Χατζηνικολάου Νικόλαος, Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς.

Μέσα ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν πάντων στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας κατανοεῖται καὶ τὸ «θαῦμα». Μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια προοπτικὴ ποὺ εἴδαμε παραπάνω. Τὸ θαῦμα εἶναι καλὸ, ὄχι γιατί θεραπεύει ἕναν ἄλλα γιατί φανερώνει τὸ Θεὸ σὲ ὅλους. Ἂς τὸ δοῦμε ὅμως λίγο πιὸ ἀναλυτικά.

Στὴν καθημερινὴ διάλεκτο ἡ λέξη «θαῦμα» σημαίνει κάτι συγκλονιστικό, ποὺ καταργεῖ τοὺς νόμους τῆς φύσης, ἀνατρέπει τὴ λογικὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε, καὶ μᾶς ἐπιβάλλεται μὲ ἕναν ἐντελῶς ἐντυπωσιακὸ τρόπο. Δὲν ἔχουμε δεῖ, ἐπὶ παραδείγματι, ἕνα νεκρὸ νὰ ἀνασταίνεται, γι’ αὐτὸ καὶ κάτι τέτοιο εἶναι ἕνα θαῦμα γιὰ τὸ μυαλό μας. Ἢ ἔχουμε ἕναν βαριὰ ἄρρωστο, ποὺ οἱ γιατροί μᾶς λένε ὅτι δὲν ἔχει ἐλπίδες, καὶ ὀνομάζουμε θαῦμα τὸ γεγονὸς ὅτι τελικὰ θεραπεύεται. Ἢ ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἕνα ἀνυπέρβλητο οἰκονομικὸ πρόβλημα καὶ κάτι συμβαίνει, μὲ ἕναν ἐντελῶς ἀπροσδόκητο καὶ ἀνερμήνευτο τρόπο, καὶ τὸ ξεπερνοῦμε. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνομάζουμε θαύματα.

Ἕνας ἄλλος ὅμως ὅρος, ἁγιογραφικός, μοιάζει νὰ εἶναι γιὰ τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας πιὸ κατάλληλος, πιὸ ἐκφραστικός, ἀπὸ τὸν ὅρο «θαῦμα». Εἶναι ἡ λέξη «σημεῖο». Τὸ σημεῖο δὲν εἶναι κάτι ποῦ βολεύει τὴ ζωή μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ φανερώνει τὸν Θεό. Εἶμαι ἄρρωστος καὶ γίνομαι καλά. Αὐτὴ ἡ θεραπεία, ποὺ εἶναι τόσο ἀνθρώπινη, ἀποτελεῖ τὸ «λίγο» τοῦ θαύματος• τὸ «πολύ», εἶναι τὸ σημεῖο, τὸ ὅτι δηλαδὴ φανερώνεται ὁ Θεός. Εἶμαι ἐγὼ ἄρρωστος καὶ εἶναι ἄρρωστος καὶ κάποιος ἄλλος συνάνθρωπός μου. Ξαφνικά, γίνεται καλὰ ἐκεῖνος μὲ ἕνα θαυματουργικὸ τρόπο. Ἔχω ἄραγε μέσα μου χαρά; Μπορῶ νὰ δοξολογήσω τὸν Θεό, πρῶτον, ἐπειδὴ φανερώθηκε στὴ ζωὴ τοῦ συνανθρώπου μου, καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ θεραπεύτηκε, ἢ μήπως μοῦ μένει ἡ λύπη ποὺ τὸ γεγονὸς δὲν συνέβη σὲ μένα; Τὸ σημαντικὸ, ὅμως, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, ὄχι ἡ θεραπεία καθ’ αὐτήν. Ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ μποροῦσε νὰ πεί: «Καλύτερα νὰ εἶμαι ἄρρωστος ἀλλὰ μὲ ζωντανὴ τὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸν ἀδελφό μου, παρὰ νὰ γίνω καλὰ καὶ νὰ μὴν καταλάβω τίποτε»;

