Συνέντευξη τοῦ Ἀρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου (νῦν Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς), Προέδρου τῆς ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

POPULAR SCIENCE (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ),  ἀπὸ τὸν Ματθαῖο Τσιμιτάκη.

Μ. Τ.: Στὸ βιβλίο σας: «Συνάντηση τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ ὑπέρλογα ρίσκα» λέτε ὅτι ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴ βιοηθικὴ εἶναι μία ἐξευγενισμένη ματαιοπονία. Παράξενη δήλωση ἀπὸ τὸν πρόεδρο τῆς ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Πῶς πρέπει ν᾿ ἀπαντήσουμε, κατὰ τὴ γνώμη σας, στὰ καυτὰ ἐρωτήματα ποὺ θέτουν οἱ βιοτεχνολογίες καὶ ἡ βιοϊατρική; Ποιὰ εἶναι ἡ λύση, ἂν ὄχι ἡ βιοηθική;

π. Ν. Χ.: Δὲν τὸ λέω ἀκριβῶς ἔτσι. Πιστεύω ὅμως ὅτι ὑπάρχει ἡ βιοηθικὴ τῶν ὁρίων καὶ τῶν φραγμῶν καὶ ἡ βιοηθικὴ τῶν κατευθύνσεων καὶ τῶν ἀρχῶν. Ἡ πρώτη μου φαίνεται ὅτι διατρέχει τὸν κίνδυνο νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ κάτι τέτοιο. Τρέχει πολὺ γρήγορα ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση καὶ ἡ τεχνολογικὴ ἐφαρμογή. Εἶναι πολὺ ἑλκυστικὴ ἡ ἔρευνα, μαγευτικὸ τὸ παιχνίδι μὲ τὸ ἄγνωστο, ὁ διάλογος μὲ τὸ ἀπαγορευμένο, τὸ ἐπικίνδυνο, τὸ πρωτόγνωρο, αὐτὸ ποὺ ἀλλάζει ὄχι τὶς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ αὐτὴν τὴ φύση καὶ δομῆ τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ «πουλάει» πολὺ ἡ ἀνάγκη γιὰ τὴν ὑγεία· εἶναι βαθιὰ καὶ ἔντονη. Αὐτὸς ὁ συνδυασμὸς κάνει τὴν ἐπιστήμη καὶ τὶς ἐφαρμογὲς νὰ τρέχουν μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Δὲν σταματιέται μὲ τὰ χέρια καὶ ἐντελῶς καθυστερημένα ἕνας πύραυλος ποὺ τρέχει ὑπερηχητικά.

Ἐμεῖς, ὡς Ἐπιτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας, κινούμαστε στὴν τροχιὰ τῆς βιοηθικῆς τῶν ἀρχῶν. Προσπαθοῦμε,δηλαδή, ἀντὶ νὰ προσδιορίσουμε ὅρια ποὺ «προστατεύουν» τὸν ἄνθρωπο, ν᾿ ἀνακαλύψουμε ἀρχὲς ποὺ τὸν ἐλευθερώνουν. Φαίνεται πιὸ εὔκολο αὐτό, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Σίγουρα, ὅμως, εἶναι πιὸ ρεαλιστικό, πιὸ οὐσιαστικὸ καὶ φυσικὰ πιὸ ταιριαστὸ στὸ πνεῦμα καὶ τὶς ἁρμοδιότητες τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν μὲ ρωτούσατε τί εἶναι πιὸ ὑγιές, ν᾿ ἀποφύγεις ἕνα λάθος ἀπὸ φόβο καὶ ἀνασφάλεια ἢ νὰ τὸ κάνεις μέσα ἀπὸ μία διαδικασία βιώσεως τῆς ἐλευθερίας σου, νομίζω ὅτι χωρὶς κανένα δισταγμὸ θὰ ἐπέλεγα τὸ δεύτερο. Βέβαια, ὅλα αὐτὰ περνοῦν μέσα ἀπὸ τὸ φίλτρο τῆς συνέσεως.

