Του Κωνσταντίνου Χολέβα – Πολιτικού Επιστήμονος.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904 σκοτώθηκε το παλληκάρι. Ο θάνατός του αφύπνισε τον Ελληνισμό. Ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (από τα ονόματα των παιδιών του Μιχαήλ και Ζωής) φονεύθηκε από τουρκικό βόλι στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς. Το χωριό σήμερα λέγεται Μελάς και δεν πρέπει να συγχέεται με την Σιάτιστα της Κοζάνης.
Ο Παύλος ήταν γεννημένος στη Μασσαλία από οικογένεια με καταγωγή από την Ήπειρο. Ζούσε στην Αθήνα και αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων ως Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού. Το 1904 μπήκε τρεις φορές ως εθελοντής στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία για να βοηθήσει τον εντόπιο Ελληνικό πληθυσμό στον διμέτωπο αγώνα εναντίον των Οθωμανών κατακτητών και των Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι οποίοι επιδίωκαν να διαδεχθούν τους Οθωμανούς.
Ο Παύλος Μελάς έλαβε ελληνορθόδοξη ανατροφή από τους γονείς του. Η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη ήταν το μυστικό όπλο του. Οι σπουδαίοι άνθρωποι και στον πόλεμο και στην ειρήνη βασίζονται κυρίως στα πνευματικά όπλα. Ο Παύλος δείχνει τη Χριστιανική φλόγα της καρδιάς του στις επιστολές που στέλνει στη γυναίκα του Ναταλία Δραγούμη. Ο πατέρας της Στέφανος έγινε Πρωθυπουργός και ο αδελφός της Ίων υπήρξε ο ιθύνων νους όλου του Μακεδονικού Αγώνος ως διπλωμάτης και συγγραφέας.
Θα παραθέσω ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις επιστολές του Παύλου προς τη Νάτα (Ναταλία), όπως δημοσιεύονται στο βιβλίο της Ναταλίας Μελά «Παύλος Μελάς», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννενα 2002.
Το 1897 ο Παύλος Μελάς έλαβε μέρος ως νεαρός αξιωματικός στον λεγόμενο «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο. Πράγματι υποχωρήσαμε στο πεδίο της μάχης, αλλά στο διπλωματικό πεδίο κερδίσαμε την Αυτονομία της Κρήτης. Γράφει ο ήρωας από τη Λάρισα, την Κυριακή 6 Απριλίου 1897:
« Ειπέ εις την μητέρα μου ότι μετάλαβα και ότι η συνειδησίς μου είναι ήσυχη. Τι τα θέλεις; Η θρησκεία μας δίδει πολλήν παρηγορίαν και θάρρος. Άλλωστε χάρις εις αυτήν ελυτρώθη και θα λυτρωθή καθ’ ολοκληρίαν ο τόπος μας» (σελ. 97).
Μετά τη συνθηκολόγηση ο Παύλος παρέμεινε τη Θεσσαλία μαζί με μία συνεργάτιδα της βασίλισσας Όλγας για να καταγράψουν πόσοι ναοί καταστράφηκαν από τους Τούρκους στον πόλεμο και πόσοι μπορούν να επιδιορθωθούν. Γράφει στη σύζυγό του τον Ιούλιο του 1898:
« Εν πρώτοις όλαι αι εκκλησίαι του Τυρνάβου (16) πλην δύο φέρουν τα ιχνη της βαρβαρότητος και αγριότητος των Τούρκων. Όλαι σχεδόν αι εικόνες είναι κατεστραμμέναι. Επίσης και οι επιτάφιοι και αι κολυμβήθραι και τα βιβλία. Δεν υπάρχει καμμία εικών του Χριστού με τους οφθαλμους αβλαβείς…. Φαντάσου την Μεγάλην Πέμπτην τί θα αισθανθούν οι Χριστιανοί όταν ιδούν τον Εσταυρωμένον χωρίς μάτια;» (σελ. 162).
