Βασίλειος Γοντικάκης, Ἀρχιμανδρίτης.
Τί σχέσι ἔχουν οἱ διοργανωτὲς τῆς Παιδείας μας μὲ τοὺς γενάρχες τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ;
Θαυμάζομε τὸν πατρο-Κοσμᾶ καὶ λογοκρίνουμε τὴ διδασκαλία του· δὲν τὸν ἀφήνομε νὰ πῇ στὰ παιδιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἐπαινοῦμε τὸν Μακρυγιάννη καὶ περιφρονοῦμε τὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς του, βγάζοντάς τον τρελὸ καὶ θρησκόληπτο.
Τί σχέσι ἔχει ὁ ἀνδρισμὸς καὶ ἡ χάρι τῶν Ἁγίων καὶ τῶν παλληκαριῶν τῆς παραδόσεώς μας μὲ τὸ ἦθος αὐτῶν ποὺ κάνουν διακηρύξεις γιὰ νέα ζωὴ στὰ παιδιά;
Καὶ ὅταν ξεσκεπαστῇ στὰ μάτια τῶν παιδιῶν αὐτὴ ἡ καπηλεία καὶ παραχάραξι ποὺ γίνεται, αὐτὰ τί θὰ προτιμήσουν, ἄλλο ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὸ ἦθος τοῦ πατρο-Κοσμᾶ καὶ τοῦ Μακρυγιάννη;
Γιατί νὰ μὴ μπορῇ ἕνα σημερινὸ παιδὶ νὰ πιῇ τέτοιο νερό; Νὰ ἀναπνεύσῃ τέτοιο ἀέρα; Νὰ ὑψωθῇ σὲ τέτοιο ἐπίπεδο; Νὰ προχωρήσῃ σὲ τέτοια εὐρυχωρία;
Νὰ σταθῇ σὲ τόπο ἀποστολικό, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς; Νὰ χαρῇ μ᾿ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο τὴ ζωή του; Νὰ περάσῃ στὴν αἰωνιότητα ψυχὴ τὲ καὶ σώματι ἀπὸ τώρα σὰν τὸν Μακρυγιάννη; Νὰ δεχθῇ τὸν Χριστὸ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι μέσα στὴν ψυχή του, τὸ εἶναί του; Νὰ μιλήσῃ πρωτότυπα καὶ ἐλεύθερα. Νὰ διοργανώσῃ ὑπεύθυνα. Καὶ νὰ πολιτευθῇ συνετά. Νὰ δώσῃ λύσεις σὲ προβλήματα ἀκατάπαυστα νέα. Νὰ τοῦ εἶναι ὅλα ἁπλά, συνηθισμένα, τετριμμένα καὶ εὔκολα, τὰ πιὸ δύσκολα καὶ πρωτάκουστα καὶ δαιμονικῶς μπλεγμένα. Νὰ κάμῃ συντροφιὰ στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ ἀγαπήσῃ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἑνωθῇ ἀδιάρρηκτα μὲ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τὶς ἀδελφές του. Νὰ μὴν ἀφήσῃ κανένα θηρίο νὰ τοὺς κατασπαράξῃ. Νὰ μιλήσῃ καὶ νὰ συμπεριφερθῇ γαλήνια καὶ ἀδυσώπητα καὶ στοὺς θηριώδεις ἀνθρώπους. Νὰ τοὺς δαμάσῃ. Νὰ τοὺς ἡμερέψῃ. Νὰ τοὺς κάμῃ νὰ ἐμέσουν τὸ δηλητήριο. Καὶ νὰ ἀξιοποιήσῃ τὰ καλὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχει ἡ φύσι τους, τὸ εἶναι τους, ἡ προσπάθεια, ἡ ἰδεολογία τους.
Νὰ σταθῇ σὲ τόπο ἀκρογωνιαῖο σὰν εὔθραυστο παιδί, σὰν ἀκμῶν τυπτόμενος· προφήτης, ἡγέτης, ποὺ ἀνασυγκροτεῖ, ἀνιστὰ τὴν πεπτωκυΐαν σκηνήν, τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου. Σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, τὸ καύχημα τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Γιατί νὰ δίνωμε στὰ παιδιὰ πράγματα κακορρίζικα, μικρά, στενά, ξέψυχᾳ, μίζερα; Γιατί ἄψυχα, ἀνούσια, ποὺ προκαλοῦν ναυτία; Γιατί χωρισμένα, σχιζοφρενικά, ἀντιμαχόμενα, διαλυμένα σὰν κομμένο γάλα; Γιατί νὰ μὴν ζωοποιηθοῦν μὲ τοῦτο τὸ ἕνα πνεῦμα ποὺ δίδει νόημα στὸ καθετὶ καὶ ξεπερνᾷ τὸ θάνατο; ποὺ φέρνει τὸν ἄνθρωπο, στὰ ὑπὲρ φύσιν. Καὶ γεμίζει τὴν τωρινή του ζωή, τὴ μικρὴ καὶ συνηθισμένη, μὲ αἴγλη καὶ χάρι πρωτόβλεπτη καὶ ἀνέκλειπτη;
Γιατί νὰ μὴν ἀνάψουμε τὴ λαμπάδα τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ ἀπ᾿ ἐδῶ; Νὰ δώσωμε σ᾿ ὅλα τα παιδιὰ τὴ δυνατότητα, πλησιάζοντας τοὺς πυρφόρους καὶ θεοφόρους τούτους ἀνθρώπους, τοὺς Ἁγίους μας, νὰ γίνουν κι αὐτὰ ἄνθρωποι ζωντανοί, αὐθόρμητοι, φοβεροὶ τοῖς ὑπεναντίοις, ἀτρόμητοι σὲ κάθε κίνδυνο, σὲ κάθε ἀπειλή· φοβεροὶ στὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Καὶ νὰ εἶναι ταυτόχρονα λεπτοί, εὐαίσθητοι, παρηγοριὰ γιὰ κάθε κατατρεγμένο καὶ πληγωμένο, γιὰ κάθε πλάσμα, γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία ποὺ συνωδίνει καὶ συστενάζει, περιμένοντας καὶ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία της ἀπὸ τὰ ἐλευθερωμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ.