Μ. Τ.: Ὁ καθηγητὴς κ. Ν. Ματσανιώτης, σὲ ἄρθρο του, τὸ 1998, ἐκφέρει μία ἄποψη τὴν ὁποία μάλιστα πολλοὶ ἐπιστήμονες υἱοθετοῦν, ὅτι ἡ ἐπανάσταση ποὺ θὰ φέρουν οἱ νέες τεχνολογίες (π.χ. κλωνοποίηση) στὴ θεραπευτικὴ θὰ ἐπιβληθεῖ μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ κανένας νομικός, φιλοσοφικός, θρησκευτικὸς ἢ καὶ ἠθικὸς φραγμὸς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἀναχαιτίσει. Μπορεῖτε νὰ τὸ σχολιάσετε;

π. Ν. Χ.: Ὅπως προανέφερα, συμφωνῶ ὅτι αὐτὴ ἡ ὁρμὴ τῆς προόδου δὲν ἐλέγχεται εὔκολα. Βέβαια, τὸ ἀπόλυτο ὕφος μιᾶς διατυπώσεως, σὰν αὐτὴν ποὺ ἀναφέρατε, δὲν μὲ ἐκφράζει. Καταδεικνύει μία ἐπιστημονικὴ ἔπαρση καὶ ἕναν ἐπιστημονικὸ μονισμὸ ποὺ δὲν μὲ πείθει. Ἐμφανίζει τὸ ἐπιστημονικὸ ἐπίτευγμα ὡς ἀντίπαλο μὲ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἐκφράσεις τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ποὺ βέβαια γέννησε αὐτὴ ἡ ἱστορία καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οὔτε οἱ κοινωνίες εἶναι τόσο ἀπροστάτευτες οὔτε καὶ τὰ ἐπιτεύγματα τόσο γενικευμένα, μεγάλα καὶ ἀπόλυτα. Οἱ κοινωνίες ἔχουν πολλὲς εὐαισθησίες, κρυμμένες ἀντιστάσεις καὶ δὲν μποροῦν παρὰ νὰ διαλέγονται μὲ τὶς ἑκάστοτε προκλήσεις. Σίγουρα μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ λάθη μας ἂν ξέρουμε νὰ μαθητεύουμε σὲ αὐτά. Καὶ ἡ νομικὴ χρειάζεται, καὶ ἡ φιλοσοφία καὶ ἡ ἠθικὴ καὶ φυσικὰ ἡ θρησκεία γιὰ νὰ ὑπάρξουν κοινωνίες μὲ συνοχὴ καὶ ἄνθρωποι μὲ συγκρότηση.

Μ. Τ.: Πρακτικά, λοιπόν, ὑπάρχουν καυτὰ καινούργια ἐρωτήματα (ὅπως κλωνοποίηση, ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση, εὐθανασία, μεταμοσχεύσεις) ποὺ ζητοῦν σαφεῖς καὶ ἄμεσες ἀπαντήσεις.

π. Ν. Χ.: Ἀσφαλῶς καὶ ζητοῦν ἀπαντήσεις. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ σερβίρουμε στὸν κόσμο ἀπαντήσεις ἢ θέσεις ποὺ ἔμμεσα ἐπιβάλλουμε, αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ δώσουμε κατευθύνσεις, νὰ προβάλουμε τὸν ἄνθρωπο, ὄχι τὴ συνταγή. Τὴν εὐθύνη τῆς ἀπαντήσεως τὴν ἔχει ὁ καθένας μόνος του. Τὴν εὐθύνη τῆς συμπαραστάσεως τὴν ἔχουμε ἐμεῖς. Βέβαια, ὑπάρχουν θέματα ποὺ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἀντίληψης περὶ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐμφανίζουν ἀρκετὰ σαφῆ εἰκόνα. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ καινοφανῆ θέματα ποὺ ἀσφαλῶς ἀπαιτοῦν ἐπεξεργασία, σκέψη, ὑπομονή, διάθεση μαθητείας. Εἶναι ἐνίοτε τόσο λεπτά, ποὺ σίγουρα ἡ σωστὴ ἀπάντηση δὲν θὰ δοθεῖ οὔτε ἀπὸ ἕνα «σοφό» οὔτε σήμερα. Οἱ μεταξύ μας διαφωνίες, ὁ διάλογος, οἱ ἀμοιβαῖες συμπληρώσεις, ἡ διάθεση ἐπανεξέτασης, ὁ αὐξανόμενος σεβασμὸς καὶ ἡ συστολὴ ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ θέματα συχνά μας ὑπερβαίνουν, ἡ συμφιλίωσή μας μὲ τὴν ἀνεπάρκεια καὶ τὰ λάθη μας, ὅλα αὐτὰ θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ βροῦμε ὄχι τὴ μία λύση καὶ τὴν ὁριστικὴ ἀπάντηση,ἀλλὰ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ὀρθότερη.

