Ἡ εὐθύνη τῆς ἀγάπης.

Ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἀνομίας. Κοινό πίστευμα ὅλων εἶναι ὅτι ὑπάρχει προνομιακή μεταχείριση «κάποιων», ὅτι οἱ νόμοι ἐνῶ ὑπάρχουν δέν ἐφαρμόζονται, ἤ τουλάχιστον δέν ἰσχύουν γιά ὅλους, ἐνῶ ταυτόχρονα θεωρεῖται στήν πράξη «λογικό» καί ἀναμενόμενο τό νά ἐκμεταλλευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅσες «εὐκαιρίες» τοῦ δοθοῦν, γιά νά προσπορισθεῖ ὄφελος μέ κάθε τρόπο, ἀκόμη καί παράνομο ἤ ἀνήθικο. Ταυτόχρονα «ἠθικολογοῦν» ὅλοι καταγγελτικά, μόνο καί μόνο γιά νά μεταθέσουν τήν εὐθύνη στούς ἄλλους καί νά ἀποφύγουν τόν ἔλεγχο καί τίς συνέπειες τῶν δικῶν τούς πράξεων, ἐνῶ ἡ συνηθέστερα προβαλλόμενη δικαιολογία εἶναι: «Ὅλοι ἔτσι κάνουν». Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ἐπαναστατοῦμε ἐναντιόν τῆς ἀδικίας σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, καί πάντως ὅταν τήν ὑποστοῦμε, τελικά τή δικαιολογοῦμε καί τήν ἀποδεχόμαστε ὅταν μᾶς συμφέρει, μᾶλλον γιατί εὔκολα συμβιβαζόμαστε μαζί της ἔχοντας ἀμβλύνει τό ἠθικό μας αἰσθητήριο.

Πάντως, ἐπειδή θυμόμαστε ὅτι μᾶς ἀδίκησαν, ἐνῶ ξεχνᾶμε ὅτι μπορεῖ κι ἐμεῖς νά ἀδικοῦμε, ἡ γεύση τῆς ἀδικίας βρίσκεται στή γλώσσα ὅλων μας, γι’ αὐτό καί πολλές φορές κυριαρχεῖ ἡ ἀνεξέλεγκτη ὀργή, τό καταγγελτικό ξέσπασμα, ἡ τυφλή ἀνταπόδοση εἴτε μέ βαριά λόγια, εἴτε μέ ἀπαράδεκτα ἔργα ἐναντίον τοῦ ἄλλου, συνήθως ἐξίσου ἀθώου καί στήν ἴδια μοίρα μ’ ἐμᾶς. Ἡ εὔκολη παρατήρηση εἶναι ὅτι αὐτό ὄχι ἁπλῶς ἀποδομεῖ, ἀλλά διαλύει τήν κοινωνία, ἀφοῦ πρῶτα τή χαρακτηρίσει ὡς παρακμιακή. Ἡ δύσκολη ἐπισήμανση εἶναι ὁ προσδιορισμός τοῦ τί φταίει καί φθάνουμε στή συσσώρευση ἐπιθετικοῦ θυμοῦ ὡς τοῦ κατεξοχήν χαρακτηριστικοῦ τῆς καθημερινότητάς μας.

Διεκδίκηση τοῦ ὀφειλόμενου χρέους

Μέ παραβολή μιλᾶ καί σήμερα ὁ Χριστός μας, θέλοντας μέσα ἀπό μιά ἱστορία ὄχι πραγματική, νά προσδιορίσει τήν πραγματικότητα στίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί νά ὑποδείξει τήν ἐπιθυμητή καί πλέον συμφέρουσα γιά τόν ἄνθρωπο ὁδό. Ἕνας δοῦλος βρῆκε στόν δρόμο του ἕναν σύνδουλό του, στόν ὁποῖο εἶχε δανείσει ἕνα εὐτελές ποσό, πού ὅμως ἀκόμη δέν τοῦ εἶχε ἐπισταφει. Ὅρμησε λοιπόν ἐπάνω του καί τόν ἔπνιγε, ἀπαιτώντας τήν ἐπιστροφή τοῦ ὀφειλόμενου μικροδανείου. Παρά τίς ἱκεσίες τοῦ ὀφειλέτη, ὁ ὁποῖος γονατιστός τόν παρακαλοῦσε γιά μιά πίστωση χρόνου, μέχρι νά βρεῖ τό ὀφειλόμενο ποσό, ὁ δανειστής δοῦλος ἔσυρε τόν σύνδουλό του καί τόν ἔκλεισε στή φυλακή. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι αὐτή ἡ συμπεριφορά τοῦ δανειστῆ δούλου πρός τόν ὀφειλέτη σύνδουλό του εἶναι καθόλα νόμιμη καί λογική. Στό κάτω κάτω, κατά τήν κυρίαρχη παγκόσμια οἰκονομική ἀρχή, «οἱ συμφωνίες πρέπει νά τηροῦνται».

