Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου.
Ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης (1790-1823) είναι ένας από τους πιο αγαπητούς αγωνιστές της Εθνεγερσίας, στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη. Θυσιάστηκε στα 33 του χρόνια στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου. Ήταν 9 προς 10 Αυγούστου 1823. Στις 19 του ιδίου μηνός η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος εξέδωσε Θέσπισμα. Μεταξύ άλλων αυτό γράφει:
«Μακαρία σκιά του αθανάτου Μάρκου Βότσαρη! …Αγαπητοί Έλληνες! Ιδού νέος Λεωνίδας στολίζει την ιστορίαν σας. Ο πρώτος με 300 συντρόφους ηψήφησε το σύμπαν, και, αποφασίσας ν’ αποθάνη υπακούων εις τους νόμους της Σπάρτης επέπεσε την νύκτα κατά μυριάδων εχθρών. Ο νεώτερός μας, εκ συμφώνου μετά του στρατηγού Καραϊσκάκη και οκτακοσίων ανδρείων στρατιωτών, την φιλοπατρίαν έχοντες νόμον και αποφασισμένοι να νικήσωσιν, εφώρμησαν ξιφήρεις κ’ ενίκησαν 10 χιλ. ανδρών…Εις την ένδοξον μάχην απέθανεν ο αθάνατος Στρατηγός Βότσαρης και απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς…Αγαπητοί Έλληνες! Ιδέτε πώς ο Θεός μας βοηθεί κατά των εχθρών της Χριστιανοσύνης! Πώς μία δραξ πατριωτών κατέστρεψε τον απειράριθμον στρατόν, πώς ο Σταυρός και η φιλοπατρία θριαμβεύουν…Μιμηθήτε τον Βότσαρην και τους συντρόφους του! Ας πολεμήσωμεν, και βεβαίως θα επιστρέψωμεν νικηταί». Υπογραφή: Πέτρος Μαυρομιχάλης, Πρόεδρος. Το Θέσπισμα εξεδόθη στη Σαλαμίνα. (Βλ.σχ. Θωμά Γόρδωνος «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», μετάφραση Αλεξ. Παπαδιαμάντη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2017, Τόμος Β΄, σελ. 307-308)
Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν γόνος της πολυμελούς Σουλιώτικης οικογένειας των Μποτσαραίων. Πέμπτος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, επιφανούς μορφής της Ηπείρου, από νεαρός πολέμησε τους Τούρκους. Τον Δεκέμβριο του 1820 επικεφαλής 300 ανδρών, επιτέθηκε εναντίον Τούρκων και Τουρκαλβανών στα βουνά της Ηπείρου. Τον Μάρτιο του 1821 ενημερώθηκε για την Επανάσταση και αρχίζει πλέον συστηματικά να πολεμά τους Τούρκους και να επιτυγχάνει νίκες: Βογόρτσα, Δερβίζιανα, Λέλοβα, Κοσμηρά, Ραψίνα, Κομπότι, Βαριάδες. Σημαία του ήταν ο Άγιος Γεώργιος και γύρω από την εικόνα του ήσαν γραμμένα: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – ΠΑΤΡΙΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ.
Κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, το 1822, με το στρατηγικό σχέδιό του ο Μπότσαρης, παραπλάνησε τους Τούρκους και αυτοί καθυστέρησαν την επίθεσή τους. Αποτέλεσμα στο μεταξύ να ενισχυθεί σημαντικά η άμυνα της Ιεράς Πόλεως και έτσι η επίθεση να αντιμετωπιστεί με επιτυχία. (Βλ. σχ. Νικ. Σπηλιάδου «Απομνημονεύματα», Τυπογρ. Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Τόμος Α΄, Αθήνησιν, 1851, σελ. 454-455 και 482-486).