Μ.Τ. Θὰ πρέπει νὰ ἐπιμείνω στὸ ἐρώτημά μου. Σὲ πρόσφατο κείμενό σας λέτε ὅτι «τὸ ἔμβρυο σὲ κάθε στάδιο ἐξέλιξης εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ δυνάμει ὁμοίωσή του», ἄρα ἱερό. Μὲ αὐτὴν τὴ λογική, βεβαίως, τὰ πειράματα στὰ ἔμβρυα, κάθε μορφῆς προκαλούμενης ἀποβολῆς, ἀκόμη καὶ ὁ προγεννητικὸς ἔλεγχος, θὰ πρέπει ν᾿ ἀπορριφθοῦν. Σεβασμὸς τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς ἢ ἐλευθερία ἐπιλογῆς;

π. Ν. Χ.: Ἀσφαλῶς καὶ τὰ δυό. Πῶς θὰ μποροῦσε ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογή μας ν᾿ ἀσεβεῖ στὴ ζωή; Δὲν συμφωνεῖτε; Βέβαια, στὴν πράξη τὸ πρόβλημα ἐνίοτε γίνεται βασανιστικό. Ἐμεῖς τὸ ζοῦμε σχεδὸν καθημερινά. Ἔχω τὴν ἐντύπωση, ὅμως, ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι εὐγονικὴ καὶ εὐθανασιακὴ στὴν ἀντίληψή της. Ἀρνεῖται τὴν ἀσθένεια, τὴν ἀναπηρία, τὸν πόνο, τὴ δυσκολία. Δὲν ταπεινώνεται μπροστά τους. Ἐφόσον ὑπάρχει ἡ δυνατότητα τῆς νομιμοποιημένης ἄμβλωσης, ἡ ἄρνησή της, σὲ περίπτωση διαγνώσεως παθολογικοῦ ἐμβρύου, ἀκούγεται σὰν τρέλα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως πλευρά, ἂν ἡ βίαια διακοπῆ τῆς ζωῆς εἶναι καταδικαστέα ὡς φόνος, δὲν ὑπάρχει ἐπιχειρηματολογία ποὺ νὰ πείθει γιὰ τὴν ἠθικὴ μιᾶς τέτοιας πράξεως. Ἀντιλαμβάνεστε τὴ δυσκολία τῆς Ἐκκλησίας σὲ μία τέτοια περίπτωση. Πῶς ν᾿ ἀγκαλιάσεις κάποιον ποῦ τοῦ προτείνεις, ἀντὶ γιὰ τὴν ἐπιλογὴ μιᾶς νομιμοποιημένης ἄμβλωσης τὸν ἰσόβιο σταυρὸ μιᾶς μαρτυρικῆς ζωῆς; Ἀλλὰ καὶ πὼς νὰ τοῦ προσφέρεις τὴν εἰκόνα μιᾶς Ἐκκλησίας ποὺ ἀποφεύγει νὰ λέει ἀλήθειες ποὺ πονᾶνε καὶ ἐγκρίνει λύσεις ποῦ βολεύουν ἀσεβώντας; Γι᾿ αὐτὸ καὶ σᾶς εἶπα προηγουμένως ὅτι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι νὰ ἐγκρίνει ἢ ν᾿ ἀπορρίπτει οὔτε νὰ ἐπιτρέπει ἢ ν᾿ ἀπαγορεύει. Ὁ ρόλος τῆς εἶναι νὰ συμπαρίσταται, νὰ καθοδηγεῖ καὶ νὰ συγχωρεῖ.

