Τί ποθεῖ; Τὴν εὐ­τυχία.

Ἀλλὰ ποῦ θὰ τὴ βρῇ;

Στὰ πλούτη; ῥωτῆστε τοὺς ἑκατομμυριούχους ὅ­λου τοῦ κόσμου, ἐρευνῆστε τὴ ζωή τους καὶ θὰ δῆ­τε ὅτι κατὰ κανόνα δὲν ὑπάρχουν δυστυχέστεροι ἀ­π᾽ αὐτούς.

Στὰ ἀξιώμα­τα; ἀκοῦστε τὸ Σολομῶν­τα ποὺ λέει «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάν­τα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2), δείτε καὶ τὸν Ναπο­λέον­­τα ἐξό­ριστο στὴ νῆσο τῆς Ἁγί­ας Ἑλένης.

 Στὶς ἡ­δο­νὲς τοῦ βίου, γλέντια, δι­ασκεδάσεις; πηγαί­νετε στὰ ἄσυλα ἀνι­άτων, ὅπου οἱ καταχρήσεις μετέβαλαν νεανικὰ κορμιὰ σὲ ῥάκη.

Μήπως, τέλος, στὴν ἐ­πιστή­μη; μὰ ποιά ἦταν ἡ ἀ­γω­νία τοῦ Σωκράτους·

«Ἓν οἶδα, ὅτι οὐ­δὲν οἶδα».

Ποῦ, λοιπόν, εἶνε ἡ εὐτυχία; Μία εἶναι ἡ πηγή, ἡ βρύση μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ποὺ σβήνει τὴ δίψα· ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ Χριστός μας.

Αὐτὸς εἶ­ναι ἡ πηγή, ὁ ποταμός, ὁ ὠκεανὸς τῆς χάριτος.

Ναί! ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τὸ νοῦ, ἠ­λεκτρίζει τὴν καρδιά, γαλβανίζει τὴ θέλησι γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά.

Καὶ σήμερα ὁ Χριστὸς κράζει· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω».

Ἀ­κοῦ­τε τί λέει; κάθε λέξι εἶναι ζυγισμένη.

«Ἐάν τις δι­ψᾷ». Δὲν βι­άζει κανένα, εἶσαι ἐλεύθερος, ἂν θέλῃς!… Οὔ­τε κλείνει τὴν πόρτα σὲ κανένα· εἶνε ἀνοιχτὴ σὲ φτω­χὸ ἢ πλούσιο, μικρὸ ἢ μεγάλο.

«Ποταμοί», λέει, ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδα­τος ζῶν­τος» (Ἰω. 7,37· βλ. & Παρ. 18,4).

Καὶ ἀπόδειξις οἱ ἀ­πόστολοι. Τί ἦ­ταν πρίν; Ξηρὰ ῥυάκια. Πίστεψαν στὸ Χρι­­στό, ἔ­λαβαν Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ ἔγιναν ποταμοί, ποὺ μέχρι σήμερα ἀρδεύουν τὴν οἰκουμένη.

✞ Ἐπίσκοπος Φλωρίνης Αὐγουστῖνος