Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ.

Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων, πρόσκαιρων καὶ αἰωνίων, Θείων καὶ ἀνθρώπινων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὅλα, ὅσα προτίθεμαι νὰ γράψω ἐδῶ, θὰ προέρχονται ἀπὸ τὴ θεώρηση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεανθρώπου. Ἡ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία μας δὲν πρέπει νὰ ἔχει ἀφηρημένο χαρακτήρα, ἀλλὰ νὰ προσφέρει ἀπαραιτήτως θεμέλιο γιὰ ὅλη τὴν ἐν τῷ Θεῷ ζωή μας. Δὲν θὰ δίσταζα νὰ ὀνομάσω τὴν ἀνθρωπολογία αὐτὴ ἀσκητική. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι πολυδιάστατη. Μία ἀπὸ τὶς διαστάσεις της εἶναι ἡ δημιουργικὴ δύναμη, ποὺ ἐκδηλώνεται σὲ ποικίλες περιοχές: σὲ κουλτοῦρες ὅλων τῶν εἰδῶν, δηλαδὴ πολιτισμούς, τέχνες, ἐπιστῆμες.

Στὸν πρωτόπλαστο δόθηκε ἡ ἐντολή, μὲ τὴν εἴσοδό του στὸν φυσικὸ κόσμο, νὰ ἐργάζεται σὲ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν φυλάσσει (βλ. Γεν. 2,15). Ὁ φυσικὸς κόσμος εἶναι πλασμένος μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὴν ἀνάγκη νὰ λύνει δημιουργικὰ τὰ προβλήματα ποὺ ἀδιάκοπα ἀναφύονται μπροστά του. Ὡστόσο αὐτὰ ποὺ ἀπαριθμῶ δὲν ἐξαντλοῦν τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Παράλληλα μὲ τὴν παραγωγὴ ἐκείνων ποὺ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ζωῆς του ἐπάνω στὴ γῆ, ἀνέρχεται ἀπὸ τὶς ἀτελεῖς μορφὲς στὶς τελειότερες, τὶς πνευματικές, ποὺ ὑπερβαίνουν ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ πρόσκαιρα. Στὸ ἐπίπεδο τῶν πρόσκαιρων, ἡ δημιουργικὴ ἱκανότητα κατευθύνεται πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὴ γῆ, γιὰ νὰ ὀργανώσει τὰ ἀκατέργαστα δεδομένα τῆς φύσεως, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ σκοπὸς κατορθώνεται στὰ ὅρια τῶν φυσικῶν ἱκανοτήτων τοῦ ἀνθρώπου. Στὴ δεύτερη περίπτωση ἡ δημιουργία κατευθύνεται πρὸς τὸν ἀνώτερο κόσμο, ὅπου τὰ φυσικὰ χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ μόνα τους δὲν ἐπαρκοῦν. Ὡς Πρόσωπο ὁ ἄνθρωπος διαθέτει ἐλεύθερη βούληση ποὺ ἐκφράζεται, ὄχι μὲ τὴν ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία κάποιου ἐντελῶς νέου πράγματος ποὺ δὲν ὑπῆρξε, ἀλλὰ ὡς συμφωνία μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀληθινὰ Δημιουργοῦ, ἢ ὡς διαφωνία πρὸς τὸ θέλημά Του (ποὺ ἀποκλίνει ἀπὸ τὸ θέλημά Του ἢ καὶ τὸ ἀπορρίπτει). Μόνο ἐκείνη ἡ δημιουργία ποὺ συμπίπτει μὲ τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς παράγει καρποὺς ποὺ μποροῦν νὰ περάσουν στὴν αἰωνιότητα· ὁτιδήποτε ἄλλο καταλήγει στὸ μὴ ὄν: «Πάσα φυτεία ἢν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ Πατήρ Μου ὁ οὐράνιος ἐκριζωθήσεται» (Ματθ. 15,13). «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. Ὁ μένων ἐν Ἐμοὶ καγῶ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς Ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. Ἐὰν μὴ τὶς μείνη ἐν Ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται» (Ἰωάν. 15,5-6).

Γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος συνεργὸς τοῦ Θεοῦ στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, πρέπει ἀδιάκοπα νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν καλύτερη γνώση τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Ἡ πορεία αὐτὴ τῆς ἀναβάσεως στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐπίσης δημιουργικὴ πράξη, ἰδιαίτερης ὅμως τάξεως· σκοπὸς της εἶναι ἡ συμμετοχὴ στὴν αἰώνια δημιουργικὴ πράξη τοῦ Πατέρα, ἡ ἀπόκτηση τῆς ἔσχατης τελειότητας μὲ τὴν παραμονὴ στὸ ρεῦμα τῆς Θείας Αἰωνιότητας, ὅπου πρῶτος εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς-Ἄνθρωπος. Ὁ χριστιανὸς στὴ δημιουργικὴ ἀναζήτησή του ἐγκαταλείπει ὅλα ὅσα φέρουν σχετικὸ καὶ παροδικὸ χαρακτήρα, γιὰ νὰ παραμείνει στὰ μὴ παρερχόμενα. Στὰ ὅρια τῆς γὴς ἡ τελειότητα δὲν εἶναι ἐντελῶς πλήρης. Καὶ ὅμως τὴν ἀποκαλοῦμε τελειότητα. Μιμούμενοι τὸν Χριστὸ ποὺ εἶπε «Ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἐδίδαξε μὲ ὁ Πατήρ Μου, ταῦτα λαλῶ» (Ἰωάν. 8,28), καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸ ἴδιο, σύμφωνα μὲ τὴν παρατήρηση τοῦ Γέροντα Σιλουανοῦ: «Οἱ τέλειοι δὲν λένε τίποτε ἀφ’ ἑαυτοῦ τους… Λένε μόνο ὅ,τι τοὺς δίνει τὸ Πνεῦμα».

Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀληθινὴ δημιουργία, ἡ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἐφικτὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὄχι παθητικά, ἀλλὰ μὲ δημιουργικὸ ἀγώνα βαδίζει ὁ ἄνθρωπος πρὸς αὐτὸ τὸν ἅγιο σκοπό, χωρὶς ποτὲ νὰ λησμονεῖ ὅτι δὲν πρέπει μὲ κανέναν τρόπο νὰ δημιουργήσει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του θεὸ «κατ’ εἰκόνα του», κάτι ποὺ πολλοὶ φιλόσοφοι ἢ ἀκόμη καὶ θεολόγοι κάνουν.

Ὅλο τὸ παρελθόν μου μὲ ὠθοῦσε κατὰ φυσικὸ τρόπο στὴ σκέψη γιὰ τὴ δημιουργία στὶς διάφορες ἐκφάνσεις της, ὅπως ἐπίσης καὶ γιὰ τὸ νόημά της. Τώρα θὰ ἤθελα νὰ διηγηθῶ μὲ συντομία πὼς ἡ ἐνασχόλησή μου μὲ τὴ ζωγραφικὴ μὲ ὁδήγησε στὴν προσευχή. Μιλῶ γιὰ πραγματικὰ συγκεκριμένη περίπτωση.

Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς νεότητάς μου, κάποιος Ρῶσος ζωγράφος, ποὺ ἔγινε στὴ συνέχεια διάσημος, μὲ προσείλκυσε πρὸς τὴν ἰδέα τῆς καθαρῆς δημιουργίας, ἔχοντας στραφεῖ πρὸς τὴν ἀφηρημένη τέχνη. Δύο ἢ τρία χρόνια ὑπῆρξα θύμα τῆς ἕλξεως αὐτῆς, ποὺ μὲ ὁδήγησε στὴν πρώτη θεολογικὴ σκέψη ποὺ γεννήθηκε μέσα μου. Χαρακτηριστικὸ κάθε «καλλιτέχνη» (δηλαδὴ κάθε ἐργάτη τῆς τέχνης) εἶναι νὰ προσλαμβάνει τὸ εἶναι στὶς μορφὲς τῆς τέχνης του. Ἔτσι καὶ ἐγὼ ἀντλοῦσα ἰδέες γιὰ τὶς δικές μου ἀφηρημένες μελέτες ἀπὸ ἐκεῖνο πού μου παρεῖχε ἡ πραγματικότητα τοῦ περιβάλλοντός μου: οἱ ἄνθρωποι, ἡ βλάστηση, τὰ κτίσματα, οἱ ἀπροσδόκητα ἀλλόκοτοι συνδυασμοὶ σκιῶν ἀπὸ τὸν ἥλιο ἢ τὶς ἠλεκτρικὲς λάμπες ἐπάνω στὸ πάτωμα, τοὺς τοίχους, τὶς ὀροφὲς καὶ πολλὰ ἄλλα. Μὲ τὴ φαντασία μου δημιουργοῦσα εἰκόνες, ἀλλὰ μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ μὴν εἶναι ὅμοιες μὲ τίποτε ποὺ ὑπάρχει πραγματικὰ στὴ φύση. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, νόμιζα ὅτι δὲν εἶμαι ἀντιγραφέας φυσικῶν φαινομένων, ἀλλὰ δημιουργὸς νέων καλλιτεχνικῶν (εἰκαστικῶν) γεγονότων. Εὐτυχῶς ἀντιλήφθηκα ὅτι σὲ μένα, τὸν ἄνθρωπο, δὲν δόθηκε νὰ δημιουργῶ «ἐκ τοῦ μηδενός», ὅπως ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μὲ μοναδικὸ τρόπο. Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτή μοῦ ἔγινε σαφὲς ὅτι κάθε ἀνθρώπινη δημιουργία προϋποθέτει μία ἤδη προϋπάρχουσα. Δὲν μποροῦσα νὰ χαράξω οὔτε μία γραμμή, οὔτε νὰ δημιουργήσω κάποιο χρῶμα, ποὺ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ὑπῆρχε. Ὁ ἀφηρημένος πίνακας μοιάζει μὲ ἐγγραφὴ λέξεων ποὺ ἠχοῦν πρωτότυπα, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐκφράζουν πλῆρες νόημα. Ἡ δημιουργία παρουσιαζόταν σὲ μένα ὡς ἀποσύνθεση τοῦ εἶναι, πτώση στὸ κενό, στὸ παράλογο, ἐπιστροφὴ στὸ «μηδέν», ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς κάλεσε ἡ δημιουργικὴ πράξη τοῦ Θεοῦ. Τότε ἐγκατέλειψε ὁ νοῦς μου τὴ μάταιη ἀπόπειρα νὰ δημιουργήσει κάτι ἐντελῶς νέο, καὶ τὸ πρόβλημα τῆς δημιουργίας στὴ συνείδησή μου συνδέθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς Γνώσεως τοῦ Εἶναι. Καὶ μοῦ συνέβη κάτι θαυμαστό· σχεδὸν ὅλος ὁ κόσμος, κάθε ὁρατὸ φαινόμενο, ἔγινε μυστήριο, ὡραῖο καὶ βαθύ. Καὶ τὸ φῶς ἔγινε ἄλλο· χάιδευε τὰ ἀντικείμενα, τὰ περιέβαλλε κατὰ κάποιον τρόπο μὲ στεφάνι δόξας, μεταδίδοντας σὲ αὐτὰ παλμοὺς ζωῆς ποὺ δὲν ἀπεικονίζεται μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέτει ὁ καλλιτέχνης. Γεννιόταν μέσα μου ἡ ἐπιθυμία νὰ ὑποκλιθῶ μὲ εὐλάβεια μπροστὰ στὸν πρῶτο καλλιτέχνη, τὸν Δημιουργό τοῦ παντός, μὲ τὸν πόθο νὰ Τὸν συναντήσω, νὰ διδαχθῶ ἀπὸ αὐτόν, νὰ γνωρίσω πώς Αὐτὸς δημιουργεῖ.