Τὸ ἐρώτημα ἂν καὶ κατὰ πόσο τὸ προεμφυτευτικὸ ἔμβρυο εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι λεπτὸ καὶ ἀρκετὰ δύσκολο ν᾿ ἀπαντηθεῖ ξεκάθαρα καὶ πειστικά. Ἐνῶ ὑπάρχουν πολλὰ στοιχεῖα ποὺ συνηγοροῦν στὴν ἀνθρώπινή του ταυτότητα, ὁ πειρασμὸς τῆς ἀμφισβήτησής της εἶναι μεγάλος, ἀφοῦ ἡ σημερινὴ ἀντίληψη παράγει τέτοια ἔμβρυα ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, τὰ δὲ πειράματα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε μὲ αὐτὰ εἶναι καὶ πολλὰ καὶ σημαντικά. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ πλῆθος ἄλλων κοινωνικῶν φορέων καὶ βιοηθικῶν σωμάτων, διατυπώνει ἐπιφυλάξεις ὄχι ἀπὸ λόγους ἀντιπαλότητας, ἀλλὰ ἀπὸ διάθεση σεβασμοῦ στὸν ἄνθρωπο. Δὲν νομίζω πὼς θὰ ἔπρεπε μὲ σχολαστικὰ σοφίσματα καὶ ἀλχημεῖες ν᾿ ἀντιπαρέλθουμε τὰ προβλήματα. Ἐὰν προκύψουν πειστικὲς ἀποδείξεις περὶ τοῦ ἀντιθέτου, εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία ν᾿ ἀρνεῖται τὴ συναίνεσή της; Πάντως, πολὺ δυσκολεύομαι νὰ πιστέψω πὼς τὰ ἐμβρυϊκὰ πειράματα ἀποτελοῦν μονόδρομο γιὰ τὴ θεραπευτικὴ σοβαρῶν νοσημάτων. Σίγουρα ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι δρόμοι, πιὸ ξεκάθαροι, ποὺ καλὸ εἶναι ν᾿ ἀνακαλύψουμε. Γενικά, θὰ ἔλεγα ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ προβλήματα ποὺ συναντοῦμε ὡς Ἐπιτροπὴ Βιοηθικῆς εἶναι μία προκατάληψη ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία. Θὰ σᾶς δώσω ἕνα παράδειγμα; Πρὸ ἡμερῶν βγῆκαν δημοσιεύματα ποὺ ἐμφανίζουν τὴν Ἐκκλησία νὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἔρευνα ἐπὶ τῶν βλαστοκυττάρων. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἀκριβές. Οὔτε βέβαια καὶ τὸ ἀντίθετο. Ἐπὶ τοῦ παρόντος, ἡ Ἐπιτροπὴ Βιοηθικής, παρὰ τὶς πιέσεις ποὺ δέχεται ἀπὸ ποικίλες κατευθύνσεις καὶ ἐνῶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἐπὶ καθημερινῆς σχεδὸν βάσεως ἐνημερώνεται ἐπὶ ὅλων τῶν πτυχῶν καὶ ἐξελίξεων τοῦ θέματος, δὲν ἔχει προβεῖ σὲ καμία σχετικὴ γνωμοδότηση.

Ἡ παρουσίαση μιᾶς λογικῆς -τῆς ἐκκλησιαστικῆς-, ποὺ συχνὰ ἐπιχειροῦμε, ὅσο σαφὴς κι ἂν εἶναι, δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ὑποστήριξη μιᾶς ἀδιαπραγμάτευτης ἀλήθειας. Ὅταν μιλοῦμε γι᾿ αὐτὰ τὰ τόσο καινούργια, λεπτὰ καὶ δύσκολα θέματα, ἐμεῖς δὲν βάζουμε τελεία καὶ παύλα· προτιμοῦμε τὴν ἄνω τελεία.

Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἐπιστήμη μας δίνει δεδομένα τέτοια ποῦ ἀλλάζουν τὴν ὡς τώρα εἰκόνα μας γιὰ τὰ βλαστοκύτταρα, τὰ ἔμβρυα ἢ ὅ,τι ἄλλο, εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία ν᾿ ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια; Ἐὰν ὅμως αἰσθανόμαστε ὅτι ἡ ἐπιστήμη δὲν ἀλλάζει τὴν γνώση μας, ἀλλὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε γιὰ ν᾿ ἀλλοιώσουμε τὸ ἦθος μας, τότε φυσικὰ ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει ὄχι μόνον νὰ μὴ συμπορεύεται, ἀλλὰ καὶ νὰ διαφοροποιεῖται.