Την παραμονή της μάχης στο Καρπενήσι ο Μπότσαρης απέστειλε από το Μεσολόγγι γράμμα στον Λόρδο Βύρωνα, που τότε βρισκόταν στην Κεφαλονιά. Απάντησε στην επιστολή, που του είχε στείλει ο άγγλος ποιητής κατόπιν συστάσεως του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνατίου. Ο Μπότσαρης αφού εξέφρασε στον Μπάιρον τη χαρά του για την επιστολή του, τον ενημέρωσε ότι τη νύχτα θα επιχειρήσει επίθεση εναντίον εχθρικού σώματος έξι έως επτά χιλιάδων ανδρών και ότι μεθαύριο θα κινούσε για το Μεσολόγγι να τον υποδεχθεί εκεί… Δεν πήγε ζωντανός και ο Μπάϊρον μόλις έφτασε στο Μεσολόγγι επισκέφθηκε τον τάφο του και έκλαψε εκεί τον ήρωα. (Παν. Κανελλόπουλου «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», Μέρος 4ο, τεύχος β΄, Αθήναι, 1974, σελ. 1293).
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γράφει ένα «Σημείωμα του Ποιητού» για τον Μάρκο Μπότσαρη. Σε αυτό περιγράφει τη μάχη, όπως την πληροφορήθηκε. Πρώτα σημειώνει πως ο Μάρκος «γκισμένος (θιγμένος) ότι η διοίκησις δια να τον καταφρονήση ωνόμασεν έως 20 στρατηγούς εις την Δυτικήν Ελλάδα εις καιρόν οπού ήταν αυτός μοναχός, εις την παραμονήν της μάχης, όπου ήταν συμμαζωμένοι και οι άλλοι, έβγαλε το δίπλωμα του και το έσχισε, λέγοντας ότι ο Σκόντρα πασσάς δίνει διπλώματα και όποιος είναι καλός αύριον το παίρνει από τον ίδιον» (Σολωμού «Άπαντα», Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήναι, 1969, σελ. 114).
Ο Σολωμός γράφει επίσης:
«Εις τες οχτώ του Αυγούστου έκαμαν συμβούλιον κι αποφάσισαν νύχτα να πέσουν ξάφνου εις το στρατόπεδον του εχθρού. Εδιωρίσθηκαν και τα πόστα του καθενός. Ο Μάρκος με το σώμα του να σταθή εις το κέντρον, οι Σοβολεκιώτες και Αγραφιώτες έχοντας αρχηγόν τον Φώτον Μπιθέφικον Σουλιώτην να σχηματίσουν την μια πτέρυγα, ο στρατηγός Γιωργάκης Κίτσος οι δύο στρατηγοί Τζαβέλλα, ο χιλίαρχος Γιάννης Τζαούσης και ο στρατηγός Γιολτάσης να σχηματίσουν την άλλην πτέρυγα και εις τες 5 ώρες της νυχτός να πέσουν όλοι επάνω εις τον εχθρόν. Εδιώρισαν και μυστικόν λόγον <Στορνάρι>.
Επρόσμενεν ο Μάρκος εις τες 5 ώρες και τέταρτον και κανένας δεν εκινήθηκεν. Έτρεξε τότε ο Μπότσαρης με το σώμα του, ως 350. Ηύρε τους εχθρούς εις τον ύπνον. Μοναχός του τόσους πολλούς έσφαξεν οπού επρίσθηκε το χέρι του και εστόμωσε και το σπαθί του. Ο πόλεμος εβάσταξε πέντε ώρες (άλλοι λέγουν 3). Έβγαλαν τους εχθρούς από όλα τα ταμπούρια, μονάχα ένα βαστούσε …Άντικρυ εις αυτό επήγεν ο ίδιος ο Μάρκος και επολεμούσε. Δύο τρεις εσκοτώθηκαν εις το πλάγι του, επληγώθη και αυτός εις την μέσην ελαφρά και δια να μη προξενήση δειλίαν εις τους συντρόφους του επολεμούσε και πληγωμένος όντας. Οι άλλοι δεν ακολούθησαν κατά το σχέδιόν τους, μοναχοί οι Τζαβελλάδες με το μικρόν σώμα τους έτρεξαν και ο Γιάννης Τζαούσης.
