(Ἀνάλυση τοῦ λόγου περὶ θανάτου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς)
Οἱ πρῶτες δύο ἡμέρες μετὰ τὸ θάνατο.
Γιὰ διάστημα δύο ἡμερῶν ἡ ψυχὴ ἀπολαύει σχετικῆς ἐλευθερίας καὶ ἔχει δυνατότητα νὰ ἐπισκεφθεῖ τόπους ποὺ τῆς ἦταν προσφιλεῖς στὸ παρελθόν, ἀλλὰ τὴν Τρίτη ἡμέρα μετακινεῖται σὲ ἄλλες σφαῖρες.
Ἐδῶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνει τὴ διδασκαλία ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἤδη γνωρίζει ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα, ὅταν ὁ ἄγγελος ποὺ συνόδευσε τὸν Ἅγ. Μακάριο Ἀλεξανδρείας στὴν ἔρημο, τοῦ εἶπε, θέλοντας νὰ ἑρμηνεύσει τὴν ἐπιμνημόσυνη δέηση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τοὺς νεκροὺς τὴν Τρίτη ἡμέρα μετὰ θάνατο:
«Ὅταν γίνεται ἡ προσφορὰ τῆς ἀναίμακτης θυσίας (μνημόσυνο στὴ θεία λειτουργία) στὴν Ἐκκλησία τὴν τρίτη ἡμέρα, ἡ ψυχὴ τοῦ κεκοιμημένου δέχεται ἀπὸ τὸν φύλακα ἄγγελό της ἀνακούφιση γιὰ τὴ λύπη ποὺ αἰσθάνεται λόγω τοῦ χωρισμοῦ της ἀπὸ τὸ σῶμα… Στὸ διάστημα τῶν δύο πρώτων ἡμερῶν ἐπιτρέπεται στὴν ψυχὴ νὰ περιπλανηθεῖ στὸν κόσμο, ὁπουδήποτε ἐκείνη ἐπιθυμεῖ, μὲ τὴ συντροφιὰ τῶν ἀγγέλων ποὺ τὴ συνοδεύουν. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ψυχή, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸ σῶμα, μερικὲς φορὲς περιφέρεται στὸ οἴκημα στὸ ὁποῖο τὸ σῶμα της εἶχε σαβανωθεῖ, περνώντας ἔτσι δύο ἡμέρες ὅπως ἕνα πουλὶ ποὺ γυρεύει τὴ φωλιά του. Ἀλλὰ ἡ ἐνάρετη ψυχὴ πλανιέται σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη στὰ ὁποῖα συνήθιζε νὰ πράττει ἀγαθὰ ἔργα. Τὴν τρίτη ἡμέρα, Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος ἀνέστη ὁ Ἴδιος τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καλεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ νὰ μιμηθεῖ τὴ δική Του ἀνάσταση, νὰ ἀνέλθει στοὺς Οὐρανοὺς ὅπου θὰ λατρεύει τὸ Θεὸ ὅλων.»
Στὴν Ὀρθόδοξη νεκρώσιμη ἀκολουθία, ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς περιγράφει παραστατικὰ τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία, ἔχοντας μὲν ἀφήσει τὸ σῶμα ἀλλὰ παραμένοντας στὴ γῆ, εἶναι ἀνίκανη νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τοὺς ἀγαπημένους της τοὺς ὁποίους βλέπει: «Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζόμενη ἐκ τοῦ σώματος! Οἶμοι, πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! Πρὸς τοὺς ἀγγέλους τὰ ὄμματα ρέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα. Διό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες ἡμῶν τὸ βραχύ της ζωῆς, τῷ μεταστᾶντι τὴν ἀνάπαυσιν, παρὰ Χριστοῦ αἰτησώμεθα, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος».