Μ. Τ.: Τί εἶναι ὁ πόνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας; Θὰ πρέπει νὰ δεχόμαστε τὰ μαρτύρια του, ὅταν ἡ γνώση μπορεῖ νὰ τὰ θεραπεύσει;

π. Ν. Χ.: Ὁ πόνος, ὅπως καὶ ἡ ἀσθένεια, εἶναι ὑπόμνηση τῆς πτωτικῆς μας φύσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία συμπάσχει μὲ τὸν πονεμένο, εὐλογεῖ τοὺς γιατρούς, εὔχεται γιὰ τὴν ὑγεία τῶν ἀσθενῶν καὶ τὴν πρόοδο τῶν θεραπευτικῶν ἐπιστημῶν, τελεῖ μυστηριακὲς πράξεις, ὅπως τὸ εὐχέλαιο. Ἐάν, λοιπόν, κάτι μπορεῖ νὰ τὸ θεραπεύσει ἡ γνώση καὶ ἡ ἐπιστήμη μας, δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατί θὰ πρέπει ἐμεῖς νὰ ὑποφέρουμε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὸ ἀντίκρισμα τοῦ θανάτου, τὸ ἐνδεχόμενο μιᾶς ἀναπηρίας ἢ ἑνὸς ἀθεράπευτου πόνου θὰ μποροῦσαν ν᾿ ἀποτελοῦν καὶ εὐκαιρία νὰ ξυπνήσουν μέσα μας κοιμισμένα θεϊκὰ ἰδιώματα. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ συνήθως γεννᾶται ἀπὸ πόνους, θλίψεις καὶ ἀδιέξοδα. Σὲ τέτοιες στροφὲς τῆς ζωῆς μας συναντοῦμε τὸν Θεό.

Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ θέση αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων καταδεικνύει τὸ γεγονὸς ὅτι κατανοοῦμε τὴν Ἐκκλησία σὰν κάτι νομικό, ἐνδεχομένως ἀφιλάνθρωπο, στενόκαρδο, σὰν σωματεῖο μὲ καταστατικό, ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἄποψή της περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Μὰ εἶναι δυνατόν; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μεγάλη ἀγκαλιά. Χωράει μέσα τῆς φτωχούς, πονεμένους, ἄρρωστους, δίκαιους, ἁμαρτωλούς, δύσπιστους. Χωράει μέσα τῆς φόβους, ἀμφιβολίες, διλήμματα, λάθη, ἀδυναμίες, ἁμαρτίες. Ἔχει δυὸ χέρια· μὲ τὸ ἕνα δείχνει τὸν δρόμο, τὴν κατεύθυνση, τὴν ἀλήθεια. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τὴν κάνει νὰ φαίνεται λίγο ἄκαμπτη καὶ ἀδιαπραγμάτευτη. Τὸ ἄλλο εἶναι αὐτὸ ποὺ παρηγορεῖ, κατανοεῖ, ξεχνάει καὶ συγχωρεῖ. Μὲ τὸ πρῶτο δείχνει καὶ μὲ τὸ δεύτερο δίνει. Ἔτσι καὶ μὲ τὸν πόνο. Ἐνῶ βλέπει τὴν παιδαγωγική του ἀξία μὲ τὸ ἕνα της μάτι, μὲ τὸ ἄλλο ξέρει νὰ δακρύζει στὸ ἀντίκρισμά του. Βέβαια θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σκεφθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη τὸν πόνο. Ἐδῶ θ᾿ ἀπαντοῦσα ὅτι ἐγὼ τὴ γνώρισα μέσα ἀπὸ πολλὴ καὶ βαθιὰ χαρά.

Μ. Τ.: Ἔχετε διανύσει μία διαδρομὴ (ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἕως τὴν βιοϊατρικὴ καὶ τὴ θεολογία) ποὺ ἐλάχιστοι διανύουν, δεδομένου ὅτι οἱ θετικὲς ἐπιστῆμες καὶ ἡ θεολογία θεωροῦνται διαμετρικὰ ἀντίθετοι κόσμοι. Πῶς πήρατε τὴν ἀπόφαση; Πῶς καταφέρνετε νὰ συνδυάζετε μέσα σας τὸν ὀρθὸ καὶ ἀντικειμενικὸ λόγο τῆς ἐπιστήμης μὲ τὸν μεταφυσικὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου;

