Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
«Μ’ ἐγκώμια μνημονεύουμε τοὺς δίκαιους», λέγει ὁ σοφώτατος Σολομῶντας. «Ὁ θάνατος τῶν ἁγίων Του εἶναι ἀξετίμητος γιὰ τὸ Θεὸ», προεῖπε ὁ θεοπάτορας Δαβίδ. Ἂν λοιπὸν ὅλους τους δίκαιους τοὺς μνημονεύουμε ἐγκωμιαστικά, ποιός δὲ θὰ προσφέρῃ τὸν ἔπαινό του στὴ βρυσομάννα της δικαιοσύνης καὶ τῆς ὁσιότητας τὸ θησαυρό, ὄχι γιὰ νὰ δοξάσῃ, μὰ γιὰ νὰ δοξαστῇ ὁ ἴδιος μὲ δόξα αἰώνια;
Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική μας δόξα ἡ σκηνὴ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, μιὰ καὶ γι’ Αὐτὴν εἰπώθηκαν λόγια δοξασμένα, καθώς τῆς λέγει ὁ ἐξαίσιος Δαβὶδ: «Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σου, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ».
Ἀλήθεια, ποιά τάχα μποροῦμε νὰ νομίσουμε γιὰ πόλη τοῦ ἀόρατου και ἄπειρου Θεοῦ, ποὺ ὅλα τὰ χωράει στὴν παλάμη Του, παρὰ μόνο Ἐκείνη, ποὺ μὲ ἀληθινὰ ὑπερφυσικὸ καὶ ὑπερούσιο τρόπο ἐχώρεσε ἀπερίγραπτα τὸν ὑπερούσιο Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ Θεό; Γι’ Αὐτὴν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὰ χείλη τοῦ προφήτη ἔχει λαλήσει λόγια ὅλο δόξα, γιατί τί ἐνδοξότερο ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀρχαίας ἀληθινῆς Θεϊκῆς Βουλῆς ;
Ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα ἄνθρωπου, μήτε ὑπερκόσμιος ἀγγελικὸς νοῦς, ποὺ νὰ μπορῇ ἐπάξια νὰ ὑμνήση Ἐκείνη, μὲ τὴν ὁποία μᾶς δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ θεωροῦμε καθαρὰ «τὴ δόξα τοῦ Κυρίου». Τί θὰ κάνουμε λοιπόν; Θὰ βουβαθοῦμε τάχα, ἀφοῦ δὲ μποροῦμε ἐπάξια νὰ τὴν ὑμνήσουμε, ζαρώνοντας ἀπὸ φόβο; Καθόλου. Νὰ περάσῃ πάλι τὸ πόδι μας τὸ κατώφλι, ποὺ λένε, ν’ ἀγνοήσουμε τ’ ἀνθρώπινά μας ὅρια καὶ ν’ ἀγγίξουμε τραχιὰ τ’ ἀνέγγιχτα, λυμένοι ἀπὸ τὸ χαλινάρι τοῦ φόβου; Ποτέ. Ἑνώνοντας ὅμως τὸν πόθο μὲ τὸ φόβο καὶ πλέκοντας κι ἀπὸ τὰ δυὸ ἕνα διπλὸ στεφάνι μὲ ἱερὴ εὐλάβεια, τρεμάμενο χέρι καὶ ψυχὴ ὅλο πόθο, ἂς προσφέρουμε μ’ εὐγνωμοσύνη στὴ Μητέρα τοῦ Βασιλιᾶ, Αὐτὴν ποὺ εὐεργέτησε ὅλη τὴν πλάσῃ, τὸ φτωχικὸ μὰ πρῶτο ἀπ’ ὅλα δῶρο τοῦ νοῦ μας –τῆς τὸ χρωστᾶμε. Ἱστοράνε δὰ πὼς κάποιοι ξωμάχοι, καθὼς ὀργώνανε μὲ τὰ καματερά τους, εἴδανε νὰ διαβαίνη ἕνας βασιλιᾶς, λαμπρὸς μέσα στὴ βασιλική του πορφύρα, στραφτοκοπῶντας ἀπὸ τὴ φεγγοβολὴ τοῦ διαδήματος καὶ μ’ ἀμέτρητους σωματοφύλακες γύρω του. Ἐπειδὴ τίποτε δὲν εἴχανε νὰ προσφέρουν στὸ βασιλιᾶ, ἕνας γρήγορα ἔπιασε μὲ τίς χοῦφτες του νερὸ -ἔτρεχε πλάϊ ἄφθονο -καὶ τοῦ τὸ πῆγε δῶρο. O βασιλιᾶς τοῦ εἶπε: «Τί εἶναι τοῦτο, παιδί μου;». Θαρραλέα ἀποκρίθηκε: «Ὅ,τι εἶχα, αὐτὸ ἔφερα, γιατί ἡ κρίση μου ἔλεγε πὼς τὸ καλύτερο ἦταν νὰ μὴ σκεπάσῃ τὴν προθυμία μου ἡ φτώχεια, μιὰ κι ἐσὺ δὲν ἔχεις ἀνάγκη τὰ δῶρα μας οὔτε θέλεις τίποτε δικό μας ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας. Τοῦτο ποὺ κάνω εἶναι χρέος μὰ κι ἔπαινος γιὰ μᾶς, ἀφοῦ ὅσοι δείχνουν εὐγνωμοσύνη συνήθως δοξάζονται». Ο βασιλιᾶς θαύμασε καὶ παίνεψε τὴ σοφία του, δέχτηκε καλοδιάθετα τὴν πρόθυμη προσφορὰ του καὶ τὸν ἀντάμειψε βασιλικὰ μὲ πάμπολλα δῶρα. Ἂν λοιπὸν ὁ ἀλαζονικὸς ἐκεῖνος τύραννος προτίμησε τὰ φιλικὰ αἰσθήματα κι ὄχι τὰ πλούσια δῶρα, Αὐτή, ἡ ἀληθινὰ ἀγαθὴ Δέσποινά μας, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τοῦ μόνου ἀγαθοῦ, ποὺ ἡ συγκατάβασή Του εἶναι ἄπειρη καὶ προτίμησε τὸ δίλεπτο παρὰ τίς πλούσιες προσφορὲς καρπῶν, δὲ θὰ δεχτῇ τὴν πρόθεσή μας παραβλέποντας τὴν ἀδυναμία μας; Μὰ ναί, θὰ δεχτεῖ τὸ χρέος μας καὶ θὰ μᾶς ἀμείψει μ’ ἀσύγκριτα δῶρα. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε ὁπωσδήποτε γιὰ νὰ ξεπληρώσουμε τὸ χρέος, ἂς γυρίσουμε τὸ λόγο μας γρήγορα σ’ Αὐτὴν λέγοντας:
Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσουμε, Κυρά μας; Μὲ τί λόγια νὰ σοῦ μιλήσουμε; Μὲ ποιά ἐγκώμια νὰ στεφανώσουμε τὸ ἱερὸ καὶ δοξασμένο σου κεφάλι, Ἐσένα ποὺ δίνεις τ’ ἀγαθά, τὴν πλουτοδότρα, τὸ στολίδι τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, τὸ καμάρι τῆς κτίσῃς, ποὺ χάρη σὲ Σένα ἔγινε ἀληθινὰ μακάρια; Καὶ τοῦτο, γιατί Ἐκεῖνον, ποὺ πρῶτα δὲν χωροῦσε, τὸν ἐχώρεσε στὸ δικό σου σῶμα. Ἐκεῖνον, ποὺ δὲ δυνόταν νὰ δεῖ, τὸν βλέπει «ἐν κατόπτρῳ» χάρη σὲ Σένα, «μὲ ξέσκεπη ὄψῃ».
