Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους(+)

Εὐχαριστοῦμε τὸν Ἅγιο Θεὸ ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ ἑορτάσουμε καὶ σήμερα τὴν μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, τῶν δύο μεγάλων στύλων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.

Ὅσο κανεὶς προσεγγίζει μέσα στὴν Ἐκκλησία τίς δύο αὐτὲς φωτεινότατες μορφὲς τῶν ἁγίων αὐτῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, τόσο ἐκπλήσσεται καὶ θαυμάζει. Τὸ ἔργο τους ἀνθρώπινα εἶναι ἀνεξήγητο. Μόνο μία μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν σαρκωθέντα Χριστὸ δικαιολογεῖ τίς θυσίες τους καὶ τοὺς κόπους τους καὶ τὰ δεινὰ τά ὁποῖα ὑπέστησαν εὐχαρίστως, καὶ τελικὰ καὶ αὐτὸν τὸν θάνατο.

Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο τοὺς βοήθησε νὰ φθάσουν σ’ αὐτὰ τὰ μέτρα καὶ νὰ εἶναι ὄχι ἁπλῶς στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ βάσεις καὶ θεμέλιοι, ἀλλὰ νὰ εἶναι καὶ στῦλοι φωτεινοὶ πρὸς τὸν Οὐρανὸ οὐρανομήκεις, ποὺ καταυγάζουν πάντοτε τὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, εἶναι ἡ Χριστοκεντρικότητά τους, ἡ ἕνωσή τους ἡ στενότατη καὶ ἀδιάσπαστη μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὴ ἦταν ἐκείνη ποὺ τοὺς ἀνέδειξε.

Γνώρισαν τὸν Χριστὸ κατὰ διάφορο τρόπο. Ὁ Πέτρος ὡς ἄμεσος Μαθητής, ὁ Παῦλος ἐκ τοῦ ὁράματος τῆς Δαμασκοῦ. Ἀλλὰ καὶ οἱ δύο δὲν ὑστέρησαν στὸ νὰ δοθοῦν ὁλοκληρωτικὰ στὸν Χριστὸ καὶ νὰ μὴ ζοῦν καθόλου γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ αὐτὴ ἡ Χριστοκεντρικὴ ζωή τους μὲ τὴν Χριστοκεντρικὴ διδασκαλία τους ἔγινε καὶ ἀποστολικὴ πράξῃ καὶ ἀποστολικὸς λόγος. Τὸν Χριστὸ εἶχαν, γιὰ τὸν Χριστὸ ζοῦσαν, καὶ ὅλοι εἶχαν Χριστοποιηθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦσαν παρὰ τὸν Χριστὸ νὰ ἀναγγέλλουν στὰ ἔθνη, νὰ κηρύττουν, νὰ μαρτυροῦν, νὰ ἀποκαλύπτουν, νὰ φανερώνουν.

Θυμᾶστε, ὅταν ἀνέβηκε ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὸν Ναὸ τοῦ Σολομῶντος λίγο μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Κάποιος παράλυτος ζητοῦσε βοήθεια καὶ ὁ ἅγιος Πέτρος τοῦ εἶπε: «Δὲν ἔχω χρυσὸ καὶ ἀργύριο. Αὐτὸ ποὺ ἔχω, αὐτό σοῦ δίδω. Ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγειρε καὶ περιπάτει» (Πράξ. 3:6). Αὐτὸ εἶχαν καὶ αὐτὸ ἔδιναν. Αὐτὸ εἶχαν καὶ αὐτὸ ἀκτινοβολοῦσαν, τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Καὶ ὁ μὲν ἕνας, ὁ Πέτρος, ἔγινε πέτρα καὶ θεμέλιο τῆς πίστεως στὸν Χριστό. Ὁ δὲ ἄλλος ἔγινε στόμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ δύο ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν, ὁ ἕνας πέτρα τῆς πίστεως καὶ ὁ ἄλλος στόμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοὺς τιμᾷ ἔτσι ὅπως τοὺς τιμᾷ, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἔχει πάντοτε ἐν μέσῳ Αὐτῆς, προϊσταμένους των συνάξεών Της καὶ εὐλογοῦντας τὸν λαὸ Της.