π. Ν. Χ.: Κατ᾿ ἀρχάς, δὲν νομίζω ὅτι εἶναι διαμετρικὰ ἀντίθετοι οἱ δυὸ κόσμοι. Ἐγὼ αἰσθάνομαι πὼς ἡ ἐπιστημονικὴ διάλεκτος θὰ μποροῦσε ν᾿ ἀποτελέσει μοναδικὸ ἐργαλεῖο προσέγγισης, διατύπωσης καὶ ἔκφρασης λεπτῶν θεολογικῶν ἐννοιῶν, ὅπως στὸ παρελθὸν ἐπιστρατεύθηκε πρὸς τοῦτο ἡ διάλεκτος τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Καὶ αὐτή, ἂν θέλετε, εἶναι ἡ πρόκληση τῆς ἐποχῆς μας. Ἁπλά, ὁ χῶρος τῆς θεολογίας εἶναι πολὺ εὐρύτερος αὐτοῦ τῆς ἐπιστήμης καί, ἔτσι, συχνὰ ἡ ἐπιστημονικὴ λογικὴ εἶναι ἀνεπαρκὴς νὰ περιγράψει καταστάσεις καὶ ἔννοιες ποὺ ὑπερβαίνουν τὴ σιγουριὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ποὺ βέβαια καὶ αὐτὸς συχνὰ δὲν εἶναι καὶ τόσο ὀρθός.

Μ. Τ.: Ἔπαιξε ρόλο ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση στὴν γέννηση τῆς ἱερᾶς «κλήσεως» ἐντός σας ἢ ἦταν μία ἀνεξάρτητη διαδικασία;

π. Ν. Χ.: Ἀσφαλῶς καὶ ἔπαιξε. Γιὰ τὴν ἐπιστήμη, ὅροι ὅπως ἄπειρο, αἰώνιο, τέλειο εἶναι δίχως φυσικὴ σημασία. Αὐτὴ μιλάει, ἰδίως τελευταία, γιὰ πεπερασμένο σύμπαν, γιὰ συγκεκριμένα χρονικὰ σημεῖα καὶ ἡλικίες, γιὰ «ἀνωμαλίες» ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση γιὰ τὸ σχεδὸν ἄπειρο, γιὰ τὸ σχεδὸν αἰώνιο, γιὰ τὸ σχεδὸν τέλειο. Ἡ ἀπόσταση, ὅμως, τοῦ σχεδὸν ἄπειρου, τοῦ σχεδὸν αἰώνιου καὶ τοῦ σχεδὸν τέλειου ἀπὸ τὸ ἄπειρο, τὸ αἰώνιο, τὸ τέλειο εἶναι πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀπόστασή τους ἀντίστοιχα ἀπὸ τὸ μικρό, τὸ πρόσφατο, τὸ ἀτελές. Οἱ φραγμοὶ τῶν «σχεδόν», τῶν μισῶν καὶ τῶν «δῆθεν» ἐμένα μὲ πνίγουν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τόλμησα τὸ ἅλμα τοῦ ἀπολύτου. Ἢ ὁ Θεὸς ὑπάρχει καὶ τοῦ ἀξίζουν τὰ πάντα ἢ δὲν ὑπάρχει καὶ νὰ τελειώνει τὸ παραμύθι. Ἔκανα τὸ πήδημα. Δὲν ξέρω ἂν ἔκανα καλά. Πάντως ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Τὴν ὑποψία Τοῦ τὴν ὀφείλω στὴν μὴ πληρότητα τῆς ἐπιστήμης. Τὴν βεβαιότητά Του στὴν ἀποκάλυψή Του. Χαίρομαι ἀφάνταστα ποὺ γεννήθηκα Ὀρθόδοξος, ποὺ γεύθηκα τὰ καλύτερα φιλέτα τῆς ἐπιστήμης καὶ ποὺ τελικὰ δὲ χόρτασα μὲ αὐτά.

Μ. Τ.: Λέτε σὲ κάποιο κείμενό σας ὅτι «ἡ φύση κρύβεται καὶ περιφρουρεῖ τὰ πιὸ λεπτὰ μυστικὰ τῆς μὲ μεταφυσικὴ λογική». Δὲν περιμένουμε ἀπαντήσεις ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη στὰ ὀντολογικά μας ἐρωτήματα;

π. Ν. Χ.: Ὅταν μιλᾶμε γιὰ singularity (ἀνωμαλία) κατὰ τὴν big bang, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ μυστικὸ τῆς ἀρχικῆς στιγμῆς τοῦ σύμπαντός μας εἶναι ἀπρόσιτο. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἐσχατιὲς τοῦ σύμπαντος (Νόμος τοῦ Hubble). Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας τοῦ Heisenberg μᾶς κάνει νὰ νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε παγιδευμένοι στὴ μερικὴ γνώση. Τὰ ὅρια τῆς φύσης βάζουν ἀπροσπέλαστους φραγμοὺς στὴ γνώση. Εἶναι πολὺ σοφὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν κόσμο μὲ μυστικὰ καὶ μεγάλη εὐλογία ἡ ταπείνωση τοῦ ἀγνώστου. Ἡ αἴσθησή του εἶναι πιὸ γοητευτικὴ ἀπὸ τὸ κυνήγι του· δὲ συγκρίνεται οὔτε καὶ μὲ αὐτὴν τὴν κατάκτηση τῆς γνώσης.

