Μάρκελλος Καρακαλληνός Μοναχός.
(Παραινετικὴ ἐπιστολὴ)
Τίποτε δὲν κάνει τόσο εὔκολο τὸν δρόμο διὰ τὴν προσέγγισι τοῦ Θεοῦ, ὅσο τὸ ἔλεος ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸ ἔχουν ἀνάγκη. Ὁ Κύριος εἶπεν: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μάτθ. 25, 40).
Εἶναι μιμητής τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ποὺ θεραπεύει, ὅπως ὁ Θεὸς τὰς ἀνάγκας τῶν ἄλλων ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ δείχνει πὼς ἔχει μέσα του κατ’ ἀναλογία μὲ τὸ Θεὸ δύναμι προνοίας διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ποιὸς λοιπὸν εἶναι τόσο ἀδιάφορος, ὥστε νὰ μὴν ἐπιθυμῆ νὰ ὁμοιάζη πρὸς τὸν Θεόν, νὰ προσεγγίζη δηλαδὴ πρὸς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, ἐνῶ ὁ τρόπος τῆς εὐποιΐας καὶ συμπαθείας τοῦ πλησίον εἶναι τόσον εὔκολος; Χωρὶς τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον, καμμία ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ διατηρηθῆ ἀμόλυντος.
Ἂν συνηθίσουμε νὰ παρατηροῦμε καὶ νὰ ἐξετάζωμε μόνο τὸν ἑαυτό μας, ποτὲ δὲν θὰ ἐνοχληθοῦμε μὲ ὅσα πράττουν οἱ ἄλλοι. Θὰ ἀναγνωρίζωμεν ἕναν μονάχα κριτή, σοφὸ καὶ δίκαιο, τὸν Ἅγιον Θεόν, ποὺ κρίνει μὲ σοφία καὶ δικαιοσύνη, ὅλα ὅσα γίνονται καὶ μάλιστα καὶ διὰ ποῖον λόγο ἔχουν γίνει.
Ἂς αὐτοπεριορίσωμε τὸν ἑαυτόν μας κόβοντας ὁλότελα τὴν προσκόλλησί μας εἰς τὰ ἐξωτερικὰ καὶ ἂς μὴ ἀφήνωμε τὸ μάτι μας νὰ βλέπη, οὔτε τὸ αὐτί μας νὰ ἀκούη, οὔτε ἡ γλώσσα νὰ μιλάη διὰ τὰ ξένα πράγματα. Ἂς τὰ χρησιμοποιοῦμε περισσότερο μὲ συμπάθεια παρὰ μὲ ἐμπάθεια πρὸς τοὺς ἄλλους.
Ἂς ἀκούσωμεν τὸν θεηγόρον Παῦλον, ὁ ὁποῖος μᾶς συμβουλεύει: «Σᾶς παρακαλῶ νὰ πολιτευθῆτε μὲ πᾶσαν ταπεινοφροσύνην καὶ πραότητα, μὲ μεγαλόψυχον ὑπομονήν, ἀνεχόμενοι διὰ τῆς ἀγάπης ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὰ ἐλαττώματα» (Ἔφ. δ’ 2). «Ἐὰν δὲ διάφορα καὶ ποικίλα χαρίσματα καὶ ὄχι τὰ αὐτὰ ἐδόθησαν εἰς ὅλους, κατ’ οὐδένα λόγον ἐπιτρέπεται ἡ διανομὴ αὐτὴ νὰ γίνεται αἰτία χωρισμοῦ μεταξύ σας. Διότι ἡ διανομὴ αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαῖα, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Χριστόν. Εἰς ἕνα ἕκαστον ἀπὸ ἡμᾶς ἐδόθη ἡ χάρις σύμφωνα μὲ τὸ μέτρον, τὸ ὁποῖον σαφῶς καὶ δικαίως χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστὸς εἰς τὴν διανομὴν τῆς δωρεᾶς του» (Ἔφ. Δ’ 7).