Σὲ γράμμα του πρὸς τὸν ἀδελφὸ μιᾶς ἀποθνήσκουσας γυναίκας, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος γράφει: «Ἡ ἀδελφή σου δὲν θὰ πεθάνει. Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου πεθαίνει, ἀλλὰ ἡ προσωπικότητά του συνεχίζει νὰ ζεῖ. Ἁπλῶς μεταφέρεται σὲ μία ἄλλη τάξη ζωῆς… Δὲν εἶναι ἐκείνη ποὺ θὰ βάλουν στὸν τάφο. Ἐκείνη βρίσκεται σὲ ἕναν ἄλλο τόπο ὅπου θὰ εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ζωντανὴ ὅσο καὶ τώρα. Τὶς πρῶτες ὧρες καὶ ἡμέρες θὰ βρίσκεται γύρω σου. Μόνο ποὺ δὲν θὰ λέει τίποτα καὶ ἐσὺ δὲν θὰ μπορεῖς νὰ τὴν δεῖς. Θὰ εἶναι ὅμως ἀκριβῶς ἐδῶ. Νὰ τὸ ἔχεις αὐτὸ στὸ νοῦ σου. Ἐμεῖς ποὺ μένουμε πίσω θρηνοῦμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ὅμως γιὰ ἐκείνους τὰ πράγματα εἶναι ἀμέσως πιὸ εὔκολα. Εἶναι πιὸ εὐτυχισμένοι στὴ νέα κατάσταση. Ὅσοι ἔχουν πεθάνει καὶ κατόπιν ἐπαναφέρθηκαν στὸ σῶμα διαπίστωσαν ὅτι τὸ σῶμα ἦταν μία πολὺ στενάχωρη κατοικία. Καὶ ἡ ἀδελφή σου θὰ αἰσθάνεται ἔτσι. Εἶναι πολὺ καλύτερα ἐκεῖ, καὶ ἐμεῖς νοιώθουμε ὀδύνη σὰν νὰ τῆς ἔχει συμβεῖ κάτι ἀπίστευτα κακό! Θὰ μᾶς κοιτάζει καὶ σίγουρα θὰ μένει κατάπληκτη μὲ τὴν ἀντίδρασή μας».
Θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη ὅτι ἡ ἀνωτέρω περιγραφὴ τῶν πρώτων δύο ἡμερῶν τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ γενικὸ κανόνα, ὁ ὁποῖος κατὰ κανένα τρόπο δὲν ἰσχύει σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις. Πράγματι τὰ περισσότερα παραδείγματα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη γραμματεία, δὲν συνάδουν μὲ αὐτὸν τὸν κανόνα, καὶ ὁ λόγος εἶναι φανερός: οἱ ἅγιοι, μὴν ἔχοντας καμιὰ ἀπολύτως προσκόλληση στὰ ἐγκόσμια καὶ ζώντας σὲ διαρκῆ προσδοκία τῆς ἀναχώρησής τους γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, δὲν ἑλκύονται καν ἀπὸ τοὺς τόπους ὅπου ἔπρατταν τὰ ἀγαθὰ τοὺς ἔργα ἀλλὰ ξεκινοῦν ἀμέσως τὴν ἄνοδό τους στοὺς Οὐρανούς. Ἄλλοι, ξεκινοῦν τὴν ἄνοδό τους πρὶν τὸ τέλος τῶν δύο ἡμερῶν γιὰ κάποιον εἰδικὸ λόγο ποὺ μόνον ἡ Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ σύγχρονες «μεταθανάτιες» ἐμπειρίες, ἀτελεῖς καθὼς εἶναι, ἀνήκουν ὅλες στὸν ἑξῆς κανόνα: ἡ «ἐξωσωματικὴ» κατάσταση ἀποτελεῖ μόνο τὸ ξεκίνημα τῆς ἀρχικῆς περιόδου ἀσώματης «περιπλάνησης» τῆς ψυχῆς στοὺς τόπους τῶν ἐπιγείων δεσμῶν της. Ὅμως κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχει παραμείνει νεκρὸς γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα, ἔστω μέχρι νὰ συναντήσει τοὺς ἀγγέλους ποὺ πρόκειται νὰ τὸν συνοδεύσουν.