Ἄνοιξέ μας, Λόγε τοῦ Θεοῦ, τὸ βραδύγλωσσο στόμα. Δῶσε μας, καθὼς ἀνοίγουν τὰ χείλη, λόγια γεμᾶτα χάρη. Φύσηξε μέσα μας τη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ κάνει ρήτορες τοὺς ψαρᾶδες καὶ δίνει στοὺς ἀγράμματους τὴ δύναμη νὰ κηρύχνουν τὴ σοφία ποὺ ξεπερνάει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς μὲ τὴ λειψὴ φωνῇ, ἀμυδρὰ κἂν νὰ μιλήσουμε γιὰ τὰ μεγαλεῖα τῆς πολυαγαπημένης σου Μητέρας. Αὐτή, ἀλήθεια, διαλεγμένη ἀνάμεσ’ ἀπὸ ἀρχαῖες γενιὲς ἀπὸ τὴν προαιώνια βουλὴ καὶ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, ποὺ σὲ γέννησε ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο, ὑπερφυσικὰ καὶ δίχως ν’ ἀλλοιωθεῖ, σὲ κυοφόρησε «στὰ στερνὰ τὰ χρόνια» δίνοντάς Σου σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα της, φανέρωση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ σωτηρία, δικαιοσύνη καὶ ἀπολύτρωση, Ἐσένα, ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή, φῶς ἀπὸ τὸ φῶς, ἀληθινὸ Θεὸ ἀπὸ ἀληθινὸ Θεό. Ἡ γέννησή της στάθηκε παράδοξη, ὁ τρόπος ποὺ γέννησε ὑπερφυσικός, ὑπέρλογος καὶ σωστικὸς γιὰ τὸν κόσμο, ἡ κοίμησή της ἔνδοξη κι ἀληθινὰ ἱερὴ καὶ πανεύφημη.
Τὴν προώρισε ὁ Πατέρας, οἱ προφῆτες φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὴν προανάγγειλαν, ἡ ἁγιαστικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατέβηκε πάνω της, τὴν καθάρισε καὶ τὴν ἅγιασε, καί, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, τὴν πότισε ἀπὸ πρίν. Καὶ τότε Σύ, «ἡ ἀπεικόνιση καὶ ἔκφραση τοῦ Πατέρα», κατοίκησες ἐντός της ἀπερίγραπτα, τραβῶντας ξανὰ τὴν καταποντισμένη μας φύσῃ στὸ ἄπειρο ὕψος τῆς ἀκατάληπτής Σου Θεότητας.
Ὄχι ἄσαρκος Θεὸς οὔτε ἁπλὰ ἄνθρωπος, μὰ ἕνας καὶ μοναδικὸς Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς μὲ σάρκα, ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ μαζὶ ἄνθρωπος, ἔξω ἀπὸ κάθε σύγχυση καὶ διαίρεση, ἔχοντας τίς φυσικὲς ἰδιότητες τῶν δυὸ ἀνόμοιων σὲ οὐσία φύσεων ποὺ εἶναι ἑνωμένες ὑποστατικά, ἀσύγχυτα καὶ ἀδιαίρετα, δηλαδὴ τὸ χτιστὸ καὶ τὸ ἄχτιστο, τὸ θνητὸ καὶ τὸ ἀθάνατο, τὸ ὁρατὸ καὶ τὸ ἀόρατο, τὸ κλεισμένο σὲ σύνορα καὶ τὸ ἄπειρο, θεϊκὸ καὶ ἀνθρώπινο θέλημα, θεϊκὴ ἐνέργεια μὰ καὶ ἀνθρώπινη, δυὸ αὐτεξούσιες φύσεις, τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη, τὰ θεϊκὰ θαύματα καὶ τ’ ἀνθρώπινα πάθῃ, αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ φυσική μας ἀδυναμία καὶ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Κι’ αὐτὰ γιατί τὸν Ἀδάμ, ὅπως ἦταν πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἐλεύθερος ἀπὸ ἁμαρτία, τὸν ἔκανες, Κύριε, μὲ τὴν ἄμετρη εὐσπλαχνία σου σάρκα Σου — τὸ σῶμα, τὴν ψυχή, τὸ νοῦ καὶ τίς φυσικές τους ἰδιότητες—, γιὰ νὰ χαρίσεις σ’ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη τὴ σωτηρία, ἀφοῦ, ἀλήθεια, «ὅ,τι δὲν ἔχει προσληφθεῖ δὲ θεραπεύεται». Καὶ ἔτσι ἔγινες «μεσίτης ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους», ἔλυσες τὴν ἔχθρα καὶ ὁδήγησες τοὺς ἀποστάτες στὸν Πατέρα σου κοντά, ξανάφερες πίσω τὸ πλανεμένο πλάσμα. Ἦταν σκοτεινὸ καὶ τὸ φώτισες, ἔκανες πάλι καινούργιο τὸ συντρίμμι, ἄλλαξες σὲ ἄφθαρτο τὸ φθαρτό. Λευτέρωσες τὴν κτίση ἀπὸ τὸ ψέμα τῶν πολλῶν Θεῶν, ἔκανες «τέκνα τοῦ Θεοῦ» τοὺς ἀνθρώπους, ἀνάδειξες μέτοχους τῆς θεϊκῆς Σου δόξας τοὺς ἀτιμασμένους. Ὕψωσες «πάνω ἀπὸ κάθε Ἀρχὴ καὶ Ἐξουσία» τὸν καταδικασμένο στῆς γῆς τὰ τάρταρα, πῆρες μέσα σου καὶ κάθισες μαζί σου στὸ βασιλικὸ θρόνο τὸν τιμωρημένο νὰ ξαναγίνῃ χῶμα καὶ νὰ κατοικεῖ στὸν Ἅδη. Ποιός λοιπὸν ἦταν τὸ ἐργαστήρι γιὰ τ’ ἀναρίθμητα τοῦτα ἀγαθά, ποὺ ξεπερνᾶνε τὸ νοῦ καὶ τὴ δύναμή του; Δὲν εἶναι ἡ ἀειπάρθενη Μητέρα Σου;
Βλέπετε, πατέρες καὶ ἀδελφοὶ ἀγαπημένοι τοῦ Θεοῦ, τῆς σημερινῆς μέρας τη χάρη; Θωρεῖτε τὸ ὕψος καὶ τὴ μεγαλοσύνη Αὐτῆς ποὺ ἐξυμνοῦμε; Τὰ μυστήριά Της τοῦτα δὲν εἶναι φοβερά; Γεμᾶτα θαῦμα δὲν εἶναι; Μακάριοι ὅσοι βλέπουν μὲ τὸν μοναδικὰ δυνατὸ καὶ σωστὸ τρόπο. Μακάριοι ὅσοι ἔχουν πνευματικὰ αἰσθητήρια. Τί ἀστραπὲς φωτὸς καταυγάζουν τὴν ἀποψινὴ νύχτα, ποιὲς ἀγγελικὲς φρουρὲς κάνουν ὁλόφωτη τὴν Κοίμηση τῆς Μητέρας, ποὺ στάθηκε ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς! Ποιοὶ Ἀπόστολοι μὲ χείλη θεόπνευστα μακαρίζουν τὸ ξόδι τοῦ σώματος ποὺ δέχτηκε τὸ Θεό! Πῶς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δέχτηκε ἀπὸ ἄφατη εὐσπλαχνία νὰ γίνει γιός της, ὑπηρετεῖ μὲ τίς δεσποτικὲς Του παλάμες τὴν πανάγια καὶ θεϊκότατη μητέρα καὶ ὑποδέχεται τὴν ἱερή της ψυχή! Πόσο ἔξοχος νομοθέτης! Δὲν βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ νόμου, κρατάει ὅμως τὸ νόμο ποὺ θέσπισε ὁ ἴδιος. Αὐτὸς πρόσταξε ν’ ἀποδίνουν τὰ παιδιὰ τὸ χρέος στοὺς γονιοὺς καὶ εἶπε: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Εἶναι ἀληθινὸ καὶ ἀναμφίβολο βέβαια τοῦτο γιὰ καθένα πού, κἂν λίγο, ἔχει κατηχηθεῖ στοὺς λόγους τῆς Γραφῆς. Γιατί ἄν, ὅπως λέει ἡ Γραφῇ τοῦ Θεοῦ, «οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ», Αὐτή, περισσότερο ἀπ’ ὅλους, δὲν ἀποθέτει τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Γιοῦ καὶ Θεοῦ της; Ὁ λόγος εἶναι ἀληθινὸς καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ἀντίλογο.
