Εὐθύμιος Στύλιος, Μητροπολίτης Ἀχελώου(+)

«Ἔμεινε Μαριὰμ σὺν αὐτῇ ὡσεὶ μήνας τρεῖς» (Λούκ. ἃ΄ 56).

Τρεῖς μῆνες ἔμεινε ἡ Μαριὰμ κοντὰ στὴν Ἐλισάβετ. Ἂν τόσο μεγάλα, ὡραῖα, βαθυστόχαστα καὶ ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶπαν τὶς πρῶτες μόλις στιγμὲς τῆς συναντήσεως των, σκέπτεται κανεὶς πόσα ἀκόμα πιὸ πολλὰ καὶ πιὸ ὡραία θὰ ἀντάλλαξαν μεταξύ τους μέσα σὲ τρεῖς ὁλόκληρους μῆνες…

Κι ὅμως γιὰ ὅλα αὐτὰ ἡ Κ. Διαθήκη σιωπᾶ. Ἡ σιωπὴ αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελίου ἴσως νὰ σημαίνη ὅτι τὸ ὑπόλοιπο διάστημα οἱ δύο συγγενεῖς γυναῖκες ἔζησαν ἐντελῶς ἁπλά, χωρὶς ἄλλες ἐξάρσεις καὶ προφητικὲς ὠδές· ὅτι οἱ ὧρες καὶ μέρες πέρασαν εὐχάριστα, μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα ἀμοιβαίας ἀγάπης, πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως καὶ χαρᾶς καὶ γενικὰ ὅτι οἱ δύο εὐσεβεῖς γυναῖκες, μέσα σὲ μία ἐναλλαγὴ οἰκιακῆς ἐργασίας καὶ προσευχῆς ζοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ ἀλληλοενισχύονταν στὴν πιστὴ τήρησι τοῦ ἅγιου θελήματος.

Ἡ ἁπλή, λαϊκὴ εὐσέβεια ἐξιδανικεύει συνήθως τὸ «βίο» τῶν Ἁγίων της Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι πολλοὶ χριστιανοὶ φαντάζονται ὅτι οἱ Ἅγιοι ζοῦσαν σὲ μία διαρκῆ πνευματικὴ ἔξαρση καὶ ψυχικὴ ἀνάταση· ὅτι τὸ στόμα τους ἔλεγε συνεχῶς προσευχές· ὅτι βρίσκονταν συνεχῶς μέσα στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ κλπ. οὔτε καν μποροῦν νὰ φαντασθοῦν ἕναν Ἅγιο νὰ πλένεται, νὰ σκουπίζη τὸ δωμάτιό του ἢ τὸ κελλί του, νὰ κάθεται, νὰ κοιμᾶται… νὰ ζῆ δηλαδὴ τὴν καθημερινὴ ἁπλὴ ζωή, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι ζοῦσαν ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι καί, ὅτι, ἐπειδὴ ἦσαν Ἅγιοι αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ἦσαν ἄνθρωποι. Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἦσαν «ἄνθρωποι ὁμοιοπαθεῖς ὑμῖν», ὅπως τόσο ὡραία γράφει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος (ε’ 17), πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι γνώρισαν κόπους καὶ μόχθους, διωγμοὺς καὶ κινδύνους (Β Κόρ. ια 23 – 33), ἀλλὰ γνώρισαν καὶ στιγμὲς καθημερινῆς ζωῆς, γαλήνης καὶ σιωπῆς. Μερικοὶ Χριστιανοὶ λέει τὸ ὡραῖο ἀνέκδοτο— πῆγαν στὴν ἔρημο νὰ συναντήσουν τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο. Περίμεναν λοιπὸν νὰ δοῦν τὸν Ἅγιο νὰ προσεύχεται καὶ μὲ τὴ φωτιὰ τῆς προσευχῆς του νὰ κατακαίει τοὺς δαίμονες… Κι ὅμως! Τὸν βρῆκαν νὰ παίζη μ’ ἕνα …περιστέρι! Τότε ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν, τοὺς εἶπε: «Τὸ τόξο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πάντα τεντωμένο, διότι θὰ σπάση. Γὶ αὐτὸ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ χρειάζεται νὰ χαλαρώνη κανεὶς τὶς τεντωμένες χορδές του…». Τοὺς εἶχε δώσει τὴν ἀπάντησι ποὺ χρειάζονταν! Ἀκόμη ἀπὸ τὴν παράδοσι γνωρίζομε, ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ποὺ ἔγραψε τὸ Δ΄ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Ἀποκάλυψη πήγαινε καὶ λουζόταν στὰ δημόσια λουτρὰ τῆς Ἐφέσου. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, βαδίζοντας στὴν ἐξορία τὸ μόνο ποὺ ζητοῦσε ἦταν ἕνα θερμὸ λουτρό… Μὲ ἕνα λόγο οἱ Ἅγιοι δὲν μιλοῦσαν συνεχῶς γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ ζοῦσαν συνεχῶς καὶ «ἀνέπνεαν» τὸν Θεόν. «Μνημονευτέον μᾶλλον τοῦ Θεοῦ ἢ ἀναπνευστέον» (Ἄγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος) .

Ὅσοι θέλουν νὰ μοιάσουν μὲ τοὺς Ἁγίους, ἂς προσέξουν. Ζωὴ ἁγία δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ μιλοῦν συνεχῶς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὰ θεία, ὅτι πρέπει νὰ παραμελοῦν τὶς καθημερινὲς ἀπασχολήσεις των σὰν κατώτερες καὶ ἀνάξιες λόγου· ὅτι πρέπει νὰ γυρίζουν συνεχῶς γύρω καὶ μέσα στὸ ναὸ κλπ. Διότι ἡ ἀληθινὴ εὐσέβεια δὲν ἀποκλείει τὴν καθημερινότητα, ἀλλὰ τὴν ἁγιάζει καὶ τὴν μεταμορφώνει ὅπως τὸ ἔκαναν καὶ οἱ δύο εὐσεβεῖς γυναῖκες, ἡ Παρθένος καὶ ἡ Ἐλισάβετ.