Θεοτοκᾶς Γιῶργος.

Τὸ ἀπόσπασμα ποὺ ἀκολουθεῖ προέρχεται ἀπὸ τὸ προσωπικὸ ἡμερολόγιο τοῦ Γιώργου Θεοτοκᾶ. Εἶναι μιὰ αὐθεντικὴ μαρτυρία, γραμμένη ἐν θερμῷ τὴν ἴδια μέρα ποὺ ξέσπασε ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος. Ὁ συγγραφέας καταγράφει τὰ προσωπικά του αἰσθήματα ἀλλὰ καὶ τὶς πρῶτες ἀντιδράσεις τῶν κατοίκων τῆς Ἀθήνας, ὅταν μαθαίνουν τὸ νέο.

Ξυπνῶ μὲ τὶς καμπάνες, ποὺ σημαίνουν τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου καὶ τὸν πρῶτο συναγερμό. Ἐπιτέλους εἴμαστε μέσα! Ὁ ὡραιότατος καιρός, οἱ καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ἰδιαίτερη, κάποια ἔξαψη ποὺ αἰσθάνουμαι ἀμέσως τριγύρω μου, στὸ σπίτι, στὸ δρόμο, στὰ ἄλλα σπίτια καὶ στοὺς κήπους, ὅλα αὐτὰ προσδίδουν, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, στὴν ἡμέρα ποὺ ἀρχίζει, μιὰ ὄψη ἑορτάσιμη, πανηγυρική. Ἡ πρώτη μου σκέψη εἶναι: «Τὸ μεσημέρι, τὸ ἀργότερο, θὰ ἔρθουν τὰ ἀεροπλάνα νὰ μᾶς βομβαρδίσουν».

Ξεκινῶ γιὰ τὴν Ἀθήνα νωρίτερα ἀπὸ τὴ συνηθισμένη μου ὥρα. Στὸν δρόμο, ἐνῶ πηγαίνω πρὸς τὸν Πλάτανο νὰ πάρω τὸ λεωφορεῖο, μὲ συνοδεύει μιὰ γριὰ προσφυγίνα, μαγείρισσα σὲ κάποιο σπίτι ὅπως μοῦ λέει, ποὺ τρέχει νὰ πάει στὸν Πειραιᾶ νὰ δεῖ, τί γίνουνται τὰ παιδιά της. Εἶναι πανικόβλητη, μοῦ μιλᾶ γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Σμύρνης, γιὰ τὰ πτώματα στοὺς δρόμους.

Στὸ λεωφορεῖο διαβάζω τὴν ἐφημερίδα μου καὶ ξεχνιοῦμαι. Ἀπάθειά μου. Oι ἐπιβάτες μιλοῦν γιὰ τὸν πόλεμο μὲ πολλὴ ψυχραιμία καὶ κάποτε μὲ εὐθυμία.

Μετά τους Ἀμπελοκήπους, μπαίνοντας στὴν Ἀθήνα, ἀντικρίζω τὴν πρώτη πολεμικὴ εἰκόνα καὶ αἰσθάνουμαι τὴν πρώτη συγκίνηση τῆς ἡμέρας. Μιὰ στρατιωτικὴ μονάδα φεύγει ἀπὸ τὰ Παραπήγματα. Oἱ στρατιῶτες εἶναι ἄοπλοι. Εἶναι πολὺ νέοι καὶ καλὰ ντυμένοι. Τραγουδοῦν, γελοῦν καὶ παίζουν φάπες, κάνουν σὰν παιδιὰ ποὺ ξεκινοῦν γιὰ μιὰ εὐχάριστη ἐκδρομή. Μὲς στὸ λεωφορεῖο μου, μιὰ γυναῖκα ξαφνικὰ ἀρχίζει καὶ κλαίει μὲ λυγμούς, μιὰ ἄλλη κλαίει κρυφά, στρέφει τὸ πρόσωπό της πρὸς τὰ ἔξω, γιὰ νὰ μὴν τὴ δοῦν.

Φτάνω στὸ γραφεῖο, συζητῶ μὲ τὸν Ἀλέκο γιὰ τὶς ἐκκρεμεῖς ὑποθέσεις, ὕστερα βγαίνω στὴν ὁδὸ Βουκουρεστίου. Παντοῦ ὑπάρχει μιὰ κίνηση ἀσυνήθιστη, ἀλλὰ τίποτα ποὺ νὰ μοιάζει μὲ φόβο. Ὁ κόσμος εἶναι γενναῖος καὶ εὔθυμος, πηγαινοέρχεται στοὺς δρόμους, συζητεῖ μὲ θέρμη ἀλλὰ χωρὶς ὑπερβολικὴ νευρικότητα.

Ξαναβρίσκω ὅλη τὴν ἀπάθειά μου, ποὺ εἶχε θαρρεῖς κλονιστεῖ γιὰ μιὰ στιγμὴ στὸ λεωφορεῖο. Αἰσθάνουμαι, ὅτι ἀνήκω σ’ ἕνα σύνολο, ποὺ δὲν ἔχασε τὴν αὐτοπειθαρχία του. Τὸ αἴσθημα αὐτό, μοῦ δίνει κάποια περηφάνια.

Στὴ γωνία Βουκουρεστίου καὶ Σταδίου μιὰ ἀρκετὰ μεγάλη διαδήλωση νέων ἔχει ἐπιτεθεῖ στὰ γραφεῖα τῆς Ala Litoria. Σπάζουν τὶς πόρτες, μπαίνουν μέσα καὶ τὰ σπάνουν ὅλα, γεμίζουν τὸ δρόμο μὲ συντρίμμια καὶ χαρτιά. Τὸ νεανικὸ πλῆθος φωνάζει καὶ γελᾶ. Αἰσθάνουμαι, ὅτι μοῦ μεταδίδει τὸν ἐνθουσιασμό του, φωνάζω καὶ ἐγὼ καὶ γελῶ.

Σιγὰ σιγὰ, ἡ Ἀθήνα παίρνει τὸ ὕφος τῶν μεγάλων ἐθνικῶν ἑορτῶν, κάτι ποὺ θυμίζει λ.χ. τὰ Ἐκατόχρονα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἀλλὰ πιὸ αὐθόρμητα καὶ πιὸ νεανικά. Καιρὸς θαυμάσιος, καταγάλανος οὐρανός. Πλήθη νέων […] ἔχουν χυθεῖ στοὺς κεντρικοὺς δρόμους, μὲ λάβαρα, σημαῖες, δάφνες, μουσικές. Ὁ κόσμος συμμετέχει σ’ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, χειροκροτεῖ, ζητωκραυγάζει. Εἶχα πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια νὰ δῶ τέτοιον ἐνθουσιασμὸ στὴν Ἀθήνα. Αἰσθάνεται κανεὶς ἕνα πάθος μὲς στὸν ἀέρα, ἕναν φανατισμό, μιὰ λεβεντιά. Ξύπνησε τὸ ἑλληνικὸ φιλότιμο, εἶναι κάτι ὡραῖο. Καὶ μιὰ τέλεια ἐθνικὴ ἑνότητα. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου, ποὺ αἰσθάνουμαι τέτοιαν ὁμόνοια νὰ βασιλεύει στὸν τόπο.