Μερικοὶ ἐπικριτὲς τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας γιὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωή, θεωροῦν ὅτι τέτοιες ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸ γενικὸ κανόνα γιὰ τὴν μεταθανάτια ἐμπειρία ἀποδεικνύουν τὴν ὕπαρξη «ἀντιφάσεων» στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Αὐτοὶ οἱ ἐπικριτὲς ὅμως εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο προσκολλημένοι στὶς «κατὰ γράμμα» ἑρμηνεῖες. Ἡ περιγραφὴ τῶν πρώτων δύο ἡμερῶν, καθὼς καὶ τῶν ἑπομένων, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν ἀποτελεῖ κάποια μορφὴ δόγματος. Εἶναι ἁπλῶς ἕνα «μοντέλο», τὸ ὁποῖο μάλιστα ἐκφράζει τὴν πιὸ συνηθισμένη χρονικὴ σειρὰ τῶν ἐμπειριῶν τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο. Οἱ πολλὲς περιπτώσεις, τόσο στὴν Ὀρθόδοξη γραμματεία ὅσο καὶ στὶς ἀναφορὲς σύγχρονων σχετικῶν ἐμπειριῶν, ὅπου οἱ νεκροὶ ἔχουν στιγμιαία ἐμφανιστεῖ στοὺς ζωντανοὺς μέσα στὴν πρώτη ἢ τὶς δύο πρῶτες ἡμέρες μετὰ τὸ θάνατο, μερικὲς φορὲς σὲ ὄνειρα, εἶναι παραδείγματα ποὺ ἐπαληθεύουν τὸ ὅτι ὄντος ἡ ψυχὴ συνήθως παραμένει κοντὰ στὴ γῆ γιὰ κάποια σύντομη χρονικὴ περίοδο. Κατὰ τὴν τρίτη ἡμέρα, καὶ συχνὰ πιὸ πρίν, ἡ περίοδος αὐτὴ φθάνει στὸ τέλος της.
Τὰ τελώνια
Τὴν ὥρα αὐτὴ (τὴν τρίτη ἡμέρα), ἡ ψυχὴ διέρχεται ἀπὸ λεγεῶνες πονηρῶν πνευμάτων ποὺ παρεμποδίζουν τὴν πορεία της καὶ τὴν κατηγοροῦν γιὰ διάφορες ἁμαρτίες, στὶς ὁποῖες αὐτὰ τὰ ἴδια τὴν εἶχαν παρασύρει. Σύμφωνα μὲ διάφορες θεϊκὲς ἀποκαλύψεις ὑπάρχουν εἴκοσι τέτοια ἐμπόδια, τὰ ἐπονομαζόμενα «τελώνια», σὲ καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα περνᾶ ἀπὸ δοκιμασία κάθε μορφὴ ἁμαρτίας. Ἡ ψυχὴ ἀφοῦ περάσει ἀπὸ ἕνα τελώνιο, συναντᾶ τὸ ἑπόμενο, καὶ μόνον ἀφοῦ ἔχει διέλθει ἐπιτυχῶς ἀπὸ ὅλα τὰ τελώνια μπορεῖ ἂν συνεχίσει τὴν πορεία της χωρὶς νὰ ἀπορριφθεῖ βιαίως στὴ γέεννα. Τὸ πόσο φοβεροὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ δαίμονες καὶ τὰ τελώνιά τους φαίνεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἴδια ἡ Παναγία, ὅταν πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τὸν ἐπικείμενο θάνατό Της, ἱκέτευσε τὸν Υἱό Της νὰ διασώσει τὴν ψυχή Της ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες καὶ ἀπαντώντας στὴν προσευχή Της, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίστηκε ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ψυχὴ τῆς Πανάγνου Μητρός Του καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στοὺς Οὐρανούς. Φοβερὴ εἶναι πράγματι, ἡ τρίτη ἡμέρα γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀπελθόντος, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ψυχὴ ἔχει ἰδιαίτερη ἀνάγκη τότε ἀπὸ προσευχὲς γιὰ τὴν σωτηρία της.