Ἀλλ’ ἐμπρός, ἂς ἐξετάσουμε ὅσο φτάνει ἡ δύναμή μας, ποιά εἶναι αὐτὴ καὶ ἀπὸ ποιά γενιὰ κρατάει καὶ πῶς χαρίστηκε στὸν κόσμο τοῦτο καὶ τοῦ δόθηκε ὡσὰν τὸ πιὸ ἐξαίσιο καὶ ἀκριβὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, πῶς ἔζησε πάνω στὴ γῆ καὶ γιὰ ποιά μυστήρια τὴν ἔκρινε ὁ Θεὸς ἄξια. Οἱ Ἕλληνες, ὅταν ἐγκωμιάζανε μὲ λόγους ἐπιτάφιους τοὺς νεκρούς, συνάζανε μὲ περισσὴ φροντίδα ὅ,τι θαρροῦσαν ταιριαστό, γιὰ νά ‘ναι τέλειο τὸ ἐγκώμιο τοῦ νεκροῦ ποὺ παίνευαν καὶ νὰ ξυπνᾶνε στὶς καρδιὲς τῶν ζωντανῶν πόθο εὐγενικὸ καὶ ὁρμὴ γιὰ τὴν ἀρετή. Ὑφαίνανε στὸ λόγο τους τίς πιὸ πολλὲς φορὲς μύθους κι ἀμέτρητα φανταστικὰ γεγονότα, μιὰ κι ἐκεῖνοι ποὺ δέχονταν τὸν ἔπαινο δὲν εἶχαν ἀπὸ μοναχοί τους ἔργα ἄξια γι’ αὐτόν. Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς καταποντίζοντας, καταπῶς λένε, στοὺς βυθοὺς τῆς σιωπῆς τὰ ἀληθινότατα καὶ σεβαστά, ποὺ ἀληθινὰ φέρανε σ’ ὅλους τὴν εὐλογία καὶ τὴ σωτηρία, θὰ γλυτώσουμε τὸ περιγέλιο καὶ δὲ θὰ τιμωρηθοῦμε ὅμοια μ’ ἐκεῖνον, ποὺ παράχωσε τὸ τάλαντο; Ἀρχίζω λοιπὸν τὸ λόγο φροντίζοντας νὰ εἶναι σύντομος, γιὰ νὰ μὴ κουράσω τ’ αὐτιά, καθὼς ἡ ὑπερβολικὴ τροφὴ τὰ σώματα.
Γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα. Ὁ Ἰωακεὶμ ὡσὰν προβατοβοσκὸς ἔβοσκε καὶ ὁδηγοῦσε τοὺς λογισμοὺς του ὅπου ἤθελε καὶ τοὺς ἐξουσίαζε πιὸ πολύ, παρ’ ὅσο ὁ τσοπάνος τὸ κοπάδι, γιατί τὸν ποίμαινε ὁ Θεὸς σὰν ἀρνὶ καὶ δὲν του’λειπε κανένα ἀγαθό. Κι ὅταν λέω ἀγαθό, νὰ μὴ νομίσει κανένας πὼς ἐννοῶ τῶν πολλῶν τίς ἐπιθυμίες, ποὺ κάνουν νὰ λιμάζει πάντα ὁ νοῦς των ἀχόρταγων, αὐτά, ποὺ ἀπὸ φυσικοῦ τους εἶναι πρόσκαιρα καὶ δὲ μποροῦν νὰ καλυτερέψουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ τά ‘χει, τὰ θέλγητρα τούτης της ζωῆς μὲ τὴν ἀβέβαια δύναμη, ποὺ ἀπο μοναχὰ τοὺς φυλλορροοῦν καὶ μονοστιγμὴς λειώνουν, ἀκόμα κι ἄφθονα σὰν τά ‘χεις. Μακριὰ τέτοια σκέψῃ! Δὲ θαυμάζω τέτοια πράγματα καὶ δὲν εἶναι τῆς μερίδας αὐτῆς οἱ θεοφοβούμενοι. Ἐννοῶ τ’ ἀγαθά, ὁποὺ οἱ ἀληθινὰ γνωστικοὶ ποθοῦν καὶ λαχταρᾶνε, τὰ ἀκατάλυτα γιὰ πάντα, ὅσα εὐφραίνουν τὸ Θεὸ καὶ δίνουν ὥριμο καρπὸ σ’ ἐκείνους ποὺ τὰ ἔχουν, τίς ἀρετὲς δηλαδή, ποὺ τὸν καρπό τους—την αἰώνια ζωὴ—, θὰ τὸν δώσουν στὴν ὥρα τους — στὸ μέλλοντα αἰῶνα — σ’ αὐτοὺς ποὺ κόπιασαν φιλότιμα καὶ μόχθησαν ὅσο δύνονταν. Ὁ μόχθος βέβαια πάει μπροστὰ ἀπὸ τίς ἀρετές, ἀκολουθάει ὅμως ἡ ἀτέλειωτη μακαριότητα. Ὁ Ἰωακεὶμ σ’ αὐτὲς συνήθιζε νὰ βόσκει τοὺς λογισμούς του, στὸ μέσα «χλοερὸ λιβάδι», ζῶντας στὴ θεωρία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, κι εὐφραινόταν «μὲ τὸ νερὸ τῆς ἀνάπαυσης» ποὺ εἶναι ἡ θεία Χάρη, ἀποτραβῶντας τη σκέψη του ἀπὸ τὰ μάταια καὶ περπατῶντας την «σὲ δρόμους δικαιοσύνης».
Ἡ Ἄννα πάλι ποὺ τ’ ὄνομα της σημαίνει «χάρη», ἦταν παρόμοια μὲ τὸν ἄντρα της στὸ χαρακτῆρα κι ὄχι ἁπλὰ γυναῖκα του. Πλούσια προικισμένη μὲ ἀρετές, μὰ γιὰ κάποιο ἄγνωστο λόγο ἔχοντας τὴν ἀρρώστια τῆς στειρότητας. Ἀληθινά, ἦταν στεῖρα ἡ Χάρη, δίχως τη δύναμη νὰ καρποφορεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ «ὅλοι πήρανε στραβὸ δρόμο, ὅλοι ἐξαχρειώθηκαν», δὲ βρισκόταν ἄνθρωπος «γνωστικὸς», ἄνθρωπος «νὰ ζητάει τὸ Θεό». Ὕστερα ὁ ἀγαθὸς Θεὸς βλέποντας μὲ συμπόνια ἄμετρη τῶν χεριῶν Του τὸ πλάσμα καὶ θέλοντας νὰ τὸ σώσει, λύνει τὴν ἀκαρπία τῆς Χάρης, δηλαδὴ τῆς Ἄννας, πού ‘χε δοσμένη τὴ σκέψῃ σ’ Αὐτόν. Γέννησε ἔτσι μιὰ τέτοια κόρη, ποὺ ὅμοιά της ποτὲ δὲν εἶχε γεννηθεῖ μήτε θὰ ξαναγεννηθεῖ. Τὸ λευτέρωμα ἀπὸ τὴν ἀκαρπία φανέρωνε ὁλοκάθαρα πὼς ἡ στειρότητα τοῦ κόσμου σὲ ἀγαθὰ θὰ λυθεῖ καὶ θὰ γεννηθεῖ ὁ κορμὸς τῆς ἄφραστης μακαριότητας.
