Παπαθεοδώρου Κωνσταντῖνος, Πρωτοπρεσβύτερος.
Συνηθίζομε νὰ λέμε ὅτι ὁ χαρακτήρας τοῦ ἀνθρώπου γνωρίζεται ἀπὸ τὰ λόγια του, ἀπὸ τὸ βλέμμα του, ἀπὸ τὸ γέλιο, ἀπὸ τὸ βάδισμά του, ἀπὸ τὴν ἐνδυμασίαν του καὶ γενικῶς τὸ ἐξωτερικὸν τοῦ ἀνθρώπου φανερώνει καὶ τὸ ἐσωτερικὸν αὐτοῦ.
Ὁ ἅγιος καὶ πανάμωμος καὶ πανακήρατος χαρακτήρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐκδηλώνεται δι᾿ ὅλου τοῦ σώματός της· διότι ἔβλεπε κανεὶς εἰς αὐτὴν τὸ σεμνόν, τὸ τερπνόν, τὸ εὐχάριστον καὶ γενικῶς ὅ,τι προξενεῖ τὸν θαυμασμὸν καὶ τὸν σεβασμὸν διότι καὶ τὰ λόγια ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ ἅγιον στόμα της ἦσαν οἰκοδομητικὰ καὶ γεμάτα σύνεσιν. Τὸ γέλιο εἰς τὴν θεόπαιδα κόρην καὶ μητέρα ἦτο σπάνιο. Ἐπὶ τοῦ σιτοχρώμου προσώπου τῆς Παναμώμου Μαριὰμ ὑπῆρχε ἡ ἀφέλεια, ἡ εὐθύτης καὶ γενικὰ ὅ,τι χαρακτηρίζει τὸν σεμνὸν καὶ σεβάσμιον αὐτῆς χαρακτήρα. Οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς της ἦσαν ξανθές, ἡ κεφαλὴ καλλωπισμένη σεμνοπρεπῶς. Τὰ μάτια της εἶχαν θαυμάσιον καὶ σεμνὸν χρωματισμὸν οἱ κόρες τῶν ματιῶν της ἦσαν μελανές· οἱ βλεφαρίδες σεμνές· τὰ φρύδια μελανὰ καὶ τοξοειδῆ· ἡ μύτη εὐθεία καὶ ὁμαλή, τὰ ἄμωμα χείλη της ἐρυθρὰ καὶ ἀνθηρά, καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἐφαίνοντο πάνω σ᾿ αὐτὰ ἡ κοσμιότης καὶ ἡ σεμνότης. (Βλέπε τὸ βιβλίο τοῦ Γ. Φαμελιάρη: «Τῆς Παναγίας τοῦ Κυρίου Μητρός», 1927).
Ὅταν μάλιστα ἡ περικαλὴς καὶ σεμνὴ καὶ πάγκαλος αὐτὴ μητέρα καὶ παρθένος ὠμιλοῦσε, ἡ γλυκύτης ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη της, εὐχαριστοῦσε ἐκείνους ποὺ τὴν ἄκουγαν καὶ ἐκινοῦσε τὸν θαυμασμόν τους. Τὸ στρογγυλὸν καὶ ὠοειδὲς αὐτῆς πρόσωπον ἔδειχνε τὴν πράγματι ἱεροπρεπῆ καὶ θείαν της ἀποστολήν. Τὰ θεοδόχα χέρια τῆς Παρθένου Μαριὰμ καὶ τὰ δάκτυλά της ἦσαν μακρυὰ καὶ ἄφθαστου καλλονῆς, τὰ ὁποῖα οὔτε καὶ αὐτοὶ οἱ φημισμένοι καλλιτέχνες εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ζωγραφίσουν. Ἡ θεία μητέρα καὶ παρθένος Μαριὰμ ὑπερεῖχεν εἰς τὰ σωματικὰ χαρίσματα ὅλων τῶν πρὸ αὐτῆς παρθένων καὶ μητέρων γυναικῶν.
Διὰ τοῦτο καὶ δὲν εὑρίσκομεν εἰκόνες σεμνότητος ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ καλλονῆς ἀφ᾿ ἑτέρου, θυγατέρων ἢ μητέρων, διὰ νὰ συγκρίνωμεν αὐτὰς πρὸς τὴν Θεομήτορα.
Ὅποιος ἔβλεπε τὸ ἄμεμπτον τῆς καλλονῆς καὶ τό σεμνὸν τῆς ἐνδυμασίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατελαμβάνετο ἀπὸ σεβασμὸν καὶ φόβον καὶ μὲ πεποίθησιν μεγάλην ὡμολογοῦσεν ὅτι πράγματι εἶναι ἡ μητέρα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν Διονύσιος ὁ Αρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος κατέβη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶδε τὴν Θεομήτορα, ἐθαύμασε καὶ εἶπεν ὅτι χωρὶς νὰ γνωρίζη κανεὶς τὴν Θεοτόκον, μόνο ἀπὸ τὴν σωματικήν της θεωρίαν φανερώνεται ὅτι πραγματικὰ αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ.