοντας ἐπαρκῆ συντροφιά τόν πλοῦτο.
Ἀκριβῶς στή στιγμή πού πιστεύει ὅτι ἐπιτέλους κατοχύρωσε τόν πλοῦτο καί μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ν’ ἀπολαμβάνει τή σχέση του μαζί του, ἀκούει κάποιον ἄλλον πού ὡς ἐκείνη τή στιγμή συνειδητά παραθεωροῦσε, σκόπιμα ἀγνοοῦσε καί ἐμπρόθετα ξεχνοῦσε, νά τοῦ κάνει μιά ἐρώτηση: Ἀνόητε, ἐσύ πού ζήτησες τήν ἐξασφάλιση στόν πλοῦτο καί τοῦ ἀφιερώθηκες, αὐτή τή νύκτα πού νόμιζες ὅτι θά ξεκινοῦσε ἡ ἀναπαυτική καί ἀπολαυστική ζωή σου, αὐτή τήν ἴδια νύκτα ἔρχονται καί ζητοῦν νά πάρουν τήν ψυχή σου. Πεθαίνεις, καί αὐτά πού ἑτοίμασες, ἀκριβῶς ἐπειδή δέν μποροῦν νά σέ συνοδεύσουν, ποιοί θά τά χαροῦν;
Αὐτός πού ρωτᾶ εἶναι ὁ Κύριος της ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἡ ἐρώτηση δέν ἐπιδέχεται ἀπάντηση, παρά μόνον εἶναι ἐκφραστική τοῦ ἀδιεξόδου μιᾶς ζωῆς προσκολλημένης στόν πλοῦτο. Διαζωγραφίζεται ἀνάγλυφη ἡ ἀνικανότητα τοῦ πλούτου ὄχι νά δώσει ἀπάντηση στό μυστήριο τοῦ θανάτου, ἀλλά νά δικαιολογήσει τήν ἀνάλωση ὑπέρ του μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Ἀποτυπώνεται ἡ ματαιότητα στό κυνήγι τῆς σπουδαιότερης χίμαιρας τοῦ ἀνθρώπου πού λέγεται πλοῦτος. Γι’ αὐτό καί σέ κάθε περίπτωση ἡ ἐρώτηση προκαλεῖ μόνο θλίψη.
Μιά παρατήρηση ἀκόμη. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου δέν ζητᾶ τήν ψυχή τοῦ πλουσίου. Ἄλλοι προσδιορίζονται ὅτι τήν «ἀπαιτοῦν». Οἱ Πατέρες ἀντιδιαστέλλουν μεταξύ τῶν τρόπων ἐκδημίας ἑνός δικαίου καί ἑνός ἁμαρτωλοῦ. Γιά τόν δίκαιο συνήθως λέγεται ὅτι παραθέτει τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν καταθέτει ὡς κάτι τό ὁλοκληρωμένο, τό ὁποῖο ὁ Ἅγιος Θεός παραλαμβάνει μέ πολύ σεβασμό ὡς κάτι ἱερό.
Γιά τόν ἁμαρτωλό χρησιμοποιεῖται ἡ ἔκφραση «ἀπαιτοῦν» καί ἐννοοῦνται συνήθως οἱ δαίμονες, γιά νά φανεῖ τό δισυπόστατό της ψυχῆς ὅταν δέν ἔχει αἰώνιο προσανατολισμό, ἀλλά ἐπίγεια προσκόλληση, καθώς ἡ διαδικασία τῆς ἀποχώρησης εἶναι μεγάλο μαρτύριο. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο διευκρινίζεται. Ἡ ψυχή τοῦ πλούτου, τήν ὁποία νόμιζε δική του, ἀποδεικνύεται ὅτι δέν εἶναι, καθώς ἔρχονται οἱ κύριοί της, αὐτοί στούς ὁποίους παραδόθηκε, αὐτοί τούς ὁποίους ὑπήκουε ἐπί γῆς, νά τήν ἀπαιτήσουν. Πόσος πόνος καί «ἐν ζωῇ καί μετά θάνατον».
Ἀδελφοί μου, ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή διαβάζεται δυό χιλιάδες χρόνια τώρα σαλπίζοντας στήν ἀνθρωπότητα τή μοναξιά καί τήν ἀγωνία πού προξενεῖ ἡ παράδοση στή διεκδίκηση τοῦ πλούτου. Καί ἡ ἀνθρωπότητα ἐθελοτυφλώντας ἀδικαιολόγητα ἀφοσιώνεται σ’ αὐτή τή διεκδίκηση ἀγνοώντας τήν προειδοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, εἰσπράττοντας πόνο, ἀδικία καί μαῦρες σελίδες ἱστορίας. Προσευχή, νά φωτίζει ὁ Ἅγιος Θεός ποῦ ἀξίζει νά προσκολληθεῖ ἡ καρδιά μας καί πῶς θά τόν ἐξασφαλίσουμε ὡς τήν αἰώνια εἰρηνική συντροφιά μας.