Γιὰ τοῦτο ἡ Θεοτόκος γεννιέται ἀπὸ ὑπόσχεση: Ἄγγελος δίνει τὸ μήνυμα γιὰ τὴ σύλληψη Αὐτῆς ποὺ θὰ γεννηθεῖ, ἀφοῦ ἔπρεπε Ἐκείνη, ποὺ θὰ γινόταν μητέρα κατὰ σάρκα τοῦ μοναδικοῦ καὶ ἀληθινὰ τέλειου Θεοῦ, νὰ μὴ φανεῖ ἀπὸ κανένα κατώτερη ἢ δεύτερη καὶ σὲ τοῦτο. Ὕστερα τὴν ἀφιερώνουν στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπου ζεῖ δείχνοντας φλογερὴ ἀφοσίωση καὶ διαγωγὴ καλύτερη καὶ πιὸ καθαρῆ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μακριὰ ἀπὸ κάθε σχέση μὲ ἄντρες καὶ γυναῖκες δίχως ἀρετή. Καθὼς ὅμως ἔφτανε στὸ ἄνθισμα τῆς ἡλικίας της καὶ ἀπαγόρευε ὁ νόμος νὰ μένει μέσα στὸ ναό, οἱ ἱερεῖς τὴν παραδίνουν στὸ μνηστῆρα, σὰ νὰ λέμε τὸ φύλακα τῆς παρθενίας, τὸν Ἰωσήφ, ποὺ ὡς τὰ γερατειὰ του κρατοῦσε παρ’ ἄλλος ἀνόθευτο τὸ νόμο. Κοντὰ του ζοῦσε ἡ νεαρὴ καὶ πανάμωμη κόρη, δοσμένη στὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ, μὴ ξέροντας τί γίνεται στὸ κατώφλι του.
«Ὅταν ὅμως ἔφτασε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὅπως λέει ὁ θεϊκὸς Ἀπόστολος, ὁ Θεὸς ἔστειλε σ’ αὐτήν, τὴν ἀληθινή του κόρη, τὸν ἄγγελο Γαβριὴλ ποὺ τῆς εἶπε: «Χαῖρε, Χαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου». Ὄμορφη ἡ προσφώνηση τοῦ ἀγγέλου στὴν κόρη ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, γιατί φέρνει χαρὰ παγκόσμια. «Ἐκείνη ὅμως ταράχτηκε μὲ τὸ λόγο τοῦτο», ἀσυνήθιστη νὰ μιλάει μὲ ἄντρες, ἀφοῦ εἶχε ὁριστικὰ ἀποφασίσει νὰ φυλάει τὴν παρθενία της. «Ἀναλογιζόταν τί λογῆς νά ‘ναι αὐτὸς ὁ χαιρετισμός». Κι ὁ Ἀρχάγγελος τῆς εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, Μαρία, γιατί βρῆκες χάρη» ἡ ἄξια τῆς χάρης. Βρῆκες χάρη ἐσύ, ποὺ μόχθησες γεωργῶντας το χωράφι τῆς χάρης καὶ θέρισες μεστωμένο στάχυ. Βρῆκες ἄβυσσο χάρης ἐσύ, ποὺ κράτησες γερὸ τὸ καράβι τῆς διπλῆς παρθενίας: κράτησες παρθένα τὴν ψυχὴ ὅσο καὶ τὸ σῶμα, γιὰ τοῦτο κρατήθηκε κι αὐτουνοῦ ἡ παρθενία.
«Καὶ θὰ γεννήσεις», λέει, «γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ». Ἰησοῦς σημαίνει Σωτῆρας. «Αὐτὸς θὰ σώσει τὸ λαὸ Του ἀπὸ τίς ἀνομίες του». Τί ἀποκρίνεται σὲ τοῦτα ὁ ἀληθινὸς θησαυρὸς τῆς σοφίας; Δὲν ἀκολουθάει τυφλὰ τὸ παράδειγμα τῆς πρώτης μας μητέρας, τῆς Εὔας, ἀλλ’ ἀντίθετα διορθώνει τὴν ἀστοχιὰ ἐκείνης καὶ προβάλλοντας γιὰ ἄμυνα τὴ φύση ἀπαντάει σχεδὸν ἔτσι στὸν ἀγγελικὸ λόγο: «Πῶς θὰ γίνει τοῦτο, ἀφοῦ ἄντρα δὲ γνωρίζω;» Ἀδύνατα πράγματα λές, τοῦ λέει, γιατί ὁ λόγος σου καταργεῖ τοὺς ἀπαράβατους φυσικοὺς νόμους ποὺ ὅρισε ὁ Πλάστης. Δὲ μ’ ἀρέσει νὰ γίνω μιὰ δεύτερη Εὔα καὶ νὰ πατήσω τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα. Κι ἂν ὅσα λὲς δὲν εἶναι ἐνάντια στὴ βούλησή Του, λῦσε μου τὴν ἀπορία ἐξηγῶντας πῶς θὰ συλλάβω. Ὁ μαντατοφόρος τῆς ἀλήθειας τῆς ἀπάντησε: «Πνεῦμα ἅγιο θὰ κατεβεῖ πάνω σου καὶ θὰ βρεθεῖς μέσα στὴ σκιὰ τῆς δύναμης τοῦ Ὑψίστου, γιὰ τοῦτο καὶ ἡ ἅγια ὕπαρξη ποὺ θὰ γεννηθεῖ θὰ ὀνομαστεῖ Γιὸς τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ ποὺ τώρα γίνεται δὲν ὑποτάσσεται στοὺς φυσικοὺς νόμους, γιατί ὁ δημιουργὸς καὶ κυρίαρχος τῆς φύσης ἔχει τὴ δύναμη νὰ τοὺς ἀλλάζει. Ἐκείνη, ἀκούγοντας μὲ ἱερὴ εὐλάβεια τὸ Ὄνομα ποὺ πάντα ποθοῦσε καὶ τιμοῦσε, καὶ σκιαγμένη μὴ φανεῖ ἀνυπάκουη, μίλησε μὲ λόγια ὑποταγῆς γεμᾶτα φόβο καὶ χαρὰ: «Λοιπὸν νά, ὑποτάσσομαι στὸν Κύριο, ἐγὼ ἡ δούλη Του. Ἂς γίνῃ μὲ μένα καθὼς λές».
«Ὦ ἀπύθμενος πλοῦτος καὶ σοφία καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ», γιὰ νὰ μιλήσω κι ἐγὼ μὲ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου στὴν καίρια τούτη στιγμή. «Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ βουλὲς Του κι ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι Του». Ὦ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἀστόμωτη, ὦ ἀβυθομέτρητη ἀγάπη! Ἐκεῖνος ποὺ καλεῖ «τὸ ἀνύπαρχτο νὰ γίνῃ ὑπαρχτὸ», ποὺ «γεμίζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ», πού ‘χει τὸν οὐρανὸ θρόνο καὶ «τὴ γῆ ὑποπόδιο», κάνει πλατὺ κατάλυμα τὴν κοιλιὰ τῆς δούλης Του κι Ἐκεῖ ὁλοκληρώνει τὸ πιὸ πρωτόφαντο ἀπ’ ὅλα τὰ πρωτόφαντα μυστήρια: ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, γεννιέται ὑπερφυσικὰ ὅταν συμπληρώνεται ὁ χρόνος τῆς κύησης, ἀνοίγει τὴ μήτρα δίχως νὰ χαλάσει τῆς παρθενίας τὴν κλειδαριὰ καὶ βαστιέται ἀπὸ ἀγκαλιὰ γήινη, Αὐτός, «τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξας, ὁ τύπος τῆς ὑπόστασης τοῦ Πατέρα, ποὺ ὁ λόγος Του ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατάει τὰ σύμπαντα».