Μέ βάση τήν τετράγωνη αὐτή λογική, εἶναι ἀπολύτως φυσιολογικό νά διεκδικεῖται καί νά ἐπιβάλλεται ἡ ἐφαρμογή ὅσων ἔχουν συμφωνηθεῖ, κυρίως γιατί εἶναι εὐθύνη τοῦ καθενός συμβαλλομένου νά σκέπτεται τά συμφέροντά του καί μόνον, νά τά ὑπερασπίζεται καί νά τά κατοχυρώνει, θεωρώντας ἐκ προοίμιου ἄκαμπτη καί σκληρή τή στάση τοῦ ἀντισυμβαλλομένου του. Μέ ἄλλα λόγια, ἐάν κανείς ὑποστεῖ τά δεινά πού ἡ μή ἐκτέλεση τῆς σύμβασης ἐπιφέρει, «καλά παθαίνει», καθώς ὄφειλε νά εἶχε προνοήσει εἴτε νά μή συμφωνήσει τέτοιους ὅρους, εἴτε νά εἶχε μεριμνήσει γιά τήν ἐκτέλεσή τους. Ὁ συλλογισμός αὐτός ἀποτελεῖ καί τήν πεμπτουσία τῆς «καπιταλιστικῆς ἠθικῆς», ὡς ἐξέλιξης τῆς προτεσταντικῆς ἠθικῆς.

Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ

Τί ξεχνᾶ ὁ δανειστής δοῦλος; Τί καθιστᾶ τή συμπεριφορά του πρός τόν ὀφειλέτη σύνδουλό του ἀπαράδεκτη; Ὅτι τήν ἀμέσως προηγούμενη στιγμή, ὄχι ἄλλος σύνδουλός του, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριός του, τοῦ εἶχε χαρίσει ἕνα δυσθεώρητο πόσο, πού χρωστοῦσε καί δέν ὑπῆρχε περίπτωση ν’ ἀποπληρώσει, ἀκόμη κι ἄν ξεπουλοῦσε ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ἀκόμη καί τά μέλη τῆς οἰκογένειάς του καί τόν ἑαυτό του τόν ἴδιο. Μάλιστα τοῦ τό χάρισε συγκατανεύοντας στή σχετική, ἔντονη παράκληση καί ἱκεσία τοῦ ὀφειλέτη δούλου.

Μέ ἄλλα λόγια ,ὁ Χριστός μας ἔρχεται νά μᾶς θυμίσει τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Ἁγίου Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Εὐεργεσίες πού ὄντας πλούσιες μᾶς δωρηθηκαν χωρίς νά τίς ἀξίζουμε, καθώς εἴχαμε παραπικράνει τόν Θεό. Ἤμασταν χρεῶστες σέ τέτοιο σημεῖο, πού τίποτε δέν θά ἦταν ἱκανό νά ἀντισταθμίσει τήν ἁμαρτητική ἀποστασία μας καί νά δώσει κάποια ἐλπίδα σωτηρίας. Κι ὅμως, ὁ Πλάστης δέν παροργίστηκε μέ τό πλάσμα του. Ὁ κάθε δημιουργός –ἕνας ζωγράφος, ἕνας ποιητής, ἕνας τεχνίτης, ἕνας συνθέτης, ἕνας γλύπτης, ἕνας συγγραφέας, ὅταν δέν τοῦ ἀρέσει τό δημιούργημά του, ὅταν δέν ἀνταποκρίνεται στίς προσδοκίες του, ὅταν κάπου ἀστοχήσει, ἔχει τό δικαίωμα νά τό καταστρέψει καί νά ξεκινήσει κάτι ἄλλο. Ὁ Θεός μας ὅμως δέν ἔκανε τό ἴδιο ὅταν τό δημιούργημά του δέν ἀνταποκρίθηκε στίς προσδοκίες του καί τόν πολέμησε ἐπαναστατώντας. Ἔστειλε τόν Μονογενή του Υἱό καί Λόγο ὥστε μέ τή σάρκωσή του ν’ ἀνασκευάσει τήν ἀνθρώπινη φύση, ὄχι ἁπλῶς παρέχοντας ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀλλά κάτι πολύ ἀνώτερο, τόν ἁγιασμό, τή θέωση, τήν αἰώνια ἀποκατάσταση στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἄν λοιπόν ἐμεῖς εἴμαστε ὠφελημένοι ἀπό μιά τέτοια θεία ἀγάπη, δέν εἴμαστε καί ὑπόλογοι καί ὑπεύθυνοι ἀπέναντί της γιά τό πῶς τήν ἀπολαμβάνουμε καί τή διαχειριζόμαστε στή ζωή μας; Κι ἄν ἄξιοι ὄντες τῶν χειρότερων τιμωριῶν ἀπολαμβάνουμε τίς μεγαλύτερες εὐεργεσίες, μέ ποιό δικαίωμα δέν θά μιμηθοῦμε ἔστω στό ἐλάχιστο τόν Θεό Πάτερα, ἀντιγράφοντας μέ ψήγματα ἀγάπης πρός τούς συνδούλους μας τόν χειμαρρώδη ποταμό τῆς διαρκῶς ἀγαπώσης καρδιᾶς του; Μέ ποιό δικαίωμα σκανδαλωδῶς εὐνοημένοι ἀπό τή λογική τῆς ἀγάπης, θά τήν ξεχάσουμε γιά νά πορευθοῦμε μέ τή λογική της διεκδίκησης πρός τούς ἄλλους;