Σύντομα, μετὰ τὸν θάνατο, ἡ ψυχὴ πράγματι βιώνει μία κρίση, τὴ Μερικὴ Κρίση, ὡς τελικὴ συγκεφαλαίωση τοῦ «ἀοράτου πολέμου» ποὺ ἔχει διεξαγάγει ἢ ποὺ ἀπέτυχε νὰ διεξαγάγει, στὴν ἐπίγεια ζωὴ κατὰ τῷ πεπτωκότων πνευμάτων. Συνεχίζοντας τὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἀδελφό τῆς ἀποθνήσκουσας γυναίκας, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ ἔγκλειστος γράφει:
«Λίγο μετὰ τὸ θάνατο, ἡ ψυχὴ ἀρχίζει ἕναν ἀγώνα γιὰ νὰ καταφέρει νὰ διέλθει ἀπὸ τὰ τελώνια. Στὸν ἀγώνα της ἡ ἀδελφή σου χρειάζεται βοήθεια! Θὰ πρέπει νὰ στρέψεις ὅλη σου τὴν προσοχὴ καὶ ὅλη σου τὴν ἀγάπη γι’ αὐτὴν στὸ πῶς θὰ τὴν βοηθήσεις. Πιστεύω πὼς ἡ μεγαλύτερη ἔμπρακτη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης σου θὰ εἶναι νὰ ἀφήσεις τὴν φροντίδα τοῦ νεκροῦ της σώματος στοὺς ἄλλους, νὰ ἀποχωρήσεις καί, μένοντας μόνος σου ὁπουδήποτε μπορεῖς, νὰ βυθιστεῖς σὲ προσευχὴ γιὰ τὴν ψυχή της, γιὰ τὴ νέα κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται καὶ γιὰ τὶς καινούριες, ἀπροσδόκητες ἀνάγκες της. Συνέχισε τὴν ἀκατάπαυστη ἱκεσία σου στὸν Θεὸ γιὰ ἕξι ἑβδομάδες καὶ περισσότερο. Ὅταν πέθανε ἡ Ὁσία Θεοδώρα, τὸ σακούλι ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῆραν χρυσὸ οἱ ἄγγελοι γιὰ νὰ τὴ γλιτώσουν ἀπὸ τὰ τελώνια ἦταν οἱ προσευχὲς τοῦ πνευματικοῦ της πατέρα. Ἔτσι θὰ γίνει καὶ μὲ τὶς δικές σου προσευχές. Μὴν παραλείψεις νὰ κάνεις ὅσα σοῦ εἶπα. Αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀγάπη.»
Τὸ «σακούλι» ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῆραν «χρυσὸ» οἱ ἄγγελοι καὶ «ἐξόφλησαν τὰ χρέη» τῆς Ὁσίας Θεοδώρας στὰ τελώνια ἔχει συχνὰ παρανοηθεῖ ἀπὸ κάποιους ἐπικριτὲς τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Μερικὲς φορὲς συγκρίνεται μὲ τὴ λατινικὴ ἔννοια τοῦ «πλεονάσματος χάριτος» τῶν ἁγίων. Στὴν περίπτωση αὐτή, τέτοιοι ἐπικριτὲς ἑρμηνεύουν κατὰ γράμμα τὰ Ὀρθόδοξα κείμενα.
Σὲ τίποτε ἄλλο δὲν ἀναφέρεται τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα παρὰ στὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τοὺς ἀναπαυθέντες καὶ εἰδικότερα στὶς προσευχὲς ἑνὸς ἁγίου ἀνθρώπου καὶ πνευματικοῦ πατέρα. Εἶναι σχεδὸν περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ περιγραφὲς ἔχουν μεταφυσικὴ ἔννοια.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ τὴ διδασκαλία περὶ τελωνίων τόσο σημαντική, ὥστε ἔχει συμπεριλάβει σχετικὲς ἀναφορὲς σὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες της, μερικὲς ἐκ τῶν ὁποίων ἀναφέρονται στὸ κεφάλαιο περὶ τελωνίων. Εἰδικότερα, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ἰδιαιτέρως ἀπαραίτητο νὰ συνοδεύει μὲ αὐτὴν τὴ διδασκαλία κάθε τέκνο της ποὺ ἀποθνήσκει. Στὸν «Κανόνα γιὰ τὴν Ἀναχώρηση τῆς Ψυχῆς», ποὺ διαβάζεται ἀπὸ τὸν ἱερέα στὸ νεκρικὸ κρεβάτι κάθε πιστοῦ, ὑπάρχουν τὰ παρακάτω τροπάρια:
