Δορμπαράκης Γεώργιος, Πρωτοπρεσβύτερος.

«ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά».

Μία πολὺ ἀξιοσυμπάθητη περίπτωση ἀνθρώπου καταγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἕναν νεαρό, ὁ ὁποῖος πλησιάζει τὸν Κύριο, προκειμένου Αὐτὸς ὡς διδάσκαλος νὰ τὸν καθοδηγήσει στὴν εἴσοδό του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τὸν παραπέμπει στὶς ἐντολὲς τῆς Μωσαϊκῆς νομοθεσίας, καὶ ὅταν αὐτὸς ἐπιμένει, λέγοντας ὅτι αὐτὲς τὶς τηρεῖ ἐκ νεότητός του, ὁ Κύριος τὸν προσανατολίζει στὴν τελειότητα: νὰ ἀκολουθεῖ Ἐκεῖνον, κάνοντας πέρα ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του. Ἡ ἀντίδραση τοῦ νεαροῦ εἶναι ἀπογοητευτική: «ἀκούσας τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος». Γιατί εἶχε πολλὰ κτήματα, εἶχε πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά.

1. Ὁ νεαρὸς δὲν φαινόταν νὰ κοροϊδεύει τὸν Κύριο, ὅπως σὲ μία παρόμοια περίπτωση ἑνὸς νομοδιδασκάλου, ὁ ὁποῖος Τὸν πλησίασε «πειράζων Αὐτόν». Μολονότι τὸ ἐρώτημα καὶ τῶν δύο εἶναι τὸ ἴδιο: ἡ εἴσοδος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐδῶ ἔχουμε μία ἐκ πρώτης ὄψεως γνήσια ἀναζήτηση.

Διότι ὁ νεανίσκος καὶ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ κάνει ἕναν «πνευματικὸ» ἀγώνα, μὲ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου, πυρήνας τοῦ ὁποίου ἦταν οἱ Δέκα Ἐντολές. «Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου». Παρ’ ὅλον ὅμως τὸν ἀγώνα του αὐτόν, διεπίστωνε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του ὅτι ἡ καρδιά του δὲν γέμιζε. Ἔνιωθε ὅτι ὑπολείπεται σὲ κάτι, τὸ ὁποῖο θὰ τοῦ ἔδινε τὴν ὤθηση νὰ ζήσει σὲ πληρότητα τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὰ δεδομένα βεβαίως τῆς πίστεώς μας, ἡ ἔλλειψη αὐτὴ εἶναι δικαιολογημένη: ἡ πλήρωση τῆς καρδιᾶς, αὐτὸ ποὺ ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο ἔρχεται μόνον ἐν Χριστῷ. Ὁ Χριστὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν κανονικὴ πορεία του, αὐτὴν γιὰ τὴν ὁποία εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος, οἱ Προφῆτες, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δηλαδή, ἀποτελοῦσαν τὸ προκαταρκτικὸ στάδιο ἑτοιμασίας πρὸς ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, μέσα στὴν ὁποία βρισκόταν καὶ ὁ νεαρὸς αὐτός, εἶχε τὸ νόημα τῆς διαπαιδαγώγησης τοῦ ἀνθρώπου. «Ὥστε ὁ Νόμος παιδαγωγὸς ἡμῖν γέγονεν εἰς Χριστόν».

2. Ἡ ἀναζήτηση ὅμως τοῦ νεαροῦ γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετὰ τὴν ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, τελικῶς φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν καὶ τόσο γνήσια. Καὶ τοῦτο γιατί στὸν προσανατολισμὸ ποὺ τοῦ δίνει ὁ Κύριος, ἐκεῖνος ἀντιδρᾶ: ὑπάρχει κάτι ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ, ὑπάρχει ἕνα «βαρίδι» στὴ ζωή του. Κι αὐτό, ὅπως φανερώνεται στὴ συνέχεια, ἦταν τὰ πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά του, τὰ πλούτη του. Ἂν ὁ νεαρὸς εἶχε ὡς προτεραιότητα τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό, τὴν ἔνταξή του στὴ Βασιλεία Ἐκείνου, θὰ ἀνέτρεπε τὰ πάντα στὴ ζωή του, προκειμένου νὰ τὸ ἐπιτύχει. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ διαπαιδαγώγηση τοῦ Νόμου σ’ αὐτὸν δὲν κατέληξε στὸν σκοπό της: τὴν εὕρεση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν πρόσκληση τοῦ Ἴδιου νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ἐκεῖ ποὺ παρέπεμπε ὁ Νόμος, τὸν ὁποῖο φαινόταν ὅτι ὁ νεαρὸς τηρεῖ, αὐτὸς ἔστρεψε τὰ νῶτα καὶ ἔφυγε. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ λειτούργησε προκλητικὰ καὶ ἀφυπνιστικά, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ὁ βαθύτερος καὶ ἀληθινὸς ἑαυτός του. Μία ἀντίδραση ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ συναντᾶμε στοὺς γνήσιους ἀναζητητές, ὅπως τὸ εἴδαμε στοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου: «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν Αὐτῷ».