Από το ταμπούρι οπού βαστούσεν ακόμη μία μπάλα τουφεκιού εκτύπησε τον στρατηγόν εις το μέτωπον, και έπεσεν εις τον τόπον…Εσκοτώθηκαν έως 800 Τούρκοι…Δεκατρείς εσκοτώθηκαν από το σώμα του Μάρκου και πληγωμένοι 27…Το σώμα του Μάρκου εφέρθηκεν εις το Μισολόγγι όλον καταματωμένον…Το λείψανόν του ενεταφιάστηκεν εις την εκκλησίαν της Παναγίας…». (Αυτ. σελ. 112-113).
Πηγαίνοντας στη μάχη ο Μπότσαρης πέρασε από το μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Μπήκε στο Καθολικό της Μονής, προσκύνησε την θαυματουργή εικόνα και βγαίνοντας τράβηξε το πουγγί του και το έδωσε σε έναν καλόγερο που ήταν εκεί: «Πάρτο», του είπε, «να τα μοιράσεις για την ψυχή του Μάρκου Μπότσαρη». Ο καλόγερος που δεν είχε δει ποτέ τον Μπότσαρη τον ρώτησε παραξενεμένος: «Τι; Πέθανε ο Μάρκος;» και ο Μπότσαρης του απάντησε: «Όχι, αλλά πηγαίνει για να πεθάνει». (Από το φυλλάδιο της Ι.Α. Αθηνών «Μορφές και Γεγονότα του ΄21», Κείμενο Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, Ένθετο στο περιοδικό «Τόλμη», Μάρτιος 2006, σελ. 9).
Ο Μπότσαρης ενέπνευσε λογοτέχνες, όπως τους Σολωμό, Παλαμά, Βαλαωρίτη, Ι. Ζαμπέλιο, Α. Σούτσο, Ολιβιέ, Χάλικ, καλλιτέχνες όπως τους ζωγράφους Ντελακρουά, Μασίλι, Ιατρίδη, Θεόφιλο και τον Ζακύνθιο μουσουργό Παύλο Καρέρ, που συνέθεσε την εξαιρετική όπερά του «Μάρκος Μπότσαρης». Τον Μπότσαρη απαθανάτισε και η δημοτική μούσα, που εκφράζει το πένθος των Ελλήνων για τον θάνατό του: «Τ΄ είναι τούτα τα κλάματα κι αυτά τα μοιρολόγια; Κύριέ μου τι να γίνηκε στο δόλιο Μισολόγγι; Τούτα τα κλάματα ρωτάς, κι αυτά τα μοιρολόγια; Γι’ αυτόν τον Μάρκο γένονται τον ελευθερωτή μας. Όσοι Ρωμαίοι κι αν τόμαθαν, κι όσοι αφουγκρασθήκαν όλοι στα μαύρα εμπήκανε, τα μελανά εφορέσαν…».-
Τον Μάρκο παν στην εκκλησιά, τον Μάρκο παν στο μνήμα…
Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος- Κιλκίς
Θρήνος μεγάλος γίνεται
Μέσα στο Μεσολόγγι.
Τον Μάρκο παν στην εκκλησιά
Τον Μάρκο παν στο μνήμα
Στο δρόμο για την τελευταία του μάχη, στο Κεφαλόβρυσο – είμαστε στις 9 Αυγούστου του 1823 – σταμάτησε, ο Μάρκος Μπότσαρης, για λίγο στο ξακουστό μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Προσκύνησε την εικόνα, παρακαλώντας την Παναγία να ευλογήσει τον αγώνα. Έδωσε σε έναν καλόγερο ένα πουγκί με φλουριά, λέγοντάς του:
-Πάρτο και να τα μοιράσεις για την ψυχή του Μάρκου Μπότσαρη.
Ο καλόγερος που δεν είχε δει ποτέ του τον Μπότσαρη, ρώτησε απορημένος:
-Τι; Πέθανε ο Μάρκος Μπότσαρης;
Και απαντά ο ήρωας:
-Όχι, αλλά πηγαίνει να πεθάνει.