Ὦ! θεϊκά, ἀλήθεια, θαύματα, μυστήρια ποὺ ξεπερνᾶνε τὴ φύσῃ καὶ τὸ λογικό! Ὦ παρθενικὸ καύχημα, ποὺ εἶσαι πάνω ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινα! Ποιό εἶναι, ἱερὴ Μητέρα καὶ Παρθένα, αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο ποὺ σὲ τυλίγει; «Εὐλογημένη ἐσὺ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλιᾶς σου». Εἶσαι εὐτυχισμένη ἀνάμεσα στὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἡ μόνη ἀξιομακάριστη. Νὰ ποὺ σὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενιές, καθὼς εἶπες. Ἐσένα εἶδαν οἱ κόρες τῆς Ἱερουσαλήμ, τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή, καὶ σένα καλοτυχίσανε οἱ βασίλισσες, μ’ ἄλλα λόγια οἱ ψυχὲς τῶν δίκαιων, καὶ θὰ σὲ ὑμνοῦνε στοὺς αἰῶνες.
Γιατί ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλικὸς θρόνος ποὺ κυκλώνουν οἱ θρόνοι, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι, βλέποντας νὰ κάθεται Ἐκεῖ ὁ Κύριος καὶ Δημιουργός τους. Σὺ στάθηκες νοητὴ Ἐδέμ. Ἱερώτερη καὶ θεϊκότερη ἀπὸ τὴν παλιὰ — σὲ κείνη κατοικοῦσε Ἀδὰμ «χωματένιος», σὲ σένα Κύριος «ἀπὸ τὸν οὐρανό».
Ἡ κιβωτός, κρατῶντας το σπόρο γιὰ ἕνα δεύτερο κόσμο, ἐσένα προεικόνισε, γιατί σὺ γέννησες τὸ Χριστό, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ποὺ καταπόντισε τὴν ἁμαρτία καὶ κοίμισε τὰ κύματά της.
Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος, οἱ θεόγραφτες πλάκες δική σου προχάραξη ἦταν, ἡ κιβωτὸς τοῦ νόμου ἐσένα προμηνοῦσε, τὸ χρυσὸ σταμνὶ καὶ τὸ λυχνάρι καὶ τὸ τραπέζι καὶ τὸ «ραβδί του Ἀαρῶν ποὺ βλάστησε» ὁλοφάνερα ἦταν δική σου προτύπωση. Ἀπὸ σένα, ἀλήθεια, ἡ φωτιὰ τῆς θεότητας, «ἡ ἀπεικόνιση καὶ ἔκφραση τοῦ Πατέρα», τ’ ὁλόγλυκο κι οὐρανόσταλτο μάννα, τὸ ἀνώνυμο ὄνομα «ποὺ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ ὀνόματα», τὸ ἀνέσπερο καὶ ἀπρόσιτο φῶς, «τῆς ζωῆς τὸ ψωμὶ» τὸ οὐράνιο, ὁ ἀγεώργητος καρπός, ἀπὸ σένα σωματικὰ ἀναβλάστησε.
Προμήνυμα δικό σου δὲν ἦταν τὸ καμίνι μὲ τὴ δροσερὴ καὶ συνάμα φλογερὴ φωτιά, εἰκόνα τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς ποὺ σὲ κατοίκησε;
Καὶ ἡ σκηνὴ τοῦ Ἀβραὰμ καταφάνερα ἐσένα προτυπώνει: στὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ κατασκήνωσε στὴν κοιλιά σου ἡ ἀνθρώπινη φύσῃ πρόσφερε τὸ ψωμὶ τὸ ψημένο στὴ στάχτη, δηλαδὴ τὸν πρῶτο καὶ καλύτερο καρπό της, βγαλμένο ἀπὸ τὰ δικά σου ἁγνὰ αἵματα, πού, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, ψηνόταν ἀπὸ τὴ θεϊκὴ φλόγα κι ἔπαιρνε τὴ μορφὴ σωστοῦ ψωμιοῦ, βρίσκοντας τὴν ὑπόστασή της στὸ θεϊκὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου καὶ γινόταν ἔτσι ἀληθινὸ σῶμα ζωντανεμένο ἀπὸ ψυχὴ λογικὴ καὶ νοερή.
Λίγο καὶ θὰ ξεχνοῦσα τὴν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ. Τί τάχα; Δὲν εἶναι γιὰ ὅλους φανερὸ πὼς στάθηκε δική σου προεικόνιση καὶ τύπος; Ὅπως ὁ Ἰακὼβ εἶδε τίς ἄκρες τῆς σκάλας νὰ ἑνώνουν τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, ἀγγέλους νὰ τὴν ἀνεβοκατεβαίνουν καὶ τὸν ἀληθινὰ Δυνατὸ κι Ἀνίκητο νὰ παλεύει συμβολικὰ μαζί του, ἔτσι κι ἐσὺ μεσίτεψες κι ἔγινες σκάλα γιὰ νὰ κατεβῇ σ’ ἐμᾶς ὁ Θεός, ποὺ πῆρε πάνω Του τὴν ἀσθενική μας φύσῃ, τὴ σύμπλεξε καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴ δικὴ Του κι ἔκανε τὸν ἄνθρωπο νοῦ ἱκανὸ νὰ θεωρεῖ τὸ Θεό. Ἐσὺ συμπλησίασες τὰ χωρισμένα. Γιὰ τοῦτο κατεβαίνανε ἄγγελοι νὰ τὸν ὑπηρετήσουν ὡς Θεὸ καὶ Κύριο καὶ ἄνθρωποι, ποὺ ζήσανε ἀγγελικά, ἁρπάζονται στὸν οὐρανό.
Καὶ τί νὰ πῶ γιὰ τὰ κηρύγματα τῶν προφητῶν; Δὲν πρέπει νὰ τ’ ἀποδώσουμε στὸ πρόσωπό σου, ἂν θέλουμε νὰ δείξουμε τὸ ἀληθινό τους νόημα; Γιατί ποιό εἶναι τὸ ποκάρι του Δαβίδ, ὅπου τοῦ Θεοῦ, ποὺ βασιλεύει πάνω σ’ ὅλα, ὁ Γιός, δίχως ἀρχὴ καὶ βασιλιᾶς ὁ ἴδιος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του, κατέβηκε σὰ δροσιά; Δὲν εἶσαι ὁλοφάνερα ἐσύ ;
Καὶ ποιά εἶναι ἡ παρθένα, ποὺ ὁ Ἠσαΐας προεῖδε καὶ προφήτεψε πὼς «θὰ συλλάβει» καὶ θὰ γεννήσει γιό, ποὺ θὰ εἶναι «ὁ Θεὸς μαζί μας», δηλαδὴ θὰ μένει καὶ Θεὸς μετὰ τὴν ἐνανθρώπησή Του;
Ποιό ἀκόμη εἶναι τὸ βουνὸ τοῦ Δανιήλ, ἀπ’ ὅπου κόπηκε τὸ ἀγκωνάρι, ὁ Χριστός, δίχως ἀνθρώπινη ἀξίνα;
Δὲν εἶσαι σὺ ποὺ παρθενικὰ κυοφόρησες καὶ πάλι ἔμεινες παρθένα;
Ἂς ἔλθει ὁ γεμᾶτος πνεῦμα Θεοῦ Ἰεζεκιήλ, γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὴν κλειστῇ πύλη ποὺ διάβηκε ὁ Κύριος, δίχως αὐτὴ ν’ ἀνοίξει, ὅπως προφητικὰ προεῖπε. Ἂς μᾶς δείξει τὴν ἐκπλήρωση τῶν λόγων του. Σίγουρα θὰ δείξει ἐσένα, ἀπ’ ὅπου πέρασε ὁ Θεὸς ὅλης τῆς κτίσῃς καὶ πῆρε σάρκα, χωρὶς ν’ ἀνοίξει τῆς παρθενίας τὴν πύλη—η σφραγῖδα της ἀληθινὰ μένει αἰώνια.