«Ἂς ἀποθέσωμεν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης καὶ ἂς ἐνδυθοῦμε τὸν νέον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα» (Ἔφ. Δ’ 22, 24). Ἐὰν ἔτσι ἐργασθοῦμε εἰς τὸν ἑαυτόν μας, τότε θὰ κατορθώσωμεν «νὰ περιπατήσωμεν ἀξίως τοῦ Θεοῦ τοῦ καλούντως ὑμᾶς εἰς τὴν ἑαυτοῦ βασιλείαν καὶ δόξαν» (Ἀ’ Θές. Β’ 12).
Ὁ Ἅγιος Θεός μᾶς δίδει τὴν χάριν του, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίζωμεν, ὅ,τι καλὸν καὶ ἐὰν πράττωμεν δὲν εἶναι ἰδικόν μας, εἶναι τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ συμπαθοῦμε τὸν μὴ ἔχοντα καὶ νὰ μὴν τὸν θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, δηλαδὴ φαῦλος, πονηρός, φλύαρος, κλέπτης, ψεύτης. Ἐὰν τὴν ἐπίγνωσιν αὐτὴν ἀποκτήσωμεν, δὲν θὰ κρίνωμεν ποτὲ κανένα καὶ ἂν ἀκόμη τὸν βλέπουμε νὰ ἁμαρτάνη θανασίμως.
Θὰ σκεπτώμεθα ὡς ἑξῆς: Δὲν ἔχει Χριστέ μου τὴν χάριν σου, δι’ αὐτὸ ἁμαρτάνει. Ἂν φύγης καὶ ἀπὸ ἐμένα θὰ πράξω τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Ἐσὺ μὲ βοηθᾶς καὶ στέκομαι στὰ πόδια μου. Τόσον βλέπει ὁ ἀδελφὸς, τόσον κάνει.
«Ζητεῖς ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου αὐτὸ ποὺ δὲν τοῦ τὸ ἔδωκεν ὁ Θεός. Ἐὰν καλῶς τὸ ἐννοήσης αὐτὸ πού σοῦ λέγω, ὅλοι θὰ σοῦ εἶναι ἀνεύθυνοι καὶ μόνον ἐσὺ θὰ εἶσαι ὑπεύθυνος. Ἐὰν θέλεις λοιπὸν τὸν πλησίον σου νὰ εἶναι πάντα καλός, καθώς σοῦ ἀρέσει, ἀφαίρεσε τοὺς πειρασμοὺς ὅπου ἔχει, μὲ τὴν χάριν ὅπου ἔχεις…».
«Δίκαιον εἶναι νὰ κάμης εὐχὴν νὰ τὸν ἀπαλλάξη ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ὅπου ἔχει, διὰ νὰ μπορῆ νὰ βλέπη καὶ νὰ ἐνεργῆ ὀρθά. Ἐὰν δὲ ζητήσης κατ’ ἄλλον τρόπον νὰ εὕρης τὸ δίκαιον, θὰ φαίνεσαι ὡς ἄδικος καὶ ἑπομένως εἶναι ἀνάγκη ἡ χάρις νὰ πηγαινοέρχεται, μέχρι νὰ εὕρη ἀνάπαυσιν στὴν ψυχήν σου. Διότι τόσην χάριν δικαιοῦται εἰς ἑαυτὸν νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος, ὅσον πειρασμὸν εὐχαρίστως ὑπομένει. Ὅσον βάρος τοῦ πλησίον ἀγογγύστως βαστάζει» (Γέρων Ἰωσὴφ ὁ σπηλαιώτης).
Ἄλλος δρόμος συντομότερος δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τοῦ νὰ ὑπομένη κανεὶς τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται ὁποιοιδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτοί.
Ἡ πνευματικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ χάρις ποὺ ἔχει φαίνεται ἀπὸ τὴν ὑπομονὴν ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ἀπόδειξις τῆς ὑπάρξεως τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀνοχή, ἡ μακροθυμία, ἡ ὑπομονή. Αὐτὰ εἶναι τὰ στολίδια κάθε ἀγωνιζομένου Χριστιανοῦ.
