Γιατί Θεέ μου άφησες την πατρίδα μου να έλθη σε τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε τα παιδιά μας!

– Γιατί κλαις παπούλη μου;
– Τίποτα παιδί μου, μην ανησυχείς..
– Μα κλαίς. Πες μου γιατί κλαίς; Σου συμβαίνει τίποτα;
– Όχι παιδί μου. Να κάτι θυμήθηκα…
Ποτέ να μην ξανάρθουν στον τόπο μας εκείνα τα μαύρα χρόνια της κατοχής και της πείνας.
Θυμάμαι, Δημήτρη μου, κάτι που μου συνέβηκε κατά την Θεία Λειτουργία των
Χριστουγέννων του 1941, σε ένα χωριό της Καρδίτσας, όπου εφημέρευα.
Όταν βγήκα στην Ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο στα χέρια και είπα το μετά
φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε, άρχισαν να έρχονται για την
Θεία Κοινωνία όλοι οι χωριανοί, με προπορευόμενα τα παιδιά τους.
Μια νεαρή μάνα έφερε εκεί μπροστά μου το σκελετωμένο παιδάκι της, άνοιξε
το στοματάκι του και το κοινώνησα,
αλλά παιδί μου… (κι άρχισε να κλαίει πάλι ο Γέροντας) …
κρατούσε σφιχτά το καημένο με τ’ αδυνατισμένα χεράκια του το ιερό μάκτρο
και μου φώναζε κλαίγοντας:
κι άλλο Παπούλη, κι άλλο…
Πεινούσε το παιδάκι μου..!
Λύγισαν τα γόνατά μου, μία τρεμούλα απλώθηκε σε όλο το κορμί μου,
βούρκωσαν τα μάτια μου και, για να μην με δουν οι πιστοί, επέστρεψα στην αγία Τράπεζα.
Άφησα το Άγιο Ποτήριον και κάθισα σε ένα σκαμνάκι και έκλαψα και είπα με ανθρώπινο παράπονο:
Γιατί Θεέ μου άφησες την πατρίδα μου να έλθη σε τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε, τα παιδιά μας!
Βιβλίο: Αρχιμ. Δαμασκηνού Θ. Ζαχαράκη (+): Πώς έζησα τον Γέροντα (Άγιο) Βησσαρίωνα τον Αγαθωνίτη.