Ἐσένα λοιπὸν κηρύχνουν οἱ προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ ἄγγελοι, ὑπηρετοῦν οἱ ἀπόστολοι, ὁ ἀπόστολος ποὺ ἔμεινε παρθένος, ὁ θεολόγος, ἐσένα τὴν ἀειπάρθενη καὶ Θεοτόκο ὑπηρετεῖ. Σήμερα, καθὼς ἀποδημοῦσες γιὰ τὸ Γιό σου, σὲ τιμοῦσαν οἱ ἄγγελοι, οἱ ψυχὲς τῶν δίκαιων, τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν προφητῶν. Τιμητικὴ φρουρὰ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀμέτρητοι θεοφόροι πατέρες: μαζεύονταν μὲ τὸ θεϊκὸ πρόσταγμα ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς, ὡσὰν μέσα σὲ νεφέλη, στὴ θεϊκὴ καὶ ἱερὴ Ἱερουσαλήμ, ψέλνοντας γεμᾶτοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὕμνους ἱεροὺς σὲ σένα, τὴν πηγὴ τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς.
Ω, πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πηγαίνει στὴ ζωὴ περνῶντας ἀπὸ τὸ θάνατο! Ω, πῶς αὐτή, ποὺ ὅταν γέννησε στάθηκε πάνω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους, ὑπακούει τώρα στὴ φυσικὴ τάξῃ καὶ τὸ ἀμόλυντο σῶμα ὑποτάσσεται στὸ θάνατο, γιατί πρέπει ν’ ἀφήσει ὅ,τι εἶναι θνητὸ καὶ νὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία, ἀφοῦ καὶ ὁ Κύριός της δὲν ἀρνήθηκε τὴ γεύση τοῦ θανάτου! Πέθανε σωματικὰ καὶ μὲ τὸ θάνατό Τοῦ καταργεῖ τὸ θάνατο, στὴ φθορὰ χαρίζει τὴν ἀφθαρσία καὶ κάνει τὴ νέκρωση πηγὴ τῆς ἀνάστασης. Ω, πῶς την ἅγια ψυχή, καθὼς ἐγκαταλείπει τὸ κορμὶ ποὺ δέχτηκε τὸ Θεό, τὴν ὑποδέχεται μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου τιμῶντας νόμιμα ἐκείνη πού, ἂν καὶ κατὰ τῇ φύσῃ ἦταν δούλη, τὴν ἔκανε μητέρα Του, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μας, μέσα στ’ ἀνεξιχνίαστα πέλαγα τῆς φιλανθρωπίας Του, ὁ ἀληθινὰ σαρκωμένος, Αὐτὸς ποὺ δὲν ψευτοενανθρώπησε! Γιατί ἔβλεπαν, κατὰ τὴν παράδοση, τ’ ἀγγελικὰ τάγματα καὶ περιμένανε τὸν ἀποχωρισμό σου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Πόσο ὄμορφη ἀποδημία, ἀφοῦ χαρίζει τὴ συνάντηση μὲ τὸ Θεό! Γιατί, ἂν καὶ ὁ Θεὸς ἔχει χαρίσει σ’ ὅλους τους ὑπάκουους ὑπηρέτες Του καὶ τοὺς θεοφόρους ἀνθρώπους τὸ δῶρο τοῦτο — ἀληθινὰ τό ‘χει χαρίσει, τὸ πιστεύουμε—, ἡ διαφορὰ ὅμως ἀνάμεσα στοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ Μητέρα Του εἶναι ἄπειρη. Τί ὄνομα λοιπὸν νὰ δώσουμε σὲ τοῦτο τὸ μυστήριο ποὺ σὲ κυκλώνει: θάνατο; Ὅμως, ἂν καὶ χωρίζεται σύμφωνα μὲ τὴ φυσικὴ τάξη ἡ πανίερη καὶ μακάρια ψυχή σου ἀπὸ τὸ τρισευτυχισμένο καὶ ἄσπιλο σῶμα σου, μ’ ὅλο ποὺ τὸ σῶμα παραδίνεται στὸν τάφο, δὲ μένει στὸ χῶρο τοῦ θανάτου οὔτε τὸ ἀφανίζει ἡ φθορά. Ὅταν γεννοῦσε, ἡ παρθενία της ἔμεινε ἀπείραχτη, καὶ τώρα, στὴν ὥρα τῆς μετάστασης, τὸ σῶμα της ἔχει φυλαχτεῖ ἄφθαρτο καὶ ἀνεβαίνει σὲ ὀμορφότερη καὶ θεϊκότερη ζωή, ποὺ δεν την κόβει ὁ θάνατος, ἀλλὰ κρατάει στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἔτσι κι ὁ ὁλόλαμπρος καὶ πολύφωτος ἥλιος, ὅταν γιὰ λίγο τὸν κρύβει ὁ ὄγκος τῆς σελήνης, φαίνεται κάπως σὰ νὰ χάνεται, σὰ νὰ τὸν σκεπάζει σκοτεινιὰ καὶ τὴ θέση τῆς λάμψης νὰ τὴν παίρνῃ τὸ σκοτάδι. Κι ὅμως δὲ χάνει τὸ φῶς του, γιατί ἔχει δική του ἀστέρευτη πηγὴ λάμψῃς ἤ, σωστότερα, ὁ ἴδιος εἶναι ἄσβηστη πηγὴ φωτός, ὅπως ὅρισε ὁ Θεὸς ποὺ τὸν ἔκανε. Ὅμοια καὶ σύ, ἡ ἀσταμάτητη πηγὴ τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, ὁ ἀνεξάντλητος θησαυρὸς Ἐκείνου, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, τὸ πλούσιο ἀνάβρυσμα τῆς εὐλογίας, ἐσύ, ποὺ στάθηκες ἡ αἰτία καὶ μᾶς δόθηκαν ὅλα τ’ ἀγαθά, κι ἂν ἀκόμη σὲ σκεπάζει σωματικὰ ὁ θάνατος, ὅμως ἀφειδώλευτα κάνεις νὰ ποταμίσουνε γιὰ μᾶς ἀσταμάτητα καὶ καθαρὰ νερὰ ἀπέραντου φωτός, ἀθάνατης ζωῆς καὶ ἀληθινῆς μακαριότητας ἀτέλειωτα καὶ διάφανα καὶ ἀνεξάντλητα ποτάμια, πλημμύρα χάρης, νάματα γιατρειᾶς, ἀδιάκοπη εὐλογία. Γιατί ἐσὺ ἄνθισες «ὡσὰν μηλιὰ στὰ δέντρα τοῦ δρυμοῦ» καὶ ὁ καρπός σου «γλύκα στὸ λαρύγγι» τῶν πιστῶν. Γιὰ τοῦτο δὲ θὰ ὀνοματίσω θάνατο τὴν ἱερή σου κοίμηση, ἀλλὰ πιὸ ταιριαστὸ εἶναι μετάσταση ἢ ἀποδημία ἢ ἐνδημία στοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν πῶ. Ἀποδημῶντας ἀπὸ τὸ σῶμα πᾶς στὴ χώρα τοῦ Κυρίου.
