Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Πῶς εἶναι δυνατό, ὅμως, νὰ προσευχηθοῦμε μέσα σὲ κατάσταση ταραχῆς; Θὰ ’θελα νὰ ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα, ποὺ δείχνουν, πὼς αὐτὸ εἶναι δυνατό· θὰ τολμοῦσα μάλιστα νὰ πῶ, ὅτι αὐτὴ ἡ ἀναταραχὴ ἔχει τὰ πλεονεκτήματά της, σὰν τὰ αἰχμηρὰ βράχια πού μᾶς βοηθοῦν νὰ σκαρφαλώσουμε ψηλὰ, ἐκεῖ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ πετάξουμε.
Ἡ πρώτη ἱστορία εἶναι ἀπὸ τὸ «Γεροντικό». Κάποιος ἀσκητὴς συναντᾶ στὰ βουνὰ κάποιον ἄλλον ἀσκητὴ κι ἀρχίζουν μία συζήτηση, στὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ ἐπισκέπτης ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο προσευχῆς τοῦ συνομιλητῆ του, τὸν ρωτᾶ: «Γέροντα, ποιὸς σὲ δίδαξε νὰ προσεύχεσαι ἀδιάκοπα;» Κι ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε καταλάβει ὅτι ὁ ἐπισκέπτης του ἦταν ἄνθρωπος μὲ βαθιὰ πνευματικὴ πεῖρα, τοῦ ἁπαντᾶ:
«Δὲ θὰ τὸ ἔλεγα αὐτὸ στὸν καθένα, ἀλλὰ σὲ σένα θὰ τὸ πῶ, πὼς ἀληθινὰ ἦταν οἱ δαίμονες ποὺ μὲ δίδαξαν». Ὁ ἐπισκέπτης τοῦ λέει: «Νομίζω πὼς σὲ καταλαβαίνω. Γέροντα, ἀλλὰ θὰ μποροῦσες νὰ μοῦ ἐξηγήσεις λεπτομερέστερα, μὲ ποιὸ τρόπο σὲ δίδαξαν, γιὰ νὰ σὲ καταλάβω καλύτερα;» Καὶ τότε ὁ ἄλλος τοῦ διηγεῖται τὴν ἑξῆς ἱστορία:
«Ὅταν ἤμουν νέος, ἤμουν ἀγράμματος καὶ ζοῦσα σ’ ἕνα μικρὸ χωριὸ στὴν πεδιάδα. Μία μέρα πῆγα στὴν ἐκκλησία κι ἄκουσα τὸν διάκο νὰ διαβάζει τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου, πού μᾶς διδάσκει νὰ προσευχόμαστε ἀδιαλείπτως.
Ἀκούγοντας τὰ λόγια ἐκεῖνα, ἐνθουσιάστηκα καὶ φωτίστηκε ἡ ψυχή μου. Καὶ μετὰ τὴν ἐκκλησία ἄφησα τὸ χωριό, γεμάτος χαρά, καὶ ἀναχώρησα στὰ βουνὰ γιὰ νὰ ζήσω μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μόνο. Αὐτὴ ἡ διάθεση κράτησε μέσα μου γιὰ κάμποσες ὧρες.
Μετὰ ἔπεσε τὸ σκοτάδι, ἔγινε κρύο κι ἄρχισα ν’ ἀκούω ἀλλόκοτους ἤχους, βήματα κι οὐρλιαχτά. Μάτια ποὺ ἔλαμπαν στὸ σκοτάδι ἐμφανίστηκαν μπροστά μου.
Τ’ ἄγρια θηρία βγῆκαν ἀπὸ τὶς φωλιὲς τους ν’ ἀναζητήσουν τὴν τροφὴ ποὺ τοὺς ὅριζε ὁ Θεός. Ἄρχισα νὰ φοβᾶμαι, νὰ φοβᾶμαι ὅλο καὶ περισσότερο, καθὼς οἱ σκιὲς γίνονταν σκοτεινότερες.
Πέρασα ὅλη τὴ νύχτα γεμάτος τρόμο ἀπὸ τοὺς βηματισμούς, τὰ τριξίματα, τὶς σκιές, τ’ ἀστραφτερὰ μάτια μέσα στὴ νύχτα, τὴν ἐπίγνωση πώς μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ στραφῶ σὲ κάποιον γιὰ βοήθεια. Καὶ τότε ἄρχισα νὰ φωνάζω στὸν Θεὸ τὶς μόνες λέξεις ποὺ ἔρχονταν στὸ νοῦ μου, λέξεις βγαλμένες μέσα ἀπὸ τὸ φόβο μου: “Κύριε Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλό”.