Οἱ συνομιλίες μου μὲ τὸν Γέροντα Σιλουανὸ γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε ἄλλο θέμα συγκεντρώνονταν πάντοτε στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μοναδικοῦ Διδασκάλου μὲ ἀπόλυτη αὐθεντία. Αὐτὸς μᾶς ἔδωσε «ὑπόδειγμα» γιὰ ὅλα (βλ. Μάτθ. 23,8-10· Ἰωάν. 13,13-15). Καὶ ὁ Γέροντας δίδασκε νὰ κοιτάζουμε προσεκτικὰ πῶς Ἐκεῖνος, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐνεργοῦσε. «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ Υἱὸς ποιεῖν ἀφ’ Ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μὴ τί βλέπῃ τὸν Πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν Ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ. Ὁ γὰρ Πατὴρ φιλεῖ τὸν Υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν Αὐτῶ ἃ Αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει Αὐτῷ ἔργα, ἴνα ὑμεῖς θαυμάζητε» (Ιωάν. 5,19-20). Ἀλλὰ ὁ μονογενὴς Υἱός, γενόμενος Υἱὸς Ἀνθρώπου, ὁμοιώθηκε σὲ ὅλα μὲ μᾶς (βλ. Ἑβρ. 2,17· Φιλιπ. 2,7). Συνεπῶς ὅλα, ὅσα Ἐκεῖνος λέει γιὰ τὸν Ἑαυτό Του ὡς Υἱὸ Ἀνθρώπου, ἐφαρμόζονται στὸν καθένα ἀπό μᾶς. Ἂν ἐμεῖς παραμένουμε στὸν Υἱό, τὸν ὁποῖο ἀγαπᾶ ὁ Πατέρας, τότε καὶ ἐμεῖς εἴμαστε υἱοί Του, ἐπίσης ἀγαπημένοι (βλ. Ιωάν. 16,27), καὶ Αὐτὸς θὰ μᾶς τὰ δείξει ὅλα: τί δημιουργεῖ καὶ πῶς δημιουργεῖ. Ἀλήθεια, ἐν Χριστῷ ἔχουμε κληθεῖ νὰ γίνουμε μέτοχοι ὅλης της δημιουργικῆς Πράξεως τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός μας.

Ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν τελειότητα αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποχωρεῖ ἀπὸ τὴν ἀναρίθμητη ποικιλομορφία τῶν φαινομένων τοῦ φυσικοῦ κόσμου, καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμή του στρέφεται πρὸς τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ὅριο τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω στὴ γῆ. Ὅταν ὅμως, μετὰ τὴν ἔξοδό της ἡ ψυχὴ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ αἰώνια σὲ Αὐτὸν καὶ μὲ Αὐτὸν διαμονή, τότε μέσα στὸ «Εἶναι» αὐτὸ ἔρχεται ἡ γνώση καὶ ἡ εἴσοδός μας στὴν Πράξη δημιουργίας ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅλων τῶν ὑπαρκτῶν. Ἀρραβώνα τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἀποτελεῖ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ὁ Θεὸς σκέφτεται τὸν κόσμο καὶ ὁ κόσμος ὑπάρχει». Καὶ οἱ ἅγιοι τελοῦν τὰ θαύματα ὄχι μὲ φυσικὴ ἐπενέργεια ἐπάνω στὴ φύση, ἀλλὰ στὴν προσευχή τους πρὸς τὸν Θεὸ «σκέφτονται τὸ ποθούμενο καὶ αὐτὸ πραγματοποιεῖται».

111.  Ὁ Θεολόγος τῆς ἀγάπης.

Π. Βασίλειος  Καλλιακμάνης, Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.