Διὰ τοῦτο, ἀγαπητή μου ψυχή, κατὰ τὸν καιρόν, ποὺ πολεμεῖ καὶ σὲ συγκαύση μὲ τὸ πῦρ τῆς ἁμαρτίας, μὴ νυστάξης, μὴ ἀμελήσης, ἀλλὰ ἀγωνίζου καὶ ἤλπιζε εἰς τὴν ἄμαχον δύναμιν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποίαν τὸ μὲν πῦρ τῆς ἁμαρτίας θέλει σβύσει, τὸν δὲ διάβολον θὰ καταπατήσης. Ψάλλε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλίασι μαζὺ μὲ τὸν μελωδὸν Θεόδωρον Στουδίτην: «Δεξιά σου χεὶρ λαβῶν σὺ Λόγε, φύλαξόν με, φρούρησον, μὴ πῦρ μὲ φλέξη τῆς ἁμαρτίας» (ε’ ἀντίφωνον τοῦ α’ ἤχου).
Ὁ διάβολος, ἂν θέλεις νὰ μάθης, εἶναι χρήσιμος εἰς ὅλους μας, ἂν τὸν χρησιμοποιήσωμεν ὅπως πρέπει. Μᾶς ὠφελεῖ πάρα πολὺ καὶ ἐπιτυγχάνομεν ἀπὸ αὐτὸν ὄχι μικρὰ κέρδη, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν Δίκαιον Ἰώβ.
Ἐὰν ἐσὺ δὲν ἀμελήσης καὶ δὲν προδώσης μόνος σου τὸν ἑαυτόν σου, οὔτε αὐτὸς ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ σὲ βλάψη. Ὁ ἀδύνατος βλάπτεται ἀπὸ παντοῦ, ὁ δὲ ἰσχυρὸς ὠφελεῖται ἀπὸ παντοῦ. Διότι σημασία πάντοτε ἔχει ἡ ψυχικὴ διάθεσις καὶ πάντοτε κυριαρχεῖ ἡ προαίρεσις τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐμεῖς, λοιπὸν, ἂς μὴ ἐπιρρίπτωμεν οὔτε εἰς τὸν διάβολον, οὔτε εἰς τοὺς ἄλλους τὰς εὐθύνας τῶν ἰδικῶν μας ἁμαρτημάτων. Ἀλλὰ τί ἁρμόζει κυρίως νὰ κάνωμεν; Νὰ κάνωμεν τοῦτο καὶ μόνον. Νὰ ἐμβαθύνωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας καὶ εἰς τὰ τραύματά μας, διότι ἔτσι θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ ἐπιθέσωμεν καὶ τὰ φάρμακα διὰ τὴν θεραπείαν, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀγνοεῖ τὴν νόσον του δὲν θὰ φροντίση καθόλου διὰ τὴν θεραπείαν της.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς παρακινεῖ νὰ εὐχώμεθα διὰ τοὺς πειράζοντας ἡμᾶς καὶ νὰ τοὺς θεωροῦμε εὐεργέτας καὶ ὄχι νὰ τοὺς καταρώμεθα ὡς ἐχθρούς. «Τοῦτο ἀεὶ λογιζόμεθα, ὅτι καὶ ὁ εὐλογῶν τὸν ἐχθρὸν ἑαυτὸν εὐλογεῖ καὶ ὁ καταρώμενος τὸν ἐχθρὸν ἑαυτὸν καταρᾶται καὶ ὁ εὐχόμενος ὑπὲρ ἐχθροῦ, ὑπὲρ ἑαυτοῦ εὔχεται ὄχι ὑπὲρ ἐκείνου».
Ὁ Αἰλιανὸς ἐπαινεῖ τοὺς ἐφόρους τῆς Σπάρτης, ἐπειδὴ δὲν ἔκαμαν ἐκδίκησιν εἰς τοὺς Κλαζομενίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀτίμασαν. Αὐτοὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Σπάρτην καὶ ἔβαψαν τοὺς θρόνους τῶν ἐφόρων, εἰς τοὺς ὁποίους αὐτοὶ καθήμενοι ἔκριναν. Οἱ ἔφοροι ὅταν τὸ ἔμαθαν δὲν ἠγανάκτησαν οὔτε ἀνταπέδωκαν κακὸν ἀντὶ κακοῦ. Ἐπρόσταξαν ὅμως τὸν διαλαλητὴν νὰ κηρύξη αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια: «ἐπιτρέπεται εἰς τοὺς Κλαζομενίους νὰ ἀσχημονοῦν».