Τον Ιούλιο του 1904 ο Παύλος έχει πλέον στρατευθεί εθελοντικά στον αγώνα για τη στήριξη του Ελληνισμού της Μακεδονίας. Κρύβεται από τους Τούρκους και από τους Βουλγάρους επί αρκετές ημέρες στο Επισκοπείο της Κοζάνης, το οποίο υπάρχει και σήμερα ανακαινισμένο. Εκει συναντά πολιτικούς και οικονομικούς υποστηρικτές του Αγώνος από την Κοζανη, τη Σιάτιστα, τα Γρεβενά, το Βογατσικό (πατρίδα του πεθερού του), την Εράτυρα (Σέλιτσα) κ.α. Τους μιλά ως εξής:
«Επειδή πάντοτε κατά τους αγώνες του Έθνους μας προΐστατο η Εκκλησία, έτσι τώρα, προ πάντων όταν κατ’ αυτής στρέφονται κυρίως αι επιθέσεις των εχθρών μας, πρέπει και πάλι η Εκκλησία να προστατεύη τον αγώνα δια την συνεννόησιν προς αλλήλους και την αλληλοβοήθειαν» (σελ. 290- 291). Πράγματι ο αγώνας τότε είχε και εκκλησιαστικό χαρακτήρα, διότι οι Βούλγαροι είχαν αποσχισθεί αντικανονικώς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και δημιούργησαν τη σχισματική Εξαρχία.
Στις 28 Αυγούστου 1904, λίγο πριν εισέλθει στη Μακεδονία μαζί με τους ενόπλους συναγωνιστές του για τρίτη και τελευταία φορά, γράφει στη Ναταλία από τη θέση Μακροβούνι (μεταξύ Καλαμπάκας και Γρεβενών) τα εξής:
« Ακούσαμε τον εσπερινόν πρώτα και κατόπιν μας μετέλαβεν ο γέρων χωρικός ιερεύς της μονής. Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ο νους μου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον, ο οποίος χάριν ημών και της θείας θρησκείας Του υπέστη το μαρτύριον. … Τον ελάτρευσα δια την θρησκείαν του και τον εθαύμασα δια την θυσίαν Του. … Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος» (σελ. 331).
Χαίρεται όταν διαπιστώνει το ελληνικό και ορθόδοξο φρόνημα των Μακεδόνων. Γράφει στη Ναταλία από το Ζέλοβο (σήμερα Ανταρτικό) της Φλώρινας στις 21 Μαρτίου 1904:
« Αι γυναίκες ιδίως έχουν φοβερά ανεπτυγμένον το αίσθημα το ελληνικόν και ορθόδοξον. Η χαρά και ο ενθουσιασμός της παπαδιάς μας δεν περιγράφεται… Όταν περίπου 150 κομίται (κομιτατζήδες) επλησίασαν το χωριό, αυτή πρώτη με τον παπά της και τον Ναούμ Ανδρεου εβγήκεν πρώτη επι κεφαλής του χωριού προς απόκρουσιν των κομιτών» (σελ. 255).
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού, ποίημα που μεταδίδει Χριστιανική Πίστη και ελληνική αγωνιστικότητα, ενέπνεε διαρκώς τον Παύλο. Γράφει από το Ζουπάνι (Πεντάλοφο Κοζάνης) στις 4 Σεπτεμβρίου 1904, δηλαδή ένα μήνα πριν από τον θάνατό του:
«Κατόπιν διαβάζω τον Ελληνικόν Ύμνον του Σολωμού και κοιμούμαι ολίγον» (σελ. 355).
Με την Ορθόδοξη Πίστη και τις αξίες του Ελληνισμού γαλουχήθηκαν οι αγωνιστές του 1904- 1908. Έτσι έσωσαν τη Μακεδονία από τον Οθωμανικό ζυγό και από τις επιδιώξεις της Βουλγαρικής Εξαρχίας και από τους Κομιταζήδες της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργανώσεως (ΕΜΕΟ= ΒΜΡΟ). Ο αγνός Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς φονεύθηκε, όπως προαναφέραμε, στις 13 Οκτωβρίου 1904 από τουρκικό απόσπασμα κατόπιν καταδόσεως από τον κομιταζή Μήτρο Βλάχο. Τον έκλαψαν οι συναγωνιστές του και οι γυναίκες της Στάτιστας. Την Εξόδιο Ακολουθία ετέλεσε ο Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης, πρωτεργάτης της εθνικής προσπάθειας.
Σήμερα ο Παύλος και η σύζυγός του Ναταλία αναπαύονται εν ειρήνη στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών δίπλα στο Μητροπολιτικό Μέγαρο της Καστοριάς. Του οφείλουμε πολλά. Ας μιλήσουμε στα παιδιά μας για τον Παύλο Μελά και τα Ελληνορθόδοξα ιδανικά του.
arxon.gr