Τὸ πολὺ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι ὅσο αὐξάνουμε τὴ γνώση μας τόσο διευρύνεται καὶ ὁ κόσμος τοῦ ἀγνώστου. Μόλις κανεὶς συμφιλιωθεῖ μὲ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ἀμέσως μεταφέρεται σὲ ἄλλες σφαῖρες γνώσης. Ἔτσι φωτίζονται τὰ ὀντολογικὰ ἐρωτήματα. Γιὰ νὰ καταλάβει, ὅμως, κανεὶς αὐτὸ πρέπει νὰ κάνει τὸ «πείραμα». Ὁ Θεὸς προσεγγίζεται ἐμπειρικά, ὄχι στοχαστικά. Εἶναι πραγματικὰ μεθυστικὸ νὰ κινεῖται κανεὶς σὲ αὐτὴν τὴ λογική.

Μ. Τ.: Σύμφωνα μὲ τοὺς νευροφυσιολόγους δὲν ὑπάρχει ψυχή. Αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε ψυχὴ εἶναι ἁπλῶς νευρῶνες τοῦ ἐγκεφάλου. Πῶς ἀπαντᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὸ ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι ἕνας κατανοητὸς ἀνθρώπινος μηχανισμὸς αὐτὸ ποῦ ἀποκαλοῦμε ψυχή;

π. Ν. Χ.: Ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς ψυχιατρικῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐνῶ ἢ ἐπιστήμη θεραπεύει τὶς ψυχικὲς παθήσεις μὲ φάρμακα καὶ μεθόδους, ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει τὶς πνευματικὲς παθήσεις τῆς ψυχῆς μὲ μετάνοια, μυστήρια καὶ χάρη Θεοῦ. Ἡ ψυχὴ τῆς ἐπιστήμης ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴ βιοχημεία τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ ψυχή, ὅπως τὴν ἐννοεῖ ἡ Ἐκκλησία, φιλοξενεῖ τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου, τὴ δυνατότητά του νὰ ἐργάζεται ἀρετὲς ἢ νὰ κάνει ἁμαρτίες, νὰ προσβλέπει στὴν αἰώνια προοπτική, ν᾿ ἀνακαλύπτει τὴ συγγένειά του μὲ τὸν Θεό, νὰ ψάχνει τὴν ψυχή του στοὺς νευρῶνες τοῦ ἐγκεφάλου, νὰ τὴν ἀμφισβητεῖ. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲ διαπιστώνεται οὔτε ἀνιχνεύεται ἐπιστημονικά· βιώνεται πνευματικά. Γιὰ φαντασθεῖτε νὰ ρωτήσετε ἕναν ἀσκητή, ποὺ ἔχει ἀπαρνηθεῖ τὰ πάντα καὶ εἶναι γαντζωμένος σὲ ἕνα βράχο, ἂν ὑπάρχει Θεός, ἂν ἔχει ὁ ἴδιος ψυχή. Δὲν θὰ σᾶς καταλάβει· δὲν θὰ καταλάβει τὴ φύση τοῦ ἐρωτήματος. Γιατὶ ἡ ψυχή του εἶναι πιὸ ἁπτὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, πιὸ ψηλαφητή. Αὐτὸς δὲν τὴν ψάχνει στοὺς νευρῶνες· τὴν ξέρει, τὴν ζεῖ στοὺς βράχους.

Μ. Τ. Μὲ αὐτὴ τὴ λογικὴ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ζωὴ εἶναι ἱεροί, σεβαστοὶ καὶ ἀπαραβίαστοι. Ἐπιστήμη, ὅμως, εἶναι ἡ ἐξήγηση τοῦ κόσμου, ἡ ἀπομυθοποίηση τῶν μυστηρίων. Δὲν νοιώθει ἄβολα ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀποδόμηση τοῦ κόσμου τοῦ Εὐαγγελίου;