«Καθὼς φεύγω ἀπὸ τὴ γῆ, ἀξίωσέ με νὰ διέλθω ἀνεμπόδιστα ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ ἀέρα, τὸ διώκτη καὶ βασανιστή, ἐκεῖνον ποὺ ὡς ἄδικος ἀνακριτὴς στέκεται πάνω στοὺς φοβεροὺς δρόμους». (4η Ὠδὴ)
«Ὦ Πανένδοξε Θεοτόκε, ὁδήγησέ με εἰς τοὺς Οὐρανούς, στὰ ἱερὰ καὶ πολύτιμα χέρια τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὥστε, προστατευμένος μέσα στὰ φτερά τους, νὰ μὴν ἀντικρύσω τὴ ρυπαρή, ἀποκρουστικὴ καὶ σκοτεινὴ μορφὴ τῶν δαιμόνων». (6η Ὠδὴ)
«Ὦ Ἁγία Θεοτόκε, Ἐσὺ ἡ Ὁποία γέννησες τὸν Παντοδύναμο Κύριο, ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμένα τὸν ἄρχοντα τῶν φοβερῶν τελωνίων, τὸν κυβερνήτη τοῦ κόσμου, ὅταν φθάσει ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου μου, ὥστε νὰ Σὲ δοξολογῶ αἰωνίως». (8η Ὠδὴ)
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὰ λόγια τῆς Ἐκκλησίας προετοιμάζουν τὸν ἀποθνήσκοντα Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ γιὰ τὶς δοκιμασίες ποὺ θὰ συναντήσει μπροστά του.
Οἱ σαράντα ἡμέρες
Κατόπιν, ἔχοντας ἐπιτυχῶς διέλθει ἀπὸ τὰ τελώνια καὶ ὑποκλιθεῖ βαθιὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχὴ γιὰ διάστημα τριάντα ἑπτὰ ἐπιπλέον ἡμερῶν ἐπισκέπτεται τὶς οὐράνιες κατοικίες καὶ τὶς ἀβύσσους τῆς κολάσεως, μὴ γνωρίζοντας ἀκόμα ποῦ θὰ παραμείνει, καὶ μόνον τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα καθορίζεται ἡ θέση στὴν ὁποία θὰ βρίσκεται μέχρι τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Σίγουρα δὲν εἶναι παράξενο ὅτι ἡ ψυχή, ἔχοντας διέλθει ἀπὸ τὰ τελώνια καὶ παύσει μιὰ γιὰ πάντα κάθε σχέση μὲ τὰ ἐπίγεια, εἰσάγεται στὸν ἀληθινὰ ἄλλο κόσμο, σὲ ἕνα τμῆμα τοῦ ὁποίου θὰ παραμείνει αἰωνίως. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἀγγέλου στὸν Ἅγ. Μακάριο Ἀλεξανδρείας, ἡ εἰδικὴ ἐπιμνημόσυνη δέηση ὑπὲρ τῶν ἀπελθόντων τὴν ἔνατη ἡμέρα μετὰ τὸν θάνατο (πέραν τοῦ γενικοῦ συμβολισμοῦ τῶν ἐννέα ἀγγελικῶν ταγμάτων) πραγματοποιεῖται ἐπειδὴ μέχρι τότε παρουσιάζονται στὴν ψυχὴ τὰ θαυμάσια του Παραδείσου, καὶ μόνον κατόπιν αὐτοῦ, γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῶν σαράντα ἡμερῶν, τῆς παρουσιάζονται τὰ μαρτύρια καὶ τὰ φρικτά τῆς κολάσεως, πρὶν τοποθετηθεῖ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα στὴ θέση στὴν ὁποία θὰ ἀναμένει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴν Τελικὴ Κρίση. Θὰ πρέπει καὶ πάλι νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ ἀναφερόμενοι ἀριθμοὶ ἀποτελοῦν γενικὸ κανόνα ἢ «μοντέλο» τῆς μεταθανάτιας πραγματικότητας, καὶ ἀναμφισβήτητα δὲν ὁλοκληρώνουν ὅλες οἱ ψυχὲς τῶν ἀπελθόντων τὴν πορεία τους ἀκριβῶς σύμφωνα μὲ τὸν «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφῶς ὅτι ἡ Ὁσία Θεοδώρα, στὴν πραγματικότητα, ὁλοκλήρωσε τὸ «γύρο τῆς κολάσεως» ἀκριβῶς τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα, σύμφωνα μὲ τὴ γήινη μέτρηση τοῦ χρόνου.