α) Ἡ θεολογία, ὡς λόγος γιὰ κάποιον θεό, ἀπαντᾶ σὲ διάφορες θρησκεῖες, ἀκόμη καὶ στὶς πρωτόγονες. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη ἀναπτύχθηκε ἡ θεολογία, ποὺ στηριζόταν στὸν ἀνθρώπινο λόγο. Ὅμως, ἡ χριστιανικὴ θεολογία ὡς ἐμπειρία καὶ καταγραφὴ προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως, ὁ ὁποῖος “ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ” (Α΄ Τιμ. 3,16) εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Πρόκειται γιὰ πνευματικὸ γεγονὸς ἄλλης τάξεως.

β) Κι ἐνῶ πολλοὶ ἅγιοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ἔγραψαν σπουδαῖα θεολογικὰ συγγράμματα, σὲ τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς ἀποδόθηκε τὸ προσωνύμιο “θεολόγος”: στὸν σήμερα ἑορταζόμενο Ἅγιο Ἰωάννη Θεολόγο, ἐπιστήθιο φίλο τοῦ Κυρίου, τὸν Γρηγόριο Θεολόγο (4ος αἰ.) καὶ τὸν Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο (10ος αἰ.). Καὶ οἱ τρεῖς, ἐνῶ ἔζησαν σὲ διαφορετικὲς ἐποχές, γεύτηκαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀκτίστου χάριτος καὶ εἶχαν ἀνάλογες πνευματικὲς ἐμπειρίες. Ἐν συνέχεια θεοπνεύστως καὶ ἀπλανῶς περιέγραψαν τὶς ἐμπειρίες αὐτὲς στὰ συγγράμματά τους, συχνὰ μὲ ποιητικὸ καὶ συμβολικὸ τρόπο.

γ) Ὁ Ἰωάννης Θεολόγος, ὡς ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, βίωσε πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα κοντά του. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ διέσωσε στὸ εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἐπιστολές του, ἐνῶ παρέλειψε ἄλλα. Στὴν Ἀποκάλυψη περιγράφει ἐπίσης τὰ ἔσχατα ὡς παρόντα, τὴν ἀνηφορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας, τὴ διαρκῆ πάλη τῶν χριστιανῶν μὲ τὸν ἀρχέκακο ὄφι, τὸν διάβολο, καὶ τὸν θρίαμβο μὲ τὴν ἔλευση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Πάντως, ὅσα ἔγραψε ἀρκοῦν γιὰ νὰ πιστέψουμε πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ “ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχωμεν ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ” (βλ. Ἰωάν. 20,31).

δ) Ἀναφέρεται σχετικὰ στὴ σημερινὴ περικοπή: “Ὑπάρχουν κι ἄλλα πολλὰ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πού, ἂν γραφτοῦν ἕνα πρὸς ἕνα, οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία ποὺ θὰ ‘πρεπε νὰ γραφτοῦν” (Ἰωάν. 21,25). Ἐδῶ σαφῶς ὑπάρχει κάποια ὑπερβολή, ποὺ φανερώνει τὸ πλῆθος τῶν πεπραγμένων ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅπως σημειώνει ὁ ἑρμηνευτὴς Ζιγαβινός. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπισημαίνει ὅτι, “οὐ χωρεῖ αὐτὰ ὁ κόσμος… οὐ διὰ πλῆθος συγγραμμάτων, ἀλλὰ διὰ μέγεθος πραγμάτων”!