Ἀπὸ τὴ γῆ σὲ πέρασαν στὸν οὐρανὸ Ἄγγελοι κι Ἀρχάγγελοι. Μὲ τ’ ἀνέβασμά σου φρίξανε τ’ ἀκάθαρτα ἀερικά. Καθὼς διαβαίνεις κάνεις εὐλογημένο τὸν ἀέρα, ὁ αἰθέρας ψηλὰ ἁγιάζεται. Χαρούμενος ὁ οὐρανὸς ὑποδέχεται τὴν ψυχή σου. Σὲ προϋπαντοῦνε μὲ ὕμνους ἱεροὺς καὶ ὁλόφωτες λαμπάδες ὀλόχαρης γιορτῆς οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις ποὺ σχεδὸν λένε: «Ποιά εἶναι τούτη ποὺ ἀνεβαίνει λευκανθισμένη», «ποὺ προβαίνει σὰν αὐγή, ὡραῖα ὡσὰν φεγγάρι, λαμπερὴ ὡσὰν ἥλιος;». Πόσο ὀμόρφηνες καὶ γλύκανες! Ἐσὺ «ὡσὰν ἄνθος τοῦ ἀγροῦ», «ὡσὰν τὸ κρίνο ἀνάμεσα στ’ ἀγκάθια»· «γι’ αὐτὸ σ’ ἀγαποῦν οἱ κοπέλες»· «τρέχουμε πίσω ἀπ’ τ’ ἄρωμά σου», «ὁ βασιλιᾶς σ’ ἔφερε στὸ θάλαμό Του». Ἐκεῖ ἔχεις φρουρὰ τίς Ἐξουσίες, σ’ ἐγκωμιάζουν οἱ Ἀρχές, οἱ Θρόνοι σ’ ἀνυμνοῦνε, τὰ Χερουβὶμ εἶναι γεμᾶτα ἔκπληχτη χαρά, τὰ Σεραφὶμ δοξάζουν ἐκείνη ποὺ στάθηκε φυσικὴ μητέρα τοῦ Κυρίου τους χάρη στὸ ἀληθινὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς. Δὲν ἦλθες μονάχα, καθὼς ὁ Ἠλίας, «ὡς τὸν οὐρανὸ», οὔτε σ’ ἀνέβασαν, ὡσὰν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο «ὡς τὸν τρίτο οὐρανὸ», παρὰ ἔφτασες ἴσαμε τὸν ἴδιο τὸ βασιλικὸ θρόνο τοῦ Υἱοῦ σου, τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια σου, χαίρεσαι καὶ στέκεις δίπλα Του μὲ πολλὴ κι ἀνείπωτη σιγουριά. Ἄφατο σκίρτημα χαρᾶς γιὰ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ὅλες τίς ὑπερκόσμιες δυνάμεις, δίχως τέλος εὐφροσύνη γιὰ τοὺς Πατριάρχες, ἀνεκλάλητη χαρὰ γιὰ τοὺς Δίκαιους, ἀγαλλίαση ἀτέλειωτη γιὰ τοὺς Προφῆτες! Εὐλογεῖς τὸν κόσμο, ἁγιάζεις τὴν πλάσῃ ὅλη! Ἀνάσα γιὰ τοὺς καταπονεμένους, γιὰ αὐτοὺς ποὺ πενθοῦνε, παρηγοριά, γιατρειὰ τῶν ἀρρώστων, λιμάνι στοὺς θαλασσοδαρμένους, συγχώρεση γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, τῶν λυπημένων καλοσυνάτη παρηγορήτρα, γιὰ ὅλους τους ἱκέτες σου, πρόθυμη βοήθεια.
Τί θαῦμα ἀληθινὰ ὑπερφυσικό! Τί πράγματα γεμᾶτα θάμπος! Ἐγκωμιάζουμε καὶ καλοτυχίζουμε τὸ βδελυρὸ καὶ ἀπὸ παλιὰ μισημένο θάνατο! Αὐτός, ποὺ πρῶτα μᾶς ἔφερνε τὸ πένθος καὶ τὸ συννεφιασμένο βλέμμα, τὰ δάκρυα καὶ τὴ σκυθρωπὴ ὄψῃ, νὰ ποὺ μᾶς δίνει τώρα τὴ χαρά, διώχνει τὰ σύννεφα τῆς θλίψῃς καὶ εἶναι ὁλάκερος ἕνα πανηγύρι.
Γιὰ ὅλους τοῦ Θεοῦ τοὺς δούλους, ποὺ μακαρίζουμε τὸ θάνατό τους, τὸ τέλος τῆς ζωῆς δίνει τὴ βεβαιότητα πὼς εἶναι καλόδεχτοι ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τοῦτο κάνει μακαριστῆ τὴ θανῆ τους: τοὺς ὁλοκληρώνει καὶ τοὺς δείχνει εὐτυχισμένους, χαρίζοντάς τους τὴν ἀναλλοίωτη ἀρετή, ὅπως βεβαιώνει ὁ λόγος: «Μὴ καλοτυχίζεις ἄνθρωπο πρὶν πεθάνει». Ὅμως γιὰ σένα δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τέτοιο λόγο: δὲν εἶναι μακαρισμὸς ὁ θάνατος γιὰ σένα οὔτε ἡ μετάσταση ὁλοκλήρωση οὔτε ἡ ἀποδημία σου χαρίζει τὴ σιγουριὰ τῆς σωτηρίας.
Γιὰ ὅλα σου τ’ ἀγαθὰ ποὺ ξεπερνᾶνε τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, ἀρχή, μέση καὶ τέλος, ἀσφάλεια καὶ ἀληθινὴ βεβαίωση στάθηκε ἡ ἄσπορη σύλληψη, ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ, ἡ δίχως φθορὰ γέννησή Του. Γιὰ τοῦτο σωστὰ εἶπες πὼς ὄχι ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ἀλλ’ ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψης θὰ σὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενιές. Ἔτσι δὲ σ’ ἔκανε μακάρια ὁ θάνατος, παρὰ ἐσύ, σκορπῶντας τη μαυρίλα του καὶ ἀλλάζοντάς τον σὲ χαρά, τὸν ἔκανες νὰ λάμψει ὁλάκερος.