Ἡ κατάσταση τῶν ψυχῶν μέχρι τὴν Τελικὴ Κρίση.
Μερικὲς ψυχὲς βρίσκονται (μετὰ τὶς σαράντα ἡμέρες) σὲ μία κατάσταση πρόγευσης τῆς αἰώνιας ἀγαλλίασης καὶ μακαριότητας, ἐνῶ ἄλλες σὲ μία κατάσταση τρόμου ἐξαιτίας τῶν αἰωνίων μαρτυρίων τὰ ὁποία θὰ ὑποστοῦν πλήρως μετὰ τὴν Τελικὴ Κρίση. Μέχρι τότε ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει δυνατότητα ἀλλαγῆς τῆς κατάστασής τους, ἰδιαιτέρως μέσω τῆς ὑπὲρ αὐτῶν προσφορᾶς τῆς Ἀναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στὴ Θεία Λειτουργία), καὶ παρομοίως μέσω ἄλλων προσευχῶν.
Τὰ ὀφέλη τῆς προσευχῆς, τόσο τῆς κοινῆς ὅσο καὶ τῆς ἀτομικῆς γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ βρίσκονται στὴν κόλαση, ἔχουν περιγραφεῖ σὲ πολλοὺς βίους Ἁγίων καὶ ἀσκητῶν καθὼς καὶ σὲ Πατερικὰ κείμενα. Στὸ βίο τῆς μάρτυρος τοῦ 3ου αἰώνα Περπετούας, γιὰ παράδειγμα, διαβάζουμε ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ της Δημοκράτη τῆς ἀποκαλύφθηκε μὲ τὴν εἰκόνα μίας στέρνας γεμάτης νερό, ἡ ὁποία ἦταν ὅμως τόσο ψηλὰ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ φτάσει ἀπὸ τὸν ρυπαρό, καυτὸ τόπο ὅπου ἦταν περιορισμένος. Χάρη στὴν ὁλοθερμὴ προσευχὴ τῆς Περπετούας ἐπὶ μία ὁλόκληρη ἡμέρα καὶ νύχτα ὁ Δημοκράτης ἔφτασε τὴ στέρνα καὶ τὸν εἶδε νὰ βρίσκεται σὲ ἕναν φωτεινὸ τόπο. Ἀπὸ αὐτὸ ἡ Περπετούα κατάλαβε ὅτι ὁ ἀδελφός της εἶχε ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεινά τῆς κολάσεως.
Στὸ βίο μίας ἀσκήτριας ποὺ πέθανε μόλις τὸν 20ο αἰώνα ἀναφέρεται μία παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται γιὰ τὴ Ὁσία Ἀθανασία (Ἀναστασία Λογκάτσεβα), πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ὅπως διαβάζουμε στὸ βίο της: «Ἡ Ἀναστασία εἶχε ἕναν ἀδελφὸ ποὺ τὸν ἔλεγαν Παῦλο. Ὁ Παῦλος κάποτε ἦταν μεθυσμένος καὶ κρεμάστηκε. Κι ἡ Ἀναστασία ἀποφάσισε νὰ προσευχηθεῖ πολὺ γιὰ τὸν ἀδελφό της. Μετὰ τὸ θάνατό του, ἡ Ἀναστασία πῆγε στὸ μοναστήρι Ντιβέγιεβο, τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, γιὰ νὰ μάθει τί ἀκριβῶς ἔπρεπε νὰ κάνει, ὥστε νὰ βελτιωθεῖ ἡ κατάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τέλος στὴ ζωή του μὲ τρόπο δυσσεβῆ καὶ ἀτιμωτικό… Ἤθελε νὰ συναντήσει τὴν Πελαγία Ἰβάνοβνα καὶ νὰ ζητήσει τὴ συμβουλή της… Ἡ Ἀναστασία ἐπισκέφθηκε τὴν Πελαγία. Ἐκείνη τῆς εἶπε νὰ κλειστεῖ στὸ κελὶ της σαράντα μέρες, νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ νηστέψει γιὰ τὸν ἀδελφό της καὶ κάθε μέρα νὰ λέει ἑκατὸν πενήντα φορές: «Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἀνάπαυσον τὸν δοῦλον σου.»
Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ σαράντα ἡμέρες, ἡ Ἀναστασία εἶδε ἕνα ὅραμα. Βρέθηκε μπροστὰ σὲ μία ἄβυσσο. Στὸ βάθος της ἦταν ἕνας βράχος ἀπὸ αἷμα. Πάνω στὸ βράχο κείτονταν δύο ἄνδρες μὲ σιδερένιες ἁλυσίδες στὸ λαιμό τους. Ὁ ἕνας ἦταν ὁ ἀδελφός της.
Ἡ Ἀναστασία διηγήθηκε τὸ ὅραμα στὴν Πελαγία καὶ κείνη τῆς εἶπε νὰ συνεχίσει τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή.
Τελείωσαν κι ἄλλες σαράντα ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ κι ἡ Ἀναστασία εἶδε τὸ ἴδιο ὅραμα. Ἡ ἴδια ἄβυσσος κι ὁ βράχος πάνω στὸν ὁποῖο βρίσκονταν οἱ δύο ἄνδρες μὲ ἁλυσίδες στὸ λαιμό τους. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως ὁ ἀδελφός της ἦταν ὄρθιος. Περπατοῦσε πάνω στὸ βράχο, ἔπεφτε καὶ ξανασηκωνόταν. Οἱ ἁλυσίδες ἦταν ἀκόμα στὸ λαιμό του.
Ἡ Πελαγία Ἰβάνοβνα, στὴν ὁποία κατέφυγε καὶ πάλι ἡ Ἀναστασία, τῆς εἶπε νὰ ἐπαναλάβει τὴν ἴδια ἄσκηση γιὰ τρίτη φορά.
Ὅταν τελείωσε καὶ τὸ τρίτο σαρανταήμερο τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, ἡ Ἀναστασία ξαναεῖδε τὸ ἴδιο ὅραμα. Ἡ ἴδια ἄβυσσος, ὁ ἴδιος βράχος. Τώρα ὅμως πάνω στὸ βράχο ἦταν μόνο ἕνας ἄνδρας, ἄγνωστός της. Ὁ ἀδελφός της εἶχε ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμά. Δὲ φαίνονταν πουθενά. Ὁ ἄγνωστος ἄνδρας ἀκούστηκε νὰ λέει: «Εἶσαι τυχερὸς ἐσύ. Ἔχεις πολὺ ἰσχυροὺς μεσίτες στὴ γῆ.»
Ἡ Ἀναστασία ἀνέφερε στὴν Πελαγία Ἰβάνοβνα τὸ τρίτο ὅραμά της καὶ ἐκείνη τῆς ἀπάντησε:
«Ὁ ἀδελφός σου λυτρώθηκε ἀπὸ τὰ βάσανα. Δὲν μπῆκε ὅμως στὴ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου.»
Πολλὰ παρόμοια περιστατικὰ ἀναφέρονται σὲ βίους Ὀρθοδόξων Ἁγίων καὶ ἀσκητῶν. Σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος ἔχει τὴν τάση νὰ ἑρμηνεύει κατὰ γράμμα τέτοια ὁράματα, ἴσως θὰ πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι βεβαίως οἱ εἰκόνες μὲ τὶς ὁποῖες ἐμφανίζονται τέτοια ὁράματα, συνήθως σὲ ὄνειρα, δὲν «φωτογραφίζουν» κατ’ ἀνάγκη τὸν τρόπο ὕπαρξης τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο. Πρόκειται περισσότερο γιὰ εἰκόνες οἱ ὁποῖες μεταβιβάζουν τὴν πνευματικὴ ἀλήθεια τῆς βελτιώσεως τῆς καταστάσεως τῆς ψυχῆς στὸν ἄλλο κόσμο χάρη στὶς προσευχὲς ἐκείνων ποὺ παραμένουν στὸν κόσμο τοῦτο.