(Από άρθρο του Γ. Παπαθανασόπουλου, στις 20 Φεβρουαρίου του 2021)
Όλη η ελληνική ιστορία, από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας, «φωλιάζει» στο προαναφερθέν απόσπασμα. Τον αθάνατο Μάρκο, ξεπροβοδίζουν και τον καρτερούν στο Συναξάρι του Γένους, όλοι οι κοσμοξάκουστοι καπεταναίοι και πολέμαρχοι. Ο Λεωνίδας που πολεμούσε κάτω από την σκιά που έφτιαχναν τα βέλη των «Περσιάνων». (Έτσι βροντοφώναζε στους Τούρκους, ο Νικηταράς, στην μάχη των Δολιανών, που έφευγαν νικημένοι: «Σταθείτε ωρέ Περσιάνοι να πολεμήσουμε!!).
Από την Βασιλεύουσα Πόλη, του γνέφει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς μας, κρατώντας το αιματοβαμμένο κεφάλι του στα χέρια, σαν τον Αϊ- Γιάννη τον Πρόδρομο,
«Έτσι καθώς εστέκονταν
ορθός μπροστά στην πύλη
Κι άπαρτος μες στην λύπη του», καθώς τραγουδά και ο Ελύτης, και να ψιθυρίζει, «πάντες αυτοπροαιρέτως» πεθαίνουμε εμείς οι Ρωμιοί για την Πίστη και την Πατρίδα. Αυτοπροαιρέτως και ο Μάρκος «πηγαίνει να πεθάνει»…
Αυτό το «αυτοπροαιρέτως», το οποίο αναβλύζει από τις αρχαίες αρτηρίες της γλώσσας μας, προσμένει και τον Παύλο Μελά στην Μακεδονία. «Σκοτώστε με παιδιά, πώς θα μ΄ αφήσετε στους Τούρκους;», ο Μελάς. «Δεν υπάρχει ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;», ο Παλαιολόγος. Αυτοί δεν καταδέχονταν ούτε τα λείψανά τους να βρουν οι Τούρκοι. Είναι παλιά, αρχαία παράδοση. Ο νεκρός πολεμιστής με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να πέσει στα χέρια των εχθρών, για να μην γίνει καύχημά τους και χλεύη για τον νεκρό. Γύρω από το νεκρό σώμα του Πάτροκλου γίνεται δεινή πάλη μεταξύ Αχαιών και Τρώων. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο πληγωμένος καπετάνιος, προστάζει το κλεφτόπουλο, να κόψει το κεφάλι του για «να μη το πάρουν τα σκυλιά και μου το μαγαρίσουν!». Αυτό ζητά κι ο Παύλος Μελάς. Και έτσι έγινε. Το ίδιο έκανε και με τα άρματά του, πρόσταξε να δοθούν στο γιο του…
«Του αντρειωμένου τ’ άρματα
δεν πρέπει να πουλιώνται
μον’ πρέπει τους στην εκκλησιά
εκεί να λειτουργώνται»,
λέει το δημοτικό τραγούδι.
Και σύμφωνα με το κλέφτικο αυτό έθιμο κι ο Κίτσος Τζαβέλας, το άχρηστο πιο σπαθί εκεί το αφιερώνει.
Στη μάχη της Κλείσοβας στο Μεσολόγγι-του Ευαγγελισμού στα 1826- εχθρικό βόλι σπάζει στα δύο το σπαθί του Κίτσου Τζαβέλα, χωρίς να αγγίζει τον πολέμαρχο. Όλοι τότε είπαν πως ήταν θαύμα της Παναγίας. Κι ο Τζαβέλας αφήνοντας για μια στιγμή τη μάχη, πηγαίνει στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Προσκυνά ευλαβικά το εικόνισμα της Ευαγγελίστριας και της αφιερώνει τα κομμάτια απ’ το σπαθί του λέγοντας:
-Παναγιά μου, σήμερα όπου σε γιορτάζουμε, σου αφιερώνω τούτο και βόηθα τα παλληκάρια να νικήσουμε τον εχθρό. Η Θεοτόκος έστερξε στην παράκληση του Τζαβέλα και του χάρισε δοξασμένη νίκη. (περ. «ΓΝΩΣΕΙΣ», τ.3, σελ. 81, Μάρτιος 1958). Οι αγωνιστές τιμούσαν τα άρματά τους. Ήταν για εκείνους τα άγια των αγίων και ξεχωριστά τα σπαθιά τους. Τα θεωρούσαν άρματα της παλληκαριάς. Το κλεφτόπουλο που ξεψυχάει, για στερνή χάρη ζητά απ’ τη μάνα του. «Φέρε μου το σπαθάκι μου, μάνα να το φιλήσω».