Παράδινες λοιπὸν τὸ ἱερὸ καὶ ἀμόλυντο σῶμα στὸν ἅγιό σου τάφο καὶ οἱ ἄγγελοι τρέχανε μπροστά, σὲ κυκλώνανε, σ’ ἀκολουθοῦσαν. Ἦταν τίποτε ποὺ νὰ μὴν ἔκαναν γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου τους; Οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μεγαλόφωνα ψέλνανε θείους ὕμνους καὶ σκιρτούσανε χορευτικά, καθώς τούς κάτεχε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. «Θὰ χορτάσουμε μὲ τ’ ἀγαθὰ τοῦ σπιτιοῦ Σου, ἅγιος ὁ ναὸς Σου, θαυμαστὴ ἡ δικαιοσύνη Του». Κι ἄλλον: «Ἅγιασε ὁ Ὕψιστος τὸ κατάλυμά Του», «βουνὸ τοῦ Θεοῦ, πλούσιο βουνό, βουνὸ ὅπου εὐδόκησε νὰ κατοικήσει ὁ Θεός». Ἐσένα, τὴν ἀληθινὴ κιβωτὸ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, σήκωσε στοὺς ὤμους ἡ σύναξη τῶν Ἀποστόλων, καθὼς κάποτε οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτό, ποὺ ἦταν ἡ προτύπωσή σου, σ’ ἀκούμπησε στὸν τάφο καὶ σ’ ἔστελνε μ’ αὐτόν, σὰ νά ‘ταν κάποιος Ἰορδάνης, στὴν ἀληθινὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ναί, τὴν «πάνω Ἱερουσαλὴμ», τὴ μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, αὐτὴ «ποὺ τεχνούργησε καὶ ἔπλασε ὁ Θεός». Δὲν κατέβηκε ἡ ψυχή σου στὸν Ἅδη οὔτε «ἡ σάρκα σου ἀντίκρυσε τὴ φθορά». Δὲν ἀπόμεινε ἡ ψυχή σου οὔτε τ’ ἀνέγγιχτο κι ὁλότελα ἀπείραχτο σῶμα σου στὴ γῆ, μὰ μὲ τὴ μετάστασή σου κατοικεῖς τὰ οὐράνια, βασιλικὰ δώματα, βασίλισσα, Κυρὰ μας καὶ δέσποινα, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀληθινὴ Θεοτόκε.
Ω, πῶς ὑποδέχτηκε ὁ οὐρανὸς αὐτήν, ποὺ στάθηκε πλατύτερη ἀπὸ τοὺς οὐρανούς! Πῶς δέχτηκε ὁ τάφος αὐτήν, ποὺ δέχτηκε τὸ Θεό! Ναί, τὴ δέχτηκε, ναί, τὴ χώρεσε, γιατί δὲν ἔγινε πλατύτερη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ τὸν σωματικό της ὄγκο. Γιατί πῶς ἕνα σῶμα τρεῖς πῆχες, ποὺ ὅλο καὶ φυραίνει, θὰ παράβγαινε μὲ τὰ πλάτια καὶ τὰ μάκρη τ’ οὐρανοῦ; Μὲ τὴ χάρη ὅμως ξεπέρασε κάθε ὕψος καὶ πλάτος, γιατί τὸ θεϊκὸ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε σύγκριση. Ω, τί ἱερὸ καὶ θαυμαστὸ καὶ σεβάσμιο καὶ ἀξιοπροσκύνητο μνῆμα! Καὶ τώρα τὸ φυλᾶνε οἱ Ἄγγελοι στέκοντας γύρω γεμᾶτοι σεβασμὸ καὶ φόβο. Τρέμουνε τὰ δαιμόνια, μὲ πίστη προστρέχουν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι, τὸ τιμοῦν, τὸ προσκυνοῦν, τὸ ἀσπάζονται μὲ τὰ μάτια, τὰ χείλια, τὴν ὅλο πόθο ψυχή τους κι ἀντλοῦνε ἄφθονα ἀγαθά.
Καθώς, ὅταν ἀποθέσει κανένας ἀκριβὸ μύρο σ’ ἕνα ροῦχο ἢ κάποιο μέρος καὶ μετὰ τὸ πάρει, ἀπομένει κάποια εὐωδιὰ κι ὅταν ἐκεῖνο λείψει, ἔτσι καὶ τώρα τὸ ἅγιο σῶμα, τὸ ἱερό, τὸ πεντακάθαρο, ποὺ εὐωδιάζει θεϊκὰ ὁλόκληρο, τὸ πλούσιο κεφαλάρι τῆς Χάρης, ἀφοῦ κατέβηκε στὸν τάφο κι ἁρπάχτηκε κατόπι σὲ μέρη πιὸ ὄμορφα καὶ ψηλά, δὲν ἐγκατάλειψε τὸν τάφο δίχως δῶρο, μὰ τοῦ ἄφησε κάτι ἀπὸ τὴν ἅγιά του μοσκοβολιὰ καὶ χάρη κι ἔκανε τὸ μνῆμα βρύση γιατρειᾶς καὶ κάθε ἀγαθοῦ γιὰ ἐκείνους, ποὺ τὸ πλησιάζουνε μὲ πίστη.
Ἀπὸ σένα καὶ μεὶς σήμερα κρατιόμαστε, ὦ Κυρά, Κυρά, Κυρά μας, Θεοτόκε ἀνύμφευτη, μ’ ἀγκιστρωμένες τίς ψυχὲς στὴν ἐλπίδα ποὺ ἐσὺ μᾶς δίνεις, ὡσὰν στὴν πιὸ γερὴ καὶ ἀρράγιστη ἄγκυρα, παραδίνοντας σὲ σένα τὸ νοῦ, τὴν ψυχή, τὸ σῶμα, ὅλο μας τὸν ἑαυτό, δοξολογῶντας σὲ «μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς» ὅσο δυνόμαστε, ἀφοῦ, ὅσο ἀξίζεις εἴμαστε ἀνήμποροι. Γιατί ἄν, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ λόγος ὁ ἱερός, ἡ τιμὴ στοὺς σύνδουλούς μας φανερώνει τὴν ἀγάπη στὸν Κύριο ὅλων μας, πῶς νὰ παραλείψουμε νὰ τιμήσουμε σένα, ποὺ γέννησες τὸν Κύριο; Καὶ πῶς νὰ μὴ ποθεῖ ὁλόκληρη ἡ καρδιά μας τὴν τιμὴ τούτη ; Πῶς νὰ μὴ τὴν προτιμοῦμε κι ἀπ’ αὐτὴ ἀκόμη, τὴν ἀπαραίτητη ἀνάσα, ἀφοῦ μᾶς δίνει τὴν ζωή; Ἔτσι θὰ δείξουμε καλύτερα τὴν ἀγάπη μας στὸν Κύριό μας. Γιατί ὅμως μιλῶ γιὰ τὸν Κύριο; Σ’ ἐκείνους, ποὺ εὐλαβικὰ σὲ τιμοῦνε, φτάνει, ἀλήθεια, τὸ ἀκριβότατο δῶρο τῆς μνήμης σου, γιατί φέρνει χαρὰ ἀναφαίρετη καὶ βαθύτατη. Ἀπὸ ποιά ἀγαλλίαση τάχα, ἀπὸ ποιά ἀγαθά, δὲν πλημμυράει ὅποιος τὸ νοῦ του κάνει μυστικὸ θάλαμο τῆς πανάγιας μνήμης σου;
Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐχαριστήρια προσφορά μας, ὁ πιὸ διαλεχτός μας λόγος, ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ νὰ προσφέρει τὸ φτωχό μας μυαλό, ποὺ κινήθηκε λησμονῶντας την ἀνημπόρια του ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ σένα. Δέξου ὅμως μὲ καλοσύνη τὸν πόθο, ἀφοῦ ξέρεις πὼς ξεπερνάει τὴ μπόρεσή μας. Καὶ σύ, Κυρὰ γεμάτη ἀγαθότητα, ποὺ γέννησες τὸν ἀγαθό μας Κύριο, μακάρι νά ‘χεις πάνω μας τὰ μάτια σου, νὰ μᾶς πηγαίνεις ὅπου θές, νὰ κόψεις τὴν ὁρμὴ τῶν ντροπιασμένων μας παθῶν ὁδηγῶντας μας στὸ ἀτρικύμιστο λιμάνι, πού ‘ναι τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα, νὰ μᾶς ἀξιώσεις ν’ ἀντικρύσουμε τὴ μελλοντικὴ μακαριότητα, τὴ γλυκεῖα λάμψῃ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ σαρκώθηκε ἀπὸ σένα. Μαζὶ μ’ Αὐτὸν δόξα, τιμὴ καὶ μεγαλοπρέπεια στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ παντοτινὰ καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.