3. Ἔτσι μὲ τὴν περίπτωση τοῦ νεανίσκου σήμερα ἔρχεται ἀνάγλυφα ἐνώπιόν μας τὸ φαινόμενο τοῦ ψευδοῦς καὶ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ. Ὁ νεαρὸς πιστεύει ὅτι ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἴσως νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ κερδίσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ – τί ἄλλο νὰ σημαίνει ἡ ἐρώτησή του: «τί ἄλλο ὑστερῶ;» – ζεῖ ἑπομένως σ’ ἕνα φαντασιακὸ ἐπίπεδο, τὸ ὁποῖο συναντᾶμε στοὺς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ στοὺς Φαρισαίους τῆς κάθε ἐποχῆς. Ὁ ψευδὴς ἑαυτὸς του ἔχει κατακλύσει τὴ συνείδησή του καὶ αὐτὸν βιώνει ὡς πραγματικότητα. Ἡ ἀλήθεια ὅμως τελικῶς πόρρω ἀπέχει ἀπὸ αὐτόν.

Ὅπως εἴπαμε, ἔρχεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴν πλάνη: Θεὸς του ἀληθινὸς ἦταν τὰ πολλὰ κτήματά του, αὐτὰ συνιστοῦσαν τὴν προτεραιότητά του, μπροστὰ στὰ ὁποῖα ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ἔρχονταν δεύτερα. Ὁ ἀληθινός του ἑαυτὸς δηλαδὴ δούλευε μὲ συνέπεια στὴν εἰδωλολατρεία. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, «ὅπου ὁ θησαυρὸς ἡμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ἡμῶν ἔσται», βρίσκει στὸν νεαρὸ τὴν πλήρη ἐκπλήρωσή της.

4. Ἡ κατάσταση αὐτὴ συνιστᾶ καὶ τὴ μεγαλύτερη τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου: ὁ ἄνθρωπος «πετάει» κυριολεκτικὰ στὰ σύννεφα. Νιώθει ὅτι ἔχει τὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς ἀπέχει ἐντελῶς ἀπὸ αὐτόν. Νιώθει βέβαιος καὶ παραπαίει. Τὸ ἀκόμη τραγικότερο ὅμως γιὰ τὸν νεαρό τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ «προσγειωθεῖ», νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ βρεῖ καὶ τὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸς ἀπορρίπτει τὴν εὐκαιρία.

Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ὥρα τῆς χάρης γι’ αὐτόν, δηλαδὴ ἡ ὥρα τῆς μετανοίας του. Ἂν τὸν ἀποδεχόταν, θὰ γινόταν μέτοχος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόταν ἅγιος. Δὲν τὸ ἔκανε, γιατί ὅπως εἴπαμε, τελικῶς δὲν εἶχε γνήσια ἀναζήτηση: ζοῦσε στὴν ἐπιφανειακότητα μιᾶς ἁπλῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ βεβαίως καὶ τὸ ἀδιέξοδο ποὺ ζοῦσε καὶ ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν προσέγγιση, ἀνεπιτυχῶς ὅμως, τοῦ Χριστοῦ.

5. Ὁ νεανίσκος τοῦ Εὐαγγελίου δυστυχῶς ἀποτελεῖ τὸν τύπο καὶ γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς θεωρούμενους χριστιανούς. Πόσοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς δὲν ζοῦμε στὸ ἐπίπεδο ἑνὸς ψεύτικου ἑαυτοῦ, δὲν νομίζουμε δηλαδὴ ὅτι πορευόμαστε σωστὰ καὶ ἔχουμε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους μαζί μας, διότι προσευχόμαστε, διότι ἐκκλησιαζόμαστε, διότι κοινωνοῦμε ἴσως, διότι κάνουμε κάποιες ἐλεημοσύνες, ἐνῶ ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐντελῶς διαφορετική; Κι αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂν ἐλέγξουμε τὸν ἑαυτὸ μας σ’ αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν κεντρικὰ πάθη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: στὴ φιληδονία, τὴ φιλαργυρία, τὴ φιλοδοξία, τοὺς κλάδους τοῦ ἐφάμαρτου ἐγωισμοῦ. Ὁ νεαρός τοῦ εὐαγγελίου διακατεχόταν ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς φιλοκτημοσύνης: τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ του ἦταν τὸ «βαρίδι» τῆς ψυχῆς του. Σὲ ἄλλον τὸ «βαρίδι» αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ φιληδονία του, μὲ ὅλες τὶς διακλαδώσεις της, τῆς λαιμαργίας, τῆς γαστριμαργίας, τῆς λαγνείας, τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς τεμπελιᾶς. Σὲ ἄλλον τὸ «βαρίδι» μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ φιλοδοξία του, ὡς κενοδοξία, ὡς ὑπερηφάνεια, ὡς τάση ἀγωνιώδους ἀποδοχῆς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὡς κατακτητικότητας, ὡς φιλαρχίας καὶ ἀρχομανίας.

Ὁ καθένας πρέπει νὰ κοιτάξει μέσα του καὶ νὰ ἐπισημάνει τὸ δικό του πάθος, τὸ δικό του βάρος ποὺ τὸν δένει ἐμπαθῶς μὲ τὸν κόσμο τοῦτο. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ λειτουργεῖ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἀφυπνιστικός, κοφτερός, «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν δίστομον μάχαιραν», ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό μας. Ὅσο θὰ βάζουμε τὸν ἑαυτό μας πάνω σ’ αὐτὸν τὸν λόγο, τόσο θὰ καθαρίζει τὸ βλέμμα μας καὶ τὸ ἔδαφος μπροστὰ στὰ πόδια μας. Ὁ προσανατολισμὸς εἶναι σαφής: ἡ τελειότητά μας ὡς ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο της. Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ ἀκολουθήσουν;