Αὐτοὺς τοὺς ἐφόρους πρέπει νὰ μιμούμεθα καὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ . Καὶ ἄν μᾶς καταρῶνται καὶ ἄν μᾶς κακοποιοῦν καὶ ἄν μᾶς ὑβρίζουν, ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ κάνωμεν ἐκδίκησιν ἀλλὰ ἂς ἀκούσωμεν, τί μᾶς συμβουλεύει ὁ Χρυσορρήμων εἰς τὸν λόγον του περὶ μετανοίας: «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν ἀδικεῖ τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ ἠμπορέση νὰ τὸν ζημιώση κανεὶς ἄλλος…καὶ σὺ ἂν κάνης κάθε τί ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐσένα, ὁπωσδήποτε θὰ ἐπακολουθήση ἡ βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεόν…ἄν, ὅμως, κανεὶς ζημιώνεται καὶ ἀδικῆται, προέρχεται αὐτὸ ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀναρίθμητοι αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀδικοῦν καὶ τὸν βλάπτουν. Διότι, ἂν δὲν πάθη αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὅλοι μαζὺ ὅσοι κατοικοῦν εἰς ὁλόκληρον τὴν γῆν καὶ ἂν τὸν κτυπήσουν οὔτε κατ’ ἐλάχιστον δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ βλάψουν αὐτὸν ποὺ γρηγορεῖ καὶ προσέχει ἐν Κυρίῳ…».
Αἱ θλίψεις καὶ οἱ διάφοροι πειρασμοὶ πάντοτε μᾶς ὠφελοῦν πνευματικῶς. Ὁ Ἅγιος Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος θεωρεῖ τὰς θλίψεις ὡς αἰτία χαρᾶς πνευματικῆς, διὰ τοῦτο παρατηρεῖ: Πᾶσαν χαρὰν ἠγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες, ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν» (Ἰακ. α’ 2). Θὰ χαίρετε δὲ εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς αὐτούς, ὅταν ἔχετε τὴν γνῶσιν, ὅτι τὸ νὰ δοκιμάζεται ἡ πίστις διὰ τῶν θλίψεων, δημιουργεῖ ὡς ἀποτέλεσμα ἀσφαλὲς καὶ πλῆρες τὴν σταθερὰν ὑπομονήν. Ἡ δὲ ὑπομονὴ αὐτὴ ἂς εἶναι ἀκλόνητος καὶ ἔτσι ἂς παράγη πλήρη τὸν καρπὸν τῆς τελειοποιήσεώς σας, διὰ νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ὥστε νὰ μὴν σᾶς λείπει τίποτε.
Ἐκτὸς ὅμως τῶν πειρασμῶν, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Θεός μᾶς καταρτίζει, ὑπάρχουν καὶ πειρασμοὶ ποὺ γεννῶνται ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη μας. Κανένας ἄνθρωπος, ποὺ πειράζεται πρὸς ἁμαρτίαν, ἂς μὴ λέγη, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία τοῦ νὰ πειράζωμαι καὶ νὰ σπρώχνωμαι εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ἕκαστος δὲ ἐρεθίζεται καὶ σπρώχνεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τὴν ἰδικὴν του κακὴν ἐπιθυμίαν, ποὺ τὸν παρασύρει καὶ μὲ τὸ δόλωμα τῆς ἡδονῆς τὸν τραβᾶ.
Εἶναι πανευτυχὴς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ βαστάζει μὲ ὑπομονὴν καὶ καρτερίαν τὴν δοκιμασίαν τῶν θλίψεων. Καὶ εἶναι πανευτυχής, διότι, ὅταν διὰ τῆς δοκιμασίας γίνη σταθερὸς καὶ δοκιμασμένος καὶ γυμνασμένος, θὰ λάβη τὸν λαμπρὸν καὶ ἔνδοξον στέφανον τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸν ὁποῖον ὑπεσχέθη ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν.
Πηλίνῃ χειρὶ ἁμαρτωλοῦ μοναχοῦ μ.