Σημεῖο, λοιπόν, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ Θεό. Λέει κάπου ὁ Κύριος, «ἡ γενεὰ αὕτη σημεῖον ἐπιζητεῖ καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ, εἴ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» (Μάτθ. ἰβ’ 39). Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ κόσμος ζητάει ἕνα σημεῖο, ἀλλὰ δὲν θὰ τοῦ δοθεῖ τὸ σημεῖο ποὺ ζητάει, ἀλλὰ τὸ σημεῖο ποὺ ὁ Θεὸς θὰ δώσει, τὸ σημεῖο τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐμεῖς ζητοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἁγίους νὰ μᾶς στηρίζουν καὶ νὰ μᾶς θεραπεύουν, κι ἀσφαλῶς κάτι τέτοιο δὲν εἶναι κακό.

Ἴσως, ὅμως, αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἔχει ἀνάγκη ἡ ψυχή μας, νὰ μὴν εἶναι τὸ ἐνδεχόμενο «ξεγέλασμα» ἑνὸς θαύματος, ποὺ μᾶς θεραπεύει καὶ μετὰ μᾶς ἀφήνει νὰ ξεχνοῦμε τὸ Θεό, ἀλλὰ ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας Του. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία εἶναι τὸ σημεῖο. Τὸ θαῦμα, λοιπόν, εἶναι καλὸ, ὄχι γιατί θεραπεύει ἕναν ἀλλὰ γιατί φανερώνει τὸ Θεὸ σὲ ὅλους. Διαφορετικά, ἂν τὸ θαῦμα ἦταν μόνο μιὰ «εὔνοια» τοῦ Θεοῦ σὲ κάποιον, θὰ ἦταν ἀδικία. Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς κάποιους νὰ θεραπεύει καὶ στοὺς ὑπολοίπους νὰ κωφεύει. Ὅταν ὅμως κάτι θαυματουργικὸ συμβαίνει, ἔστω σὲ ἕναν, γιὰ μία φορά, τὸ γεγονὸς τῆς φανερώσεως τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μεθεκτὸ ἀπὸ ὅλους, καθιστᾶ τὸ θαῦμα καὶ δική μας προσωπικὴ ἐμπειρία! Τὸ παραμένον δὲν εἶναι τὸ θαῦμα ὡς θεραπεία, ἀφοῦ σύντομα ὁ θάνατος ἀναιρεῖ κάθε εὐεργετικὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Τραγικὸ δὲν εἶναι νὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο δίχως θαῦμα, ἀλλὰ νὰ φύγουμε δίχως σημεῖο, δίχως νὰ ἔχουμε τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Ἡ ζωὴ αὐτή μᾶς δίνεται, ὄχι ὡς δοκιμασία ἀλλὰ ὡς εὐκαιρία• εὐκαιρία νὰ Τὸν ζήσουμε ἀπὸ τώρα. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει τώρα, ὄχι ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια μας -τότε συνεχίζεται. «Σημεῖο» λοιπόν, καὶ «θαῦμα» εἶναι αὐτὲς οἱ ἀφορμὲς τῆς ἐπιβεβαίωσης τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Μακάρι νὰ ἐπενδύσουμε κάποια στιγμὴ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε, ὅτι τὰ ἐπιτόκιά της εἶναι πολὺ ψηλά. Τόσο ψηλὰ ποὺ δὲν ὑπάρχει σ’ Αὐτὴν χρόνος, δὲν ὑπάρχει φόβος, δὲν ὑπάρχουν ἀναστολές, μειονεξίες, ἀνασφάλειες, ἐνοχές -τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, ποὺ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή μᾶς ἀπασχολοῦν. Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐλογία τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ πρέπει νὰ ζωντανέψουμε μέσα μας ἐδῶ στὴ γῆ• ἕως ὅτου ὁ καθένας μας θὰ μπορέσει ἀπὸ χρονικὸς νὰ γίνει αἰώνιος, ἀπὸ μονοδιάστατα ἀνθρώπινος νὰ γίνει πνευματικός.