Και του Μάρκου Μπότσαρη το νεκρό σώμα, το σήκωσαν στους ώμους τους οι Σουλιώτες και θρηνώντας το πήγαν πρώτα στο μοναστήρι του Προυσού. Εκεί γιατροπορευόταν ο Καραϊσκάκης. Το έμαθε και πήγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα τον νεκρό, λέγοντας:
-Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω. Και πήγε από τέτοιον θάνατο, που θάνατος δεν λογιέται…
Και όπως λέει και η εκκλησία μας την αγιότητα μόνο οι άγιοι την αναγνωρίζουν, έτσι και την αληθινή παλληκαροσύνη, μόνο τα πραγματικά παλληκάρια την κατανοούν και την αποθαυμάζουν. Στο πόλεμο της Μαράτης, κοντά στην Άρτα, κατά το 1821, γνωρίστηκε πρώτη φορά ο Καραϊσκάκης με τον Μάρκο Μπότσαρη. Βρέθηκε στο ίδιο ταμπούρι-πολεμίστρα και θαύμασε την παλικαριά του κι απόρησε τόσο πολύ, που αργότερα συνήθιζε να λέει πως δεν είδε άλλη φορά άνθρωπο γενναιότερο. «Σαν τον Μάρκο ήρωα, μάνα δεν ξαναγεννάει», έλεγε.
Και όταν η ρίζα είναι σουλιώτικη και τα κλωνάρια της γίνονται ωραία. Όταν η γυναίκα τού Μάρκου έμαθε τον θάνατό του, έτυχε να χτενίζει τον γιο της, αγόρι έντεκα ετών. Άρχισε να μοιρολογεί το χαμένο ήρωά της. Ο μικρός δεν την άφηνε να κλαίει.
Ο πατέρας, έλεγε, σκοτώθηκε για την πατρίδα και η ψυχή του πάει στον παράδεισο. Μην κλαις! Να βγάλεις τα μαύρα και να μ’ αφήσεις να πάω στον θείο μου, (τον Νότη Μπότσαρη), να πολεμάω μαζί του. Να μου δώσεις άρματα και άλογο, μπορώ να τα κρατώ. Θέλω να πάρω το αίμα τού πατέρα μου….
Να κλείσω, τέτοιες μέρες που γιορτάζουμε το Ρόδον το Αμάραντον της Ορθοδοξίας, την Θεοτόκο, με την προσευχή του Κεφαλλονίτη Επισκόπου Κερνίτζης και Καλαβρύτων και Δασκάλου του Γένους, Ηλία Μηνιάτη (1669-1714):
«Έως πότε, πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιον γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας;.… Αχ! Παρθένε! Ενθυμήσου πως εις την Ελλάδα πρότερον, παρά εις άλλον τόπον, έλαμψε το ζωηφόρον φως της αληθινής πίστεως. Το ελληνικόν γένος εστάθη το πρώτον οπού άνοιξε τας αγκάλας και εδέχθη το θείον Ευαγγέλιον,… το πρώτον οπού αντεστάθη των τυράννων, οπού με μύρια βάσανα εγύρευαν να εξερριζώσωσιν από τας καρδίας των πιστών το σεβάσμιόν σου όνομα. Τούτο έδωσε εις τον κόσμον Διδασκάλους, οι οποίοι, με το φως της διδασκαλίας των εφώτισαν τας ημαυρωμένας διανοίας των ανθρώπων… Και αν ετούται μας αι φωναί δεν σε παρακινούσι εις σπλάγχνος, ας σε παρακινήσωσι τα πικρά δάκρυα, οπού μας πέφτουσιν από τα ομμάτιά μας…».