Νὰ νοιώσουν, νὰ καταλάβουν ὅτι δὲν ὑπάρχει διχασμὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι πνευματικὸ τὸ μὴ ὑλικό, ἀλλὰ τὸ γεμάτο μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ χαρίζει τὸν παράδεισο ἀπὸ τώρα σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ μεγάλος δὲν εἶναι ὁ ἱκανός, ποὺ μπορεῖ νὰ συνθλίψῃ, νὰ πληγώσῃ, νὰ χτυπήσῃ τὸν ἄλλο. Μεγάλος εἶναι ὁ ἐλάχιστος, ὁ εὐαίσθητος, ὁ ταπεινός, ὁ ἀγαπῶν, ποὺ δέχθηκε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἀνίκανος νὰ κάμῃ κακὸ στὸν ἄλλο, ἀνίκανος νὰ τὸν πληγώσῃ. Καὶ ἱκανὸς νὰ ὑποφέρῃ, νὰ ὑπομένῃ, νὰ πεθαίνῃ αὐτὸς ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ ζοῦν, νὰ προκόβουν, νὰ χαίρονται οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν χωρίζονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
Ἔτσι νὰ μάθουν σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ νὰ μιλοῦν, νὰ γράφουν, νὰ διοργανώνουν σχολεῖα καὶ κοινωνίες. Νὰ κτίζουν πόλεις, χωριά, σπίτια, ποὺ νὰ χωροῦν τὸν ἄνθρωπο, νὰ εἶναι ἀνθρώπινα, ὥστε ζωντας ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ παίρνῃ ἀφώνως καὶ ἀκόπως σωστὴ ἀγωγή.
Νὰ τραγουδοῦν, νὰ ψυχαγωγοῦνται καὶ νὰ εἶναι πράγματι ὅλα ψυχῆς ἀγωγὴ καὶ θεία δοξολογία καὶ ἀναγωγὴ ὁλοσώματη σὲ οὐράνια παράκλησι. Καὶ νὰ προχέεται εἰρήνη, γαλήνη, εὐλογία, φῶς, ἀνάπαυσι, ἀπὸ τοὺς ἴδιους καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν καὶ τοῦ νοός των.
Ἔχει τότε ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀδύνατος δύναμι ἀκαταγώνιστη. Διορθώνει τὰ κακά. Ἀξιοποιεῖ τὰ καλά. Θεραπεύει τὰ ἀσθενῆ. Καὶ τὰ κάνει ὅλα μὲ τὴ δύναμι καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ.
Εἶναι σαφέστατη ἡ τοποθέτησι τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Ἂν ζοῦσε ἐν σαρκὶ σήμερα, ἤρεμα καὶ ἀσυζήτητα, χωρὶς νὰ χαρίζεται σὲ κανέναν, οὔτε νὰ χρονοτριβή, θὰ ἔκλεινε τὰ ὑπάρχοντα σχολεῖα. Θὰ ἄνοιγε ἄλλα. Εἶναι εἰδωλοκλάστης ἀναντιμετώπιστος. Καὶ φίλος του ἀνθρώπου. Ἀνασταίνει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, στὸ λαό.
Θὰ ἦταν τόσο διακριτικός, ἤρεμος καὶ λεπτός, ποὺ θὰ μᾶς ἔπειθε ὅλους ἐσωτερικὰ ὅτι ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνῃ. Καὶ θὰ ἦταν τόσο ἄτεγκτος ὁ λόγος του, ποὺ δὲν θὰ χωροῦσε καμμιὰ ἀντίρρησι ἀπὸ κανέναν ἐπιπόλαιο. Ἔτσι ποὺ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ κάνομε διακηρύξεις γιὰ νέα ζωή, ἔξω ἀπὸ τὴν ὄντως Ζωή, θὰ παρασυρόμασταν σὰν ἀθύρματα ἀνάξια λόγου ἀπὸ σίφουνα ποὺ μεταθέτει ὄρη εἰς καρδίας θαλασσῶν.
Ἂν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ζοῦσε… Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ζῇ, ὑπνώττει ἀγρύπνως στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ. Ὁ λαὸς ὁ πάλι βασανισμένος, περιπαιγμένος, κουρασμένος περιμένει τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ νὰ τοῦ δώσῃ τὰ παιδιά του, γιὰ νὰ τὰ εὐλογήσῃ, νὰ τὰ ἁγιάσῃ, νὰ τὰ βάλῃ στὰ σχολεῖα του. Νὰ τοὺς δώσῃ τὴν ἀγωγή του. Νὰ τὰ κάνῃ νέους Κοσμᾶδες. Νὰ χαροῦν τούτη τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄλλη. Καὶ νὰ τοὺς ἀποκαλύψῃ πὼς τούτη εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴ χάρι τῆς ἄλλης.