π. Ν.Χ.: Αὐτὸ ποὺ ἀποδομεῖ ἡ ἐπιστήμη εἶναι μία θρησκεία ποὺ ἐγκλωβίζεται στὶς ἀπόψεις της, ποὺ προστατεύει συγκεκριμένα ἰδεολογήματα, ποὺ ἐκφράζει κοινωνικὲς καὶ ἠθικὲς ἀντιλήψεις, ποὺ προσδιορίζει τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ διαμαρτυρίες, ἀπαγορεύσεις, ἐνστάσεις ἢ ταυτίζει τὴ μία ἀλήθεια μὲ τὶς ἀνελεύθερες ἀντιλήψεις κάποιων δῆθεν σοφῶν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπιβεβαιωμένη ἐμπειρικὰ ἀλήθεια, εἶναι μὴ ἀποδομήσιμη. Δὲν κινδυνεύει ἀπὸ κάτι. Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπαρκτός, ἀληθινὸς καὶ μεθεκτός. Ὅταν κοινωνεῖς, συνομιλεῖς μαζί Του, ἡ ἐπιστήμη δὲν ἀγγίζει αὐτὴν τὴν ἐμπειρία. Τὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα -ποὺ ἐνίοτε ἀναιροῦνται- μᾶς φωτίζουν γιὰ ἄγνωστα ὡς τώρα στοιχεῖα καὶ μᾶς βοηθοῦν νὰ προσαρμόσουμε τὴ γνώση μας. Ὅπως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν τὶς περὶ τοῦ κόσμου ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης τῆς ἐποχῆς τους, κατὰ ἀνάλογο τρόπο καὶ ἡ σημερινὴ Ἐκκλησία μὲ χαρὰ θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὴν καινούργια γνώση, γιὰ νὰ περιγράψει τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου, τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, τὴν εὐλογία τῆς ζωῆς. Νομίζω ζοῦμε σὲ πολὺ ὡραία ἐποχή! Πιστεύω ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴ γνώση καὶ νὰ τολμοῦμε τὴν ἀμφισβήτηση. Πίσω ἀπὸ κάθε μεγάλη ἀλήθεια κρύβεται μία τολμηρὴ καὶ εἰλικρινὴς ἀμφισβήτηση. Οἱ φαινόμενες ἀμφισβητήσεις θὰ μποροῦσαν ν᾿ ἀποτελέσουν ἀγκωνάρια ποὺ δομοῦν τὶς μὴ περιγραφεῖσες ὡς τώρα πτυχὲς τῆς ἀλήθειας.

Μ. Τ.: Δὲν αἰσθάνεσθε, ὅμως, ὅτι αὐτὴ ἡ «ἀλήθεια» ἐπικοινωνεῖ ὅλο καὶ δυσκολότερα σήμερα ἐξαιτίας τῶν ἐπιτευγμάτων τῆς ἐπιστήμης;

π. Ν. Χ.: Ἔχετε ποτὲ ὑποψιασθεῖ ὅτι ὑπάρχουν ἀσύλληπτα «ἐπιτεύγματα» -συγνώμη γιὰ τὴν ἔκφραση- τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὰ ὁποῖα ὅμως κανεὶς δὲ μιλάει; Αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα· γιατί δὲ βλέπουμε τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Θεοῦ. Ἴσως σὲ αὐτὸ νὰ φταίει λίγο καὶ τὸ ὅτι αὐξήθηκαν τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης. Σὰν νὰ μὴ χρειαζόμαστε τόσο τὸν Θεό. Θέλουμε νὰ δοκιμάσουμε καὶ λίγο μόνοι μας. Ἔτσι, ὅμως, γεννιέται ἡ θεοποίηση τῆς ἐπιστήμης καὶ ὁ παραγκωνισμὸς τοῦ Θεοῦ. Παρὰ ταῦτα, ἅς μου ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ ὅτι ἡ ἐποχή μας διψάει πολὺ γιὰ τὴν ἀλήθεια. Πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο γιὰ τὴν ἐπιστήμη. Ἴσως χρειάζεται μία ἐκκλησιαστικὴ διάλεκτος διαφορετική. Καὶ αὐτὴ καλὸ θὰ ἦταν νὰ εἶναι λίγο πιὸ ἐπιστημονική. Εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση εἶναι μεγάλη σύμμαχος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅσον ἀφορᾶ στὴ μία ἀλήθεια, ἐμεῖς πιστεύουμε στὰ πολλά της πρόσωπα. Αὐτὸ δὲ σχετικοποιεῖ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καταξιώνει τὴν ὀμορφιὰ τῆς διαφορετικότητάς μας.