Ἔτσι πέρασε τὸ πρῶτο βράδυ. Τὸ πρωὶ ὁ φόβος μὲ εἶχε ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ ἄρχισα νὰ πεινάω. Ἀναζήτησα τὴν τροφή μου στοὺς θάμνους καὶ στὰ λιβάδια, ἀλλὰ ἦταν δύσκολο νὰ ἱκανοποιήσω τὴν πείνα μου. Καὶ καθὼς ἔπιασε νὰ δύει ὁ ἥλιος, ἔνιωσα τὸν τρόμο τῆς νύχτας νὰ ξανάρχεται. Ἄρχισα νὰ κραυγάζω στὸν Θεὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἐλπίδα μου.
Ἔτσι, πέρασαν μέρες καὶ μετὰ μῆνες. Συνήθισα τοὺς τρόμους τῆς φύσης ἀλλὰ ἀκόμη, καθὼς προσευχόμουν κάθε τόσο, νέοι πειρασμοὶ καὶ δοκιμασίες ἐμφανίζονταν. Οἱ δαίμονες, τὰ πάθη, ἄρχισαν νὰ ὁρμοῦν ἐπάνω μου ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ μόλις συνήθιζα νὰ μὴ φοβᾶμαι τὰ θηρία τῆς νύχτας, οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους ἔπιασαν νὰ λυσσομανοῦν μέσα στὴν ψυχή μου.
Πιὸ δυνατὰ ἀπὸ πρὶν πρόφερα τὶς λέξεις στὸν Κύριο: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε μέ”. Αυτός ὁ ἀγώνας συνεχίστηκε γιὰ χρόνια. Μία μέρα, ἔφτασα τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς μου. Καλοῦσα ἀσταμάτητα τὸν Θεὸ μὲ ἀγωνία καὶ πάθος, χωρὶς νὰ λαβαίνω ἀπάντηση.
Ὁ Θεὸς ἦταν ἀλύγιστος, καὶ τότε, ὅταν καὶ τὸ τελευταῖο νῆμα τῆς ἐλπίδας ἄρχισε νὰ σπάει μέσα στὴν ψυχή μου, παραδόθηκα στὸν Κύριο καὶ εἶπα: “Μένεις σιωπηλός, δὲ Σὲ νοιάζει τί θὰ γίνω, ἀλλὰ δὲν παύεις νὰ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ Θεός μου· καλύτερα νὰ πεθάνω ἐδῶ ποὺ στέκω, παρὰ νὰ ἐγκαταλείψω τὴν ἀναζήτηση μού”.
Τότε, ξαφνικὰ, ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπρός μου καὶ εἰρήνη ἁπλώθηκε μέσα καὶ γύρω μου. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος, πού μοῦ φαινόταν σκοτεινός, τώρα φαινόταν λουσμένος στὸ ἅγιο φῶς, νὰ λάμπει κάτω ἀπὸ τὴ χάρη τῆς Θεϊκῆς παρουσίας, ποὺ συντηρεῖ τὸ κάθε δημιούργημά Του. Καὶ ἀμέσως μετὰ, σ’ ἕνα ξέσπασμα ἀγάπης κι εὐγνωμοσύνης, πρόφερα στὸν Κύριό τὴ μόνη προσευχὴ ποὺ μποροῦσε νὰ ἐκφράσει ὅλα μου τὰ αἰσθήματα:
“Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλό”. Κι ἀπὸ τότε, στὴ χαρά, στὴ δοκιμασία, στὸν πειρασμὸ καὶ τὸν ἀγῶνα ἢ σὲ στιγμὲς ποὺ ἡ εἰρήνη μὲ καταλαμβάνει, αὐτὰ τὰ λόγια ξεπηδοῦν ἀπ’ τὴν καρδιά μου. Εἶναι ἕνας ὕμνος χαρᾶς, εἶναι ἡ κραυγή μου πρὸς τὸν Θεό, εἶναι ἡ προσευχή μου καὶ ἡ μετάνοιά μου».
Τὸ παράδειγμα τοῦ ἄγνωστου αὐτοῦ ἀσκητῆ δείχνει, πὼς ἡ δοκιμασία, ἡ ἀπελπισία κι ἡ ταραχὴ κάνουν αὐτὲς τὶς λέξεις τῆς «προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ» νὰ ξεπηδοῦν ἀπὸ μέσα μας· αὐτὴ ἡ ἀπεγνωσμένη κραυγὴ, ποὺ εἶναι βγαλμένη ἀπὸ μίαν ἐλπίδα πιὸ δυνατὴ κι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀπόγνωση, ποὺ ξεπήδησε ἀπ’ αὐτήν ἀλλὰ τὴ νίκησε.