Ἐμεῖς σήμερα εὐγνωμονοῦμε τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὰ δεσμὰ καὶ τίς θλίψεις, τὰ ναυάγια καὶ τοὺς κινδύνους. Ὅλη τους ἡ ζωὴ ἦταν ἕνας κίνδυνος. Καὶ «ἐν ἐρημίαις καὶ ἐν πόλεσι» (Ἐβρ. 11:38) ἦσαν κάτω ἀπὸ διαρκῆ κίνδυνο καὶ διαρκῆ ταλαιπωρία.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀναγνωρίζουμε ἐμεῖς τὰ πνευματικά τους παιδιά, ἐμεῖς οἱ μαθητές τους, καὶ τοὺς εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς δοξάζουμε. Ἀλλὰ καὶ τοὺς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς βοηθήσουν καὶ ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε τόσο ἀδύνατοι, νὰ συνδεθοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὸν Χριστό, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι συνδέθηκαν. Καὶ ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι τὸ πᾶν γιὰ μᾶς. Ὁ Χριστὸς στὸν νοῦ μας, ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά μας, ὁ Χριστὸς στὴν θέλησή μας, ὁ Χριστὸς ὁδηγὸς στὴν ζωή μας, ὁ Χριστὸς φῶς των ματιῶν μας, ὁ Χριστὸς δύναμη τῆς ζωῆς μας, ὁ Χριστὸς τέλος καὶ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας. Καὶ ἂν ἔτσι πολιτευθοῦμε, τότε εἴμαστε μαθητὲς τους ἀληθινοί.

Ἄλλωστε αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ νόημα τῆς προσευχῆς μας, τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Εἶναι ἕνας τρόπος πολὺ ἀποτελεσματικὸς νὰ φθάσουμε ἐν ὑπομονῇ, ἐν ταπεινοφροσύνῃ, μὲ ἀγῶνα, αὐτὴν τὴν Χριστοκεντρικὴ ζωὴ καὶ αὐτὴν τὴν Χριστοκεντρικὴ μαρτυρία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.

Ὅ,τι ζοῦσαν καὶ ὅ,τι κήρυτταν καὶ γιὰ ὅ,τι σταυρώθηκαν καὶ θυσιάστηκαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἦταν αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς προσπαθοῦμε μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Καὶ ὅποιος Μοναχὸς καλῶς ἀγωνιστεῖ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα καὶ διὰ τῆς προσευχῆς τῆς εὐλογημένης καὶ τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἑνωθεῖ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἔφθασε τὰ μέτρα καὶ φθάνει τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.

Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί, παραδειγματιζόμενοι σήμερα καὶ παρακινούμενοι καὶ ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τὸν Μέγα Πέτρο καὶ τὸν Μέγα Παῦλο, τὰ στόματα καὶ τίς βάσεις τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἂς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, ὅπως ἐκείνων ὁ ἀγῶνας δὲν ἦταν εἰς κενόν, δὲν «ἔδραμον εἰς κενὸν» (Φιλ. 3:16), κατὰ τὸν Παῦλο, οὔτε «ἔτρεχον ἀδήλως» (Α’ Κόρ. 9:26), ἀλλὰ «ἐπὶ τὸν σκοπὸν καὶ ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλ. 3:14), ἔτσι καὶ ὁ ἀγῶνας ἡμῶν των ταπεινῶν.

Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἀνθρωπίνως ὅτι ὁ ἀγῶνας μας δὲν ἔχει ἀποτέλεσμα ἢ δὲν ἔχει δικαίωση καὶ ἀναγνώριση, ὅμως ὁ ἀγωνοθέτης Χριστὸς ὁ Θεὸς ὁπωσδήποτε θὰ ἐνισχύσει καὶ θὰ τελειώσει κάθε ἕνα ἀγωνιστὴ τῆς εὐσεβείας, κάθε ἕνα ἀγωνιστὴ τῆς προσευχῆς, καὶ θὰ τὸν ἀξιώσει νὰ μπορέσει καὶ αὐτὸς νὰ πεῖ –ἐὰν ἔτσι καλῶς ἀγωνίζεται– αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶπε καὶ ὁ θεῖος Παῦλος: «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τὴ ἡμέρα, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Τίμ. 4:7-8). Καὶ ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ καὶ θέλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ καλοῦ ἀγῶνα καὶ καλοῦ τέλους τοῦ ἀγῶνα μας.

Εἶθε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἐνισχύει καὶ ἐμᾶς νὰ φερώμεθα ὅπως οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι ὑπὸ ἐκείνης τῆς ἄλλης Δυνάμεως, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι μιμητὲς τοῦ ἀγῶνα καὶ τῶν κόπων τους.