ε) Καὶ πράγματι, πῶς νὰ κατανοήσει κάποιος τὴν πνευματικὴ δύναμη τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, τὴν ὁποία περιγράφει ὁ Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἐπιστολές του, ὅταν καθημερινὰ δηλητηριάζει τὴ ζωή του μὲ φθόνο, ἀδικία καὶ μίσος; Πῶς νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ νόημα τῆς φοβερῆς, σαγηνευτικῆς καὶ ἐπίκαιρης Ἀποκάλυψης, ὅταν βλέπει τὴ ζωὴ του μόνο ἐγκοσμιοκρατικὰ καὶ οἰκονομοκεντρικά; Ὅμως, ὁ φιλόκαλος ἀναγνώστης της, ὡς μαθητὴς τῶν ἁγίων, ἀσκούμενος μὲ ὑπομονὴ κατανοεῖ ὅτι, ἡ Ἐκκλησία ὡς χῶρος χάριτος καὶ ἁγιασμοῦ πορεύεται ἐντός τῆς ἱστορίας μέσα ἀπὸ πλείστους πειρασμούς, κινδύνους, ἐμπόδια καὶ δεινά. Κατανοεῖ ἐπίσης ὅτι στὴν Ἀποκάλυψη καταδικάζεται μὲ δριμύτητα ἡ θεοποίηση κάθε ἐξουσίας: πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καὶ ἰδεολογικῆς, ὅπως σημειώνει σύγχρονος στοχαστής.

στ) Τελικά, τὸ μήνυμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένο, ἀλλὰ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ζητούμενο μέσα ἀπὸ μία δραματικὴ πορεία ἀστοχίας, ἀλλοτρίωσης, μετάνοιας καὶ ἁγιασμοῦ. Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεὺς διηγεῖται ὅτι σὲ κάποια πόλη ὁ Ἰωάννης εἶχε βαπτίσει ἕναν νέο καὶ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν ἐπίσκοπό της. Σὲ ἑπόμενη ἐπίσκεψή του πληροφορήθηκε ὅτι ὁ νέος ἔγινε ἀρχηγὸς ληστῶν. Τότε, γιὰ νὰ τὸν συναντήσει, παραδόθηκε στοὺς ληστές. Ὁ ἀρχηγός τους, δηλαδὴ ὁ νέος, μόλις τὸν ἀντίκρισε τράπηκε ἀπὸ ντροπὴ σὲ φυγή. Ἐκεῖνος τὸν ἀκολουθοῦσε λέγοντας: “Γιατί φεύγεις, παιδί μου; Ἔχεις ἀκόμα ἐλπίδα ζωῆς. Ἂν χρειαστεῖ θὰ πεθάνω γιὰ σένα. Ὁ Κύριος μὲ ἔστειλε, πίστεψέ με”. Συντετριμμένος, ὁ νέος πέταξε τὰ ὅπλα καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας συγχώρηση. Ταυτόχρονα ἔκρυβε τὸ δεξί του χέρι, μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε διαπράξει πλῆθος ἁμαρτιῶν. Τότε, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης πῆρε τὸ χέρι αὐτό, ποὺ εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὴ μετάνοια καὶ τὸ κατασπαζόταν! Τὸν ὁδήγησε στὴν Ἐκκλησία, προβάλλοντάς τον ὡς παράδειγμα ἔμπρακτης μετάνοιας.

ζ) Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη καὶ μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματα δίδασκε: “Παιδιά μου, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους”. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος: “Μήπως ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὸν Ἰωάννη περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές; Ὄχι, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἀγαποῦσε τὸν Χριστὸ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι οἱ ἄλλοι μαθητὲς καὶ γι’ αὐτὸ καταλάβαινε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καλύτερα. Εἶχε πολλὴ χωρητικότητα καὶ χωροῦσε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅσο περισσότερη ἀγάπη τοῦ ἔδινε ὁ Χριστὸς τόσο περισσότερο τοῦ ἔλιωνε τὴν καρδιά”. Ὅποιος ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ διώξει τὸ νέφος τῶν παθῶν, κατανοεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τηρεῖ φιλότιμα τὶς ἐντολές του. Δὲν φοβᾶται δουλικὰ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, ἀλλὰ προσμένει μὲ πόθο τὴν ἀνατολὴ “τοῦ Ἀστέρος τοῦ λαμπροῦ, τοῦ πρωινοῦ” (βλ. Ἀποκ. 22,16).